«Η μετανάστευση είναι δύσκολη και από καθαρά προσωπική άποψη: σκεφτόμαστε πάντοτε τον πόνο της νοσταλγίας· το χειρότερο όμως είναι ο πόνος της αποξένωσης· η γερμανική λέξη die Entfremdung εκφράζει καλύτερα αυτό που θέλω να προσδιορίσω: τη διαδικασία κατά την οποία γίνεται ξένο κάτι που μας ήταν κοντινό. Δεν υφίσταται κανείς Entfremdung ως προς τη χώρα όπου μεταναστεύει: εδώ η διαδικασία είναι αντίστροφη: αυτό που ήταν ξένο γίνεται σιγά σιγά οικείο και προσφιλές. Το παράδοξο, η ξενικότητα στη συνταρακτική, την αποσβολωτική μορφή της δεν εκδηλώνεται με μιαν άγνωστη γυναίκα που της κολλάμε αλλά με μια γυναίκα που ήταν άλλοτε δική μας. Μόνο η επιστροφή στη γενέτειρα έπειτα από μακρόχρονη απουσία μπορεί να αποκαλύψει την ουσιαστική ξενικότητα του κόσμου και της ύπαρξης». Οι προδομένες διαθήκες, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 21996, σσ. 108-109.
«ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ Με τον Φ.: μάτι: το παράθυρο της ψυχής· το κέντρο της ομορφιάς του προσώπου· το σημείο όπου συμπυκνώνεται η ταυτότητα ενός ατόμου· ταυτόχρονα όμως ένα όργανο όρασης που πρέπει να είναι συνέχεια πλυμένο, μουσκεμένο, συντηρημένο μ’ ένα ειδικό υγρό που έχει μια δόση αλάτι. Το βλέμμα λοιπόν, το μεγαλύτερο θαύμα που διαθέτει ο άνθρωπος, διακόπτεται τακτικά από μια μηχανική κίνηση πλυσίματος. Σαν το παρμπρίζ που το πλένει ο υαλοκαθαριστήρας. Σήμερα μάλιστα μπορούμε να ρυθμίσουμε την ταχύτητα του υαλοκαθαριστήρα έτσι ώστε κάθε κίνηση να διακόπτεται από μια παύση δέκα δευτερολέπτων, που είναι περίπου ο ρυθμός του βλεφάρου.
»Ο Ζαν-Μάρκ κοιτάζει τα μάτια των ανθρώπων με τους οποίους μιλάει και προσπαθεί να παρατηρήσει την κίνηση του βλεφάρου· διαπιστώνει πως δεν είναι εύκολο. Δεν έχουμε συνηθίσει να τα προσέχουμε τα βλέφαρα. Σκέφτεται: τίποτα δεν βλέπω τόσο συχνά όσο τα μάτια των άλλων, άρα τα βλέφαρα και την κίνησή τους. Κι όμως, δεν τη συγκρατώ αυτή την κίνησή τους. Την αφαιρώ από τα μάτια που έχω απέναντί μου.
»Σκέφτεται επίσης: ο Θεός, όταν μαστόρευε μες στο εργαστήρι του, έφτασε σ’ αυτό το μοντέλο σώματος του οποίου είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να γίνουμε ψυχή, για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τι αξιοθρήνητη όμως τύχη να είμαστε ψυχή ενός σώματος που φτιάχτηκε επιπόλαια και που το μάτι του δεν μπορεί να κοιτάζει αν δεν πλένεται κάθε δέκα, είκοσι δευτερόλεπτα: Πώς να πιστέψουμε ότι ο άλλος απέναντί μας είναι ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο ον, κύριος του εαυτού του; Πώς να πιστέψουμε ότι το σώμα του είναι πιστή έκφραση της ψυχής που το κατοικεί; Για να μπορέσουμε να το πιστέψουμε, χρειάστηκε να ξεχάσουμε το αέναο ανοιγοκλείσιμο του βλεφάρου. Χρειάστηκε να ξεχάσουμε αυτό εργαστήρι απ’ το οποίο προερχόμαστε. Χρειάστηκε να υποταχθούμε σ’ ένα συμβόλαιο λήθης. Που ο ίδιος ο Θεός μάς το επέβαλε». Η ταυτότητα, μτφρ. Γιάννης Χάρης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1998, σσ. 74-75.
«Η αόρατη γιγάντια σκούπα που μεταμορφώνει, παραμορφώνει και σβήνει τα τοπία έχει πιάσει δουλειά εδώ και χιλιετίες, αλλά οι κινήσεις της που ήταν κάποτε αργές, σχεδόν ανεπαίσθητες, έχουν επιταχυνθεί τόσο πολύ, που αναρωτιέμαι: θα ήταν σήμερα νοητή η Οδύσσεια; Το έπος της επιστροφής ανήκει ακόμα στην εποχής μας. Ο Οδυσσέας, το πρωί που ξύπνησε στην παραλία της Ιθάκης, θα μπορούσε άραγε ν’ ακούσει εκστατικός της μουσικής της Μεγάλης Επιστροφής, αν είχε κοπεί η γέρικη ελιά κι αν δεν είχε καταφέρει να αναγνωρίσει τίποτα γύρω του;». Η άγνοια, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2001, σσ. 53-54.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου