Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες και φίλοι,
«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»[1]. Η επίσκεψη, δηλαδή, των λέξεων προκειμένου να λειτουργηθεί το μυστήριο της συνεννόησης και να αναδειχθεί ο επιδιωκόμενος τρόπος. Να δοκιμασθεί με άλλα λόγια το ρεαλιστικό του εγχειρήματος, να επιχειρηθεί η κίνηση και να αναζητηθούν οι οσφραντικές υποψίες μιας επιζητούμενης αλλαγής.
Οι προοπτικές, λοιπόν, το σύγχρονο και το μάθημα των Θρησκευτικών. Ψηφίδες για τη δημιουργία έργου -ψηφιδωτού-, ικανού να κομίσει νόημα. Και εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, διότι πάντα το σαφές αντιστέκεται, τουλάχιστον να επιτρέψει την, διά της διωκόμενης από συστήματα και συστημικούς φαντασίας, αναζήτηση μιας ποιητικής, καθώς θα έλεγε ο Χαίλντερλιν, εγκατοίκησης. Και το λέγω τούτο, διότι μοιάζει ο κόσμος να γλιστρά, αργά αλλά σταθερά, σε μια διεκπαιρεωτική αντιποιητική, σε μια πεζότητα άκρως αντιερωτική και γι’ αυτό άκρως αντιδημιουργική.
Ξεκινώ από την πρώτη ψηφίδα. Την προοπτική, η οποία, σε μια βασική και γενική περιγραφή της, είναι η τέχνη προβολής του τρισδιάστατου χώρου σε επιφάνεια δύο διαστάσεων και η δημιουργία αίσθησης βάθους σε μια επίπεδη επιφάνεια. Πρόκειται για μέθοδο απεικόνισης, η οποία «έχει πολλά κοινά με την εμπειρική προοπτική, τον τρόπο δηλαδή που οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε το χώρο και τα αντικείμενα μέσα σ’ αυτόν». Βέβαια, η προοπτική επειδή «στην πραγματικότητα […] βασίζεται στη στατική άποψη ενός σημείου οράσεως και σε γεωμετρικούς υπολογισμούς, επιτυγχάνει μια προσέγγιση μόνο του σύνθετου τρόπου της λειτουργίας της όρασης». Πράγμα που σημαίνει, πως «η προοπτική σαν επιστήμη σχετίζεται με την οπτική, δηλαδή τη μελέτη των νόμων της όρασης, επιστήμη που άρχισε και άνθισε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Το προοπτικό σύστημα απεικόνισης όμως αναπτύχθηκε και οριστικοποιήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, με τους πρωτοποριακούς πειραματισμούς του Filippo Brounelesci (1377 – 1446) και του Leon Battista Alberti (1406 – 1472). Ο τελευταίος ειδικά θεωρούσε την επιφάνεια προβολής της προοπτικής εικόνας σαν “ανοιχτό παράθυρο, μέσα από το οποίο βλέπουμε το ζωγραφικό θέμα”»[2]. Ο Γιάννης Τσαρούχης, μάλιστα, αναφερόμενος στο θέμα της προοπτικής, σημειώνει, πως ανήκει στα βασικά της ζωγραφικής, στα ουσιώδη της τέχνης, καθώς αποτελεί τη μια από τις τρεις γραίες, οι άλλες δύο είναι η ανατομία και η λογική, οι οποίες «εξαφανίστηκαν, για να αντικατασταθούν με τις άνευ λόγου ελευθερίες». Και είναι τέτοια η ματιά του, που με άνεση κινείται, στα όρια του «εύκαιρου και εύλογου» τρόπου κατανόησης, συνεχώς ανάμεσα στην ανάγκη της προοπτικής, τον περιορισμό της, την άρνησή της, αλλά και την ανεστραμμένη κατά τα βυζαντινά πρότυπα λειτουργία της. Και το λέγω τούτο για να δείξω, πρώτον, ότι η προοπτική αποτελεί στ’ αλήθεια φυσικό στοιχείο του τρόπου μας, καθώς συνδέεται με την ανθρώπινη οπτική, τη ματιά και το βλέμμα -δεν αποτελεί, δηλαδή, μια καινοτομία, έναν νεωτερισμό-, αλλά μαζί και δεύτερον, σημείο δοκιμασίας της ελευθερίας μας και των αναγκών που δημιουργεί η ίδια η φυσιολογία του σώματος, η ίδια ζωή[3].
Και προχωρώ στη δεύτερη ψηφίδα, στο σύγχρονο. Διαβάζουμε στον Ριζοσπάστη της 14ης Ιουνίου του 1998: «Πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 29 Μάη, ήταν η ογδοηκοστή πέμπτη επέτειος της πρεμιέρας ενός από τα πιο διάσημα μπαλέτα στην ιστορία του χορού: της “Ιεροτελεστίας της Άνοιξης”. Η πρεμιέρα έγινε στις 29 Μάη 1913, στο θέατρο “Champs Elysees” (“Σανζ Ελιζέ” του Παρισιού) και στη συνέχεια, στις 11.7.1913, στο Λονδίνο από τα “Ρωσικά Μπαλέτα” του Σ. Ντιαγκίλεφ (ο πρώτος ιμπρεσάριος του χορού). Τα “Ρωσικά Μπαλέτα” ήταν μια χορευτική ομάδα που επηρέασε βαθιά το χορό της Δύσης και προκάλεσε ριζικές αλλαγές στο χορό. Θεωρήθηκε η αρχή του “σύγχρονου μπαλέτου”. (Ο όρος χρησιμοποιείται για να γίνεται σαφής η διάκριση μεταξύ “ρομαντικού μπαλέτου”, “κλασικού μπαλέτου” κτλ. και δεν έχει την έννοια του “σύγχρονου χορού” που ξέρουμε) […] Από την άλλη, η μουσική του Στραβίνσκι χαρακτηρίστηκε από την πρώτη στιγμή “επαναστατική”, γιατί έσπασε την παραδοσιακή μελωδική γραμμή και την αρμονία της μουσικής. Οι καινοτομίες του, στο ρυθμό και την ενορχήστρωση, έμελλε να αλλάξουν τη δυτική μουσική»[4].
Και στη σελίδα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης διαβάζουμε τα εξής: «Στόχος του ΕΜΣΤ είναι να γίνει ο κορυφαίος εθνικός θεσμός για τη σύγχρονη τέχνη και τον οπτικό πολιτισμό στην Ελλάδα και ένας από τους ηγετικούς θεσμούς της Νότιας Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Για το Μουσείο, η τέχνη και ο οπτικός πολιτισμός (μήπως η θεολογία-το μάθημα των θρησκευτικών) αποτελούν σημαντικό παράγοντα μετασχηματισμού της εκπαίδευσης, της παραγωγής γνώσης, των εναλλακτικών αφηγήσεων, και κινητήρια δύναμη για τη διάδοση αξιών προόδου και χειραφέτησης στην κοινωνία. Το Μουσείο (η θεολογία-το μάθημα των Θρησκευτικών) εστιάζει σε πρακτικές που εξετάζουν με κριτικό βλέμμα συνολικά την κοινωνία και τις πολιτικές της προτεραιότητες και πραγματεύονται κεντρικά ζητήματα της εποχής μας όπως η δημοκρατία, η διακυβέρνηση, η ισότητα, η οικονομία, το περιβάλλον, οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ενώ ταυτοχρόνως αναδεικνύουν τη σημασία του δημόσιου διαλόγου και των “κοινών”. Το ΕΜΣΤ δίνει έμφαση σε θεματικές και ομαδικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης αλλά και σε άλλες μορφές οπτικού πολιτισμού, και αναπτύσσει (η θεολογία-το μάθημα των Θρησκευτικών) αφηγήσεις που προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το πολυσύνθετο και διαρκώς επιταχυνόμενο παρόν μας, την στιγμή που η ανθρωπότητα πασχίζει να συμβαδίσει με τον καλπάζοντα ρυθμό των αλλαγών. Παράλληλα, το Μουσείο (η θεολογία-το μάθημα των Θρησκευτικών) έχει σαν στόχο να αμφισβητήσει την παροντολατρική κουλτούρα της εποχής μας, και πιο συγκεκριμένα να φέρει στο προσκήνιο την ιστορική αυτοσυνειδησία, που λείπει από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Στόχος του ΕΜΣΤ δεν είναι απλώς να αποτυπώσει το zeitgeist (Τσάιτγκαϊστ)[το γενικό πολιτιστικό, πνευματικό, ηθικό και / ή πολιτικό κλίμα μέσα σε ένα έθνος ή ακόμη και σε συγκεκριμένες ομάδες, παράλληλα με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και κοινωνικοπολιτιστική κατεύθυνση ή διάθεση μιας εποχής (παρόμοια με την αγγλική λέξη mainstream ή trend)] αλλά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις επιλογές που έγιναν στο παρελθόν, κοιτώντας τες μέσα από την οπτική γωνία του παρόντος, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον»[5].
Θα μπορούσα εδώ να σταματήσω, διότι τα υπόλοιπα για το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρώ πως έχουν συζητηθεί ικανοποιητικά, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν και ιδιαίτερα σε τούτο το άκρως δημιουργικό συνέδριο. Δεν θα το κάνω, όμως, για λόγους συνέπειας. Θα φτάσω ως το τέλος. Θα ήθελα όμως πριν προχωρήσω στην τρίτη ψηφίδα, να εξηγηθώ. Θεωρώ τη θεολογία επιστήμη, μα και τέχνη μαζί. Τούτο με κάνει, όπως ήδη καταλάβατε, να κοιτώ τις λειτουργικές αναλογίες, τις συμπεριφορές και τις στάσεις θεολογίας και τεχνών. Με θλίψη πολλές φορές διαπιστώνω ότι η θεολογία μοιάζει άφιλη. Αρνείται την κοινή αγωνία, τους κοινούς καημούς και οδηγείται σε δρόμους επικίνδυνης ιδιώτευσης. Το ίδιο και το μάθημα των Θρησκευτικών, διότι όπως καταλαβαίνετε η μοίρα θεολογίας και μαθήματος είναι κοινή. Με αυτά δεν θέλω να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η ένταξη θεολογίας και μαθήματος των Θρησκευτικών στη χορεία των επιστημών και των τεχνών οδηγεί σε απόλυτες ταυτίσεις. Πολύ περισσότερο οφείλω να ομολογήσω ότι δεν εισηγούμαι την άρση της ετερότητας. Βρισκόμαστε, όμως, για να χρησιμοποιήσω μια θεολογική ορολογία ενώπιον του μυστηρίου του εκκλησιασμού των ετεροτήτων στο κοινό σώμα που είναι η δημόσια πλατεία και ο πολιτισμός. Τόσοι άλλοι και τόσα άλλα είμαι εγώ και θέλω να πιστεύω πως αυτό τουλάχιστον στο παρόν συνέδριο δεν αμφισβητείται.
Και έρχομαι τώρα στο τελευταίο μέρος της εισήγησής μου, στη συζήτηση για την ψηφίδα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Θέλω να πιστεύω, πως η συζήτηση αυτή συνδέεται πλήρως με τη θέαση, την όραση του καινούριου κόσμου. Ενός κόσμου απέναντι στον παρόντα διηρημένο, τραυματισμένο και παντελώς αβέβαιο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα πολύτροπης βίας και άγριου φονταμενταλισμού. Και είναι αλήθεια πως η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα για το μάθημα των Θρησκευτικών τα τελευταία χρόνια, με παρεμβάσεις πολιτικές και εκκλησιαστικές, οδηγούν το καράβι στα βράχια. Θεωρώ, πως οι προτάσεις για την αποτροπή μιας τέτοιας πορείας έχουν κατατεθεί και είναι σαφείς. Θα συνεχίσω και εδώ, ανάμεσα στις υπόλοιπες σοφές παρεμβάσεις ανθρώπων που εργάστηκαν σκληρά όλα αυτά τα χρόνια που συζητούμε το θέμα, να υπενθυμίζω την μνημειώδη εισήγηση του μακαριστού δασκάλου Νίκου Ματσούκα, σαράντα χρόνια πριν, το 1981, στο κέντρο της οποίας υπήρχε η πρόταση για μια πολιτιστική και πολιτισμική θεώρηση του μαθήματος και απομάκρυνσή του από κάθε κατηχητικό και ομολογιακό προσανατολισμό.
Συγκεκριμένα, κατά Ματσούκα, η εξέταση του θέματος σχετίζεται με προβλήματα Φιλοσοφίας της Παιδείας. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση δεν είναι νοητό να γίνεται ανεξάρτητα από τα δεδομένα της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού (σίγουρα ο Ματσούκας βρίσκεται εδώ στην καρδιά της Άνοιξης του ελληνορθόδοξου πολιτισμού του οποίου υπήρξε συν-εισηγητής και θιασώτης). Και τα δεδομένα τούτης της πολιτιστικής παραδόσεως και της ζωής του Νεοελληνισμού, επιβάλλουν την αποδοχή δύο βασικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με την πρώτη, «το μάθημα των Θρησκευτικών δεν πρέπει κατ’ αρχήν με κανέναν τρόπο να διαχωρίζεται ριζικά από τα άλλα μαθήματα» και σύμφωνα με τη δεύτερη, «ο πανανθρώπινος και διαχρονικός χαρακτήρας του μαθήματος δεν παραβλέπει το συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον και την εκκλησιαστική ζωή, ενώ συνάμα εντάσσεται στους γενικούς σκοπούς της Παιδείας». Μιας Παιδείας που ο λειτουργικός της χαρακτήρας προϋποθέτει και συνεπώς επιβάλλει την ένταξη των νέων «σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον, όπου από τη μια μεριά υπάρχει ο φυσικός χώρος με όλη την τεχνική και οικονομική υποδομή και από την άλλη ο πνευματικός χώρος στην κοινωνική διάσταση». Μια τέτοια θεώρηση της Παιδείας επέτρεψε στον Ματσούκα να υποστηρίξει με έμφαση πως το μάθημα των Θρησκευτικών, απαλλαγμένο από ακραίους ιδεολογικούς διαποτισμούς και ενταγμένο στα πλαίσια ενός δημιουργικού σχολείου, πρέπει να αποδεσμευτεί από οποιεσδήποτε ηθικιστικές, κατηχητικές και ομολογιακές εξαρτήσεις και να καταστεί μάθημα πολιτισμού με περιεχόμενο απόλυτα γνωσιολογικό, εντός του οποίου πρωτεύουσα θέση θα έχουν η Βίβλος, τα πατερικά κείμενα, τα λειτουργικά κείμενα, όλα τα μνημεία της τέχνης και η εκκλησιαστική ιστορία, που αποκαλύπτουν το πρόσωπο του Χριστού, που δεν μπορεί, κατά Ματσούκα, παρά να αποτελεί το κέντρο του θρησκευτικού μαθήματος. Φυσικά, όπως τονίζει ο δογματολόγος της Θεσσαλονίκης, σε μια τέτοια συνάφεια απαραίτητη είναι και η προσφορά θρησκειολογικών γνώσεων, η οποία λευτερωμένη από οποιαδήποτε απολογητική διάθεση θα στοχεύει στη διεύρυνση των επιστημονικών οριζόντων του μαθητή και στη λειτουργική ανάδειξη της διαφορετικότητας. Μαζί με την πρόταση Ματσούκα να υπενθυμίσω και την πρόταση του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, το 2008, η οποία κοντά στα άλλα έβαζε στη συζήτηση και το δεύτερο μάθημα των Θρησκευτικών εάν και εφόσον φθάναμε σε μια κατάσταση σαν τη σημερινή. Διαβάζουμε σχετικά: «Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή. Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής». Στην προοπτική υλοποίησης κάποιας από τις παραπάνω προτάσεις «πρέπει», σύμφωνα πάντα με το Τμήμα Θεολογίας, «να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες». Τούτη η μετεκπαίδευση μπορεί να γίνει από τα Θεολογικά Τμήματα της χώρας, τα οποία «διαθέτουν», τόσο με το υπάρχον πρόγραμμα σπουδών τους, αλλά πολύ περισσότερο θα διαθέτουν με ένα αναβαθμισμένο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών -κατεύθυνση στην οποία ήδη εργάζεται το Τμήμα θεολογίας-, «την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα». Είναι σαφές πως με μια τέτοια πρωτοβουλία και πρόταση το Τμήμα Θεολογίας δεν είχε τη ψευδαίσθηση της οριστικής επίλυσης του θέματος, αλλά άνοιγε την πόρτα για έναν δημιουργικό και έντιμο διάλογο, για μια άσκηση αυτοσυνειδησίας, που θα έβγαζε την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την Εκκλησία από το αδιέξοδο στο οποίο τις οδήγησε η οποιαδήποτε ιδιώτευσή τους και άρνηση συνάντησης με το διαφορετικό, το άλλο, που χτυπούσε ήδη από τότε με επιμονή την πόρτα της νεοελληνικής κοινωνίας και εκπαίδευσης, που ταλανίζονταν και συνεχίζει να ταλανίζεται μεταξύ της Σκύλας του επιφανειακού εκσυγχρονισμού και της Χάρυβδης της στείρας παραδοσιαρχίας[6]. Δυστυχώς, η εκπαιδευτική μας αφασία και ο ιδεολογικός μας προσανατολισμός -παρόλες τις φιλότιμες και δημιουργικές προσπάθειες που προηγήθηκαν των τελευταίων τραγικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας-, οδήγησαν στην ταύτιση της εκάστοτε συνήθειας με την παράδοση. Δυστυχώς, η συνειδητοποίηση του γεγονότος, του κάθε γεγονότος, βρίσκεται σε απόσταση από το γεγονός. Ανάμεσά τους το κενό. Το απόλυτο κενό. Γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη, πως «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Στον φαντασιακό - ιδεολογικό μας κόσμο η αφαίμαξη της ευθύνης λειτούργησε τον εωσφορικό αυτοεγκλωβισμό. Ή αντιστρέφοντας τους όρους, ο εωσφορικός αυτοεγκλωβισμός οδήγησε στην αφαίμαξη, στην ολική αφαίμαξη, της ευθύνης. Και έτσι, το μάθημα των Θρησκευτικών βυθίζεται. Μαζί βυθίζεται και η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός της ετερότητας. Το όνειρο ενός κόσμου στον οποίο χωρούν οι πάντες. Το όνειρο ενός γελοίου με συλλογική συνείδηση και παρουσία. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος, που η προοπτική, ως άλλος τρόπος να δούμε το ίδιο μας το σώμα, θα πρέπει ίσως να αναμετρηθεί με τα μετρημένα, τα υπολογισμένα μιας ουδέτερης ή άνευρης πολιτικής και να συνδεθεί πλήρως με αυτό το όνειρο. Το όνειρο ενός γελοίου που βλέπει τον κόσμο «αλλιώς». Το όνειρο ενός γελοίου με ευθύνη. Το όνειρο ενός γελοίου που το βλέμμα του αγγίζει το ανθρώπινο.
Φίλες και φίλοι,
Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά δεν μπορώ παρά να ζω επ’ ελπίδι[7]. Να ζω, δηλαδή, με την προσδοκία πως η όσο το δυνατόν ταχύτερη συνειδητοποίηση της ήττας που φάγαμε[8] -διότι περί αυτού πρόκειται-, μπορεί να οδηγήσει σε μια δημιουργική ανατροπή, σε μια νέα στροφή, σε μια εκπαιδευτική έκπληξη.
[1] Αντισθένης και Γρηγόριος ο Θεολόγος.
[3] «Είναι δύσκολο να πει κανείς τι είναι "ο ζωγραφικός χώρος". Είναι κάτι που το υπαγορεύει ένα δαιμόνιο σαν του Σωκράτη. Και αλίμονο μου αν δεν το ακούσω. Θα παρουσιάσω απλώς σκέτα μεροκάματα. Οι αρχαίοι Έλληνες βρήκαν την προοπτική. Αλλά και ένα σωρό αντίδοτα που προστατεύουν τον ζωγράφο από παραπατήματα και υπερβολικό ζήλο λογικής. Ο Παρθενώνας σταματάει εκεί που αρχίζει να αποκτάει προοπτική. Στη ζωγραφική της Πομπηίας, που συχνά μιμείται την ελληνική, η προοπτική γίνεται δεκτή υπό όρους. Λειτουργεί για πενήντα πόντους βάθος. Όσο είναι ο όγκος σε βάθος του ανθρώπινου σώματος. Από εκεί και πέρα, όσο αληθοφάνεια κι αν υπάρχει, οι τέσσερις πλευρές του πίνακος και οι αρμονίες δύο διαστάσεων διευθύνουν τη σύνθεση. Και όχι η κοινή λογική. Απ’ όλους τους ευρωπαίους ζωγράφους, ο Βερμέερ και ο Βελάσκεθ κατάφεραν να συνδυάζουν την προοπτική με τις αισθητικές ανάγκες δύο διαστάσεων. Φυσικά, πριν απ΄ όλους ο Γκρέκο. Αυτός είναι ο πρώτος διδάξας. Πώς να οδηγήσει κανείς με λόγια κάτι που μερικά άτομα εξαιρετικά γνωρίζουν ανά τους αιώνες; Και όμως! Οι ιδέες αυτές, όταν πραγματοποιηθούν σε ένα έργο, δίνουν ευφορία ακόμα και στους πιο ανίδεους θεωρητικούς. Ο Μπραν ή ο Πικάσο –δεν θυμάμαι ακριβώς– είχε πει κάποτε ότι κάθε πίνακας χρειάζεται ένα άσπρο σε μιαν ορισμένη μεριά. αλλά έχει τεράστια σημασία αν το άσπρο αυτό δικαιολογείται μέσα στη σύνθεση σ’ ένα φλιτζάνι, σε ένα λουλούδι ή σ’ ένα φόρεμα γυναικός. Στα έργα μου του 1936-1938 επιδιώκοντας το καθαρό και ζωηρό χρώμα, το βάθος που συνήθως είναι καφέ ή μαύρο, το απέδιδα με ροζ ή λεμονί ή κόκκινο ζωηρό. Είναι κάτι σαν την ανεστραμμένη προοπτική που, σε ορισμένες εικόνες βυζαντινές, κάνει ώστε η σύναξη των αγγέλων να είναι πιο μεγάλη όσο πιο πίσω βρίσκονται. Αυτά δεν διδάσκονται. Αλλά πρέπει να τα καταλαβαίνεις μόνος σου, όταν ένθεος πιάνεις το πινέλο», Γ. Τσαρούχης, Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1990, σ. 158-159.
[4] Σ. Ζήκα, εφημ. Ριζοσπάστης 14/06/1998 https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3729777
[6] Βλ., σχετικά Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Το μάθημα των Θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση https://antidosis.wordpress.com/2012/11/05/%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89/
[7] «Καυχώμεθα επ’ ελπίδι τῆς δόξης του Θεουύ, ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν», Ρωμ. 5, 2-3.
[8] Βλ. σχετικά, Χ. Α. Σταμούλης, Φάγαμε ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2021.
Εισήγηση στο Συνέδριο του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός», στο πλαίσιο της εορτής των Τριών Ιεραρχών, με θέμα «Ταυτότητα και ετερότητα στο δημόσιο σχολείο – Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα». (Αθήνα 27/01/23 | Αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων).
ΠΗΓΗ: ANTIDOSIS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου