«Τη σχέση τού Ταρκόφσκι με την ποίηση τη διαβάσαμε στα έργα του. Στο βιβλίο του όμως Σμιλεύοντας το χρόνο, δουλεύοντας με το λόγο κι όχι τόσο με την εικόνα, καταφέρνει να μιλήσει για τα ποιητικά πράγματα, για την τέχνη γενικότερα, όπως σπάνια έχουν μιλήσει καλλιτέχνες: εννοώ, κυρίως, καλλιτέχνες του λόγου, ποιητές βέβαια, συγγραφείς και άλλοι. Και πρώτα-πρώτα, ο άνθρωπος μιλάει με σαφήνεια. Ούτε ψελλίζει ούτε παραληρεί. Δεν χάνεται σε συναισθηματισμούς. Δεν νιώθεις άρρωστα σπλάχνα να μιλάνε ούτε διακρίνεις πουθενά το χρώμα της εμπάθειας. Ταυτόχρονα, κι ενώ δεν ρητορεύει για την ελευθερία τού καλλιτέχνη, για την περιβόητη “ελεύθερη έκφραση” και άλλα τέτοια, νιώθεις να τον κατοικεί μια υγιής ελευθερία, απέραντη, πράγμα βέβαια που φαίνεται και στα έργα του. Από την άλλη μεριά, με τα γραφτά του τινάζει στον αέρα όλες τις σύγχρονες φλυαρίες καλλιτεχνών και κριτικών για την τέχνη, όλα τα παρατράγουδα και την ξιπασιά που δέρνει σήμερα τον καλλιτεχνικό κόσμο, όλη τη ψυχική μιζέρια που στις μέρες μας αποτελεί αντανάκλαση των “προηγμένων” κοινωνιών μας. Και τούτο γιατί, είπαμε και σε άλλο σημείο, τις αλήθειες του τις αντλεί από πηγή ακένωτη, ουράνια και ουχί χθόνια, που δεν τον αφήνει να περπατήσει μέσα στις κακοτοπιές, τα λασπόνερα και τα θρύψαλα του αιώνα. Σκοπεύει στη διάρκεια, σε όσα αντέχουν στο χρόνο και το θάνατο, τα οικειώνεται, τα αγκαλιάζει και τραβάει το δρόμο του. Διαλέγει τα υλικά του προσεκτικά και οικοδομεί πάνω στην απεραντοσύνη, στον καθαρό αέρα των ανοιχτών κάμπων – όχι του δωματίου -, δουλεύει με ανοιχτά παράθυρα, μακριά από την κλεισούρα της κάμαρας και τη φοβία του ανθρώπου της πόλης. Δεν παραλείπει να πετάξει φράσεις σαν την ακόλουθη: “για να έχει κανείς αληθινή πίστη στο Θεό, ή ακόμα και για να νιώσει την ανάγκη γι’ αυτή την πίστη, πρέπει να διαθέτει ορισμένο `καλούπι` ψυχής, ειδικό πνευματικό δυναμικό” (σ. 57). Δεν είναι εκλεκτισμός αυτό. Είναι αναγνώριση μεγεθών. Το μεγάλο απαιτεί μεγάλα. Ο αχώρητος δεν μπαίνει στο χώρο. Πρέπει να τον προϋπαντήσεις στα πρόθυρα, να τον δεχτείς ανοίγοντας τον εαυτό σου όσο γίνεται. Γι’ αυτό λέει στην Αποκάλυψη: “εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι” (Γ΄ 20). Το “ακούση” και “ανοίξη” είναι το “ορισμένο `καλούπι`”, που λέει ο Ταρκόφσκι. Η ρήση της Αποκάλυψης και η κουβέντα του Ρώσου προϋποθέτουν προσωπική συνάντηση».
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ. (1989). Ταρκόφσκι: Ένας νοσταλγός του Παραδείσου. Αθήνα: Διάττων, σσ. 27-29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου