Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Η Διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος συνεκλήθη. Κι αποφάσισε· (εδώ) Στις ώρες που μέχρι τώρα έχουν περάσει η ειδησεογραφία, εκκλησιαστική και μη εκκλησιαστική, «πληροφορεί» πως πολλά συνέβησαν κεκλεισμένων των θυρών της συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κι ο ενσυνείδητος Ορθόδοξος χριστιανός πιστός αυτού του τόπου διερωτάται: η Εκκλησία είναι κοινωνία δύο τάξεων; Από τη μια Επισκόπων και από την άλλη κληρικών; Από τη μια Επισκόπων και κληρικών μαζί κι από την άλλη λαϊκών; Η ιερωσύνη είναι ένα «στρώμα ηγεσίας μέσα στην Εκκλησία» ή «χάρισμα διακονικό»; Φρονώ ότι στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα, ένα μεγάλο μέρος των Ιεραρχών μάλλον δεν επιθυμούν να απαντήσουν γιατί περί άλλων «μεριμνούν και τυρβάζουν». Έχω την ταπεινή γνώμη πως η Διοικούσα Εκκλησία δεν είναι δομή εξουσίας, αλλά μια «ιδιαίτερη δομή ευθύνης και διακονίας που η αυθεντία της θεμελιώνεται» στην «κοινότητα αγάπης που κατ’ εξοχήν είναι η Εκκλησία», για να θυμηθώ τον ακριβό λόγο του Γιώργου Τσανανά, πανεπιστημιακού διδασκάλου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εν προκειμένω, στο κρίσιμο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που τον τελευταίο καιρό για ακόμη μια φορά ανέκυψε, οι προεστώτες της Εκκλησίας μεμψιμοιρούν και αρνούνται στην πραγματική τους ουσία να δουν τα εκκλησιαστικά πράγματα· (εδώ) Στον κρίσιμο μίτο, δηλαδή, στο νήμα εκείνο γύρω από το οποίο αιώνες διαπλέκονται οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, δεν λαμβάνεται υπόψη όλο το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με την Εκκλησία και την Ιστορία, που στις δυο άκρες του βρίσκεται η αρχή, τουτέστιν η αιτία αλλά και το τέλος, τουτέστιν η λύση όλου αυτού του σκηνικού που ονομάζεται σχέσεις θρησκευτικής εξουσίας και πολιτικής εξουσίας. Συνεπώς, στην προοπτική να τεθεί τέλος στην εκμετάλλευση της Εκκλησίας από την Πολιτεία, και στην εκμετάλλευση της Πολιτείας από την Εκκλησία, η Διοικούσα Εκκλησία οφείλει να βρει ξανά το εσχατολογικό της όραμα. Ο αείμνηστος Βασίλειος Στογιάννος, κι αυτός πανεπιστημιακός διδάσκαλος στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ κατά τη δεκαετία του ’80, σχολιάζοντας τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, σ’ ένα βιβλίο του γράφει τα εξής σημαντικά: «η αποξένωση της Εκκλησίας από την πολιτική και κοινωνική προβληματική, που περιορίζει τις διαστάσεις της στα πλαίσια μιας συμβατικότητας θρησκευτικής και ανώδυνης για τον κόσμο είναι αντίθετη με την πρακτική των Αποστόλων και των Πατέρων. Η Εκκλησία είναι πάροικη και παρεπίδημη στον κόσμο, αλλά συγχρόνως και φύραμα που αλλάζει τον κόσμο», [Β. Π. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΣ. (1980). Πρώτη Επιστολή Πέτρου, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σ. 255]. Άραγε, πόσο σοβαρά υπ’ όψιν λαμβάνονται τα παραπάνω από τους Αρχιερείς της Εκκλησίας; Επιπλέον, είναι τόσο καταδικαστέα οιαδήποτε πρωτοβουλία τίμιας και ειλικρινούς ρύθμισης - στην προκειμένη περίπτωση, για να είμαι ακριβοδίκαιος, της λεγόμενης «Συμφωνίας Εκκλησίας και Πολιτείας», είναι μια αρχή αλλά έχει πολλά κενά που για πολλούς την καθιστούν μη τίμια και ειλικρινή, με αποτέλεσμα να μην επιλύουν χρόνια προβλήματα - των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στον 21ο αιώνα; Σε ποιο, άραγε, σημείο τέμνονται αυτές οι σχέσεις; Στο σημείο όπου οι εμπλεκόμενοι κλήρος και λαός του Θεού, στο σύνολό του, απλά επιβιώνει; Ή στο κυρίαρχο αίτημα της ελπίδας ό,τι στην πράξη η Εκκλησία διακονεί ετούτον το λαό, αναβαπτιζόμενη στις ευαγγελικές και πατερικές παραδοσιακές ρίζες της; Όλα αυτά τα ερωτήματα επιζητούν ουσιαστικές απαντήσεις, μακριά από προσωπεία και μάσκες υποκρισίας.
Η Διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος συνεκλήθη. Κι αποφάσισε· (εδώ) Στις ώρες που μέχρι τώρα έχουν περάσει η ειδησεογραφία, εκκλησιαστική και μη εκκλησιαστική, «πληροφορεί» πως πολλά συνέβησαν κεκλεισμένων των θυρών της συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κι ο ενσυνείδητος Ορθόδοξος χριστιανός πιστός αυτού του τόπου διερωτάται: η Εκκλησία είναι κοινωνία δύο τάξεων; Από τη μια Επισκόπων και από την άλλη κληρικών; Από τη μια Επισκόπων και κληρικών μαζί κι από την άλλη λαϊκών; Η ιερωσύνη είναι ένα «στρώμα ηγεσίας μέσα στην Εκκλησία» ή «χάρισμα διακονικό»; Φρονώ ότι στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα, ένα μεγάλο μέρος των Ιεραρχών μάλλον δεν επιθυμούν να απαντήσουν γιατί περί άλλων «μεριμνούν και τυρβάζουν». Έχω την ταπεινή γνώμη πως η Διοικούσα Εκκλησία δεν είναι δομή εξουσίας, αλλά μια «ιδιαίτερη δομή ευθύνης και διακονίας που η αυθεντία της θεμελιώνεται» στην «κοινότητα αγάπης που κατ’ εξοχήν είναι η Εκκλησία», για να θυμηθώ τον ακριβό λόγο του Γιώργου Τσανανά, πανεπιστημιακού διδασκάλου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εν προκειμένω, στο κρίσιμο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που τον τελευταίο καιρό για ακόμη μια φορά ανέκυψε, οι προεστώτες της Εκκλησίας μεμψιμοιρούν και αρνούνται στην πραγματική τους ουσία να δουν τα εκκλησιαστικά πράγματα· (εδώ) Στον κρίσιμο μίτο, δηλαδή, στο νήμα εκείνο γύρω από το οποίο αιώνες διαπλέκονται οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, δεν λαμβάνεται υπόψη όλο το πρόβλημα της σχέσης του ανθρώπου με την Εκκλησία και την Ιστορία, που στις δυο άκρες του βρίσκεται η αρχή, τουτέστιν η αιτία αλλά και το τέλος, τουτέστιν η λύση όλου αυτού του σκηνικού που ονομάζεται σχέσεις θρησκευτικής εξουσίας και πολιτικής εξουσίας. Συνεπώς, στην προοπτική να τεθεί τέλος στην εκμετάλλευση της Εκκλησίας από την Πολιτεία, και στην εκμετάλλευση της Πολιτείας από την Εκκλησία, η Διοικούσα Εκκλησία οφείλει να βρει ξανά το εσχατολογικό της όραμα. Ο αείμνηστος Βασίλειος Στογιάννος, κι αυτός πανεπιστημιακός διδάσκαλος στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ κατά τη δεκαετία του ’80, σχολιάζοντας τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, σ’ ένα βιβλίο του γράφει τα εξής σημαντικά: «η αποξένωση της Εκκλησίας από την πολιτική και κοινωνική προβληματική, που περιορίζει τις διαστάσεις της στα πλαίσια μιας συμβατικότητας θρησκευτικής και ανώδυνης για τον κόσμο είναι αντίθετη με την πρακτική των Αποστόλων και των Πατέρων. Η Εκκλησία είναι πάροικη και παρεπίδημη στον κόσμο, αλλά συγχρόνως και φύραμα που αλλάζει τον κόσμο», [Β. Π. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΣ. (1980). Πρώτη Επιστολή Πέτρου, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σ. 255]. Άραγε, πόσο σοβαρά υπ’ όψιν λαμβάνονται τα παραπάνω από τους Αρχιερείς της Εκκλησίας; Επιπλέον, είναι τόσο καταδικαστέα οιαδήποτε πρωτοβουλία τίμιας και ειλικρινούς ρύθμισης - στην προκειμένη περίπτωση, για να είμαι ακριβοδίκαιος, της λεγόμενης «Συμφωνίας Εκκλησίας και Πολιτείας», είναι μια αρχή αλλά έχει πολλά κενά που για πολλούς την καθιστούν μη τίμια και ειλικρινή, με αποτέλεσμα να μην επιλύουν χρόνια προβλήματα - των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στον 21ο αιώνα; Σε ποιο, άραγε, σημείο τέμνονται αυτές οι σχέσεις; Στο σημείο όπου οι εμπλεκόμενοι κλήρος και λαός του Θεού, στο σύνολό του, απλά επιβιώνει; Ή στο κυρίαρχο αίτημα της ελπίδας ό,τι στην πράξη η Εκκλησία διακονεί ετούτον το λαό, αναβαπτιζόμενη στις ευαγγελικές και πατερικές παραδοσιακές ρίζες της; Όλα αυτά τα ερωτήματα επιζητούν ουσιαστικές απαντήσεις, μακριά από προσωπεία και μάσκες υποκρισίας.
Η Εκκλησία ως «ναυς», σχέδιο Ράλλη Κοψίδη (1957).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου