«Αν το μέχρι τώρα σκεπτικό μου το έφερνα ειδικότερα στη θεσμική Ορθόδοξη Εκκλησία στον τόπο μας, θα επεσήμαινα τα εξής:
1ον. Η Εκκλησία φέρει στα έγκατά της μια αντινομία: αποτελεί όραμα αλλιώτικης ζωής, όχι όμως μηχανισμό επιβολής του. Η ίδια η υπερβατικότητά της είναι αυτό που την καλεί να μαρτυρεί μέσα στην ιστορία ότι η αγάπη (όσο άβολη ή και ασύμφορη κι αν φαίνεται) είναι ο μόνος τρόπος υπάρξεως που έχει αληθώς μέλλον.
2ον. Η αντιδιαστολή της από τον Καίσαρα βρίσκεται στην ίδια της την ταυτότητα. Ως εκ τούτου είναι αδιανόητη η άμεση ή έμμεση μετατροπή της σε κόμμα και η ερωτοτροπία με την άσκηση εξουσίας. Και γι’ αυτό, φαινόμενα που χαρακτήριζαν τον νεοελληνικό βίο τον 20ο αιώνα, όπως η νομοθέτηση της ιερολογίας ως μοναδικού συστατικού τύπου του γάμου, η ποινικοποίηση της ετεροδοξίας, η απαίτηση να γνωμοδοτεί ο επίσκοπος για την λειτουργία ευκτήριου οίκου ετεροδόξων, η πεποίθηση επισκόπων ότι εκπροσωπούν στο σύνολό τους τον ελληνικό λαό κ.λπ., αποτελούν παραχάραξη της εκκλησιαστικής ταυτότητας και κουτοπόνηρη νόσφιση κρατικής πολιτικής[1].
Συνιστώσα αυτής της εξουσιαστικής παραχάραξης είναι και μια, κατά τη γνώμη μου, θηριώδης αντιστροφή, που έχει χρωματίσει τον Ορθόδοξο βίο κατά τη νεωτερικότητα: η κατανόηση της χριστιανικής ταυτότητας με όρους φυλετικούς και κολλεκτιβιστικούς, πράγμα που φυσικά εκβάλλει σε εθνικισμό. Αυτή την κατανόηση της χριστιανικής ταυτότητας με όρους φυλετικούς και κολλεκτιβιστικούς την εκφράζει χαρακτηριστικά ο λόγος διαφόρων εκκλησιαστικών ανδρών που μιλούν για την Ορθοδοξία ως στοιχείο του ελληνικού DNA και ως πεπρωμένο της «φυλής». Γιατί είπα ότι αυτή η αντίληψη συνιστά θηριώδη αντιστροφή του Χριστιανισμού; Διότι η πίστη είναι άθλημα στην ελευθερία – προσωπική επιλογή κι όχι στοιχείο που κληρονομείται ανεπίλεκτα. Το ριζικά νέο στοιχείο το οποίο έφερε η Βιβλική σκέψη, υπήρξε η πεποίθηση ότι το άτομο, χάριν αυτού που θα επιλέξει ως αλήθεια, δύναται να έρθει σε ρήξη ακόμη και με την πίστη των πατέρων του, δηλαδή ακόμη και με τις συλλογικότητες μέσα στις οποίες γεννήθηκε. Η σχέση του Αβραάμ με τον Θεό εγκαινιάστηκε όταν ο Αβραάμ ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Γιαχβέ: «και είπε Κύριος τω Άβραμ. Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου τού πατρός σου εις την γην, ην αν σοι δείξω»[2] (ο πατέρας της πίστης μου, δηλαδή, ήταν ένας μετανάστης!). Ιστορικά, η πολύτιμη έννοια της “μεταστροφής” (η δυνατότητα, δηλαδή, να επιλέγω και να αλλάζω) είναι συμβολή χριστιανική! Υπ’ αυτήν την έννοια, ο αυτοκαθαρισμός του υποκειμένου (και η ίδια η νεωτερικότητα, θα έλεγα), έχει τις ρίζες της στη Βιβλική παράδοση. Η Εκκλησία, συνεπώς, όντως δομείται ως κοινότητα (αυτό σημαίνει το πρωτείο της αγάπης), όντως συμβάλλει στη διαμόρφωση του πολιτισμού του τόπου· με νευρώνα όμως την αδιάκοπη ανανέωση της κατάφασης στην ελευθερία.
Υπάρχουν και ζητήματα τα οποία μπορεί να αναφυούν στο μέλλον, και τα οποία ζητήματα θα απαιτήσουν ιδιαίτερη συζήτηση. Ένα τέτοιο θέμα είναι η δυνατότητα των κληρικών να πολιτευτούν, δυνατότητα η οποία είναι νομοθετημένη από το 1954[3]. Η συζήτηση αυτού του θέματος ίσως αποτελέσει περίπτωση διαλόγου μεταξύ φιλελευθερισμού (που κατανοεί τον άνθρωπο προεχόντως ως αυτονόητο υποκείμενο) και κομμουνιταρισμού (που τον κατανοεί προεχόντως ως μέλος κοινότητας). Αλλά σε ποιες στρεβλώσεις μπορεί να απολήξει, πρέπει να εξεταστεί. Για να φέρω απλώς ένα παράδειγμα (πέρα από το μείζον πρόβλημα, το οποίο είναι η ασυμβατότητα ιεροσύνης και κοσμικών αξιωμάτων, ασυμβατότητα η οποία πάντως μέσα στην ιστορία έχει συχνά καταστρατηγηθεί): τι είδους Εκκλησία θα είναι μια Εκκλησία, η οποία θα καλείται να ανεχτεί κληρικός της να εκλέγεται βουλευτής ρατσιστικού κόμματος; Ή, σύμφωνα με το άρθρο 56, παρ. 1 του Συντάγματος, παραίτηση δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ πριν την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων, κατά τη γνώμη μου δε δίνει πλήρη λύση, καθόσον αντιμετωπίζει το θέμα της δημοσιοϋπαλληλικής θέσης, κι όχι της ιεροσύνης. Αλλά σ’ αυτό δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ».
ΘΑΝΑΣΗΣ. Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. (2009). «Ποια θρησκεία και ποια πολιτική;», στη: Σύναξη. 110:91-93.
[1] Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι όσες νομοθετικές ρυθμίσεις εκ των ανωτέρω καταργήθηκαν (λ.χ. για τον γάμο και τους ευκτήριους οίκους), καταργήθηκαν με πρωτοβουλία της πολιτείας, ενώ οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δυσανασχετούσαν για την απώλεια κεκτημένων (της κυριαρχίας τους δηλαδή, επί της κοινωνία), αντί να ζητούν οι ίδιοι την κατάργηση, για λόγους πιστότητάς τους στα εκκλησιαστικά κριτήρια (θα ‘πρεπε, λ.χ., οι ίδιοι να είχαν εξ αρχής αξιώσει την νομοθέτηση του πολιτικού γάμου, για να μη σύρονται σε τέλεση μυστηρίου άνθρωποι άθεοι). Προσωπικά δεν γνωρίζω αν υπήρξε επίσημη διαφοροποίηση πάνω σ’ αυτό. Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί ακριβώς ετούτο: αν η ίδια η διοικούσα Εκκλησία έχει ποτέ ζητήσει κατάργηση προνομίων της τα οποία είναι ασύμβατα προς την ίδια της την ταυτότητα.
[2] Βλ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Μεταμοντέρνα αναβίωση της πολυθεΐας εν ονόματι της χριστιανικής εμμονής στην πίστη των πατέρων; Μια αντίφαση της σύγχρονης εκκλησιαστικής μας πραγματικότητας», Πάντα τα Έθνη, 108 (2008), σσ. 3-7.
[3] Ο νόμος 2800/1954 έδωσε στους κληρικούς το εκλογικό δικαίωμα και ως προς το εκλέγειν και ως προς το εκλέγεσθαι (βλ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2000, σσ. 179-180, και Σπύρος Ν. Τρωιάννος, - Γεώργιος Α. Πουλής, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σ. 537). Το 1954 και το 1957 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος απαγόρευσε στους κληρικούς την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, πλην όμως εις μάτην! Η τελευταία σχετική θέση της Συνόδου που έχω υπόψη μου, διατυπώθηκε στις 8 Ιουνίου 2007: «Η Δ.Ι.Σ., υπενθυμίζει παλαιότερη εγκύκλιό της, η οποία στηρίζεται στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας και δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε ενεργό ανάμειξη των κληρικών στην εκλογική αναμέτρηση». Βλ. http://www.ecclesia.gr/greek/pronaos/pronaos_95.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου