«Όλοι αυτοί οι αφοσιωμένοι καθοδηγητές της νιότης, απ’ το διευθυντή ίσαμε τον κύριο Γκίμπενραθ, μέσα σ’ αυτούς κι όλοι οι βοηθοί καθηγητές, παλιότεροι και νεώτεροι, έβλεπαν τον Χανς ένα εμπόδιο στις επιθυμίες τους, κάτι που τους αντιστεκότανε, ράθυμο και τεμπέλικο, που έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να εξαναγκαστεί δια της βίας να επανέλθει στους κόλπους κοπαδιού. Κανένας – με την πιθανή ίσως εξαίρεση της συμπάθειας που του έδειχνε ο κύριος Βίντριχ – δεν μπορούσε να διαπεράσει το απελπισμένο χαμόγελο στο προσωπάκι του αγοριού και να μπει στο σπαραγμένο του πνεύμα, που τυραννιόταν και κοίταζε ολόγυρα έντρομο και γεμάτο επίγνωση καθώς βούλιαζε σιγά – σιγά. Ούτε και κανείς υποψιαζόταν πώς το σχολείο και οι ανελέητες φιλοδοξίας ενός πατέρα και μερικών δασκάλων είχαν φέρει σε μια τέτοια κατάσταση το εύθραυστο τούτο πλάσμα. Γιατί τάχα έπρεπε να κοπιάζει ίσαμε αργά τη νύχτα, σκυμμένος πάνω στα βιβλία, στην πιο κρίσιμη κι ευαίσθητη εποχή της παιδικής του ηλικίας; Γιατί του στέρησαν τα κουνέλια του, γιατί σκόπιμα τον αποξένωσαν απ’ τους φίλους του στο δημοτικό, γιατί του απαγόρεψαν το ψάρεμα και τον περίπατο, προτιμώντας να ενσταλάξουν μέσα του το φθαρμένο και κενό ιδανικό μιας θλιβερής και βασανιστικής φιλοδοξίας; Γιατί, ακόμα και μετά τις εξετάσεις, δεν του επέτρεψαν να χαρεί τις πολυπόθητες διακοπές;».
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ. (1982). Κάτω από τον τροχό, μτφρ. Φώντας Κονδύλης. Αθήνα: Καστανιώτη, σσ. 146-147.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου