«Γύρισε πίσω, σκαρφάλωσε στο λόφο, ξάνοιξε την πολιτεία την Έφεσο. Είταν ολότελα χαμένος. Η καρδιά του χτυπούσε, πήγαινε κ’ ερχόταν ο νους τους, πυκνός ιδρώτας του περέχυνε το κορμί. Στάθηκε να δει, να ξεσκαλίσει σημάδι το σημάδι την πολιτεία, γιατί μια του φαινόταν και μια δεν του φαινόταν, πως είταν η Έφεσος. Σαν πιο μεγάλη, σαν αλλαγμένη την έβλεπε. Κι ολοένα συλλογιόταν αυτό είναι η τρέλα, αυτό είναι η τρέλα! Να λοιπόν, τι έκαμε η σπηλιά! Το σκοτάδι, η πείνα, η δίψα, ο τρόμος. Τι άλλο να υποθέσει, τι άλλο να πει; Είταν η μέρα ζεστή, είταν γυμνή κ’ η κορφή, ξαναπήρε το δρόμο. Συναπάντησε περαστικούς, δρασκέλισε γειτονιές, που δεν τις ήξερε, δε στάθηκε μήτε ν’ ανασάνει. Μήτε τον πραίτορα μήτε τους καταδότες λογάριαζε πια. Η ανάσα του είχε γίνει αγκούσα, ένιωθε να τον καίνε τα μάτια του, δεν ήξερε, αν ζει ή αν είχε πεθάνει. Μερικοί παραμέριζαν στο πέρασμά του, τον κοίταζαν παραξενεμένοι, χαμογελούσαν, τον ξανακοίταζαν, σώπαιναν. Πόσο αλλόκοτος είταν αυτός ο άνθρωπος! Πόσο αλλόκοτοι είταν αυτοί οι άνθρωποι! Έφτασε εκεί όπου ήξερε, πως είταν η αγορά. Τα πάντα είχαν φαρδύνει, είχαν αλλάξει. Απομεσημέριασε. Πεινούσε φριχτά, διψούσε φριχτά, τα γόνατά του είχαν λυθεί, τα χέρια του έτρεμαν. Έλεγε: είμαι τρελός, είμαι τρελός, τίποτε άλλο δε μπορούσε να πει, είμαι τρελός. Δεν είναι ο κόσμος, η πολιτεία που έχει αλλάξει. Είναι η ψυχή μου που βρέθηκε σ’ άλλο κόσμο, είναι ο νους μου, που λίγνεψε τόσο και δε μπορεί να δώσει βοήθεια. Άδειασε το κορμί μου από ψυχή, από νου. Δεν απόμειναν παρά τα κόκκαλα και λίγο αίμα που θα φύγει και κείνο. Στάθηκε μπροστά σ’ ένα κατάστημα. Φρέσκα, στρογγυλά ψωμιά είταν αποθεμένα στον πάγκο. Μια γυναίκα καθόταν σε σκαμνί χαμηλό πλάι στα φρέσκα στρογγυλα ψωμιά.
- Πεινώ! Δος μου ψωμί, δος μου νερό! της είπε.
Τον κοίταξε, σαν να έβλεπε τέτιο σουλούπι, τέτιον άνθρωπο, για πρώτη φορά.
-Έχει να πληρώσεις; τον ρώτησε.
-Έχω! της αποκρίθηκε. Άνοιξε το πουγγί του, έρριξε μπροστά της χάμου, τα στερνά του νομίσματα. Η γυναίκα έσκυψε, έπιασε ένα, το κοίταξε.
-Τι είναι αυτό; τον ρώτησε.
-Νόμισμα, τι θέλεις να είναι;
Δεν μπορούσε πια να σταθεί. Έπεσε στο πλακόστρωτο καθώς άδειο ασκί.
-Αυτό είναι αρχαίο, του είπε, δεν το παίρνει κανένας. Που το βρήκες; Και τ’ άλλα είναι παρόμοια;
-Και τ’ άλλα παρόμοια, της αποκρίθηκε με κομμένη φωνή. Κοίταξέ τα, είναι γερά.
-Τώρα έχουμε άλλα, του είπε ήσυχα ήσυχα η γυναίκα.
Τα μάτια του άνοιξαν τόσα, που πάει, θα πεθαίνει αυτός ο άνθρωπος, είπε η γυναίκα. Χριστός και Παναγιά! Χριστός και Παναγιά!».
Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ. (31992). Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά. Αθήνα: Εκδόσεις «Αστέρος», σσ. 200-201· [τηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου