Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Πριν δύο σχεδόν εβδομάδες, μαζί με μαθητές κάποιων σχολείων της πόλης-μας· μεταξύ αυτών και δικοί μου μαθητές, του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, βρέθηκα στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης να παρακολουθώ την παράσταση της Θεατρικής Ομάδας των Αστέγων «Ο Ορφέας στον Άδη». Η παράσταση γίνονταν στο πλαίσιο του γνωστού μεν, παλιοκαιρίτικου δε συνθήματος: «σχολείο ανοικτό στην κοινωνία». Τώρα, πόσο ανοικτό είναι το σημερινό σχολείο στην κοινωνία και ειδικότερα στον πολιτισμό, αυτό είναι ζήτημα που στον παρόν άρθρο μου δεν μπορώ να το συζητήσω γιατί θα ξεφύγω από το θέμα που διαπραγματεύομαι. Εκείνο, όμως, που σύντομα οφείλω εδώ να καταγράψω είναι το εξής: οι μαθητές που παρακολούθησαν την παράσταση, αμφιβάλλω αν γνώριζαν τι τέλος πάντων ήταν ο Ορφέας κι η αγαπημένη του Ευρυδίκη και, βέβαια, πως αυτός ο μύθος έχει μακρά διάρκεια έως σήμερα, επιδρώντας καταλυτικά σε μορφές τέχνης, όπως είναι το θέατρο. Επίσης, αμφιβάλλω αν οι μαθητές γνώριζαν και τον Tennessee Williams, συγγραφέα του έργου που παρακολούθησαν· με την απαραίτητη όπως επιβάλλεται ησυχία; Θα ‘λεγα πως όχι... Ευτυχώς που ο σκηνοθέτης κ. Κλεομένης Τζαννέτος, πριν αρχίσει η παράσταση, είχε την ευγενική καλοσύνη να πει λίγα λόγια τόσο για τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, όσο και για την υπόθεση της εν λόγω παράστασης. Ας προλάβω, εδώ, πιθανή παρεξήγηση: δεν έφταιγαν οι μαθητές. Αλλού οφείλουμε να αναζητήσουμε την ευθύνη. Κι αυτή, πρωτίστως, βαραίνει εμάς τους δασκάλους. Γι’ αυτό, ίσως, θα ταίριαζαν εδώ οι στίχοι του ποιητή Άρη Τζιούμα: «Θα μπορούσαμε να χαρίσουμε / ένα στίχο του Νίκου Καρούζου / σε ένα μικρό παιδί. / Ίσως δυσκολευόταν / στην κατανόηση των νοημάτων, / όμως σίγουρα θα είχε αναγνωρίσει / την ίδια την έννοια της ποίησης». Ίσως, λέω κι εγώ με τη σειρά-μου, αν στη σχολική τάξη προετοιμάζαμε τους μαθητές-μας για το τι θα δουν ίσως, λέω, θα γνώριζαν τι σημαίνει να παρακολουθείς με τη δέουσα προσοχή και ησυχία μια θεατρική παράσταση.
Τέλος πάντων, θα αρκεστώ στην καταγραφή κάποιων σκέψεών μου αποτιμώντας, θετικότατα οφείλω να πω, την παράσταση που παρακολούθησα. Όλες σχεδόν οι σκέψεις που παραθέτω παρακάτω, γράφτηκαν κατά την ώρα της παράστασης σ’ ένα πρόχειρο χαρτί, αυθόρμητα, έχοντας ως αφορμή πως τελικά βιώνεται ο έρωτας, στην τραγικότητά του, ως βαθιά υπαρξιακό για τον άνθρωπο ζήτημα, ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον καθώς πρέπει από τη μια μεριά και της δήθεν αμαρτωλής πραγματικότητας από την άλλη. Η «Πριγκιπέσα» (καλή συναδέλφισσα Αναστασία Κατσαρού) και ο «Βαλ Ξαβιέ» (κι αυτός καλός συνάδελφος Γιώργος Γέργος, ποιητής συνάμα), βασικοί πρωταγωνιστές της παράστασης, ωσάν «άλλοι» Ορφέας και Ευρυδίκη, από την αχλή του μύθου βγαλμένοι ήρωες, απλόχερα – προσωπική διαπίστωση είναι αυτή - με μύησαν σ’ εκείνο το ηρακλειτικό «διζήσασθαι αυτόν και μαθείν πάντα παρ’ εαυτού», που σημαίνει «να εξετάζεις τον εαυτό-σου και να μάθεις τα πάντα από αυτόν». Και αυτό γιατί στον έρωτα, η οποιαδήποτε σωτηρία-του πολλές φορές οδηγεί και στην καταστροφή-του, τουτέστιν στην απώλειά του. Ας μην ξεχάσουμε, άλλωστε, το φόνο που διαπράττει ο άντρας της Πριγκηπέσας Τζέιμπ Τόρρανς (αγαπητός συνάδελφος Αλμπέρ Ντιγκράν Ματοσσιάν), σκοτώνοντας την ίδια. Πρόκειται για εκείνον τον μυητικό θάνατο της αποξενωμένης από τον έρωτα ύπαρξης, που δεν προλαβαίνει να ξαναγεννηθεί μέσω αυτού.
Περιδιαβαίνοντας προσεκτικά κάποιες σκηνές της παράστασης, στέκομαι ιδιαίτερα ακόμη σε δύο. Η μια αναφέρεται στην εποχή που γεννήθηκε κι έζησε ο Tennessee Williams. Μου θυμίζει την εποχή των θαυμάτων του Francis Scott Fitzgerald, συγγραφέα που μανιωδώς διάβαζα στα φοιτητικά μου χρόνια. Εποχή της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική. Όπως ο Fitzgerald, νομίζω, έτσι και ο Williams, με το έργο του χτύπησε τον αρρωστημένο με τα πολλά κλισέ πολιτισμό της εποχής του, είτε αυτός έχει σχέση με τα δύο φύλα, είτε με το γάμο όταν αυτός γίνεται απλή συμβίωση, είτε με διάφορα θρησκευτικά και κοινωνικά ηθικολογικά ταμπού. Όλοι σχεδόν οι ρόλοι που υποδύθηκαν αξιόλογοι ερασιτέχνες ηθοποιοί, χτυπούν στη ρίζα-τους νοοτροπίες που κλείνουν τους ανθρώπους στους δικούς-τους τοίχους. Με το «πουλί στον ουρανό», ως σύμβολο ελευθερίας, να εναντιώνεται στην παραπάνω κλεισούρα και να είναι «άπιαστο όνειρο», καθώς συνειδητά υποστήριξε η ωραία και ταλαντούχα Πριγκιπέσα.
Η άλλη σκηνή, που σχεδόν πέρασε απαρατήρητη, ήταν η παρουσία του Ινδιάνου σαμάνου (Θοδωρής Αγγελέλλης), με τα δύο επάλληλα καλέσματα των κραυγών-του, το ένα στον χώρο που διαδραματιζόταν το ανικανοποίητο του έρωτα, το άλλο στον χρόνο όπου η παρακμή, η διαφθορά, η υποκρισία και η βαρβαρότητα να είναι το σαράκι που τρώει τη ζωή, όχι μόνο στην εποχή που έζησε ο Williams αλλά και τη σημερινή. Έτσι, η ολιγόλεπτη παρουσία του Ινδιάνου σαμάνου, για όσους τουλάχιστον γνωρίζουν τι σημαίνει αυτός ο όρος και ποιο είναι το έργο ενός σαμάνου, στην παράσταση λειτούργησε θεραπευτικά, με τη σημασία που δίνει στο σαμανισμό ο Μίρτσεα Ελιάντε, κορυφαίος Ρουμάνος θρησκειολόγος του 20ου αιώνα, ως μάγου θεραπευτή, που επεδίωξε την αποκατάσταση της ελευθερίας των δύο βασικών πρωταγωνιστών (Πριγκιπέσας και Βαλ Ξαβιέ), έστω και για λίγο, στην παραδείσια νοσταλγία ότι οι άνθρωποι γνωρίζονται με την αφή.
Έχω τη γνώμη πως πέραν των θερμών συγχαρητηρίων που γενναιόδωρα δίνω στη Θεατρική Ομάδα των Αστέγων, εκείνο που τελεσφόρα με έμφαση οφείλω να τονίσω είναι το γεγονός ότι ο Ορφέας στον Άδη σήμερα, κάμει ακόμη ένα πέταγμα προς τη ζωή, επιζητεί και διαρκώς πιστεύω θα επιζητεί την ελπίδα ότι ο έρωτας για τη χαμένη Ευρυδίκη του, όποια κι είναι αυτή σήμερα, πάντα θα είναι κύματα φωτός, όπως τόσο επιτυχημένα φαίνεται και στην αφίσα της παράστασης, (δημιουργός Σταμάτης Γιαννάκης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου