«Όταν ο Πικιώνης λέει εδώ: “της ουσίας της ελληνικής” εννοεί κάτι σχετικό με τις Μεγάλες Ουσίες του Σολωμού, le Grandi Sostanze, και όχι τίποτα που έχει να κάνει, έστω από μακριά, με τις διάφορες “ελληνικότητες “ και άλλα τέτοια με τα οποία εμείς σπαταλάμε κάθε τόσο τη σοφία μας. Και όταν λέει: “απαίδευτοι”, εννοεί όχι πως δεν έχομε μόρφωση, αλλά πως δεν έχομε την καλλιέργεια εκείνη που πολλές φορές ανταμώνομε και σε αγράμματους, το στοιχείο το αστάθμητο που ονομάζομε στη γλώσσα μας αρχοντιά. Και όταν λέει: “μιμούμαστε τα ξένα” – αμέσως ύστερα από το “απαίδευτοι” και σαν επεξήγηση – δεν εννοεί πως πρέπει να περιμαζέψομε τα τέσσερα ποδάρια και το κεφάλι της χελώνας μέσα στο νεοελληνικό καβούκι μην τύχει και νοθέψομε την γνησιότητά μας, αλλά πως πρέπει να παίρνομε, να διαλέγομε, να κάνομε δικά μας και να καλυτερεύομε ακόμα, γιατί όχι, όσα βλέπομε πως δεν απομένουν με τον καιρό αναφομοίωτα ή όσα δεν είναι ολότελα άσχετα για μας και τελικά δεν μας αναγκάζουν, όπως άλλα, να “πηγαίνουμε ενάντια στο πνεύμα του τόπου μας”. Και να θέλαμε άλλωστε να κλειστούμε στο καβούκι μας δεν το μπορούμε, σε τούτο το πολυσύχναστο σταυροδρόμι που βρεθήκαμε. Αφήνω που γενικά η κλεισούρα είναι πράμα και επικίνδυνο και ανθυγιεινό. Από τα παλιά τα χρόνια, αντίθετα, μαθαίνομε πως όσοι κατοίκησαν εδώ βρέθηκαν πάντα ανοιχτοί σε όλα τα ρεύματα και πως ότιπερ αν Έλληνες βαρβάρων (δηλαδή· από μη Έλληνες) παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται (Επινομίς 987d). Τούτο γράφτηκε για τους αρχαίους. Για εμάς, ας πάρομε τουλάχιστο την κατάληξη της φράσης για μια ευχή. Όμως, αν δεν παραλάβεις από τους άλλους τίποτα, εσύ δεν μπορείς μήτε να υπάρξεις. Για τούτο υποψιάζομαι πως η λέξη ελληνοκεντρισμός στα χρόνια μας θα πρέπει να τη χρησιμοποιήσαμε αποκλειστικά για να κάνομε εντύπωση – προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα τη σημασία της λέξης αυτής – και για να λιθοβολήσομε μπορεί τελικά όσους δεν προσκυνούσαν την κοσμοθεωρία μας ή όσους διαφωνούσαν μαζί μας. Όταν, τέλος, ο Πικιώνης λέει: “τις δυνάμεις μας τις αρνητικές” εννοεί όσους, στο πείσμα των όσων παρατηρήσαμε, κρατούν σε όλα αγκαλιά την αμπάρα – ή βγάζουν τον τόπο τους στο ξεπούλημα (το ίδιο κάνει) – μάχονται τις γόνιμες διασταυρώσεις ή τις επιδράσεις και δε σηκώνουν σε τίποτα αντίρρηση – με ένα λόγο, φοβούνται τη ζωή. Αυτές “τις αρνητικές δυνάμεις” ο Πικιώνης θα τις μνημονέψει και παρακάτω».
ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2010). «Πρόλογος», στο: Δ. Πικιώνη. Κείμενα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 8-9 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου