«Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ελύτης τον χαρακτηρίζει “Ελληνοσύρο μάγο”, με μόνη διαφορά ότι ο Ρωμανός ήταν Έλλην στη γλώσσα του και ουσιαστικά ξένος προς τους συρογλώσσους της ιδιαίτερης πατρίδας του. Η άνθιση της τέχνης του συμβάδιζε με τη δυναμική του κέντρου μέσα στο οποίο ενετάχθη αλλά και με της εποχής του τα ανοίγματα – εποχή δόξας και μεγαλείου. Στο θρόνο ηγεμόνευε ο Ιουστινιανός· πλάι του η “κυπρία” Θεοδώρα. Το όνομά τους συνδέεται με γεγονότα ή πράξεις που συντελούν σε καθοριστικές αλλαγές και οδηγούν στην πολυδύναμη ανάπτυξη της αυτοκρατορίας […]
»Το φωτοστέφανο που στόλιζε την ποίηση του Ρωμανού μας δίνει ακριβώς την εικόνα που είχαν γι’ αυτόν οι άνθρωποι της εποχής του και οι αμέσως επόμενοι. Η πρώτη κιόλας ποιητική του εμφάνιση από του άμβωνος (φαίνεται κι από το αρχαίο Συναξάριο ότι ο ύμνος ψαλλόταν εκεί) συνδέεται από το σημείον της θεοπνευστίας. Άσχετα από την ιστορικότητα ή όχι του θαύματος (το θαύμα είναι ακριβώς η κατάργηση του ιστορικού χρόνου), στεκόμαστε στο φυσικό και αυτονόητο για την εποχή του Ρωμανού γεγονός της κατάποσης χάρτου. Η θεία έμπνευση εισέρχεται στο σώμα του ποιητή ρεαλιστικά και αυτός εγείρεται, ώριμος και πλήρης, όπως η Αθηνά, που βγαίνει με τ’ άρματά της από το κεφάλι του πατέρα της. Κείνο που συμπεράνουμε από την ιστόρηση του θαύματος, είναι ότι ο Ρωμανός γεννήθηκε Ποιητής, του είχε οριστεί με θεία εντολή ν’ ακολουθήσει τον θεσπέσιο δρόμο της υμνογραφικής δημιουργίας […]
»Με λίγα λόγια έχουμε μπροστά μας έναν ποιητή του οποίου η αξία θα πρέπει εξ όνυχος να συλλάβουμε, μη λησμονούντες, επίσης, ό,τι κατ’ ανάγκην λειτουργούμε μονόχορδα – μας διαφεύγει το μέλος που έντυνε τον ύμνο. Πρέπει ακόμα να στοχαζόμαστε πως η σύγχρονη εκκλησιαστική μελωδία (και μαζί της οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας) δεν σχετίζονται με τα μελίσματα και τους τρόπους της αρχαίας εκκλησιαστικής μελωδίας του 6ου αιώνα. Είναι βασικό για τον ακροατή αλλά και το μεταφραστή να θυμούνται πως ο ύμνος δεν προοριζόταν προς ανάγνωση παρά ως ψαλμωδία. Χάρη στη σύζευξη του λόγου με τον ήχο αποκτούσε ο ύμνος την πραγματική σημασία και την υπόστασή του. Η σχέση του υμνωδού με το εκκλησίασμα ήτανε μυστική και είχε ως αποτέλεσμα τούτος να γίνεται ο ενδιάμεσος, το γλυκόφθογγο όργανο που εξέφραζε με το έργο του τα αισθήματα των πιστών. Για ν’ αληθεύει το ρηθέν του Μεγάλου Αθανασίου: “Αυτός ο άνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος”».
Ρωμανού του Μελωδού. (1997). Τρεις Ύμνοι: Εις την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις την Ανάστασιν του Κυρίου. Εις την Ανάληψιν του Κυρίου. Εισαγωγή – μετάφραση Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Αθήνα: Άγρα, σσ. 10-11, 12, 13-14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου