Τα μαθητάκια των χωριών μας
«Κάθε πέρυσι και καλύτερα», λένε οι χωρικοί μας, για να εξάρουν την αξία των παλιών καιρών και των πατριαρχικών παραδόσεων που αλλοιώνονται με τη ροή του χρόνου. Δεν μπορούμε όμως να πούμε πως αυτό είναι απόλυτα και πέρα για πέρα σωστό. Η κάθε πρόοδος έχει μαζί με τα κακά, ψυχρά κι ανάποδα, που είναι μέσα στο... αίμα της, έχει, λέμε, και τόσα πολλά και αναμφισβήτητα καλά. Αυτό το διαπιστώνω ακόμα μια φορά, που μου γέννησε κιόλας αυτές τις σκέψεις καμαρώνοντας τα σχολειταρούδια, τους μικρούς δηλαδή μαθητάς των γυμνασίων, την ώρα που κυκλώνουν σαν τα κλωσσοπούλια τα υπεραστικά λεωφορεία που κουβαλούν από τα χωριά τους τα κοφίνια, τα βάζα και τα ντορβαδάκια. Πού τέτοια κελεπούρια στα χρόνια μου! Μονάχοι μας κουβαλούσαμε στον ώμο τότε από το ορεινό χωριό τρεις, έξι και πιο πολλές ώρες πορείας το σιτηρέσιο της εβδομάδας και καμιά φορά των δεκαπέντε και πιο πολλών ημερών. «Κόκαλο» γινότανε το ψωμί ως τη μακρινή ημέρα του ανεφοδιασμού. Από τις άλλες τροφές δύο μονάχα είδη αντείχαν σε τέτοιες προθεσμίες. Το τυρί κι οι τηγανητοί κεφτέδες, που καταντούσαν κι αυτοί... κοτρώνια. Ίδιος καημός έδερνε τη ζωή μας στην υπόγεια άξενη καμαρούλα της πόλεως μʼ εκείνον της κλεφτουριάς στα χρόνια της σκλαβιάς, όπως τον μελώδησε η δημοτική μούσα:
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα ...!
Τώρα όμως τα μαθητάκια των πιο πολλών χωριών τρώνε φρέσκο καθημερινό φαΐ. Πρωί πρωί το ετοιμάζει η μάνα, το κλείνει με προσοχή ‒μαζί με τη φλόγα της ψυχής της‒ μέσα στο καλαθάκι και το παραδίνει με τις ύστατες διάτες της στο «βοηθό», τον εισπράκτορα δηλαδή του λεωφορείου. Στο πρακτορείο που θα φθάσει το τροχοφόρο ύστερʼ από μία, δύο και τρεις ώρες γίνεται αληθινή πολιορκία από τους ανήσυχους παραλήπτες. Προχτές είδαμε κι επάθαμε να μπορέσομε να κατεβούμε από το λεωφορείο. Μόλις φρενάρισε στην πλατεία δίπλα στο πρακτορείο, έπεσαν οι διμοιρίες των μαθητών σαν το μελίσσι απάνω του. Δεν άνοιγαν οι πόρτες.
«Μην κάνετε έτσι, βρε παιδιά. Αφήστε πρώτα να κατέβει ο κόσμος ...», φωνάζει ο οδηγός.
Οι μικροί όμως μαθηταί ήσαν ακράτητοι στην παραλαβή των θησαυρών που τους έφερνε το αυτοκίνητο από το μακρινό χωριό τους. Κι αυτό γίνεται σχεδόν κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα ταξιδεύει το υπεραστικό αυτοκίνητο και διανυκτερεύει συνήθως στο χωριό. Τις προάλλες παρακολουθούσα τις προετοιμασίες του σπιτιού που έμεινα αποβραδίς. Ο πατέρας εκμεταλλεύτηκε την όψιμη εφετινή παγωνιά και πήγε με το δίκαννο στον κοντινό βάλτο, όπου σκότωσε δύο ζευγάρια αγριόπαπιες. Τις μαγείρεψε τις δύο η γυναίκα του με πιλάφι και τις έβαλε στον «τενεκέ», το φορητό δηλαδή τενεκεδένιο δοχείο, που κάνει τα τακτικά ταξίδια του aller - retour από το χωριό στην πόλη. Ένα φρεσκότατο καλοζυμωμένο καρβέλι που μοσχοβολούσε κομμένο στα δύο και λίγα αβγά βρασμένα. Γεμάτο τώρα το καλάθι σκεπάστηκε με την πετσέτα και ράφτηκε η κορυφή του με το πανί που έγραφε τη διεύθυνση του ξενιτεμένου κανακάρη. Κάποια στιγμή που πετάχτηκα στην κουζίνα, έπιασα τη γριά βάβω σε μια... λαθραία της ασχολία. Κρυφά απʼ τους άλλους ξήλωσε λίγο την άκρη του πανιού και στρύμωξε στο κοφινάκι λίγα ξερά σύκα και καρύδια. Σαν να ʼκανε επιλήψιμη πράξη, θέλησε να μου δικαιολογηθεί. Κι όταν της είπα πως θα πρέπει να τον αγαπάει τόσο πολύ τον εγγονό της, μʼ αποκρίθηκε:
«Αχ, η ψυχούλα μʼ ! Εγώ το τράνεψα. Η μάνα τʼ ήταν τότε τρία χρόνια άρρωστη. Εμένα γνώρʼσε για μάνα τότε... Κι εμένα έτσουξε πιο πολύ αυτός ο χωρισμός. Αχ αυτή η έρʼμη η Λαμία, πόσο την οχτρεύομαι...».
Τη μισούσε που της έκλεψε τον εγγονό της. Και τον κρυφό της πόνο ντρεπότανε να τον κάνει κοινωνό των άλλων. Ούτε και θα τον φανέρωνε ίσως μια μέρα στον ίδιο τον εγγονό της, που θʼ αγνοούσε τον ιδιαίτερο αποστολέα των πρόσθετων δώρων. Δεν της ένοιαζε αυτό της γιαγιάς. Ούτε ακόμα αν τη θυμότανε ο εγγονός της. Αρκεί να ζήσει μαζί του νοερά τις στιγμές της χαράς, όταν εκείνος θʼ άνοιγε βιαστικά το καλαθάκι και θα ʼβγαζε τα λίγα καρύδια και τα πολυκαιρισμένα σύκα στα οποία μετουσιώθηκε όλη η λαχτάρα και η λατρεία μιας απλοϊκής γριούλας, που δεν γνωρίζει αν θα ζήσει ως το Πάσχα, για να ξανασφίξει στην αγκαλιά της το ίνδαλμά της που τʼ ανάστησε η ίδια σαν δεύτερη μάνα.
Κι όλες σχεδόν οι γιαγιές των χωρικών μας είναι οι δεύτερες μάνες που μεγαλώνουν τα χωριατόπουλα. Γιατί ο χρόνος της μάνας μοιράζεται συνήθως μεταξύ των χωραφιών, των περιβολιών, του λόγγου και των ημιοικόσιτων ζωντανών του σπιτιού. Η γριά βάβω είναι ο μόνιμος θαλαμοφύλακας του σπιτιού και ο φύλαξ άγγελος της νήπιας ζωής του χωριού. Αυτή στα τρυφερά της «ταχταρίσματα», στα τραγούδια της δηλαδή που έχουν για επωδό τη φράση: «τάχταρι και τάχτι του», κατευοδώνει τα εγγονάκια της με όνειρα άρχοντα και ρήγα. Κι όταν γλυκομιλάει μαζί του απάνω από την κούνια του στη δική του νηπιακή γλώσσα, πλάθει γιʼ αυτό παλάτια μαγικά κάποια μακρινή ημέρα, όταν αυτή θα βρίσκεται πέεερα στα χώματα. Κανείς δεν ξέρει, εκτός από τις μοίρες που το παραστέκουν, αν το άσημο χωριατόπουλο δεν θα είναι αύριο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ένδοξος στρατηγός ή και κυβερνήτης του τόπου. Κάποτε τα όνειρα της απλοϊκής βάβως, που πλάθονται στο ισόγειο καλυβόσπιτο του χωριού, γίνονται ωραία πραγματικότητα.
Σεραφείμ Κ. Τσιτσάς, Ιστορίες του χωριού, Αθήναι , σσ. 108 - 110· [Για την αντιγραφή: Βασίλειος Α. Γεώργας].
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Μητέρα Γραμματική», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (16 / 10 / 2017).
Αγαπητέ Βασίλη, ευχαριστώ! Σχολείο ενός άλλου καιρού, παλαιού, που έχει χαθεί στην αχλή του παρελθόντος χρόνου!
ΑπάντησηΔιαγραφή