Γράφει η Μαρία – Αργυρώ Πρώια[*]
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει τα Απομνημονεύματά του και τρεις μήνες μετά αρχίζει να συνθέτει τα Οράματα και Θάματα. Τα Οράματα και Θάματα αναφέρονται συνολικά στα έτη από το 1837 έως το 1850. Πολλές σελίδες από αυτά ανήκαν στα Απομνημονεύματά του, απ΄ όπου τις απέσπασε ο Μακρυγιάννης, καθώς και άλλες σελίδες που τις φύλαξε σ΄ ένα τενεκέ. Είναι ένα ερώτημα: γιατί απομονώνει αυτές τις σελίδες και μάλιστα τις καταχωνιάζει κάπου; Απ΄ ότι εξηγεί ο ίδιος, «τα είχα τα ίδια γραμμένα εις τ΄ άλλο το στορικόν και επειδήτους πάντοτες με κατατρέχουν να μη ψάξουν στο σπίτι μου και τα βρουν, τα ξέκλισα από κει και τα βάνω σε τούτο, και θα βάλω και όσα είχα χωμένα τόσα χρόνια…».
Το τετράδιο με τα Οράματα και Θάματα είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο. Όταν άρχισε να το γράφει ο Μακρυγιάννης ήταν 53 ετών. Το τετράδιο θα μείνει ημιτελές. Από τον Αύγουστο του 1851, ο Μακρυγιάννης ετέθη υπό περιορισμό στην οικία του, μετά από την κατηγορία του δικηγόρου Ν. Στεφανίδη, ότι επιβουλεύεται τη ζωή του βασιλέως Όθωνος και μετά τις 25 Μαρτίου του 1852 αρχίζει συστηματικά η δίωξή του. Ο τίτλος πάντως Οράματα και Θάματα όπως σημειώνει ο Ζ. Λορεντζάτος δεν θυμίζει καθόλου Μακρυγιάννη. Τετράδιο ή προσωπικό ημερολόγιο θα ήταν ένας καλός τίτλος. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μακρυγιάννης το ονόμαζε «στορικόν», όπως και τα Απομνημονεύματα. Το ότι τα φύλαξε αυτά τα γραπτά, τα ξεχώρισε, και ένα μέρος τους σάπισε τελείως, να 'χει σχέση με το ότι διαισθάνθηκε, πως τις προσωπικές του εμπειρίες θα τις ονόμαζαν Οράματα και Θάματα; Επειδή στον Μακρυγιάννη η πραγματικότητα και η εμπειρία δεν διαχωρίζεται σε εγκόσμιο και έσχατο, σε θρησκευτικότητα και εξωτερική πραγματικότητα, σε πνευματικότητα και καθημερινότητα, γι΄ αυτό τα Οράματα και Θάματα αλλά και τα Απομνημονεύματα αποτελούν ένα ενιαίο κείμενο. Επίσης, γιατί φοβάται τα κείμενα αυτά και τα καταχωνιάζει; Θα πρέπει να ‘ξερε ότι η κοινή γνώμη δεν είναι μέρος του· ότι ήδη στη σκέψη των συνανθρώπων του η ενιαία πραγματικότητα έχει υποστεί ένα πλήγμα. Ο απλοϊκός ρεαλισμός ήδη διακήρυσσε τα πρωτεία του, τεμαχίζοντας την εμπειρία.
Έναν αιώνα πριν το κίνημα του σουρεαλισμού, ο Μακρυγιάννης αμφισβητεί τον απλοϊκό ρεαλισμό, αποδεχόμενος το υπέρλογο και καταργώντας τη διχαστική λογική του αιώνα του. Και ενώ στη Δύση ταυτιζόταν προ πολλού το συντηρητικό πνεύμα με τη θρησκεία, στον ελληνικό χώρο, συνταιριάζεται με φυσικό τρόπο το επαναστατικό πνεύμα με τη θρησκευτικότητα. Αυτό είναι εμφανές, άλλωστε, στους περισσότερους ήρωες του ‘21, αλλά και στους αντίστοιχους Επτανήσιους ριζοσπάστες αγωνιστές ενάντια στην Αγγλοκρατία (βλέπε την έντονη θρησκευτικότητα του πρωτοπόρου ριζοσπάστη Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου). Ο Μακρυγιάννης βλέπει αυτά τα Οράματα όταν κινδυνεύει η ζωή του. Όταν βρίσκεται σε οριακές καταστάσεις, «έρχεται η τρίτη Σεπτεμβρίου τη νύχτα που μας είχαν τριγυρισμένα όλα τα στρατέματα και εγώ χωρίς δύναμην και την αυγή θα μ΄έβαιναν στην τζελατίνα […] τότε περικαλιόμαι τον Θεόν και την χάρη της να μας προφθάσουνε», αναφέρεται στα γνωστά επαναστατικά γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, των οποίων υπήρξε ο κύριος συντελεστής τους. Το 1844 βλέπει ένας φίλος του στον ύπνο του ένα γέρο με άσπρα ρούχα να προειδοποιεί τον Μακρυγιάννη ότι θα κινδυνέψει η ζωή του. Και γράφει ο Μακρυγιάννης: «δεν πέρασε δυο τρεις μέρες, ήρθαν και με ‘ρέθιζαν και μόταζαν να μπω σε ξένες φατρίες κ΄ εις κόμματα». Στο παιχνίδι των κομμάτων και της εξουσίας δεν παίρνει μέρος: «ήμουν άμαθος» ομολογεί «από τέτοια». «Αφελής, αγνοών τα τοιαύτα, παρατηρεί και τείνει την ακοήν προς τας έξωθεν εισηγήσεις ίνα δυνηθή να σχηματίση γνώμην» γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Ο ασυμβίβαστος, αυτός που υπερασπίζεται τον Ανδρούτσο και τον Γκούρα έναντι της κυβερνήσεως και του Άρειου Πάγου, θεωρώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να υποχωρεί προς τους ήρωες αυτούς, ο ίδιος είναι που, όταν ο Ανδρούτσος του ζητά βοήθεια υπέρ των ατακτούντων για τις ταραχές στη Σαλαμίνα, τάσσεται με την μεριά της κυβέρνησης. Ο ίδιος είναι που αντιδρά αρνητικά στις φιλάρπαγες διαθέσεις του Γκούρα στο Κάστρο της Ακρόπολης και διαχωρίζει τη θέση του, ορίζοντας στρατιωτική επιτροπή, προκειμένου να περιορίσει τη φιλοκέρδεια του Γκούρα και του Ανδρούτσου. Πράξεις που οδηγούν στη ρήξη του Μακρυγιάννη και με τους δύο και σε εχθρική διάθεση του Γκούρα εναντίον του. Η ζωή του Μακρυγιάννη ήταν ένας διαρκής κατατρεγμός. Βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με όλους. Με την κυβέρνηση, με τους άλλους οπλαρχηγούς, με τους πολιτικούς και τα κόμματά τους. «Την άλλη μέρα όπου ΄γινε το κίνημα, ούτε εις την χώρα μπόρεσαν να κάμουν τον σκοπό τους, ούτε στο σπίτι μου, όταν ήλθαν πεζούρα και καβαλαρία και με κλείσαν μέσα». Η συγγραφή των Οραμάτων και Θαμάτων σταματά απότομα. Στα μέσα του Μαρτίου του 1852 δικάζεται στο στρατοδικείο, κρίνεται ένοχος για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο. Η ποινή μεταβάλλεται σε ισόβια και τελικά σε δέκα χρόνια φυλάκισης. Ζει δέκα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. Άρρωστος, γεμάτος τραύματα από τον πόλεμο και απομονωμένος. Πεθαίνει στις 27 Απριλίου του 1864. Τα γραπτά του, όπως γράφει ο Σπ. Ασδραχάς, εκφράζουν το σύνολο των βιωμάτων του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Για τα Οράματα και Θάματα γράφτηκε πως είναι έργο τρελού. Η καθυστέρηση της έκδοσης τους οφείλεται κυρίως στο Βλαχογιάννη, γράφει ο Γ. Π. Σαββίδης, ή «αν προτιμάτε σε μία τελείως εξωεπιστημονική προκατάληψη που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς νομίζω, παρά ως αντιθρησκοληψία ή τάχα "φωτισμένη» λογοκρισία"».
Ο Νίκος Σβορώνος θα γράψει ότι στα Οράματα και Θάματα βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος των αρχετύπων και των κωδίκων των ανάλογων λαϊκών δημιουργημάτων. Ο επικήδειος όμως λόγος που εκφωνήθηκε από τον Α. Ν. Γούδα την ημέρα του θανάτου του στρατηγού Μακρυγιάννη είναι σαφής: «Αλλά βαβαί της αστασίας των ανθρωπίνων πραγμάτων! Ο της Γραβιάς ήρως ευρέθη νεκρός εν φυλακαίς∙ ο καθ΄ όλον τον αγώνα θαλασσοκράτωρ της Μεσογείου ετελεύτησεν εξ απελπισίας∙ ο τουρκοφάγος απέθανεν επί της ψάθης∙ ο προκείμενος ήρως προ δωδεκαετίας ετάφη ζων και σήμερον μόλις ενταφιάζεται επισήμως∙ χθες δε, προβλέπων το τέλος αυτού, μεταλαβών των αχράντων μυστηρίων, συγχωρήσας εξ όλης ψυχής και αυτούς τους ενταφιάσαντας αυτόν ζώντα και συλλέξας όλας αυτού τας δυνάμεις, δις εξεφώνησε μεγάλη τη φωνή εις το νοσοκομείον, εις το νοσοκομείον, και ανεπαύθη εν Κυρίω. Ποίον άραγε φρικώδες μυστήριον καλύπτει η τελευταία αύτη λέξις;» Λίγο πιο κάτω στον ίδιο επικήδειο, ο Γούδας ερμηνεύει την τελευταία αυτή λέξη του στρατηγού Μακρυγιάννη, ως συγχώρεση για αυτούς που στο νοσοκομείο φυλακισμένο τον αφήσαν να γίνει βορά της πείνας των σκωλήκων: «καιρός είναι ήδη να εξηγήσω και το μυστήριον της τελευταίας λέξεως, ην δις επρόφερεν ο Μακρυγιάννης, παραδίδων το πνεύμα εις τον πλάστην του∙ κατά την διαβεβαίωσιν αξιοτίμου συναδέλφου το δωμάτιον του νοσοκομείου, εις ο έκλεισαν τον Μακρυγιάννην, ουδέποτε είδεν, ούτε είναι ποτέ δυνατόν να ιδή ήλιος∙ δι΄αυτού ρέουσι πάσαι αι ακαθαρσίαι των νοσηλευομένων, εν αυτώ έμεινε μεμονωμένος και αβοήθητος επί δέκα οκτώ όλους μήνας ο Μακρυγιάννης, εν αυτώ ήθελε γείνει ίσως έκτοτε βορά των σκωλήκων, αν μη η κατοχή επέβαλλεν ως υπουργόν τον συναγωνιστήν του Μακρυγιάννη Καλλέργην∙ ο αγαθώτατος δε την καρδίαν ούτος ανήρ, ο από της νεανικής ηλικίας σύντροφος του Μακρυγιάννη, και τοι παντοδύναμος ων τότε και σώσας τον Μακρυγιάννη από της ειρκτής του νοσοκομείου, δεν ηδυνήθη όμως ούτε ούτος, ούτε πάσαι αι μετά ταύτα επί Όθωνος κυβερνήσεις να αποσπάσωσι τον Μακρυγιάννην και εκ της βοράς των εκ της πείνης σκωλήκων… Ο Μακρυγιάννης λοιπόν, καίτοι δώδεκα όλα έτη και ζων διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων, εν τη τελευταία στιγμή του βίου του δεν ελησμόνησεν ίσως και τους παραδώσαντας αυτόν ως τροφήν των σκωλήκων εις το νοσοκομείον, αλλ΄ώς χριστιανός και τούτους εσυγχώρησε δις αναβοήσας "εις το νοσοκομείον"».
[*] Η Μαρία – Αργυρώ Πρώια είναι Κοινωνιολόγος και δρ του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Πάντειου Πανεπιστημίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου