Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Ετούτες τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου, για τις ανάγκες του θέματος της εισήγησής μου «Η φύση στα ταξιδιωτικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη», στο επικείμενο Διεθνές Συνέδριο που οργανώνει η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο θα γίνει στη Λάρισα από τις 18 έως τις 20 Νοεμβρίου, με θέμα «Η φύση στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη», ξανάπιασα στα χέρια μου ένα από τα ταξιδιωτικά έργα του, το Ταξιδεύοντας: Αγγλία. Διαβάζω, ξαναδιαβάζω τον Πρόλογο και μένω έκπληκτος από την αγωνιστική μέθεξη του μεγάλου Κρητικού στις μεγάλες κοινωνικές και πνευματικές αναζητήσεις της εποχής του. Νομίζω πως και σήμερα παρόμοιες είναι αυτές οι αναζητήσεις. Δίχως τον Καζαντζάκη, έχω την ταπεινή γνώμη, ο άνθρωπος ως κοινωνική και πνευματική παρουσία, δεν θα μπορούσε να είναι ένα ον που πάσχει, που πονά, που ονειρεύεται και που αγαπάει. Παραθέτω αυτούσιο τον Πρόλογο. Η ανάγνωσή του μπορεί πλούσια και ουσιαστικά να καρποφορήσει στη ψυχή κάθε αναγνώστη.
Δύσκολο το ταξίδι τούτο, γιατί αναγκαστικά ξεφεύγει από τη γαλήνια περιοχή της λεύτερης, ανεύθυνης ωραιότητας κι αναταράζει αιματερές σύγχρονες έννοιες.
Θες δε θες, αντικρύζοντας χοχλακιστά, ακαταστάλαχτα ακόμα πάθη, θα φανερώσεις τη γνώμη σου· κι η γνώμη σου αυτή, όποια και να ‘ναι, θα εξαγριώσει τους αντίθετους. Κι αν προσπαθήσεις, δημιουργώντας με αφιλοκέρδεια και μόχτο μεγάλη απόσταση καιρού και τόπου, να δεις και να κρίνεις, τότε πια θα σου ριχτούν μανιασμένα και τα δύο αντίθετα στρατόπεδα.
Γιατί να βλέπεις και να κρίνεις με ψυχική και πνευματική ανεξαρτησία τα ξεκαπίστρωτα σύγχρονα πάθη θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα κι από τις δύο παράταξες που αποτελούν τη συμπαγή απλοϊκή και βελάζουσα μάζα του σκεπτόμενου όχλου. Το ΝΑΙ και τ’ ΟΧΙ είναι γι’ αυτούς οι δυο μονάχα επιτρεπόμενες, επιβαλλόμενες απάντησες. Το άσπρο ή το μαύρο. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο ακρότατα όρια, που χρέος έχουν να τα κατέχουν μονάχα οι μαχόμενοι άνθρωποι της ενέργειας, δεν επιτρέπουν καμιά συνθετική συνθετική προσπάθεια στο στοχαζόμενο ελεύτερον άνθρωπο.
Να κοιτάζεις με αθόλωτο μάτι – αθόλωτο κι από το μίσος κι από την αγάπη- τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα, να ομολογείς τις αρετές και συνάμα την ατιμία, το φως και το σκοτάδι, που αποτελούν εδώ στη Γη το κάθε ζωντανό, είτε άνθρωπος είναι είτε ιδέα, να ‘σαι με μια λέξη ελεύτερος καταντάει ολοένα και πιο επικίνδυνος πνεματικός άθλος. Και πολύ σκόπιμα. Στη σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή, όπου οι δυό κόσμοι πάνοπλοι συγκρούουνται με τόση μοιραία αναγκαιότητα, το να φλωροζυγιάζεις με το νου θεωρείται ύποπτο κι επικίντυνο. Δεν είναι τώρα στιγμή άδολου λογισμού και επισκόπησης. Ο νους είναι υποχρεωμένος, από ιστορική πίεση, για μερικές γενιές ακόμα, να ξεχάσει την ανεξάρτητη θεωρητική του λειτουργία και να στρατολογηθεί κι αυτός υπηρέτης στην πιό άμεση κι επιταχτική ανάγκη: να προπαγαντίζει ένα από τα δυό μεγάλα συνθήματα και να ετοιμάζει - εφευρίσκοντας όπλα φονικά και θανατηφόρα αέρια - τα μέσα να εξοντωθεί ο αντίμαχος και συνάνθρωπος.
Η Επιστήμη, που τόσες ελπίδες στήριξε απάνω της ο κακομοίρης ό άνθρωπος — να μας λυτρώσει από τη φτώχεια, από τα πάθη κι από το χτήνος και ν’ απαντήσει σε εναγώνια ψυχικά μας ρωτήματα — κατάντησε το πιο τρομαχτικό κι ανήθικο όπλο μιας νέας βαρβαρότητας, της πιο φριχτής, της επιστημονικής.
Ζούμε σήμερα, βλέπουμε μπροστά από τα μάτια μας, στους σωρούς τα πτώματα που στοιβάζονται, την ηθική χρεωκοπία της Επιστήμης. ‘Όχι μόνο επιστήμη κι ηθική δεν συμπερπατούν, παρά — κι αυτό είναι το πιο τρομαχτικό — είδαμε πώς είναι μπορετό να γίνει τούτο το αποτρόπαιο: όσο περισσότερο ή επιστήμη προχωράει, τόσο να πισωδρομάει και να φτάνει σε πρωτόγονη χτηνωδία ή ηθική εξαθλίωση τον ανθρώπου. Η περίφημη Πρόοδος αποδείχτηκε κι αυτή ένας από τους πιο επικίνδυνους μύθους του νεώτερου κόσμου.
Να γιατί ή εποχή μας μισεί το πνέμα· είδε πώς χρεοκόπησε η θεωρητική σκέψη και κατάντησε ή εφαρμοσμένο όργανο καταστροφής, ή άσκοπο χαζό ταχυδακτυλουργικό παιχνίδι. Δεν εμπιστεύεται πια η νεότητα της εποχής μας τις παλιές ξεθωριασμένες ηθικές, μήτε τη λεγάμενη «ελευτερία», μήτε τις μεγαλόστομες ιδεαλιστικές θεωρίες· είδε πώς όλα αυτά είναι μάσκες βολικές για να καμουφλάρουν ανήθικες ματεριαλιστικές απληστίες.
Ξεσκίστηκαν οι μάσκες, γκρεμίστηκε η πίστη, άνοιξαν οι καταπαχτές που κρατούσαν καταχωμένες τις μέσα μας απάνθρωπες δυνάμεις κι όταν η μάσκα ενός πολιτισμού ξεσκιστεί, ευτύς αναπηδάει το χάος. Ξεχύθηκαν οι μέσα μας δαιμόνοι, άγρια λύσσα αυτοσκοτωμού κι ολέθρου, καλό και κακό, τίμιο κι άτιμο, πολυφαγία και πείνα συνεργάζονται για την καταστροφή και την αποσύνθεση.
Μπροστά από τα μάτια μας, κάθε ώρα, κάθε δευτερόλεφτο, γκρεμίζεται ο κόσμος. Η καρδιά, δεμένη με τα περασμένα, θρηνάει κι οδύρεται· ας την αφήσουμε να θρηνάει και να οδύρεται — αυτή ’ναι η δουλειά της — κι ας προσπαθήσουμε να δούμε με μάτι καθαρό την εξαίσια, όλο αίματα στιγμή που περνούμε.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε απότομη στην πορεία της στροφή· κι όπως πάντα σε τέτοιες απότομες στροφές, δεν πρέπει να ελπίζουμε πώς αν γίνει μια καλύτερη προσαρμογή του ιδανικού στην πραγματικότητα, αν μπαλωθούν κι εφαρμοστούν καλύτερα οι νόμοι, θα βρούμε τη λύτρωση. Δεν αρκεί η καλυτέρεψη, η αναθεώρηση, η συνέχεια· ο σημερινός άνθρωπος ένιωσε πια την ανάγκη να γίνει συθέμελη ανατροπή, αλλαγή μετώπου, νέα ιεραρχία στις αξίες, νέα ανατίμηση της αρετής.
Μεγάλη εποχή, ποτέ ο ηρωισμός, η περιφρόνηση του θανάτου, η σπάταλη θυσία της ζωής δεν έφτασαν ένα τόσο υψηλό κι ομαδικό παραλήρημα. Χιλιάδες νέοι, και στα δύο στρατόπεδα, κάθε δευτερόλεφτο, παίζουν μ’ ένθεη μανία τη νιότη τους. «Άγων έσχατος και μέγιστος ταις ψυχαίς πρόκειται».
Ποιος μπορεί πια να σταθεί μακριά από την ανατριχιαστική τούτη δαιμονική δράση; Κι οι πιο πνευματικοί άνθρωποι, κι οι πιο νηφάλιοι, σιγά σιγά παρασύρονται από το στρόβιλο και μπαίνουν στον αγώνα.
Μονάχα ένας νους που θα ‘βλεπε από πολύ μεγάλο ύψος την εποχή μας θα δικαίωνε εξίσου όλους τους αγωνιζόμενους. Που θα πολεμήσεις, αριστερά ή δεξιά, για τον απάνθρωπο αυτό νου δε θα ’χε καμιά σημασία. Σημασία θα ’χε μονάχα η αγνότητα, η ένταση του αγώνα, η Θυσία.
Μα ένας τέτοιος νους, σήμερα, δύσκολο να υπάρξει. ‘Αναγκαστικά η σκέψη, ακλουθώντας το ρυθμό της κάθε ιδιοσυγκρασίας, διατυπώνει με περισσότερη προτίμηση και προθυμία μιαν ορισμένη ροπή. Δύσκολο πολύ, σήμερα, να ‘χεις τη «σφαιρική ματιά» πού να σε κάνει να βλέπεις ταυτόστιγμα, απ’ όλες τις πλευρές, σα σφαίρα, την αλήθεια· και ν’ αντικρίζεις όλους τους αγωνιζόμενους με τον ίδιο σεβασμό. Κι όχι μονάχα με σεβασμό· παρά και με μια παράνομη, αλλόκοτη αγάπη. Δύσκολο, σήμερα, να ξέρεις και να ζεις το απλούστατο τούτο: πώς όλοι είναι κρυφοί συνεργάτες και μάχουνται για τον ίδιο μεγάλο σκοπό.
Ποιο σκοπό; Δυό είναι οι βαθύτερες ορμές του ανθρώπου: α΄ Η Πείνα: ν’ απλώσει όσο μπορεί περισσότερο γύρα του τη δύναμή του, ν’ αρπάξει, να καταχτήσει, να κάμει δικό του, να φάει. β΄ Ο Φόβος: να μην του πάρουν, να διατηρήσει όσο μπορεί πιο πολύν καιρό και πιο άνετα, ό.τι κατάχτησε.
Ένας νεαρός οργανισμός, γερός, ζωντανός, που βρίσκεται ακόμα στην έφοδό του προς τ’ απάνω, πεινάει. Η ανάγκη τον σπρώχνει να τανύσει τη δύναμή του, ν’ αψηφήσει τον κίντυνο, να χιμήξει γύρα του να βρει θροφή να μην πεθάνει. Κάνει πόλεμο.
Ένας ωριμασμένος οργανισμός που έφαγε και χόρτασε μια μονάχα πια επιθυμία έχει: να μην του πάρουν ότι κατέχει να μην ανατραπεί η καθιερωμένη τάξη· ο κόσμος είναι καλός και του αρέσει. Θέλει ειρήνη.
Κι οι δύο έχουν δίκιο. Κι οι δύο, ακολουθώντας την ανάγκη, συνεργάζονται στο μεγάλο σκοπό. Ποιο σκοπό; Να κουνηθεί η ψυχή του ανθρώπου.
Να κουνηθεί η ψυχή του ανθρώπου και να κάμει ένα βήμα πιο πέρα, να γλιτώσει από τις παλιές ηθικές, ελευτερίες και συνήθειες, που κατάντησαν ανηθικότητες, σκλαβιές και θάνατος, και να δημιουργήσει ένα καινούριο όραμα: ένα νέο πολιτισμό.
Σήμερα όλες μας οι ελπίδες στριγμώνουνται σε τούτο: στο ότι οι καιροί που περνούμε — κι ακόμα πολύ περισσότερο: οι καιροί που θα περάσουν τα παιδιά και τ’ αγγόνια μας — είναι δύσκολοι. Η Δυσκολία στάθηκε πάντα στη ζωή ο μέγας ερεθισμός που ξυπνάει και κεντρίζει όλες μας τις ορμές, καλές και κακές, για να πηδήξουμε το εμπόδιο που υψώθηκε ξαφνικά μπροστά μας· κι έτσι, επιστρατεύοντας όλες μας τις δυνάμεις, που αλλιώς θα ύπνωναν ή θα ενεργούσαν σκόρπια κι ανόρεχτα, φτάνουμε κάποτε πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι ελπίζαμε. Γιατί οι επιστρατευόμενες δυνάμεις δεν είναι μονάχα δικές μας, ατομικές, μήτε μονάχα ανθρώπινες. Στη φόρα τούτη πού παίρνουμε για να πηδήξουμε, ξαμολύνουνται μέσα μας τρισυπόστατες δυνάμεις: ατομικές, πανανθρώπινες, προανθρώπινες. Στη στιγμή πού συσπειρώνεται ο άνθρωπος σαν ελατήριο για να επιχειρήσει το πήδημα, ολάκερη, μέσα μας, η ζωή του πλανήτη παίρνει φόρα. Νιώθουμε φανερά πια την απλούστατη αλήθεια που τόσο συχνά λησμονούμε στις βολικές κι άγονες στιγμές της ευκολίας: πώς ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, μα δουλεύει Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.
Γι’ αυτό στις δημιουργικές αυτές στιγμές καμιά πρόβλεψη δεν είναι δυνατή. Ο νόμος της αναλογίας, τα ιστορικά προηγούμενα, παθήματα μαθήματα, δεν έχουν καμιάν εφαρμογή στις στιγμές που ο άνθρωπος, δηλαδή η ανθρωπότητα, δηλαδή η ζωή, ορμάει για το πήδημα. Εδώ το απρόβλεφτο είναι το μόνο προβλεπόμενο. Η Ιστορία εδώ χάνει τη δύναμή της. Πέφτει η μάσκα της και φαίνεται το αληθινό της πρόσωπο. Παραμύθι, και το δηγούνται στα μικρά, μικρά και μεγάλα παιδιά οι τρεις φλύαρες κυράτσες: η Φαντασία, η Φιλαυτία, η Αυθαιρεσία.
Στις μεγάλες στιγμές που περνούμε, κάποια άλλη δύναμη μπαίνει οδηγός: η Πίστη. Η πίστη πως μπορούμε να πλάσουμε απαρχής καινούριο κόσμο, να καθαρίσουμε τη μνήμη, να ξαλαφρώσουμε από τα περιττά ανόητα βάρη, να δώσουμε καινούρια παρθενιά στην ψυχή μας. Πιστεύομε φυσικά κάτι ανύπαρχτο, μα πιστεύοντάς το τό δημιουργούμε. Ανύπαρχτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δεν ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει δύναμη να δρασκελίσει το μυστικό κατασκότεινο κατώφλι της ανυπαρξίας. Με την πίστη, με την αγάπη ή με τη βία, με το αίμα μας, δηλαδή με ανθρώπινα υλικά, πλάθεται το ανύπαρχτο και γίνεται το μέγα πήδημα από τον ένα πολιτισμό στον άλλο.
Για να γίνει το πήδημα αυτό, απαραίτητο να προηγηθεί η καταστροφή, να γκρεμιστούν πολλά σεβαστά κι αγαπημένα που εμποδίζουν και ν’ ανοίξει ανάμεσα από τα ερείπια η ψυχή καινούριο δρόμο.
Η εποχή μας έχει δραστικότατα με ορισμένο πρόσωπο στοιχεία αποσύνθεσης, κι απρόσωπα ακόμα, αβέβαια, μα ακαταμάχητα στοιχεία σύνθεσης. Εκατομμύρια αγωνιστές τη στιγμή τούτη, και στις πέντε ηπείρους, εχτελούν τέλεια το ιερό προδρομικό έργο της αποσύνθεσης· οι πνευματικοί άνθρωποι ας δουλεύουν, όσο μπορούν, από τώρα, τα στοιχεία της σύνθεσης.
Ένας πνεματικός άνθρωπος σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, έχει μεγάλη ευθύνη. Έχει χρέος να διαποτιστεί από τη μοίρα της εποχής του, να μη φύγει, να σταθεί στο σταυροδρόμι όπου φυσούν όλες οι ανησυχίες κι οι ελπίδες, ρόδο των άνεμων. Έχει χρέος: α΄ να ξεχωρίσει μέσα στις σύγχρονες αντιμαχόμενες προσπάθειες τι θετικό καλό προσφέρει η καθεμιά, τι συνεισφορά στη λαχτάρα του σημερινού ξαγριεμένου ανθρώπου, να δημιουργήσει ένα καινούριο πιο δίκαιο κόσμο· β΄ να προσπαθεί όλες τούτες τις θετικές συνεισφορές να τις ταξινομεί μέσα του, στο μικρό χώρο του στήθους του να πλάσει τη μακέτα του ερχόμενου κόσμου· γ΄ να ζει βαθιά τη σημερινή αγωνία του ανθρώπου και να μάχεται να τη διατυπώσει όχι μονάχα με τέχνη και στοχασμό (σήμερα αυτά μονάχα δε φτάνουν) παρά— κι αυτό είναι το δυσκολώτερο — με το παράδειγμα της ίδιας τούτης ζωής.
Η φυγή είναι άναντρη λιποταξία· μα ο τρόπος που αγωνίζεται ο πνεματικός άνθρωπος είναι ολότελα διαφορετικός από τον τρόπο που αγωνίζονται οι «άρχοντες τού κόσμου». Το χρέος του είναι άλλο, σε άλλο επίπεδο: Να συγκλίνει μέσα του όλους τους αποκλίνοντες σημερινούς αγώνες και να βάλει τάξη στο χάος· να το μετουσιώσει δηλαδή μέσα του σε «κόσμο». Να κρατά άσβεστη την προσωπική του ανεξαρτησία για να βρεθεί άθιχτος, όρθιος, όταν θα ‘ρθει η στιγμή του. Γιατί σίγουρα θα ’ρθει. Αντοχή, Κατανόηση, Ένταση Εσωτερική και Προσπάθεια να διατυπώσει στη ζωή και στο έργο του την Dοminante του μελλούμενου πολιτισμού. Μέσα στο παγκόσμιο παραλήρημα, να μπορέσει ν’ αρθρώσει ένα απλό σωστό Λόγο. Μιαν καλήν Αγγελία.
Τούτες τις σκέψες έκανα περπατώντας κάµποσους µήνες στο εγγλέζικο χώµα κι αναπνέοντας, σε µιαν τόσο αποκαλυπτική στιγµή, τον αγέρα της Αγγλίας.
Αγάπησα το λαό αυτό, θάµασα τις θεµελιακές για τον άνθρωπο αρετές του· την υπερηφάνια, την αξιοπρέπεια, το πείσµα, την αντοχή, την πειθαρχία. Λίγα λόγια, πολλά έργα, ανθρωπιά µεγάλη.
Αποφασιστικές µάχες έδωκε ο άνθρωπος και στο υγρό τούτο καταπράσινο νησί του Βορρά, µακριά από την αγία Μεσόγειο. Όπως σε όλους τους ανθρώπινους αγώνες, κι εδώ οι οχτροί ήταν οι ίδιοι: ο Άνθρωπος µε το µέσα του χτήνος, το φως µε το µέσα του σκοτάδι. Κι όπως παντού, κι εδώ το ανθρώπινο αίµα χύθηκε ποταµός, πλερώθηκε κι εδώ βαριά κι η πιο ασήµαντη νίκη.
Μα, υστέρα από αιώνες, στους βράχους επάνω, στους πράσινους λόφους και στα λιµάνια της Αγγλίας, τρία µεγάλα στήθηκαν εγγλέζικα τρόπαια: M a g n a C h a r t a, Τ ζ έ ν τ λ ε µ α ν, Σ α ί ξ π η ρ.
Αυτές είναι οι τρεις µεγάλες νίκες του ανθρώπου, made in England.
Κι oι νίκες τούτες, κι oι τρεις, αποτελούν τρεις µεγάλους σταθµούς στον ανήφορο της ελευτερίας.
Ας προσπαθήσουµε να τις δούµε µε όσο µπορετό µεγαλύτερη πνεµατική ανεξαρτησία· κι ας δεχτούµε µε γαλήνη – χωρίς χαρά, χωρίς θλίψη – τον κίντυνο να µην ευχαριστήσουµε κανένα. ∆εν πειράζει. Υπάρχουν εποχές — µεταβατικές, γιοµάτες πάθη και συµφέροντα και πολλές λαχτάρες — όπου ο πιο έντιµος τίτλος που µπορεί να φιλοδοξήσει ένας ελεύτερος άνθρωπος είναι ο τίτλος που έδωκε ο Μέγας Βασίλειος στον όσιο Εφραίµ: «Κ α θ η γ η τ ή ς τ η ς Ε ρ ή µ ο υ».
Αίγινα, Καλοκαίρι του 1940
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1986). Ταξιδεύοντας: Αγγλία. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, σσ. 7-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου