Έμοιαζε ένα συνηθισμένο πρωινό, η νύχτα είχε μόλις δώσει τη θέση της στη μέρα, κι όλα φαίνονταν να κυλούν σύμφωνα με την προκαθορισμένη ρουτίνα μου. Ήπια τον καφέ μου και, όπως απαιτούσε η καθημερινότητα μου, κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη μου για να επιλέξω με ποιο βιβλίο θα συνέχιζα τη μέρα μου. Ψάχνοντας, το χέρι μου έπεσε πάνω σε ένα χοντρό ημερολόγιο, που δεν είχε ούτε συγγραφέα, μα ούτε και τίτλο. Μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον, το άρπαξα και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ήταν χοντρό, από μαλακό δέρμα και για κούμπωμα είχε ένα δερμάτινο καφέ λουρί. Άρχισα να γυρνάω τις σελίδες με μανία, να δω όλο και πιο πολλά· ένιωθα ότι ανακάλυπτα έναν άλλο κόσμο.
Κάποια στιγμή σταμάτησα, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια σελίδα με την ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου του 1779. Η σελίδα ήταν μισοσκισμένη και στη μια γωνιά της λίγες σταγόνες κεριού είχαν χυθεί. Το ημερολόγιο έγραφε τα παρακάτω συγκλονιστικά και σας τα μεταφέρω όπως ακριβώς τα διάβασα κι εγώ:
«Εκείνος; Όχι, εκείνος δεν ήταν Άγιος, για να τον καταλάβεις δεν αρκούν μερικές λέξεις, ούτε γράμματα στη σειρά, μα μήτε και βιβλία. Για να τον φτάσεις πρέπει να τον ζήσεις, να τον ακολουθήσεις. Μα πρόσεχε, μη προσπαθήσεις με τα χέρια, τα μάτια ή τα αυτιά σου, βάλε την ψυχή σου να κρυφοκοιτάξει λίγο, για μια στιγμή στο πνεύμα, στη σκέψη, στη θέληση αυτού του ανθρώπου. Και τότε όλα άξαφνα θα τα καταλάβεις, πως δεν έκανε απλώς θαύματα, μα ήταν ο ίδιος ένα θαύμα, θαύμα αγιότητας κι ανθρωπισμού, που χαρίστηκε στο σκλαβωμένο Γένος, όταν εκείνο σιωπηλά κραύγαζε για λίγη ελπίδα λευτεριάς.
Όλα ξεκίνησαν τότε, ένα πρωινό που ο ήλιος είχε μόλις ξυπνήσει, χαϊδεύοντας με τις σιταρένιες ακτίνες του, τα γύρω σύννεφα. Τότε ξεκίνησαν σιγά -σιγά να φαίνονται τέσσερις άνδρες κρατώντας, άλλος δύο κομμάτια ξύλο, άλλος λίγα καρφιά και άλλος κάτι εργαλεία. Τα πρόσωπα τους περίεργα, έβλεπες σ’ αυτά μια κούραση, μα όχι απτή. Η ψυχή τους, η ψυχή τους σιγογελούσε, ένα γέλιο τόσο γλυκό και απαλό που σε έκανε να ζηλεύεις, να το αναζητάς και εσύ ο ίδιος. Πως; Θα ’θελες να μάθεις για εμένα; Ας σου πω, για να καταλάβεις καλύτερα.
Στη Ρουμανία βρέθηκα, από μικρό παιδί κιόλας. Σαν με ρωτούσες, Έλληνας σου έλεγα πως είμαι, έτσι το ένοιωθα. Στο Βουκουρέστι μάλιστα μεγάλωσα, πόλη απ’ τις πιο όμορφες, κάθε γωνιά της τη γέμιζαν θάμνοι, δέντρα και ξεθωριασμένα παγκάκια. Και οι άνθρωποι της; Το πιο όμορφο στόλισμα της, οι άνθρωποι, πάντα θα σε κοιτούν με ένα υγρό χαμόγελο στην άκρη του οποίου λέξεις βαστιούνται με το ζόρι, να μη ξεπηδήσουν και σου αρχίσουν τη κουβέντα. Εκεί, λοιπόν, πέρασα πολλά χρόνια, μέχρι που πήρα και το τελευταίο πτυχίο μου στη Φιλοσοφία και θα άρχιζα το δικό μου ταξίδι, ώσπου ένα γράμμα έφτασε σπίτι, λέγοντας πως οι Τούρκοι, αυτοί οι βάρβαροι, ξεκίνησαν σφαγές σ’ όποιον δε πίστευε στον εγωιστή θεό τους, τον Αλλάχ. Έτσι έπρεπε το όνειρο να περιμένει και να πάω πίσω στης καρδιάς μου το χώμα, την πατρίδα μου, να βοηθήσω την υπόλοιπη οικογένειά μου.
Έτσι, λοιπόν, χωρίς πολλά - πολλά πήρα δύο τρεις αλλαξιές, λίγο ψωμί και την ανασφάλειά μου και ξεκίνησα για την Ήπειρο. Ύστερα από μέρες έφτασα στο χωριό μου. Έμοιαζε αλλιώτικο, σα ξένο, το είχαν απογυμνώσει το έρμο, μα όχι από πλούτη και στολίσματα, αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους του. Κάθε κέφι, κάθε σταλιά όρεξης για ζωή την είχαν ρουφήξει κείνοι οι αχόρταγοι! Έσπρωξα τη βαριά κυπαρισσένια πόρτα για να μπω στο πατρικό μου. Μεγαλοπρεπές έμοιαζε, μα η σκόνη του αναζητούσε τον οικοδεσπότη. Τα έπιπλα βαριά και ξύλινα, σα τα θυμόμουνα, και οι τοίχοι κιτρινισμένοι κι αυτοί, έκρυβαν τη κατάντια τους, πίσω από λίγα κάδρα με κεντητά τριαντάφυλλα. Μα ήταν ακόμα ωραίο το σπιτάκι μου, και τώρα στα γεράματά του.
Έτσι, λοιπόν, κυλούσε η ζωή μου, για να μη στα πολυλογώ, πολλή δουλειά στα χωράφια για να ‘χουμε να ζήσουμε σαν οικογένεια και καμιά κουβέντα γοργή και σύντομη, μη μας βάλει στο μάτι κάνας από δαύτους, τους ξένους, τους τυράννους. Περνούσε έτσι η ζωή, με το φόβο της επόμενης μέρας, ώσπου μια μέρα, σα σου είπα, πολύ νωρίς το πρωί άρχισαν κάτι άνδρες να καλοσχηματίζουν τα ξύλα και όλοι μαζί να καρφώνουν τα χοντρά καρφιά. Κάθε φορά ρωτούσα: «Γιατί τον βάζετε ετούτον τον σταυρό καημένοι;» Κι όλο περηφάνια μ’ απαντούσαν: «Έρχεται ο Πατροκοσμάς, αυτός θα μας σώσει!» Και κάθε φορά εγώ σιγογελούσα, σκεφτόμουν πόσο ανόητοι και μικροί είναι που ψάχνουν για θαύματα. Αφού η μέρα άφησε πέντε ώρες να περάσουν, έφτασε εκείνος στο χωριό, ο περιβόητος. Μικρός στο ανάστημα, με γένια καστανά και γκρίζες τρίχες να ξεπροβαίνουν, τα ρούχα του απλά, μαύρα, ριχτά, μου φάνηκε ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, αλλά με έκανε να απορήσω, γιατί καθώς έμπαινε στο χωριό πλήθος τον συνόδευε. Τί το σπουδαίο είχε κάνει; Αναρωτήθηκα.
Τα βήματα του ήταν βαριά και έμοιαζε κουρασμένος. Ξάφνου κοντοστάθηκε και άρχισε να μιλά, η βραχνή φωνή του πάλευε να μοιραστεί, να φτάσει στα αυτιά του καθενός. Κείνος μιλούσε για την Ανάσταση του Χριστού και για τα σχολειά. Για λίγο σκέφτηκα να προσφερθώ εγώ, μήπως και μάθω ποιος πραγματικά είναι και ποια η σπουδαιότητα του, μα όλα αυτά έμειναν σκέψεις, αφού μες στο πλήθος δεν ήξερε ποιος να τον πρωτοβοηθήσει. Ύστερα είπε πως θα επέστρεφε για να τους πει για το Θεό, για τους Αγίους και πως θα τους διδάξει να ζουν καλύτερα. Αχ, και να ‘βλεπες πως λαμπύριζαν τα μάτια τους, σαν μικρού παιδιού για την ελπίδα που τόσο περιμένανε. Και εγώ εκεί, τίποτα, συνέχιζα να γελάω απογοητευμένος από δαύτους.
Τέλειωσε η μέρα κι ήρθε η επόμενη, έμοιαζε συνηθισμένη, που να ‘ξερα πως θα άλλαζε εμένα και τη ζωή μου. Ξύπνησα λοιπόν νωρίς το πρωί, έβαλα βιαστικά το κεραμιδί παντελόνι μου, ένα καρό σακάκι και κάτι παλιοπάπουτσα και ξεκίνησα για τα χωράφια. Εκεί που περπατούσα βλέπω απέναντι μια φιγούρα να με πλησιάζει αργά. Ήταν εκείνος! Έτσι άδραξα την ευκαιρία…
«Γεια σου, τί ψέμα θα σκαρφιστείς να μου πεις για το Θεό σου;», είπα.
«Γεια σου και εσένα νεαρέ μου, κολακευτική η αμφισβήτηση που έχεις στο πρόσωπο μου, βαρέθηκα πια τόσο σεβασμό», είπε και γέλασε.
Τότε και εγώ του αποκρίθηκα: «Επιπόλαια η κολακεία μου, ίσως, ούτε που έχω σχηματίσει γνώμη στο νου μου, για μένα είσαι άλλος ένας αγράμματος, φανατικός θρήσκος που ξέρει να λέει ότι έχουν οι άλλοι ανάγκη να ακούσουν, έτσι για να ικανοποιήσεις λίγη από τη φιλοδοξία σου».
Τότε μου σφίξε το χέρι με μια χειραψία, πέρασε ένα χαρτί στο χέρι μου και είπε «ορίστε διάβασε το και θα μάθεις όσα χρειάζεται για τη πίστη, την ελπίδα, τη θέληση που τούτοι οι αμόρφωτοι, όπως λες είχαν, μόνο από τούτο και αν θες μετά στάσου στη πλατεία να ακούσεις όσα έχω να πω και έπειτα καταδίκασε με στο νου σου».
Αμέσως σκέφτηκα να κάνω το χαρτί χίλια κομμάτια, δίχως καν να το ξεδιπλώσω Δεν το έκανα, απλά το έβαλα περιφρονητικά στη τσέπη του πουκάμισού μου.
Αφού τελείωσα όσες δουλειές είχα, προχωρούσα με σκυμμένο το κεφάλι προς το σπίτι, ώσπου άκουσα έναν άνδρα να μιλά, σπάζοντας κάθε κομματάκι σιωπής. Ανασήκωσα το κεφάλι μου και είδα πάλι εκείνο το μικρό γέροντα να μιλά με σιγουριά, πειστικότητα και κύρος που για λίγα λεπτά έκανε το μυαλό μου να τον πιστέψει. Εκεί, έλεγε, έλεγε, και τι δεν έλεγε, για ένα ελεύθερο Γένος, για τη αφύπνιση του λαού, για τη συνεχή πίστη στο Θεό κι όσο έλεγε τόσο αγανακτούσα εγώ ώσπου μίλησε και για τη μόρφωση. Η εκπαίδευση, έλεγε, και οι νέοι είναι η μόνη μας ελπίδα και πως μόρφωση σημαίνει δύναμη. Η αλήθεια είναι ότι θαύμασα εκείνη του τη σκέψη και με απασχόλησε για ώρα, ώσπου κατέληξα πως θα ήταν απλά φερέφωνο κάποιου λόγιου. Κι έτσι μ’ αυτή την αόριστη σκέψη να απασχολεί το μυαλό μου συνέχισα για το σπίτι. Μέχρι και για προφητείες μίλησε, έδειξε το χώμα και είπε: «Τα βάσανα είναι ακόμη πολλά. Θυμηθείτε τα λόγια μου· προσεύχεσθε, ενεργείτε και υπομένετε στερεά. Έως ότου να κλίσει η πληγή του πλατάνου, το χωριό σας θάνε σκλαβωμένο και δυστυχισμένο!».
Τότε κάποιος από το πλήθος τον διέκοψε:
«Καλά τα όσα μας λες γέροντα» είπε, «μα εμείς έχουμε πρόβλημα με το νερό, οι πηγές μας στέρεψαν».
«Καθόσαστε πάνω στα νερά» απάντησε ο Πατροκοσμάς, μα τότε κανένας δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενά του, ούτε κι εγώ.
Μα πόσο αλαφροΐσκιωτος ήταν. Νόμιζε ότι θα κορόιδευε και εμένα μ’ αυτές τις προφητείες του. Τέτοια φτηνά κόλπα έχω ξαναδεί και διόλου δεν με πείθουν. Δεν μίλησα όμως, ούτε λέξη δεν ξεπήδησε από το στόμα μου, παραήμουν κουρασμένος για να ασχοληθώ με εκείνον τον αλαφροΐσκιωτο και έτσι μ’ αυτή την αόριστη σκέψη να απασχολεί το μυαλό μου συνέχισα για το σπίτι.
Έφαγα ένα πιάτο ζεστή φασολάδα και πήγα να ξαπλώσω. Μπαίνοντας, όμως, στο δωμάτιο μου τι να δω. Δεκάδες εικόνες από δήθεν αγίους κατέπνιγαν τους τοίχους. Θύμωσα τόσο πολύ. Μα καλά πώς σκέφτηκαν πως θα ’θελα εγώ για συντροφιά τούτους τους αλαφροΐσκιωτους; Αμέσως τις άρπαξα όλες και άρχισα να τις πετάω κάτω, κι έτσι όπως τις άκουγα να σπάνε φχαριστιόταν η ψυχή μου, σα να έδειχνα την ανωτερότητα μου.
Ύστερα ξάπλωσα και μια μοναξιά με κουκούλωσε, μια νοσταλγία με νίκησε. Άξαφνα θυμήθηκα τα πάντα. Πως ήμουνα μικρό παιδί ακόμα και με το κολλαριστό μου πουκάμισο και το παντελονάκι μου πήγαινα βόλτα με το πατέρα μου. Πόσα όνειρα έκανα τότε, πως θα γινόμουν μεγάλος και σπουδαίος επιστήμονας και θα άλλαζα τον κόσμο για να με θυμούνται όλοι. Ύστερα θυμήθηκα τη Μόνικα, εκείνο το κορίτσι με τις σταρένιες πλεξούδες. Πόσο όμορφη ήταν! Της είχα τάξει πως μια μέρα θα τη παντρευτώ. Τώρα, όμως, έχει κάνει ολόκληρη οικογένεια και είναι δασκάλα. Σαν τα σκέφτηκα όλα αυτά, μια θλίψη με κυρίευσε, αφού κατάλαβα πως τίποτα απ’ όσα ήθελα δεν κατάφερα να κάνω.
Έτσι όπως είχα κουλουριαστεί και ζαλιζόμουν από τις σκέψεις μου, τα δάχτυλα μου ακούμπησαν ένα τραχύ ξύλο, το τράβηξα και ήταν μια τόσο δα εικονίτσα με τη μορφή του Χριστού. Το πρόσωπο του φαινόταν τόσο ήρεμο και ανακουφισμένο, απλά στεκόταν εκεί και με κοίταζε έτοιμος να με ακούσει. Ένοιωσα την ανάγκη τότε να του μιλήσω, έλεγα κι έλεγα, σταματημό δεν είχα, θαρρείς και ήλπιζα να μου απαντήσει και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Για λίγο ντράπηκα γιατί ολόκληρος επιστήμονας, γαλουχημένος με τις ιδέες των μεγάλων σοφών της Ευρώπης, του Βολταίρου, του Ρουσσώ, μιλούσα σε μια εικόνα, όμως εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε, είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να του τα πω και να παραπονεθώ. Μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
Την άλλη μέρα το πρωί ετοιμάστηκα πάλι για τη δουλειά, άρπαξα και το εικόνισμα, το ‘βαλα στον κόρφο μου ξεκίνησα για το χωράφι. Εκείνη τη μέρα η κούραση έμοιαζε διαφορετική, λυτρωτική και κάθε σταγόνα του ιδρώτα ήταν και πιο ανακουφιστική. Η ώρα περνούσε και εγώ δεν ένοιωθα την ανάγκη να επιστρέψω σπίτι, ώσπου ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο και άκουσα μια φωνή από πίσω μου να λέει:
«Φτάνει γιε μου η δουλειά, πρέπει να πας σπίτι».
Ήταν εκείνος! Του απάντησα: «Τι θες γέροντα; Δεν έχεις να κάνεις άλλα κηρύγματα;»
Σώπασε. Με κοίταξε με απογοήτευση και χαμήλωσε το βλέμμα του… Μα ξάφνου γεμάτος ενθουσιασμό με ρώτησε: «Πιστεύεις στον Χριστό, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, μόνο στον εαυτό μου πιστεύω, απλά χτες ένοιωσα τόσο μεγάλη ανάγκη να μιλήσω σε τούτο εδώ , δείχνοντας την εικόνα που είχα στον κόρφο μου, πες με και τρελό», του είπα.
Πόσο χάρηκε με το που το άκουσε!
«Γνώρισες τον Θεό βλέπω. Και πως σου φάνηκε;», με ρώτησε.
«Τι είναι αυτά που μου λες γέροντα; Εγώ μήτε το Θεό σου είδα, μήτε του μίλησα», του αποκρίθηκα.
«Μα τι περίμενες; Τίποτε παραπάνω; Αυτό είναι ο Θεός μας, να’ σαι ολομόναχος και φοβισμένος και εκείνος να ’ρχεται ξάφνου, να στέκεται και απλά να του μιλάς και εκείνος θα σταθεί εκεί, θα σου κάνει παρέα και θα σ’ ακούσει. Ακόμα και σε τούτο το μικρό σπουργίτι αν μιλήσεις, θα γνωρίσεις την αγάπη του Θεού, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας, ο πιο γλυκός σύντροφος που πάντα θα σου παραστέκεται».
Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα τόσο ανόητος, τόσα πτυχία, τόσο διάβασμα, για το τίποτα. Βρισκόμουν και πάλι στο μηδέν, σα να είχα γεννηθεί μόλις τώρα, δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή, τίποτα για μένα, όλα ήταν μια ψευδαίσθηση ανάμεσα σ’ εμάς τους μορφωμένους και να που η απάντηση σ’ όλα την ήξεραν τούτοι εδώ, χωρίς κανένα βιβλίο και εγώ τους χλεύαζα…
Του ’σφιξα το χέρι τόσο δυνατά, δάκρυσα και του ζήτησα να μου πει τα πάντα για Εκείνον, τον Χριστό. Για το ποιος ήταν, τι δίδασκε, γιατί ήταν τόσο καλός σύντροφος, τα πάντα. Και μου ‘λεγε, μου ‘λεγε, κι εγώ ενθουσιαζόμουν όλο και πιο πολύ, κιι ήθελα να μάθω πιο πολλά, με τη παραμικρή λεπτομέρεια. Ώσπου έφτασε η νύχτα, με το ζόρι βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Έτσι, με μόνο οδηγό τη μνήμη μας, καταφέραμε να φθάσουμε σπίτι. Λίγο πριν μ’ αφήσει για να πάει να ξεκουραστεί, μου υποσχέθηκε δυο βιβλία, το ένα ήταν η Αγία Γραφή και το άλλο η Φιλοκαλία.
Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, οι σκέψεις γαργαλούσαν το μυαλό μου και με τραβούσαν μια από εδώ, μια από εκεί, ενθουσιάζοντας με ακόμη παραπάνω. Επιτέλους ξημέρωσε. Μονομιάς πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι, ετοιμάστηκα και έτρεξα στο σπίτι που τον φιλοξενούσε, χτύπησα δυνατά την πόρτα και τον φώναζα. Εκείνος αμέσως, λες και με περίμενε, άνοιξε τη πόρτα και με καλημέρισε με ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση, μου ‘δωσε τα δυο βιβλία και χωρίς καμιά κουβέντα παραπάνω χώρισαν οι δρόμοι μας.
Τρεις μέρες έκανα να βγω απ’ το σπίτι, μήτε θυμάμαι αν έφαγα ή αν μίλησα σε κανέναν, το μόνο που έκανα ήταν να διαβάζω εκείνες τις σκονισμένε σελίδες σα να ’ταν αέρας και εγώ χρειαζόμουν απεγνωσμένα να αναπνεύσω. Έτσι, όπως θα περίμενε ο καθένας τα διάβασα και τα δυο, και αφού έριξα ένα καλό ύπνο, πήγα γεμάτος ζωντάνια να ανακοινώσω την ιδέα μου στο Πατροκοσμά. Έτρεχα στο δρόμο για να φθάσω όσο πιο νωρίς γίνεται σπίτι του, ώσπου έπεσα πάνω του, αφού κι εκείνος περνούσε από τον ίδιο δρόμο. Όμως τούτη τη φορά έμοιαζε διαφορετικός, έμοιαζε σκυθρωπός και εξαντλημένος, κάτι που δε ταίριαζε σε εκείνον… Τον ρώτησα τι είχε συμβεί και εκείνος μου αποκρίθηκε πως δεν είχε αλλάξει κάτι. Δεν τον πίστεψα, μα ο ενθουσιασμός για την ιδέα μου με είχε κυριεύσει και μονάχα αυτή με ένοιαζε.
«Άντε λέγε», μου είπε. «Ξέρω πως σκέφτηκες κάτι μεγάλο, έλα πες το».
«Λοιπόν, άκου, τελικά είχες δίκιο, έτσι θα απαλλαγούμε μια και καλή από τους Τούρκους, το μόνο που χρειάζεται είναι να δώσουμε λίγη ελπίδα σ’ αυτόν τον τόπο και κουράγιο, τόσο ώστε να γίνει ο φόβος τους, ο καλύτερος δάσκαλος».
Κείνος δεν γύρισε να με δει, συνέχισε να μ’ ακούει σιωπηλός.
«Θα τους μορφώσουμε όλους, αλλά όχι για να τους μάθουμε μόνο γραμματική και μαθηματικά, αλλά θα τους μάθουμε για την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα, μα πάνω από όλα για την πίστη στο Χριστό, γιατί εκείνη θα τους δώσει ελπίδα!».
«Είσαι νέος και μ’ αρέσει ο ενθουσιασμός σου, μα μην παραβιαστείς γιατί εμείς είμαστε λίγοι. Συνέχισε να πιστεύεις, γιατί η πίστη σώζει ζωές. Τώρα πρέπει να φύγω, να κανονίσω κάτι δουλειές, έλα αύριο νωρίς το πρωί σπίτι για να με προλάβεις». Αυτά είπε και έφυγε με σκυμμένο κεφάλι.
Επιστρέφοντας στο σπίτι μου ξαναβούτηξα στις σκέψεις μου, τελειοποιώντας την παραμικρή λεπτομέρεια για το διωγμό αυτών των τυράννων, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί ξύπνησα απ’ τις καμπάνες, ο ήχος τους ήταν βαρύς και τόσο θλιβερός, που μπορούσε να μαραζώσει ολόκληρη τη φύση. Ανησύχησα. Πήγα αμέσως στο σπίτι του Πατροκοσμά να ρωτήσω τι συνέβη. Δεν ήταν εκεί, έλειπε. Συνάντησα γυναίκες στο δρόμο να κλαίνε και να σπαράζει η ψυχή τους. Ρώτησα τι έγινε, μα απάντηση δεν έπαιρνα, απλά συνέχιζαν όλοι να ανεβαίνουν εκείνη την ανηφόρα. Άρπαξα, λοιπόν, μια γυναίκα από το χέρι και της ζήτησα να μου εξηγήσει. Τα νέα απίστευτα, αβάσταχτα. Μου είπε απλά ότι τον σκοτώσανε και εγώ τα κατάλαβα όλα, λες και το ήξερα κατά βάθος και απλά το αγνοούσα. Τον κρεμάσανε λέει οι Τούρκοι με τη κατηγορία ότι ετοίμαζε ξεσηκωμό εναντίον τους. Μα πώς τους βάσταξε η καρδιά τους να το κάνουν αυτό; Δεν θυμάμαι και πολλά, απλά γονάτισα και έκλαιγα με τις ώρες, ενώ προσευχόμουν να ΄ταν όλα μια παραίσθηση, ένα ψέμα.
Ύστερα από ώρα είδα ένα χαρτί καταχωμένο κάτω από μια πέτρα, το τράβηξα από μια γωνιά του, το πήρα στη φούχτα μου και το ξεδίπλωσα. Ήταν ένα γράμμα, ένα γράμμα για εμένα, από εκείνον, τον Πατροκοσμά. Το κρατούσα τόσο σφιχτά, που τα χέρια μου έτρεμαν…
Εδώ το ημερολόγιο τελείωνε. Οι παρακάτω σελίδες έλειπαν. Είχαν μείνει μόνο κάτι φθαρσίματα. Ακολουθώ τη φαντασία μου για να συμπληρώσω και το υπόλοιπο ημερολόγιο. Πολύ πιθανόν στο γράμμα αυτό ο Πατροκοσμάς να ζητούσε να συνεχιστεί το έργο του, να έλπιζε στην απελευθέρωση του Γένους μας και να ευγνωμονούσε τον παππού μου.
Αυτό το ημερολόγιο με συνάρπασε, μέρες και μέρες το συλλογιόμουν, προσπαθούσα να καταλάβω, όχι τι λέγανε οι λέξεις, αλλά τι άκουγε η ψυχή μου. Εκείνος ο γέρος, μέσα από λίγη ανθρωπιά και επιμονή κατάφερε να αλλάξει έναν ολόκληρο τόπο. Ίσως, τελικά, αυτό να χρειαζόμαστε κι εμείς, πίστη στο Χριστό και τους Αγίους, και ανθρωπιά, πάνω από όλα ανθρωπιά, έτσι για να συνεχίσουμε το έργο εκείνου… Σου φαίνομαι κουτός έτσι;
Και πως τα θυμήθηκα όλα αυτά; Σήμερα το πρωί σα διάβασα την πρωινή γαζέτα, ένοιωσα τόσο κουτός! Διάβασα το ημερολόγιο του παππού μου και γέλασα γεμάτος ειρωνεία, σκεφτόμενος πόσο αλαφροΐσκιωτοι ήταν και οι δυο τους που πίστευαν στα θαύματα. Μα δεν πίστευαν στα θαύματα, πίστευαν στο Χριστό, στο Θεό που κουρνιάζει μέσα σου, μέσα μου, μέσα σ’ όλη την πλάση. Ένοιωσα, λοιπόν, μηδαμινός και μικρός μπροστά τους… Ύστερα απ’ αυτό το άρθρο στη γαζέτα κατάλαβα…
Δεν άκουσες, λοιπόν, που βρήκανε νερό στο χωριό μας! Εκατοντάδες ζωές σώθηκαν, χάρη σε εκείνον τον Άγιο άνθρωπο, που όπως έλεγε κι ο παππούς μου έτυχε να γυρνά ολόκληρη τη σκλαβωμένη πατρίδα μας… Έτσι, ας σου γίνει παράδειγμα και εσένα τούτη η ιστορία και ξέχνα τα πτυχία σου και τα διαβάσματα σου, να ‘σαι άνθρωπος πάνω απ’ όλα, με τούτο γεννήθηκες και μόνον εκείνο θα σου απομείνει όταν φύγεις…
Το σκίτσο είναι της Ελένης Λημναίου, κι αυτή μαθήτρια της Β΄ Λυκείου κατά το σχολικό έτος 2014-2015 στο τότε Πρότυπο Πειρατικό ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, σήμερα Πειραματικό ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή η μυθιστορία γράφτηκε από τη Θεοδώρα Πρωτούλη, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου κατά το σχολικό έτος 2014-2015 στο τότε Πρότυπο Πειραματικό ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, σήμερα Πειραματικό ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ως συμμετοχή στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που το 2015 είχε προκηρύξει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αφορμή τα 300 από το θάνατό του. Πρόκειται για μια φανταστική ιστορία, που εξελίσσεται σ’ ένα χωριό της Ηπείρου το έτος θανάτου του Πατροκοσμά (1779). Κεντρικά πρόσωπα ο Πατροκοσμάς και ένας νέος, σπουδαγμένος στο Βουκουρέστι, ενταγμένος στο κίνημα του Διαφωτισμού
ΑπάντησηΔιαγραφή