Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Άγγελου Σικελιανού

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ[*]

Πολλές και ιδιαίτερα αξιόλογες είναι σήμερα οι μελέτες που καταγράφουν τη συνάντηση Θεολογίας και Λογοτεχνίας· λόγου χάριν βλ. Παντελής Καλαϊτζίδης, «Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα»Ίνδικτος, τχ. 17 (Ιούνιος 2003) 44-94, Νέα Εστία, τχ. 1765, (Μάρτιος 2004), Νέα Εστία, τχ. 1776, (Μάρτιος 2005), καθώς και την ωραία μελέτη της Κίρκης Κεφαλά, Κραταιά ως θάνατος αγάπη. Το Άσμα Ασμάτων στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2015. Στη συνάντηση, όμως, αυτή οφείλουμε σοβαρά να λάβουμε υπόψιν το εξής γεγονός: πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η Ορθοδοξία κοιτάζει μόνο προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός. Αυτό, αυτομάτως, σε σχέση με το εδώ θέμα μας, καταδεικνύει πόσο ανυποψίαστοι είμαστε σε ζητήματα που σχετίζονται με τη μακρόχρονη ελληνορθόδοξη παράδοση και τις προοπτικές της στο μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση όταν ομιλούμε γι' αυτήν, συχνά πυκνά την αναγάγουμε σε ιδεολόγημα, με όλες εκείνες τις συνεπαγωγές που, πολλές φορές γεννούν και τις γνωστές ιδεοληψίες, πιστές στο άλλοτε γιγαντιαίο σύνθημα «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», (σημαντικά για το θέμα αυτό είναι όσα γράφει η Έφη Γαζή στη μελέτη της, Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011), σύνθημα παλαιών κακών ημερών. Όταν, λοιπόν, κάμουμε λόγο για συνάντηση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, πρωτίστως πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι η πρώτη συνδέεται με χίλια νήματα με τον δεύτερο, την ελληνικότητα και το ελληνικό έθνος. Και τα δύο αυτά μεγέθη, στη μακρά διάρκεια της Ιστορίας του Ελληνισμού δέθηκαν μεταξύ τους, τόσο στη γλώσσα όσο και στα ήθη - έθιμα. Με ποια όμως έννοια; Φυσικά, όχι με την έννοια της οποιαδήποτε ταύτισης. «Η Ορθοδοξία δεν είναι προϊόν ούτε και έκφανση της ζωής του ελληνικού έθνους, σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανικού Ευαγγελίου, ούτε το ελληνικό έθνος», όπως παλαιότερα υποστήριζε ο κορυφαίος πανεπιστημιακός διδάσκαλος Σάββας Αγουρίδης, μπορεί να «παραστήσει εν παντί το διάκονο της Ορθοδοξίας», γιατί αυτό θα σήμαινε «παραγνώριση της ουσίας του Χριστιανισμού και εν πολλοίς παραχάραξη της Ιστορίας». Συνεπώς, αν συνέβαινε αυτό τότε θα είχαμε εκείνη τη λανθασμένη σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, η οποία, δυστυχώς, όπως παραπάνω ετόνισα, δημιούργησε το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού. Εκείνο, λοιπόν, που πραγματικά συνέβη ήταν πρόσληψη, κρίση και μεταμόρφωση, αναφαίρετα άλλωστε «χαρακτηριστικά οποιασδήποτε κοινωνίας της Ορθοδοξίας με οποιοδήποτε έθνος», (βλ. «Ορθοδοξία και Ελληνικότητα», στον τόμο: Θεολογία και επικαιρότητα, εκδ. Άρτος ζωής, Αθήνα 1996, σσ. 66-67.) 
Την παραπάνω θα ‘λεγα θεολογική και λογοτεχνική θέση μπορεί κανείς να τη δει αν μελετήσει ένα από έργα του Άγγελου Σικελιανού, το Αγιορείτικο Ημερολόγιο. Αυτό γράφτηκε όταν ο Σικελιανός, με συνταξιδιώτη τον Νίκο Καζαντζάκη, επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος, παραμένοντας εκεί κάποιο χρονικό διάστημα. Στην κατανυκτική ατμόσφαιρα της Αγιορείτικης Πολιτείας και οι δυο τους φαίνεται πως παρακολούθησαν προσεκτικά την ησυχαστική πρακτική των μοναχών, μελετώντας μάλιστα και τα σχετικά με τον ησυχασμό κείμενα. Ειδικότερα, ο Σικελιανός μελέτησε τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, δίτομο σύγγραμμα που εκδόθηκε το 1782 στη Βενετία από τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη και τον άγιο Μακάριο Νοταρά. Από αυτήν ερανίζεται χωρία της ορθόδοξης πνευματικότητας και τα καταγράφει στο Ημερολόγιό του: «Κομποσκοίνι. Πνευματική προσευχή. Εκπνοή: ελέησόν με. Εισπνοή: Κύριε Ιησού Χριστέ. Αυτή είναι η καθαρά προσευχή των μοναχών από την ώρα του ξυπνητηριού μέχρι της στιγμής της ακολουθίας», (σσ. 112-113). «Η συγκέντρωσις του νοός εν τη καρδία. Νηπτικοί πατέρες, οι επιδιδόμενοι εις την νοεράν προσευχήν. Γρηγόριος Παλαμάς, ο κατεξοχήν νηπτικός, εις το βιβλίον Φιλοκαλία. Το αδιαλείπτως προσεύχεσθαι», (σσ. 115-117). 
Όπως σωστά υποστηρίζει ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Σικελιανός υπήρξε «ανέκαθεν καλός χριστιανός». Κατά την τελευταία μάλιστα περίοδο του βίου του, «τον παρακολουθούμε να εκκλησιάζεται τακτικά και να μετέχει στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, σε κοινωνία αγάπης με τους πιστούς», γεγονός που δείχνει πως η «άσκησή του υπό την καθοδήγηση ενός δασκάλου – ας είναι και δια μέσου ενός συγγράμματος – ακολουθεί μια γνήσια θρησκευτική παράδοση», (βλ. Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1984, σσ. 83-84). Σε αυτό το πλαίσιο ο Σικελιανός διαπιστώνει πως η διδασκαλία της Ορθοδοξίας είναι ασκητική. Δεν αρκεί μόνο ο εξαγιασμός της ψυχής, αλλά απαιτείται και ο καθαγιασμός του σώματος. Νηστεία και προσευχή για τον Σικελιανό δρουν αγιαστικά. Η άσκηση για την ανάπτυξη της δυνατότητας του ανθρώπου να αντιστέκεται στις επιθυμίες του αρχίζει από το σώμα και την επιθυμία της τροφής. Ως ολοκληρωτικό δόσιμο στο Θεό, η άσκηση προϋποθέτει υπέρβαση των ορίων της ατομικής και αισθητής ύπαρξης του ανθρώπου και άνοδό του από τον επίγειο χώρο στην πνευματική εκείνη κατάσταση, όπου τον πλημμυρίζει το φως της Μεταμόρφωσης του Χριστού. Την κατάσταση αυτή οι Πατέρες της Εκκλησίας την ονομάζουν μανικό έρωτα. Εδώ, ο Σικελιανός είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός μιας και αρέσκεται στο λειτουργικό λεξιλόγιο: «τελείωμα του αθλητού. Αστερίσκος, λόγχη, σπόγγος, λαβίς, ριπίδια, ζέον. Εξαφτέρυγα. Λειτουργικός αέρας», (σ. 22). Ως ποιητής εμπνέεται από τον ευαγγελικό λόγο: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», (Ιω. 6: 56). «Είναι η δεύτερη Μετάληψη που πήρα σήμερα έπειτ’ από το Μεγάλο Σάββατο. Ζω σε μια άμετρη συγκέντρωση που δεν πρέπει τίποτα να τη διασπάσει», (Γράμματα στην Άννα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1981, σ. 153). 
Υπ’ αυτήν την έννοια στον αυτοδιδασκόμενο ποιητή είναι έκδηλη η διάθεση να προσεγγίσει το Θεό μέσα από το δρόμο της καρδιάς. Ακόμη και οι πολλαπλές καταγραφές του για την Παναγία, την υμνολογία και την αγιογραφία καταδεικνύουν πως θέτει στον εαυτό του το καίριο μεταφυσικό πρόταγμα: ο Θεός είναι απρόσιτος στη λογική σκέψη, αλλά το φως του μπορεί να καταυγάσει την καρδιά που φλέγεται από τον θείον έρωτα. Η απορία περί Θεού είναι εγγενής στο Αγιορείτικο Ημερολόγιο, επειδή αντιλαμβάνεται τα αισθητά πράγματα ως σύμβολα του υπεραισθητού κόσμου. Από το χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής, δύο κορυφαίοι κριτικοί, με ισχυρές επιδράσεις από την Ορθοδοξία, ο Φίλιππος Σέρραρντ και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, αποτιμώντας συνολικά το έργο του Σικελιανού, υποστηρίζουν ότι φιλοδόξησε να είναι θρησκευτικός αλλά και μεταφυσικός ποιητής. Κατά συνέπεια, καθώς λέγει ο πρώτος: «η αίσθησή του για την Ελλάδα και για το τι σημαίνει να είναι κανείς Έλληνας, καθώς και η αντίληψή του για το τι συνιστά τη βαθύτερη μορφή της ελληνικής παράδοσης, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εκτίμησή του για την πνευματική κατάσταση του Δυτικού κόσμου του καιρού του», (βλ. Η μαρτυρία του ποιητή. Προοπτικές και παραλληλισμοί, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1998, σ. 103)· και ο δεύτερος: «ο αμάλαγος ποιητής του Αλαφροΐσκιωτου ανακατώνει την ιστορία με την ιερή ιστορία, τη βασιλεία του Καίσαρα με τη βασιλεία του Θεού», (βλ. Μελέτες, τ. Α΄, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, σ. 276), κηρύττοντας μια ενιαία πνευματική ενόραση ολάκερης της γήινης ιστορίας. 

Υ. Γ. Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο μπορεί κανείς να το βρει στις εκδόσεις της Ακαδημίας Αθηνών / Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988, με φιλολογική επιμέλεια και κατατοπιστική εισαγωγή της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη – Χάντζου, η οποία για τη σύνδεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού που επιχειρεί ο Σικελιανός, με καίριο τρόπο επισημαίνει πως η «μυστική συμβίωση με το Παν είναι διάχυτη σε κάθε σελίδα του ημερολογίου. Υπερευαίσθητες, οι αισθήσεις σκιρτούν στο παραμικρό ερέθισμα: στη δροσιά του νερού, στη μυρωδιά του δεντρολίβανου, στους πιο διαφορετικούς ήχους (χαρούμενο σήμαντρο, σφυράκι του ηγούμενου, κόχυλας του ρώσικου μοναστηριού…). Το κάθε δέντρο, το κάθε φυτό είναι μήνυμα: το έλατο, η λεύκα, το κυπαρίσσι, η βαλανιδιά, ο κισσός, ο άγριος μενεξές, η δάφνη… Βαθύτατο μουσικό κάλεσμα της ζωής, η τέλεια ταύτιση με τα στοιχεία, η πανθεϊστική έξαρση του ποιητή, είναι συναφής με την αρχαιολατρία του και τη χριστιανική του αντίληψη… Η Ποίηση έχει μυσταγωγικό χαρακτήρα κι ο Ποιητής είναι ιεροφάντης», (σ. XI). 

[*] Εισήγηση που έγινε στο ΠΕΚ Μυτιλήνης, στο πλαίσιο της Επιμόρφωσης Νεοδιόριστων Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Λέσβου (Θεολόγων και Φιλολόγων), τον Σεπτέμβριο του 2007. Εδώ, δημοσιεύεται με κάποιες περαιτέρω προσθήκες, κυρίως βιβλιογραφικές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου