Του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΚΛΗΡΗ
Το πρόσφατο Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας αναδεικνύει μία πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική περίπτωση. Η Χαν Κανγκ δίνει φωνή στη διττότητα της Νότιας Κορέας, ως μία χώρας τεχνολογικής προόδου, αλλά και τεράτων, που δεν είναι παρά η απωθημένη πλευρά του κορεατικού θαύματος. Γράφει σε διάλεκτο του Νότου, επιχειρώντας μία δημοκρατική συνένωση η οποία βασίζεται στην καλλιέργεια της εντοπιότητας. Στις Ανθρώπινες Πράξεις σκοπός της είναι η λεκτικοποίηση όσων έχουν αποκρυβεί από τη μακροχρόνια καταστολή, επειδή οι φορείς του εναλλακτικού λόγου φιμώθηκαν εξαιτίας φυλακίσεων ή και εκτελέσεων, αλλά και λόγω της λογοκρισίας, η οποία στην ιστορία της Νότιας Κορέας είναι απολύτως πρόσφατη. Το έργο επικεντρώνει σε αυτούς που υπομένουν την κρατική βία εν σιωπή.
Στη Χορτοφάγο η κύρια ηρωίδα παραμένει σιωπηλή, ενώ η ιστορία της αποδίδεται από τρεις διαφορετικούς αφηγητές, ήτοι από τον σύζυγο, τον κουνιάδο και τη μεγαλύτερη αδελφή της (είτε σε πρώτο, είτε σε τρίτο πρόσωπο), αποδίδοντας ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων, μεταξύ των οποίων η εμμονή, η φρίκη και ο φθόνος. Η Χαν Κανγκ προβαίνει σε μια ανατομία του συνδυασμού καπιταλισμού και πατριαρχίας, μέσα από την επιδίωξη ενός στυγνού καριερισμού, ο οποίος συνδυάζεται με πατριαρχικούς εθισμούς καταπίεσης. Η χορτοφαγία εξελίσσεται σε νευρική ανορεξία και σε μία κατάσταση, η οποία θα μπορούσε συμβατικά να χαρακτηρισθεί ως σχιζοφρένεια, καθώς η ηρωίδα αισθάνεται ταύτιση με τα φυτά. Ωστόσο, η ψυχιατρικοποίηση της συνθήκης της, η οποία είναι κατά βάθος υπαρξιακή, στην ουσία δείχνει ότι η τρέλα ανήκει στην κανονική ζωή που είναι συνυφασμένη με τον φόνο. Το έργο θίγει τη βία η οποία είναι εγγενής σε κάθε βρώση, κατά τρόπο που δείχνει τη βαθιά διαπλοκή της ζωής και του θανάτου, αφού η ίδια η επιβίωσή μας βασίζεται στον θάνατο άλλων ζωών, καθιστώντας αδύνατη την αθωότητα. Το ήθος που προτείνει το έργο είναι εντέλει αυτό της αποχής, μία σκέψη ότι είναι καλύτερο να συμμετέχεις λιγότερο στη φονικότητα της ζωής. Παρακολουθούμε μια σταδιακή απογύμνωση, η οποία περιλαμβάνει πρώτα την παραίτηση από τις αστικές συμβάσεις, μετά από την επιθυμία εν γένει (κατά τρόπο που θυμίζει βουδιστικές διδασκαλίες) και στη συνέχεια, όμως, ακόμη και από την ίδια τη συμπόνια (και εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για έναν μεταμοντέρνο μεταβουδισμό). Η ηδονή και η ομορφιά της ζωής εν γένει παρουσιάζεται ως συνυφασμένες με την εγκληματικότητα. Ενώ το έργο έχει έναν συνδυασμό αισθησιασμού και οδύνης, δείχνει μια συναίρεση της πατριαρχίας και της βίας κατά μία πολύ ιδιαίτερη μορφή οικοφεμινισμού.
Η Χαν Κανγκ μπορεί να θεωρηθεί ως μία σύγχρονη οικοφεμινιστική εκδοχή του Φραντς Κάφκα, καθώς διαθέτει μία παρόμοια πραγμάτευση υπαρξιακών θεμάτων μέσα από το γκροτέσκο και το φρικώδες. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια «δυσφορία είδους» που βιώνει η πρωταγωνίστρια, η οποία την οδηγεί στη δική της δι-ειδική μεταμόρφωση, δρασκελώντας μάλιστα τον κόσμο των ζώων, που μπορεί να είναι απαλλαγμένα από την αμαρτία, όχι, όμως, και από τη βία, προς τον κόσμο των φυτών. Στον οικοφεμινισμό βεβαίως έχει ασκηθεί η κριτική ότι βγάζει την ουσιοκρατία από την πόρτα και την επαναφέρει από το παράθυρο, καθώς η παρομοίωση της γυναίκας με φυτό, έστω κι αν είναι με συμπαθή και καταξιωτική ματιά, αναπαράγει την αριστοτελική διχοτομία ενεργητικού άνδρα και παθητικής γυναίκας, η οποία βρίσκεται στη βάση κάθε ουσιοκρατικής σκέψης. Με τη διαφορά ότι η Χαν Κανγκ εκλαμβάνει τη λογοτεχνία ως φωνή των φιμωμένων θυμωμένων, με την έννοια ότι η συμβατική γλώσσα του κατά Ντεριντά φαλλογοκεντρισμού όχι μόνο υπονομεύεται από την αφωνία αλλά και διακόπτεται από ξεσπάσματα μουγκής βίας, που ανατρέπουν την πλοκή στα παραδόξως συναρπαστικά με διαφορετικό τρόπο μυθιστορήματα της Χαν Κανγκ. Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε ότι έχουμε στο έργο της Χαν Κανγκ έναν ριζικό αντιανθρωπισμό, όταν ασκείται κριτική στην ίδια την ανθρωπινότητα ή, ίσως, ακόμη και στην ανθρωπιά, ως σε κάτι συνυφασμένο με την εγκληματικότητα, αλλά και στη ζωικότητα ως μια άλλη όψη της φονικότητας.
Μια νέα μετατοπισμένη ανθρωπιά που μπορεί να ανιχνευθεί στο έργο της Χαν Κανγκ είναι η κοινότητα με τα χαμηλότερα στρώματα της αλυσίδας της ζωής. Κατά τον τρόπο αυτό, η Χαν Κανγκ θα μπορούσε να συνδεθεί με τους αντιανθρωπιστές ή και με τους αντιφιλοσόφους της Δύσης που ανιχνεύουν το ιδιαζόντως ανθρώπινο στη δυνατότητα φυγής από το ανθρώπινο. Αν, όμως, στον Νίτσε ο αντιανθρωπισμός έχει τη μορφή της αυθυπέρβασης του ανθρώπου, στη Χαν Κανγκ λαμβάνει περισσότερο έναν χαρακτήρα αυτο-παλινδρόμησης σε πιο αρχέγονα και λιγότερο τραυματικά κοιτάσματα της ζωής.
Η εναρκτήρια σκέψη από την οποία αφορμάται ανήκει στον Γι Σανγκ, Κορεάτη ποιητή που είχε γράψει την ποίησή του υπό ιαπωνική κατοχή και στον οποίο οφείλουμε τον στίχοι «οι άνθρωποι έπρεπε να είναι φυτά». Με τη διακειμενική αυτή αναφορά η σπισιστική βία συνδέεται με την ιμπεριαλιστική (εν προκειμένω της Ιαπωνίας εναντίον της Κορέας). Με τον τρόπο αυτό η Χορτοφάγος συνδέεται θεματικά με τις Ανθρώπινες Πράξεις, ενώ η αντίστιξη ανάμεσα στην αφωνία του καταπιεσμένου ανθρώπου και στη διεκδίκηση της φωνής μέσω μιας εναλλακτικής γλώσσας μας οδηγεί περισσότερο στο έργο Μαθήματα Ελληνικών. Στα Μαθήματα Ελληνικών επίσης η αντίθεση που στήνεται είναι ανάμεσα στη φωνή και την αφωνία, καθώς μία γυναίκα θύμα οικογενειακής κακοποίησης χάνει τη δυνατότητα να μιλήσει, ενώ ο άνδρας πρωταγωνιστής οδεύει προς την τυφλότητα λόγω κληρονομικής ασθένειας. Τα αρχαία ελληνικά έχουν το νόημα μιας γλώσσας, η οποία πια δεν ομιλείται. Το μπεκετικό ζευγάρι αναδεικνύει τη γλώσσα τόσο ως επιτέλεση όσο και ως καταστροφή της ταυτότητας.
Το ενδιαφέρον με τη Χαν Κανγκ είναι ότι ενώ η θεματολογία της ανήκει εν πολλοίς σε βασικά μοτίβα της woke κουλτούρας, όπως λ.χ., η χορτοφαγία, ο φεμινισμός, ο οικοφεμινισμός, ο αντισπισισμός κ.ο.κ., η πραγμάτευσή τους είναι μη δυτική ή, έστω, είναι ξενίζουσα και εκπλήσσουσα για τον δυτικό άνθρωπο και ίσως σε αυτή την περίεργη (weird θα είχε κανείς τον πειρασμό να πει, κάνοντας σύνδεση με το Greek Weird Wave) πραγμάτευση πολύ γνώριμων θεματικών έγκειται η γοητεία της για τον δυτικό αναγνώστη, όπως και στο ότι πολύ απλές και βαθιές σκέψεις αναπτύσσονται με τρόπο ποιητικό και ανθιστάμενο στη διανοητική κατάκτηση.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα εφέ αναπαρθένευσης του βλέμματος, καθώς βλέπουμε με ανανεωμένο ανατολικό τρόπο έναν προβληματισμό, ο οποίος προκύπτει μέσα από τα αδιέξοδα της Δύσης. Είναι μάλιστα πολύ καίρια η κριτική που κάνει η Χαν Κανγκ στη συνδρομή των ΗΠΑ στο αυταρχικό καθεστώς της Νότιας Κορέας. Από αυτήν την άποψη είναι πολύτιμο το γεγονός ότι μια συγγραφέας που έχει βραβευθεί με το εμβληματικό δυτικό βραβείο (Νόμπελ) είναι ταυτοχρόνως μία καλλιτέχνιδα που έχει καταδείξει τόσο διαυγώς τον αμερικανοκίνητο καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό προς τις χώρες της Ανατολής, καθώς ο αμερικανικός στρατός ολοκληρώνει τον οικονομικό μετασχηματισμό με τρόπο καθόλου ανεκτικό στις πολιτισμικές ετερότητες. Η Χαν Κανγκ ξεσκεπάζει έτσι τα τραύματα κάτω από τα οικονομικά θαύματα και τη βία πίσω από την οικονομική έννοια της ελευθερίας.
ΠΗΓΗ: Κοσμοδρόμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου