«Ίσως χαμογελούν μερικοί με τον σεβασμό που τρέφει για την πατρίδα του ο Μακρυγιάννης, με την επιμονή του να θυσιαστούν τα πάντα γι’ αυτήν. Ο πατριωτισμός δεν έχει και πολλή πέραση στις μέρες μας και έχουμε την τάση να υποψιαζόμαστε τα κίνητρά του. Αυτό συμβαίνει γιατί τον έχουμε μπερδέψει με ένα ψευτοπατριωτισμό, με τον σωβινισμό, με τη γνωστή στάση: η πατρίδα μου, είτε δίκηο έχει είτε άδικο – κοντολογίς, με τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός έχει χαρακτήρα πολιτικό, είναι μπερδεμένος με τα συμφέροντα του κράτους και με τα ιδανικά της κοσμικής επιτυχίας και δόξας. Στην Ελλάδα της Επανάστασης, αντιπρόσωποι ενός τέτοιου εθνικισμού ήταν οι δημοκρατικοί φιλόλογοι και μεταρρυθμιστές σαν τον Κοραή και τους άλλους δυτικοευρωπαίους και “πολιτισμένους” Έλληνες – οι Έλληνες της διασποράς. Και, πραγματικά, μπορεί να πει κανείς ότι μια από τις τραγωδίες της Επανάστασης είναι ακριβώς η υφαρπαγή και η εκμετάλλευση του αληθινού πατριωτισμού του λαού των Ελλήνων από το αστικό εθνικό πνεύμα, στο όνομα των δημοκρατικών και κοσμικών ιδανικών. Γιατί ο αληθινός πατριωτισμός, που στην εποχή μας είναι σχεδόν άγνωστος, δεν έχει σχέση με τον εθνικισμό ή με τα εθνικά κινήματα πολιτικής φύσεως. Ο αληθινός πατριωτισμός είναι σαν έρωτας – μια έκφραση Έρωτα. Η πατρίδα είναι σαν ένα αγαπημένο πρόσωπο, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος ζητάει να έρθει σε επαφή με το βαθύτερο στοιχείο της φύσης του. Η πατρίδα αντιστοιχεί με το Ewig – weibliche του Goethe και μέσα από αυτήν ο άνθρωπος ικανοποιεί τη λαχτάρα για αυτοπραγμάτωση, που βρίσκεται στις ρίζες κάθε ανθρώπινης ψυχής. Αυτό το συναίσθημα ίσως να μην είναι ενεργό παρά μόνο σε ένα λαό που παραμένει κοντά στη γη, ένα λαό που είναι τέκνο της γης στην οποία ζει: ολόκληρος ο συγκινησιακός κόσμος του εμψυχώνεται από μια γενναία ζωή με γήινες ρίζες. Στις μέρες μας έχουμε τόσο καταστρέψει τις ρίζες μας, ώστε πολύ λίγοι από μας έχουν την εμπειρία αυτού του συναισθήματος. Τον καιρό, όμως, που υπήρχε ένας λαϊκός πολιτισμός, όπως στην Ελλάδα του Μακρυγιάννη – ένας πολιτισμός που μαζεύουμε τώρα τα κομμάτια του σ’ ό,τι ονομάζουμε “λαογραφία”, για να αποζημιωθούμε κάπως για κείνο που χάσαμε - ο κάθε άντρας και η κάθε γυναίκα ένιωθε αυτό το συναίσθημα. Πάντως ο Μακρυγιάννης το ένιωθε».
PHILIP SHERRARD. (1971). «Στρατηγός Μακρυγιάννης», στο: Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό. Αθήνα: Σύνορο, σσ. 146-148.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου