Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Ο ιστοριονόμος Σπυρίδων Ζαμπέλιος

Σπρίδωνος Ζαμπέλιου, Λόγιοι και Γλώσσα της ΙΔ΄ εκατονταετηρίδος, Πρόλογος Αντώνης Ζέρβας, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1998, σσ. 121 

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 


«[…] της Νεοελληνικής εθνότητος αι πηγαί υποβλύζουν υπόγειοι και αδιόρατοι αυτής της θείας ενανθρωπίσεως αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου ζητούσι το ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον Παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι» (Σπ. Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται, [Αθήνα 1857], σσ. 62-63). Χρειάζεται κανείς να σταθεί με προσοχή στις δύο παραπάνω θεωρήσεις του Σπ. Ζαμπέλιου, ενός από τους σημαντικότερους λογίους του 19ου αιώνα, για να μπορέσει να εκτιμήσει την ερμηνεία που διαλαμβάνει η εθνική ιστορική συνείδηση του αιώνα αυτού. Γιατί τότε αρχίζουν να πυκνώνουν τα φαινόμενα γένεσης της εθνικής ιστοριογραφίας. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, στα χρόνια του αγώνα της Επανάστασης του 1821, στο χώρο της ποίησης, είχε γίνει το πρώτο βήμα, ο Διονύσιος Σολωμός αποτελούσε ήδη τον εθνικό ποιητή. 
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια, ιστορική ανάγκη, έφερνε στο προσκήνιο, κάτι πιο μεγαλεπήβολο, τη γένεση της εθνικής ιστοριογραφίας, στην κλασικότερη ίσως διατύπωσή της, με το έργο του Κ. Παπαρρηγόπουλου προσδιόριζε μια καινούργια ιστορική πραγματικότητα, την ενδοσκόπηση του ελληνικού κόσμου στους Μέσους Χρόνους, το Βυζάντιο. Η αντίληψη αυτή, είχε βέβαια τις αιτίες της. Ο Ελληνισμός του 19ου αιώνα, μετά από τις μακραίωνες ιστορικές περιπέτειές του, εναγωνίως επιζητούσε την ενότητά του. Την εικόνα ελπιδοφόρας ανασύνταξης παρουσίαζαν τρία βασικά ζητήματα, η αντίθεση πολλών λογίων στη θεωρία του Fallmerayer περί καταγωγής των Ελλήνων από τους Σλάβους, ο Κριμαϊκός πόλεμος (1854-1856), με τις ποικίλες πολιτικές και διπλωματικές ανακατατάξεις, που είχαν άμεσες επιπτώσεις στα ελληνικά πράγματα και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Προκειμένου επαρκώς να κατανοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις των ζητημάτων αυτών, επιβάλλεται να τις εντάξουμε στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, το οποίο καθόρισε το ρεύμα της εθνικής ιστοριογραφίας, με τελική απόληξη έναν ιδεολογικό προσανατολισμό που καθιστούσε αναγκαία τη στροφή προς την παρακαταθήκη της μακραίωνης παράδοσης. 
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, πρόβαλλε ο Σπ. Ζαμπέλιος (1815-1881), με έργο πολυσήμαντο και πληθωρικό. «Μεγαλοφυέστατο ιστοριογράφο», τον χαρακτηρίζει ο Κ. Θ. Δημαράς. Η σκέψη του προλείανε το έδαφος της «μετάπλασης» του Βυζαντινού Ελληνισμού σε Νεοελληνικό. Εδώ, ο στοχασμός του Λευκαδίτη λογίου στράφηκε προς το πλάσιμο ενός νεολογισμού: Ιστοριονομία, όρος ανάλογος της Φιλοσοφία της Ιστορίας. Η σύλληψη του υπήρξε πράγματι, ανατρεπτική των τότε ιστορικών δεδομένων. «Οπισθόρμητη» ψαύση του παρελθόντος, από τα νέα οδηγούμαστε στα παλαιά, και προσδιορισμός του τρίσημου σχήματος της Ιστορίας του Ελληνισμού: Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, με κύριο χαρακτηριστικό, τη συνειδητοποίηση ότι ο Νέος Ελληνισμός ήταν κληρονόμος του Βυζαντίου. 
Κατά τη διαδρομή του 19ου αιώνα οι ιδεολογικοί παρονομαστές του παραπάνω τρίσημου περιγράμματος, καθ’ ολοκληρίαν υπογράμμισαν το πλέγμα στο οποίο κινήθηκε η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ιδεολογικό αντίβαρο στις ιστορικές θεωρήσεις του Διαφωτισμού. Η νέα ιστοριογραφική σχολή, ώθησε σημαντικό τμήμα της λογιοσύνης στη θέαση της πολιτισμικής ενότητας του Γένους. Με τόλμη διατύπωσε όχι μόνο την προσδοκία της εθνικής αυτοτέλειας, αλλά και τη αναμόρφωση της τότε ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται, ίσως, για την πιο ρηξικέλευθη επισκόπηση της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού. 
Με γνώμονα τα παραπάνω, η παρούσα έκδοση ενός κειμένου του Σπ. Ζαμπέλιου, που για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στα 1856 στο περιοδικό Πανδώρα είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι μια πραγματεία «ιστορικής και φιλοσοφικής υφής», στην οποία ο ιστοριονόμος Ζαμπέλιος, προβαίνει σε μια «συγκριτική θεώρηση της φιλολογικής παραγωγής Βυζαντίου και Δύσης». Τίτλος της: Λόγιοι και Γλώσσα της ΙΔ΄ εκατονταετηρίδος. Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στη σειρά: Ερμηνείες των εκδόσεων ΄Ινδικτος, με πρόλογο του Αντώνη Ζέρβα. 
Πρόθεση του προλογίσαντα είναι να κάμει γνωστό ότι, η έλλειψη έκδοσης των Απάντων του Σπ. Ζαμπέλιου δημιουργεί σοβαρό κενό, αφού το έργο του συνιστά ιδιαίτερο πνευματικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας (σ. 11). Από τις βασικές επισημάνσεις του Α. Ζέρβα, είναι η ορθή τοποθέτησή του για το γενικότερο περίγραμμα του προβλήματος των διαφορών Ανατολής και Δύσης. Στις «βυζαντινές του αναλύσεις», ο Σπ. Ζαμπέλιος αποτυπώνει την «ουσία του Βυζαντινού Χριστιανισμού» (σ. 18). Η παρατήρησή του αυτή, κατασταίνει τον Σπ. Ζαμπέλιο κορυφαίο εκπρόσωπο της ιστοριογραφικής σχολής, στην οποία στηρίχθηκαν μεταγενέστερες ιστοριογραφικές συνθέσεις. Αναφέρω εδώ επιγραμματικά την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, του Απ. Βακαλόπουλου. 
Η άποψη ότι η «Βυζαντινή μέση περίοδος οικοδομείται από τρεις κεφαλαιώδεις αρχές, την αρχή της πολιτικής ενότητας, την αρχή της θρησκευτικής ενότητας και την αρχή της αττικής παιδείας» (σ. 18), ορίζει με τον καλύτερο τρόπο το χρυσό κανόνα της ιστοριονομικής σκέψης του Σπ. Ζαμπέλιου, ότι δηλαδή, το Βυζάντιο είχε έναν «χριστιανισμό των αττικιστών, δηλ., των θεολόγων και των λογίων, και έναν χριστιανισμό της πράξεως. Μόνο σε αυτό το δεύτερο είδος αποτυπώνεται ο αληθής χαρακτήρας της χριστιανικής Ελλάδος» (σσ. 19-20) 
Ο διαφορισμός του Σπ. Ζαμπέλιου προς τη φράγκικη Δύση, προσδιόρισε τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Αν και ο όρος αυτός κατά κόρον ως σήμερα χρησιμοποιήθηκε με υπερβολές, ο Σπ. Ζαμπέλιος του προσέδωσε καίριο περιεχόμενο. Σε αντιδιαστολή με βαυκαλισμούς το «ελληνοχριστιανικό όραμά» του, θέτει σε μας σήμερα «αυτόνομα ερωτήματα για να ιδούμε τι μένει ζωντανό και τι όχι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου