Αββάς Σισώης: άνθρωπος απείρως οικουμενικότερος του στρατηλάτη Μεγαλέξανδρου

Το δέος του αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου· (Μονή Βαρλαάμ, Μετέωρα, 1566).


Στην επιγραφή εντός περίτεχνου πλαισίου διαβάζουμε τα εξής ποιητικότροπα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού:
«Ορώ σε τάφε, δειλιώ σου (την) θέαν
κ(αι) καρδιοστάλακτον δάκρυον
χέω. Χρέος το κ(οι)νόφλητον εις νουν
λαμβάνω. Πώς γαρ [μέλλω διελ]θείν πέρ(ας)
τοιούτον, αι [θάνατε, τις δύναται] φυγ[είν] σε;»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για ετούτη την εικονογραφική παράσταση του αββά Σισώη, που θρηνεί έμπροσθεν του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για διάβασμα προτείνω την ωραία μελέτη του αγαπητού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Σισώης και Αλέξανδρος. Διλήμματα για την εκκλησιαστική αποστολή σε εποχές Παγκοσμιοποίησης», Νέα Εστία, τχ. 1174 (2005) 92-109· [και στο: Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 155-181]. 
Ο Θ. Ν. Παπαθανασίου εξετάζει το περιεχόμενο της εικόνας «ανιστορικά και αφηρημένα», «υπό συγκεκριμένους όρους», «σε μια συγκεκριμένη ιστορική συνάφεια», αφού το «εικονιζόμενο περιστατικό δεν μνημονεύεται στο Γεροντικό (το οποίο συνετέθη κατά τον πέμπτον ή έκτον αιώνα […] ούτε στο βυζαντινό Συναξάρι του αγίου» (10ος αιώνας), «[…] ούτε στην ακολουθία της εορτής του την 6η Ιουλίου». Όμως, τίθεται το βασικό ερώτημα που «δεν αφορά απλώς τη φιλοσόφηση του θανάτου, αλλά την παρουσία του Αλεξάνδρου»· γιατί, λοιπόν, «κάποιοι επέλεξαν ειδικά τον Αλέξανδρο, πως προέκυψε η εν λόγω εικονογραφική σύνθεση δίχως να έχει έρεισμα στις σχετικές αγιολογικές πηγές, και γιατί αυτό συνέβη μετά την πτώση της βασιλεύουσας και όχι πριν»
Νομίζω πως αξίζει να σταθούμε στην ερμηνεία που δίνει ο Θ. Ν. Παπαθανασίου. Είναι γνωστό ότι, στο Βυζάντιο η μορφή του Μακεδόνα στρατηλάτη, από τον τέταρτο αιώνα και εξής, «πρόβαλε ως υπόδειγμα παγκόσμιου ηγεμόνα» και θεωρούνταν «πρόδρομος της βυζαντινής οικουμενικότητας». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Μέγας Αλέξανδρος βαθμηδόν να «μεταμορφωθεί σε χριστιανό και μάλιστα απεικονίστηκε ως βυζαντινός αυτοκράτορας πλαισιωμένος από τη συνήθη αυτοκρατορική επιγραφή “Εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής και πάσης Δύσεως”». Με άλλα λόγια «σκιαγραφήθηκε ως προσωπικότητα με χαρακτηριστικά αγιότητας». Γι' αυτή την ιδιότητα του Μακεδόνα βασιλέα, στα 1938 και 1940, ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Ανδρέας Ξυγγόπουλος έχει γράψει δύο σημαντικές μελέτες, η μία στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον και η άλλη στην Επιστημονική Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών. Για τον Θ. Ν. Παπαθανασίου, «αυτή η εξαιρετική θέση που κατέκτησε ο Αλέξανδρος στη βυζαντινή αυτοσυνειδησία, δεν μπορεί να μην εδράζεται στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο». Πρόκειται για τη «βυζαντινοποίηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου» και τη μεταμόρφωσή του σε «άγιο, μάρτυρα και ασκητή που ίδρυσε μοναστήρια στην έρημο», όπως εύστοχα αναφέρει και η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ στο ωραίο βιβλίο της Ο Μέγας Αλέξανδρος των Βυζαντινών. Που είναι θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος;, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2018. 
«Όλα αυτά, όμως, όσο συγκινητικά και εθνοσωτήρια κι αν είναι,» γράφει ο Θ. Ν. Παπαθανασίου, «σημαίνουν πως, στην αγκαλιά της ρωμαιοτραφούς χριστιανικής ιδεολογίας, κινδύνευε να παραδοθεί σε ύπνο η εκκλησιαστική συνείδηση ότι όλα τα κτιστά (όσο σπουδαία κι αν είναι) είναι φθαρτά και ότι η πραγματικά αιώνια πραγματικότητα θα είναι η μέλλουσα, εσχατολογική Βασιλεία κι όχι οποιαδήποτε ενδοϊστορική φάση. Μέχρι που συνέβη το αντίθετο. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε, αλλά – σε πείσμα της ιδεολογίας που προαναφέραμε – η ιστορία συνέχισε να προχωρεί σε νέες απρόσμενες φάσεις. Όταν, λοιπόν, οι “ταπεινοί αγιογράφοι της Τουρκοκρατίας”, όπως τους αποκαλεί ο Κόντογλου, συνέθεσαν την εν λόγω εικόνα παρουσιάζοντας τον Αλέξανδρο όχι ως ένδοξο νεκρό, αλλά, αντιθέτως, ως σκελετό, ως λείψανο αποσυντεθειμένο μέσα σε τάφο και μάλιστα υποκείμενο στη φιλοσόφηση του Σισώη, δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να ξαναφέρουν στο προσκήνιο τη θεολογική οπτική που στα χρόνια του Βυζαντίου είχε εν πολλοίς παραθεωρηθεί».
Η ερμηνεία που εισηγείται ο καλός συνάδελφος Θ. Ν. Παπαθανασίου, από θεολογικής πλευράς, νομίζω, πως είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Γράφει: «η εικόνα αυτή εφευρέθηκε παρ’ όλο που δεν υπήρχε σχετικό έρεισμα στις αγιολογικές πηγές (ή, μάλλον ακριβέστερα: στην εφεύρεση αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης απέληξε η προγενέστερη απεικόνιση φιλοσοφήσεων του θανάτου) για να εκφραστεί, λίγο ως πολύ, ένα ιδεολογικό ρεύμα το οποίο διακατεχόταν από τον θεολογικό ρεαλισμό ότι η Εκκλησία συνεχίζει να πορεύεται παρά τις απρόσμενες ιστορικές ανατροπές. Ο Αλέξανδρος μπήκε, κατά κάποιον τρόπο, στο στόχαστρο ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι συμβόλιζε το αιώνιο της αυτοκρατορίας. Το εν λόγω ρεύμα, δηλαδή, μετατόπισε το κέντρο βάρους από την πεποίθηση περί μιας αιωνιότητας που εγγενώς ανήκει σε ένα ιστορικό μόρφωμα, στη μεταϊστορική αιωνιότητα που υπόσχεται η Εκκλησία. Και τούτο, βέβαια, παράλληλα ή και αντίθετα προς άλλα ρεύματα, τα οποία διατηρούσαν το κέντρο βάρους στο ιστορικό μόρφωμα και εκφράζονταν με την αναμονή ιστορικής επιστροφής του τελευταίου αυτοκράτορα και με την γοργόνεια πεποίθηση στην αθανασία του Αλεξάνδρου».
Για την απήχηση που είχε ο Μέγας Αλέξανδρος στην εποχή της Τουρκοκρατίας, με τη γνωστή «Φυλλάδα», την οποία γνωρίζουμε από την έκδοση που έκαμε ο Αλέξανδρος Πάλλης, στα 1935, (φωτομηχανική ανατύπωσή της από τις εκδόσεις Γαλαξίας - Ερμείας, στα 1993 – νεότερη έκδοση από τις εκδόσεις της Εστίας, στα 1989, σε μετάφραση του Γιώργου Βελουδή· υπάρχει ακόμα μία έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Γαλαξίας, στα 1961), έχουν γραφτεί πολλά, με κύριο χαρακτηριστικό ότι ο Μακεδόνας ήρωας προβάλλεται ως «σύμβολο αντίστασης στον Τούρκο κατακτητή». Ο ιστορικός Χαράλαμπος Μηνάογλου, στη μελέτη του «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και ο Μεγαλέξανδρος», γράφει πως ακόμα και οι Κολλυβάδες Πατέρες, με προεξάρχοντα τον άγιο Αθανάσιο Πάριο, που ήταν ιδιαίτερα επικριτικός σε καθετί αρχαιοελληνικό, θεωρούσε τον Μέγα Αλέξανδρο ηθικό άνδρα.
Στο ερώτημα γιατί ο Αλέξανδρος να έχει απέναντί του τον αββά Σισώη, ο Θ. Ν. Παπαθανασίου πιθανολογεί «ότι η επιλογή αυτή οφείλεται στο απλό γεγονός ότι ο Σισώης ασκήτεψε στη χώρα όπου ο Μακεδόνας είχε ταφεί». Αλλά, ίσως, «να συντρέχει άλλος ένας λόγος. Πρωταγωνιστής της εικόνας κατέστη ένας άγιος, στον οποίο, σύμφωνα με το Συναξάρι του, δόθηκε από το Θεό η χάρη να ανασταίνει νεκρούς. “Νεκρούς ανιστάν αυτώ ο των όλων εδωρήσατο Κύριος”. Η εν λόγω εικόνα, συνεπώς, δεν είναι απλώς παράσταση θρήνου. Είναι μια διακήρυξη με σχήματα, χρώματα και λόγους, της θεμελιώδους εσχατολογικής εκκλησιαστικής πίστης ότι τα ανθρώπινα δεν έχουν οντολογικό θεμέλιο τη δική τους μεγαλοσύνη, αλλά τη σχέση τους με τον Αναστάντα και χορηγό της μέλλουσας Ανάστασης». Αυτή η «εσχατολογική αυτοσυνειδησία, άλλωστε, υπήρξε θεμελιώδες στοιχείο διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας του αιγυπτιακού Χριστιανισμού», στον οποίο αναφέρεται η μελέτη του Δημήτριου Ν. Μόσχου, Από τον Όσιρι στον Υιό Δαυίδ. Η γένεση και το αρχέγονο πολίτευμα του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 2002.
Συνεπώς, η εικόνα του αββά Σισώη να θρηνεί πάνω στον τάφο του Μεγαλέξανδρου, για τον Θ. Ν. Παπαθανασίου ερμηνεύεται ως το γεγονός εκείνο όπου ο ασκητής Σισώης είναι πιθανόν να μην ταξίδεψε ποτέ εκτός Αιγύπτου, γι’ αυτό «συλλαμβάνει την αλήθεια του σύμπαντος κόσμου», είναι δηλαδή «άνθρωπος απείρως οικουμενικότερος του στρατηλάτη που άγγιξε τις γεωγραφικές εσχατιές της εποχή του». Υπ' αυτήν την έννοια, λοιπόν, μπορεί κανείς να κατανοήσει το γεγονός γιατί ο αγιογράφος ετούτης της εικονογραφικής παράστασης είχε την «εσχατολογική αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού ανθρώπου», όπου μέσω του έργου του, τονίζει πως ο «βασιλιάς που λάμπρυνε την εποχή του δεν είναι απλώς γυμνός, ούτε καν μαρμαρωμένος, αλλά νεκρός! [...] Ο Σισώης ίσταται μπροστά σε οστά επώνυμα. Όχι διότι ο Αλέξανδρος υπήρξε εξαιρετικά διάσημος, αλλά επειδή για την Εκκλησία ουδείς ανώνυμος υπάρχει. Τα οστά, λοιπόν, μέσα στον τάφο δηλώνουν την αναπόφευκτη φθορά του αιώνος τούτου, αλλά και την προσδοκία της ανάστασης. Ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον Χριστό, την απαρχή των κεκοιμημένων, για να γίνει ο ίδιος μέτοχος της ανάστασης όχι απλώς με σώμα, αλλά με το σώμα του». 
Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία του Θ. Ν. Παπαθανασίου είναι σημαντική, διότι διερευνά συμβολισμούς Ορθόδοξης οικουμενικότητας και εσχατολογίας που, εξ ολοκλήρου, προέρχονται από την Ανατολή. Ας μην ξεχνάμε και το ρητό «ex oriente lux».

Ποια είναι τα γωρίσματα του καλού δασκάλου;


ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2024). «Μύηση στον κοινό κόσμο των ανθρώπων», στο: 800 μετ’ εμποδίων. Μικρά δοκίμια. Αθήνα: Πόλις, σσ. 185-187.

Του καλού συναδέλφου και φίλου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΔΑΒΑ

Πολλοί, σήμερα, διερωτώνται: ποιος είναι καλός δάσκαλος; Η άποψη που κυριαρχεί -και είναι «αφιλοσόφητη», όπως σωστά σημειώνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης- θεωρεί ως καλούς δασκάλους εκείνους που είναι «χειριστές εργαλείων και τεχνικών», εκείνους που έχουν τα γνωστά «τυπικά προσόντα». Δεν χρειάζεται να τα αναφέρω, είναι γνωστά· τεχνοκρατικό το κύριο χαρακτηριστικό τους. 
Η συζήτηση που, για πάνω από τρεις δεκαετίες γίνεται, για το ποιους δασκάλους θέλουμε, περιορίζεται μόνο στην παραπάνω διαπίστωση. Ζητάμε δασκάλους «χειριστές εργαλείων και τεχνικών», δασκάλους «τυπικών προσόντων», τυπικού και όχι ουσιαστικού κύρους. Το γεγονός αυτό αυτομάτως συνιστά κρίσης της παιδαγωγικής και διδακτικής αυθεντίας, για την οποία ο εκ Γέρας της Λέσβου παιδαγωγός και ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ Παναγιώτης Ξωχέλλης, στα βιβλία του αρκετές φορές κάνει λόγο. Η κρίση αυτή, βέβαια, δεν είναι τωρινή. Ξεκινά από τη δεκαετία του 1960, με την κριτική που ασκήθηκε στην παραδοσιακή δομή του «παιδαγωγικού ζεύγους», της σχέσης δηλαδή, δασκάλου και μαθητή.
Στο ερώτημα, λοιπόν, για το ποιος είναι καλός δάσκαλος, μια από τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σχετίζεται και με το κύρος του δασκάλου. Δια γυμνού οφθαλμού, σήμερα, είναι φανερό πως, σε μεγάλο ποσοστό, επικρατεί το τυπικό κύρος έναντι του ουσιαστικού. Εξού και η αγωνία πολλών εκπαιδευτικών να αποκτούν όλο και περισσότερα τυπικά προσόντα, τα οποία βέβαια, δεν τα αρνούμαι· έχουν την αξία τους και είναι απαραίτητα. Όμως, δεν είναι μόνο αυτά και ούτε μόνο το τυπικό κύρος που κάνουν καλό τον δάσκαλο. Το τυπικό κύρος είναι δεδομένο λόγω της θέσης που έχει στο σχολείο. Σχετίζεται με την καλή γνώση θεμάτων αγωγής και μάθησης, με την διδακτική πείρα του μέσα στην σχολική αίθουσα, αλλά και με τη συνέπεια στις υποχρεώσεις του στο σχολείο. Ταυτόχρονα, όμως, ο καλός δάσκαλος οφείλει να έχει και ουσιαστικό κύρος, κι αυτό εξαρτάται από την προσωπικότητά του, που είναι συνάρτηση της παρουσίας του στο σχολικό περιβάλλον και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Κι αυτή η προσωπικότητα άμεσα εξαρτάται από το γεγονός ότι, «καλός δάσκαλος είναι ή, ακριβέστερα, μπορεί να γίνει εκείνος που έχει παιδεία, που αγαπάει το αντικείμενο που διδάσκει και θέλει να το παραδώσει στα παιδιά που έχει απέναντί του, να τα πείσει και εκείνα να το αγαπήσουν». Α.Ι.Κ.

O George Steiner για το Ολοκαύτωμα

«Όταν ο χριστιανισμός και ο δυτικός πολιτισμός στράφηκε κατά των Εβραίων, στην ουσία στράφηκε κατά της ενσάρκωσης –έστω συχνά αλλόκοτης και ανύποπτης- των καλύτερων ελπίδων του. Κάτι σαν αυτό εννοούσε ο Κάφκα όταν ισχυριζόταν, με αλαζονική ταπεινότητα, πως “όποιος χτυπάει έναν Εβραίο ταπεινώνει τον άνθρωπο/την ανθρωπότητα” (den Menschen). Στο ολοκαύτωμα υπήρχε αφενός μια παρανοϊκή τιμωρία, ένα τυφλό λάκτισμα εναντίον την ανυπόφορης καταπίεσης του οράματος, και αφετέρου ένα μεγάλο ποσοστό αυτοακρωτηριασμού. Η κοσμική, υλιστική, φιλοπόλεμη κοινότητα της σύγχρονης Ευρώπης ήθελε να ξεριζώσει από μέσα της , από την κληρονομιά της, τους αρχαϊκούς και τώρα πια γελοιωδώς ξεπερασμένους, αλλά κατά κάποιον τρόπο ακατάβλητους, φορείς του ιδεώδους. Στο ναζιστικό ιδίωμα, οι όροι παράσιτο και εξυγίανση απηχούν μια τραχιά αντίληψη για τη μεταδοτική φύση της ηθικής. Σκοτώστε τον εισπράκτορα οφειλών, τον οχληρό δοσατζή, και καταργήστε το μακροχρόνιο κέδρος».



GEORGE STEINER. (2002). Στον πύργο του Κυανοπώγωνα. Μετάφραση – Εισαγωγή Σεραφείμ Βελέτζας. Αθήνα: Scripta, σ. 67