Ο κοινός λόγος «κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις» ισχύει, πιστεύω, και για το κορυφαίο των θαυμασίων: την ανάσταση. Είτε για την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου πρόκειται ή του Λαζάρου είτε του ίδιου του Ιησού, η ιστορία των εμπειριών του ανθρώπου τον φέρνει αντιμέτωπο της πίστης του. Θέλει να πιστέψει πως η ανάσταση τον συμπεριλαμβάνει, πρωτίστως για να ξανανταμώσει τους αγαπημένους του. Συνειδητοποιεί, όμως, ότι το μερίδιο του Θωμά μέσα του παραμένει μεγάλο, ανεξάλειπτο, ακόμα κι αν τηρεί την παράδοση και επί σαράντα ημέρες μετά το Πάσχα αντικαθιστά με το «Χριστός ανέστη» όλους τους χαιρετισμούς, το καλημέρα, το καλησπέρα, το καληνύχτα, προσδοκώντας ν’ ακούσει το επικυρωτικό «Αληθώς ο Κύριος». Αν πίστευαν περισσότεροι στην ανάσταση, δηλαδή στην Κρίση, ίσως οι κακοί να ήταν λιγότεροι. Ή λιγότερο κακοί.
Τη ζωή μας την πλημμυρίζουν οι απώλειες. Και την οργανώνει ή τη διαλύει η λύπη. Πάνω μας δεσπόζει ο θάνατος. Ο «άφευκτος» θάνατος, όπως συμφωνούν οι αρχαίοι ποιητές, που δοκίμασαν, με τον κοινότοπο χαρακτηρισμό του ως αναπόφευκτου και αναπόδραστου, να μετριάσουν τον τρόμο που προκαλεί ως απειλή και να οριοθετήσουν τη θλίψη ή και κατάθλιψη που τον ακολουθεί. Κατάθλιψη που έχει τα γνωρίσματα του εξισωτή θανάτου. Πλήττει ταπεινούς και ηγεμόνες. Παράδειγμα ο Αλέξανδρος ο Μέγας.
Το 328 π.Χ., ο στρατηλάτης βρίσκεται στη Σαμαρκάνδη. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε διατάξει να εκτελεστεί, ως αρχισυνωμότης, ο Φιλώτας, τελευταίος επιζών γιος του Παρμενίωνα. Ο θανάσιμος κολασμός αφορούσε και τον πατέρα, μολονότι ο Παρμενίων, συμπολεμιστής επί τριάντα χρόνια του Φιλίππου και του γιου του, ήταν αμέτοχος.
Στο στόχαστρο του Αλέξανδρου είναι πια ο σωματοφύλακάς του Κλείτος, παρότι το 334 π.Χ. τού είχε σώσει τη ζωή, στη μάχη του Γρανικού, όταν ο βασιλιάς κινδύνευσε ανάμεσα σε δύο Πέρσες μαχητές, τα αδέλφια Ροισάκη και Σπιθριδάτη. Ο Πλούταρχος γράφει στον «Βίο» του Μακεδόνα ότι «ήταν λιγότερο παραδομένος στο κρασί απ’ ό,τι πιστευόταν», ο θυμός και η μέθη πάντως τού πρόσφεραν την αναγκαία πρόφαση για να σκοτώσει τον Κλείτο, εξαπολύοντας καταπάνω του μια λόγχη. Προσπάθησε μάλιστα να αυτοκτονήσει με το ίδιο όπλο, αλλά τον πρόλαβαν. Τον κυρίεψε όμως η θλίψη της ενοχής και της συντελεσμένης βαρύτατης αδικίας και πέρασε άσχημα όλη τη νύχτα, κλαίγοντας: «Την τε νύκτα κακώς κλαίων διήνεγκε».
Όταν ξημέρωσε, οι φίλοι του τρόμαξαν ακούγοντας από τη σκηνή του μόνο «βαρείς στεναγμούς» και λέξη καμία. Οι θρήνοι και τα κλάματα είχαν εξαντλήσει τον βασιλιά. Πιστεύοντας πως η αντικαταθλιπτική συμπαράστασή τους δεν αρκεί, κατέφυγαν στη συνδρομή δύο φιλοσόφων, του Καλλισθένη, ανιψιού του Αριστοτέλη, και του Αβδηρίτη Ανάξαρχου, συμμεριζόμενοι τη διάχυτη στους Έλληνες αντίληψη ότι το καλύτερο φάρμακο για τον ψυχικό πόνο είναι ο λόγος. «Κράτιστον δη προς αλυπίαν φάρμακον ο λόγος», συμπεραίνει αλλού ο Πλούταρχος.
Θα μπορούσαν, βέβαια, να προσφύγουν και στην «τέχνη της ποιήσεως, που «κάπως ξέρει από φάρμακα», κατά το μετριοπαθές πόρισμα του Κ. Π. Καβάφη, που σαν να συμμερίζεται εδώ την έμπειρη γνώμη του λαϊκού ποιητή-τραγουδιστή: «Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι, τα λεν οι πικραμένοι, / πάσχουν να βγάλουν το πικρό μα το πικρό δεν βγαίνει». Εντούτοις, στην άγρια λογομαχία Κλείτου και Αλέξανδρου η ποίηση έδρασε πυροδοτικά, όχι κατευναστικά.
Στο συμπόσιο, «οι νεαρής ηλικίας συνδαιτυμόνες ήπιαν πολύ και τραγούδησαν ποιήματα κάποιου Πρανίχου, ή, όπως υποστηρίζουν άλλοι, του Πιερίωνος, γραμμένα (προς ντροπή και κοροϊδία) για τους στρατηγούς που πρόσφατα είχαν ηττηθεί από τους βαρβάρους. Και ενώ οι πλέον ηλικιωμένοι δυσαρεστήθηκαν και ονείδιζαν και τον ποιητή κι εκείνον που τραγουδούσε, ο Αλέξανδρος και όσοι ήταν γύρω του τα άκουγαν με ευχαρίστηση και τον παρακινούσαν να συνεχίσει» (στη μετάφραση του Θανάση Γεωργιάδη, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2005).
Ο Κλείτος δεν άντεξε την προσβολή. Λίγο πριν, με τους χαλινούς του κομμένους και από το κρασί, είχε κατειρωνευτεί τον Αλέξανδρο: «Μακαρίζουμε», του είπε, «όσους ήδη έχουν πεθάνει, πριν δουν τους Μακεδόνες να δέρνονται με μηδικά ραβδιά και να χρειαζόμαστε τους Πέρσες ώστε να έρθουμε σε επαφή με τον βασιλιά». Τώρα, επιστρέφοντας στη σκηνή, συνεχίζει την επίθεσή του, με όπλο του «ιαμβεία» από την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Ο Πλούταρχος παραθέτει έναν μόνο στίχο: «Οίμοι, καθ’ Ελλάδα ως κακώς νομίζεται». Πρόλαβε άραγε να πει και τους επόμενους ή το βασιλικό κοντάρι άσκησε ακαριαία τη θανάσιμη λογοκρισία του; Αγνωστο. Ιδού πάντως ακέραιο το ευριπιδικό πορτρέτο του σφετερισμού αλλότριας δόξας, σε μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου:
«Κακή είν’ αυτή η συνήθεια στην Ελλάδα: / Νικά ο στρατός εχθρούς και τρόπαια στήνει; / Δε λένε “είν’ έργο αυτών που αγωνιστήκαν”, / όλη τη δόξα ο στρατηγός την παίρνει· / σαν άλλους μύριους παίζει το κοντάρι, / τίποτε πιο πολύ δεν κάνει απ’ ό,τι / κάνει ένας άλλος, μα δική του η φήμη». Ο υπέρ αγνώστου στρατιώτη λόγος εξαπολύεται από τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, κατά του Μενέλαου.
Δυστυχώς, ούτε του Καλλισθένη η προσπάθεια ωφέλησε ψυχοπνευματικά τον Αλέξανδρο ούτε του Ανάξαρχου. Για διαφορετικούς λόγους. Ο Καλλισθένης «αποπειράθηκε με πραότητα, και μιλώντας του περί ηθικής, να καταλαγιάσει το πάθος χωρίς να τον λυπήσει». Μάταια. Αλλωστε ο Αλέξανδρος αντιπαθούσε σφόδρα τον Καλλισθένη, συντάκτη των «Βασιλείων Εφημερίδων» εκτός των άλλων, γιατί «απέρριψε έντονα και με φιλοσοφικό τρόπο την προσκύνηση του βασιλιά και μόνος αυτός εξέφρασε φανερά όσα στα κρυφά έκαναν ν’ αγανακτούν όλους τους αρίστους και τους πλέον ηλικιωμένους Μακεδόνες».
Ο Ανάξαρχος πάλι, μαλαγάνας ολκής, είπε στον βασιλιά όσα ήθελε ν’ ακούσει. Ότι αυτός είναι ο νόμος, αυτός και «ο όρος που καθορίζει το δίκαιο», άρα προς τι η ενοχή και η θλίψη; «Δεν ξέρεις», κατέληξε, «ότι πλάι στον Δία κάθονται η Δίκη και η Θέμιδα, ώστε οτιδήποτε πράττει ο εξουσιαστής να είναι θεμιτό και δίκαιο;». Νόμος είναι το δίκιο του αφέντη. Τότε και τώρα.
Τότε και τώρα επίσης, ψευτοφάρμακα όπως αυτό του Ανάξαρχου ίσως βοηθούν πρόσκαιρα, σε βάθος χρόνου ωστόσο λειτουργούν σαν διαβρωτικά συνειδήσεων και διαλυτές αναστολών. Με τέτοια λόγια, λέει ο Πλούταρχος, ο Ανάξαρχος ανακούφισε το πάθος του βασιλιά, τον έκανε όμως «χαυνότερον και παρανομώτερον». Το βλέπουμε και τώρα. Παντού όπου οι κόλακες λιπαίνουν την εξουσία. Όσο για τον Καλλισθένη, έναν Θωμά, δεν πέρασε καιρός και ο Αλέξανδρος πρόσταξε να τον σκοτώσουν κι αυτόν. Δίχως να κλαίει πια.