Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
«Κύμα στο μνήμα / κοντά στον ασφόδελο / καρδερίνα τι κλαίεις;», Ιερομονάχου Συμεών. (1994). Συμεών Μνήμα. Αθήνα: Άγρα, χ.α.σ.
Το πρωινό τηλεφώνημα από τον αγαπητό Στρατή Μπαλάσκα δεν ήταν ευχάριστο. Μηνούσε το θλιβερό μαντάτο θανάτου του κυρ Γιάννη Καλδέλλη, στα 86 χρόνια του. Η πρώτη-μου σκέψη: ο Θεός να αναπαύει την ψυχή-του. Όσο, όμως, περνά η μέρα, η σκέψη μου γι’ αυτόν τον τόσο αξιόλογο θεολόγο – παιδαγωγό και ΔΑΣΚΑΛΟ κινείται γύρω από την προσφορά-του τόσο στα θεολογικά όσο και στα εκπαιδευτικά πράγματα του μικρού τόπου-μας, της Μυτιλήνης και της Λέσβου εν γένει.
Γνώριζα προσωπικά τον κυρ Γιάννη, περίπου μια εικοσαετία, από τότε που μόνιμα εγκαταστάθηκα εδώ στη Μυτιλήνη. Δύο – τρία στιγμιότυπα αυτής της γνωριμίας αξίζει να τα αναφέρω, έχουν την αξία-τους, νομίζω. Είναι η πρώτη οφειλή-μου στη μνημόνευσή του, εκεί στην αγκαλιά του Θεού που, από σήμερα, αιώνια πια θα αναπαύεται και θα μεθά από την αγάπη-Του, στην αγκαλιά του Σωτήρος της «κτίσεως, της αισθητής και νοουμένης».
Ευτύχησα να έχω τα δύο εγγόνια του μαθητές-μου, τον Γιαννάκο και τη Μαριώ, χαρισματικά παιδιά, με ήθος – τώρα σπουδάζουν τις επιστήμες που αγαπούν. Συχνά τους έλεγα να είναι υπερήφανα για τον παππού-τους και, μάλιστα, επίμονα πολλές φορές τα παρότρυνα να διαβάσουν ένα από τα βιβλία που έγραψε ο κυρ Γιάννης, εκείνο το βιβλίο, που για τα δεδομένα της παιδαγωγικής επιστήμης αποτελεί ένα άριστο βιβλιογραφικό δεδομένο, για το πώς το σχολείο οφείλει να μην είναι φως που τυφλώνει – ο πλήρης τίτλος: Σχολείο: Φως που τυφλώνει; - εκδόθηκε στην Αθήνα στα 1991, εξαντλημένο σήμερα, αλλά δυστυχώς άγνωστο σε πολλούς ντόπιους και μη ντόπιους δασκάλους και καθηγητές. Ευτύχησα, επίσης, να κοσμούν τη βιβλιοθήκη-μου και τα τρία βιβλία-του. Ήδη ανέφερα το ένα. Τα άλλα δύο που, εξ ολοκλήρου ανήκουν στη θεολογική επιστήμη, τολμώ να πω ότι για την εποχή που γράφτηκαν, καίρια την εμπλούτισαν. Κι εξηγούμε τι εννοώ: για έναν θεολόγο καθηγητή, που ζούσε σε μια περιφερειακή πόλη, τη Μυτιλήνη, και δίδασκε το μάθημα των Θρησκευτικών, ήταν παράτολμο κι επικίνδυνο θα ‘λεγα - αφού τότε για τα καλά στην εκκλησιαστική ζωή κυριαρχούσαν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις - να γράφει για έναν από τους σπουδαιότερους ήρωες της Θεολογίας του τέλους του 2ου και του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, τον Ωριγένη. Όπως, επίσης, ήταν πρωτοποριακό ένας θεολόγος καθηγητής να συγγράφει ένα βιβλίο για την αγωνία και τον φόβο, σύμφωνα με την Ορθόδοξη σκέψη και να διδάσκει ταυτόχρονα στις σχολικές τάξεις γι’ αυτά τα δύο, χρησιμοποιώντας κείμενα όχι μόνον της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά, και των Καζαντζάκη, Καρμίρη, Μακράκη, Μπερδιάγιεφ, Ντοστογιέφσκι, Κίρκεγκωρ, Καμύ, Ράσσελ, Σαρτρ, Φρομ, Νίτσε, Κλεμάν. Ευτύχησα, τέλος, να τον συναντώ συχνά, στην είσοδο του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης, όπου κατά τη δεκαετία του ’80 υπηρέτησε και ως καθηγητής και ως διευθυντής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μειλίχιο βλέμμα-του και την επωδό - ερώτησή του «πως πάει η νεότερη θεολογία;». Με την απάντησή μου, βέβαια, πάντα συγκεκριμένη: «προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τα χνάρια-σας κυρ Γιάννη». Αυτό το λέγω γιατί όσους έχω συναντήσει και είχαν καθηγητή τον κυρ Γιάννη, η εικόνα που εισπράττω είναι πάντα η ίδια: «ξεχωριστός δάσκαλος, μας έμαθε να σκεφτόμαστε, συζητούσε μαζί-μας». Κατά το κοινώς λεγόμενο, ως ΔΑΣΚΑΛΟΣ ο κυρ Γιάννης Καλδέλλης «άφησε εποχή», θα μείνει αλησμόνητος για το χαμόγελο και το πρωτοποριακό διδακτικό-του έργο.
Κλείνω ετούτη τη μνημόνευση του κυρ Γιάννη με την εξής επισήμανση: ξεκάθαρα φαίνεται πως το πέρασμά του από τις σχολικές τάξεις, ωφέλησε τη θρησκευτική εκπαίδευση. Θεωρούσε ότι αυτή όφειλε να διέπεται από θεμελιώδεις παραμέτρους, όπως η οικουμενικότητα του Ευαγγελίου, η ιστορικότητα και η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, η φιλανθρωπία, η αγάπη, η ελευθερία και η ελπίδα που πλουσιοπάροχα προσφέρει η χριστιανική πίστη, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της εσωστρέφειας, διατηρώντας ζωντανή, δυναμική και ενσαρκούμενη τη μαρτυρία της Εκκλησίας προς κάθε άνθρωπο, που άλλη δεν είναι από την εν Χριστώ αγάπη, (Α΄ Κορ. 13, 8-9).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
«Η ελευθερία του ανθρώπου κατά τον Ωριγένη διατηρείται μέσα στον κόσμο της αναγκαιότητας. Πάντοτε στην ιστορία του ανθρώπου συγκρούονται “τα έξωθεν” με τα “εφ’ ημίν” του Ωριγένη, ο άνθρωπος, ο φαινομενικά δούλος των εξωτερικών παρωθήσεων, με την ελευθερία μπορεί να αντιστέκεται στην αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει απόλυτος καταναγκασμός ως προς την εκλογή του καλού ή του κακού. Ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιος και οφείλει να αποδεχθεί ως κλήρο το φως της αλήθειας· (Ωριγένη, Εις το κατά Ιωάννην, ΒΕΠΕΣ, τ. 12ος, σ. 361). Γι’ αυτό τιμωρούμαστε “εφ οις αμαρτάνομεν, τιμώμεθα δε εφ’ οις ευ πράττομεν”· (Ωριγένη, Εις το κατά Ιωάννην, ΒΕΠΕΣ, τ. 12ος, σ. 309) […] Η ελευθερία ερμηνεύει και εξηγεί την πτώση του ανθρώπου. Γιατί η αμαρτία, επειδή δεν είναι κάτι το υλικό, δεν έχει τις ρίζες-της στην ύλη, αλλά στην ελεύθερη θέληση της ψυχής, η οποία παραδίνεται στον υλικό κόσμο. Και κατά τον Μπερδιάγιεφ “η ελευθερία γενικώς καθίσταται υπεύθυνος του κακού, η ελευθερία, την οποίαν το πλάσμα έλαβε παρά του Πλάστου, και της οποίας έκαμε κατάχρησιν”· (Ν. Μπερδιάγιεφ, Περί του προορισμού του ανθρώπου, μτφρ. Ειρηναίου μητροπολίτου Σάμου, Αθήναι 1950, σ. 58)».
ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1978). Το θεολογικό και φιλοσοφικό σύστημα του Ωριγένη. Μυτιλήνη, σσ. 188, 189.
«Λέγει ο πατήρ Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμάζωφ του Ντοστογιέφσκυ: “τι είναι η κόλαση; Και λέω πως είναι το μαρτύριο να μην αγαπά κανείς”».
«Άνθρωπος και θρησκεία δεν μπορούν να χωρισθούν χωρίς δάκρυα. Η αγωνία τού ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου είναι βαθιά και γνήσια».
«Πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά των εφήβων, τη χυδαιότητα και τη σκληρότητα κρύβεται πόνος πολύς, πόθος για πληρότητα και για ομορφιά, καλοσύνη, αγάπη, τρυφερότητα, αναγνώριση, εμπιστοσύνη, αφοσίωση, ανάγκη να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους και να την βαθύνουν».
«Είναι ζωτικός παράγοντας η πίστη. Όχι η ψεύτικη, η τυπική, η με αποχρώσεις φανατισμού… Η πίστη είναι εμπιστοσύνη, εσωτερικό βίωμα ελεύθερο, είναι ενέργημα ολόκληρης της προσωπικότητας του ανθρώπου. Συμμετέχουν σ’ αυτή η βούληση, η γνώση και η συγκίνηση».
«Η φοβερότερη μορφή αθεΐας είναι η αθεΐα στην πρακτική ζωή. Αυτή τη μορφή αθεΐας συχνά τη συναντάμε ανάμεσα στους κατ’ όνομα χριστιανούς».
«Άθεοι όπως ο Νίτσε, νιώθουν φρίκη, παγωνιά, αγωνία στο άκουσμα του αγγέλματος του θανάτου».
«Υπάρχουν και οι γελοιώδεις άθεοι. Είναι εκείνοι οι τύποι που τάχα στο όνομα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, δεν θέλουν να σκύβουν μπροστά σε θεούς και σταυρούς, κι όμως άνετα, όπως παρατηρεί ένας ψυχολόγος, στέκονται προσοχή με κοντό παντελονάκι σε μια προσκοπική τελετή, όπου ένα παιδάκι με γυμνά γόνατα περνάει φέρνοντας ένα λύκο πάνω σε ένα κοντάρι. Ή που πρόθυμα υποκλίνονται μπροστά σε όποιο δικτατορίσκο και γενικότερα στην κρατική εξουσία».
«Ο έρωτας είναι η συνάντηση του ανεπανάληπτου, του μοναδικού. Αγαπώντας αρχίζει ο άνθρωπος να βλέπει τους συνανθρώπους-του ως πρόσωπα, όχι ως ωφέλιμα ή χρηστικά αντικείμενα. Και βοηθά και τους άλλους να νιώθουν έτσι. Γράφει ο Σολζενίτσιν: “Δεν είναι το βιοτικό επίπεδο που κάνει την ευτυχία των ανθρώπων, αλλά οι δεσμοί της καρδιάς”. Ας θυμηθούμε τον “Φάουστ” του Γκαίτε. Η αγάπη της Μαργαρίτας αναγκάζει τον Φάουστ να νιώσει το κακό που της έκανε και να αναφωνήσει “αχ, να μην είχα γεννηθεί”».
«Η πίστη είναι δρόμος για το Θεό που είναι Αγάπη. Άρα η πίστη είναι το μέσο, ενώ η αγάπη ο σκοπός. Και είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε πως η αγάπη είναι αρχή πνευματική και ουσία της ελευθερίας. Πάντα κάνει αίσθηση, όπως ιδιαίτερα τονίσθηκε στην ενότητα “στραγγαλισμός της αλήθεια και της ελευθερίας”, στους νέους η συνάφεια ελευθερίας και αγάπης. Η αγάπη είναι δώρο της ελευθερίας αλλά και η ελευθερία είναι προσφορά της αγάπης, της αγάπης του Θεού , όπως διδάσκει η Ορθοδοξία».
«Η πίστη στο Θεό είναι μια εσωτερική εμπειρία, μια διαίσθηση, ένα βίωμα, σαν την αγάπη».
ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1991). Σχολείο: φως που τυφλώνει; Αθήνα: Βιβλιογονία, σσ., passim.
«Η εσωτερική ειρήνη είναι απαραίτητη για μια ζωή χωρίς άγχη και φοβίες. Την ζητούμε, αλλά δεν τη βρίσκουμε, λέγει ο Χρυσόστομος, γιατί έχει εκδιωχθεί κι αφού άφησε τη γη αναχώρησε για τον ουρανό. Μπορούμε όμως και πάλι να την επαναφέρουμε, αν θέλουμε, αφού διώξουμε την ανοησία και την αλαζονεία και με το να επιλέξουμε μια ζωή σώφρονα και λιτή. Για να είναι όμως ο άνθρωπος ουσιαστικά ευτυχής, απαλλαγμένος από άγχη και φοβίες, οφείλει να έχει σκοπούς. Γράφει ο Antony Bloom: “Ξαφνικά ανακάλυψα ότι η ευτυχία, αν δε έχει ένα σκοπό, γίνεται ανυπόφορη”».
ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΚΑΛΔΕΛΛΗ. (1998). Η υπέρβαση της αγωνίας, του άγχους και του φόβου κατά την Ορθόδοξη σκέψη. Μυτιλήνη: Πορεία, σ. 180.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου