«Οι ασκοί του Αιόλου, καθώς ξεφουσκώνουν, σπάζουν
τα χαλινάρια των ανέμων. Αμολιούνται οι θύελλες,
με λευκούς καλπασμούς, πάνω στο φουσκωμένο κύμα.
Τα σύννεφα με τη θάλασσα σμίγουν, τα καράβια
συμπλέκονται με τα συντρίμματα των αεροπλάνων.
Κι οι καπετάνιοι, στων πλοίων τα εικονοστάσια,
μαζί με του αϊ-Νικόλα τη λευκή γενειάδα,
και του Αιόλου προσκυνούν τα φουσκωμένα μάγουλα.
Ασκαύλους είπαν κάτι άλλους ασκούς, που ξέραν
να τραγουδούνε στους παλιούς εκείνους χρόνους.
Επιβίωσαν και τούτοι στων χωριών τις πίπιζες,
απ’ των αρχαίων σατύρων τα ωδικά σχολεία.
Καθώς των αυλητών η ανάσα μεταγγίζεται
στο δερμάτινο κοίλωμά τους, αναδίνονται
λυγρές μελωδίες απ’ τα κανάλια των αυλών.
Έτσι η πίπιζα ξαναλέει του ασκαύλου το παράπονο.
Είναι και κάτι άλλοι ασκοί, φουσκωμένοι
όχι με θύελλες και λυγρές μελωδίες του μύθου.
Μοιάζουν πρησμένες κοιλιές, που στα κελάρια μέσα
εναβρύνονται για το παχύ τουλουμοτύρι τους.
Τούτοι οι ασκοί, αυτά τα λιπαρά χοντρά τουλούμια,
δεν αναδύθηκαν από καμιά μυθολογία.
Είναι τερπνό της βουλιμίας του ανθρώπου εφεύρημα,
έξω από κάθε χρόνο κι από κάθε τόπο.
Αλλά, μέσα σε κάθε χρόνο και σε κάθε τόπο,
κυκλοφορούνε, πάνω στα λιγνά τους ποδαράκια,
κάτι άδειοι ασκοί, που λέγονται "πεφυσιωμένοι'.
Φορούσαν άλλοτε φανταχτερές χλαμύδες,
αντιγνωμούσαν στα πλατωνικά συμπόσια,
δίναν με στόμφο συμβουλές στα γυμναστήρια.
Τώρα διασχίζουν την Πλατεία του Συντάγματος,
κούφιοι κι αγέρωχοι, ανεμίζοντας την τήβεννό τους,
μ’ έπαρση σείοντας το κοκορόφτερο λοφίο τους,
αποφαινόμενοι, με γνώμη τελεσίδικη,
για την ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο.
Συμβαίνουν κάποτε όμως κι ατυχήματα:
Αναπάντεχα πέφτουν στα κεντριά κάποιου σκαντζόχοιρου
—φαίνεται πως ακόμα υπάρχουν ακανθόχοιροι—
και διάτρητοι ξεφουσκώνουν στα λιγνά τους ποδαράκια,
απορρίμματα θλιβερά στην άσφαλτο των δρόμων.
Με συμπάθεια βλέπουμε και κάποιους άλλους ασκούς,
ξεφουσκωμένους κι αδειανούς απ’ το κρασί τους,
ανήμπορους να δεχθούν το νέο κρασί, γιατί είναι ακόμα
μεθυσμένοι απ’ το παλιό δικό τους. Τους κλωτσούνε τώρα
κι όσοι είχανε άλλοτε μεθύσει απ’ το κρασί τους,
απελπισμένοι που δε βρίσκουν νέα ασκιά για το δικό τους.
Όμως τούτοι οι συμπαθείς ασκοί είχαν κάποτε
τη γλυκιά κι αβλαβή τους μέθη μεταγγίσει
στις καρδιές και στο πνεύμα των απλών ανθρώπων».
Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ. (1977). «Οι ασκοί», στο: Τα Επιγενόμενα. Θεσσαλονίκη, σσ. 23-24.
Γιώργος Βαφόπουλος, 1942· λάδι σε ξύλο, 91χ75 εκ., στο: Προσωπογραφίες Πολύκλειτου Ρέγκου (1925 – 1984). Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης - Δημοτική Πινακοθήκη, σ. 112.
τα χαλινάρια των ανέμων. Αμολιούνται οι θύελλες,
με λευκούς καλπασμούς, πάνω στο φουσκωμένο κύμα.
Τα σύννεφα με τη θάλασσα σμίγουν, τα καράβια
συμπλέκονται με τα συντρίμματα των αεροπλάνων.
Κι οι καπετάνιοι, στων πλοίων τα εικονοστάσια,
μαζί με του αϊ-Νικόλα τη λευκή γενειάδα,
και του Αιόλου προσκυνούν τα φουσκωμένα μάγουλα.
Ασκαύλους είπαν κάτι άλλους ασκούς, που ξέραν
να τραγουδούνε στους παλιούς εκείνους χρόνους.
Επιβίωσαν και τούτοι στων χωριών τις πίπιζες,
απ’ των αρχαίων σατύρων τα ωδικά σχολεία.
Καθώς των αυλητών η ανάσα μεταγγίζεται
στο δερμάτινο κοίλωμά τους, αναδίνονται
λυγρές μελωδίες απ’ τα κανάλια των αυλών.
Έτσι η πίπιζα ξαναλέει του ασκαύλου το παράπονο.
Είναι και κάτι άλλοι ασκοί, φουσκωμένοι
όχι με θύελλες και λυγρές μελωδίες του μύθου.
Μοιάζουν πρησμένες κοιλιές, που στα κελάρια μέσα
εναβρύνονται για το παχύ τουλουμοτύρι τους.
Τούτοι οι ασκοί, αυτά τα λιπαρά χοντρά τουλούμια,
δεν αναδύθηκαν από καμιά μυθολογία.
Είναι τερπνό της βουλιμίας του ανθρώπου εφεύρημα,
έξω από κάθε χρόνο κι από κάθε τόπο.
Αλλά, μέσα σε κάθε χρόνο και σε κάθε τόπο,
κυκλοφορούνε, πάνω στα λιγνά τους ποδαράκια,
κάτι άδειοι ασκοί, που λέγονται "πεφυσιωμένοι'.
Φορούσαν άλλοτε φανταχτερές χλαμύδες,
αντιγνωμούσαν στα πλατωνικά συμπόσια,
δίναν με στόμφο συμβουλές στα γυμναστήρια.
Τώρα διασχίζουν την Πλατεία του Συντάγματος,
κούφιοι κι αγέρωχοι, ανεμίζοντας την τήβεννό τους,
μ’ έπαρση σείοντας το κοκορόφτερο λοφίο τους,
αποφαινόμενοι, με γνώμη τελεσίδικη,
για την ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο.
Συμβαίνουν κάποτε όμως κι ατυχήματα:
Αναπάντεχα πέφτουν στα κεντριά κάποιου σκαντζόχοιρου
—φαίνεται πως ακόμα υπάρχουν ακανθόχοιροι—
και διάτρητοι ξεφουσκώνουν στα λιγνά τους ποδαράκια,
απορρίμματα θλιβερά στην άσφαλτο των δρόμων.
Με συμπάθεια βλέπουμε και κάποιους άλλους ασκούς,
ξεφουσκωμένους κι αδειανούς απ’ το κρασί τους,
ανήμπορους να δεχθούν το νέο κρασί, γιατί είναι ακόμα
μεθυσμένοι απ’ το παλιό δικό τους. Τους κλωτσούνε τώρα
κι όσοι είχανε άλλοτε μεθύσει απ’ το κρασί τους,
απελπισμένοι που δε βρίσκουν νέα ασκιά για το δικό τους.
Όμως τούτοι οι συμπαθείς ασκοί είχαν κάποτε
τη γλυκιά κι αβλαβή τους μέθη μεταγγίσει
στις καρδιές και στο πνεύμα των απλών ανθρώπων».
Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ. (1977). «Οι ασκοί», στο: Τα Επιγενόμενα. Θεσσαλονίκη, σσ. 23-24.
Γιώργος Βαφόπουλος, 1942· λάδι σε ξύλο, 91χ75 εκ., στο: Προσωπογραφίες Πολύκλειτου Ρέγκου (1925 – 1984). Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης - Δημοτική Πινακοθήκη, σ. 112.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου