Μα ο νους ο δαιμονόδαρτος γελάει κι απόκοτα αντιρίχνει:
«Αν ο Θεός εμένα ανέβαζε στα βράχια να βοσκεύω,
του λύκου θα παράδινα τ’ αρνιά να κατεβώ στους κάμπους,
να μάσω παλικάρια πρόβολα, στη λυκινιά αρχόλυκος.
Κι αν λάχαινε ο Θεός με μοίραινε μες σε λαούς μπροστάρη,
με καταφρόνια πάλε θα ‘ριχνα τη βασιλοκορόνα
και θα ‘μπαινα γυμνός ν’ αρμένιζα σ’ ένα μικρό καΐκι·
μου αρέσει, αδέρφι, με τη μοίρα μου να κονταροχτυπιούμαι!»
Του αγανομάτη νοικοκύρη μας οι καύκιες δεν αρέσουν:
«Μη βλαστημάς, αδέρφι μου, το πιο τρανό του ανθρώπου χρέος,
όποια κι αν λάχει η μοίρα του, ήσυχα ξοπίσω της να πηαίνει-
κι ως πέρα ολοζωής τη στράτα της να την ποξετελέψει.
Να πως μονάχα τους θεούς κι εμείς να μοιάσουμε μπορούμε·
κι αυτοί ακλουθούν, θαρρώ, τη στράτα τους σαν ποταμοί και πάνε.
Οι θεοί να με σχωρέσουν, τι βαρύ θ’ αποκοτήσω λόγο:
θεός ο που τη μοίρα του ακλουθάει και φτάνει τη ως την άκρα.»
Μα ο μεγαλάρμενος αντιγνωμάει, στραφτάλισα οι μυαλοί του:
«Το πιο μεγάλο εγώ σε αυτή τη γης του αντρούς λογιάζω χρέος
τη μοίρα του άσπλαχνα να πολεμάει και το γραφτό να σβήνει·
να πως μπορεί ο θνητός και το θεό να σου τον ξεπεράσει!»
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. (1960). Ραψωδία Δ΄. στο: Οδύσσεια. Αθήνα: Δωρικός, σ. 133, στίχοι 394-443.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου