Του ΣΥΜΕΩΝ ΜΠΛΕΤΣΑ· Νομικού - Θεολόγου
Μόλις λίγες ημέρες πριν, η Εκκλησία γιόρτασε τη Δεσποτική Εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου, ένα γεγονός το οποίο σφραγίζει την επίγεια παρουσία του Κυρίου, καθώς αναλαμβανόμενος στους Ουρανούς παραδίδει την σκυτάλη της Θείας Οικονομίας στον Παράκλητο, το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Η εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου δεν είναι μονάχα το χρονικό επισφράγισμα αλλά και ο υπαρξιακός και ουσιώδης αέναος επίλογος του Μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Κύριος, όχι μόνο καταδέχτηκε να προσλάβει την ανθρώπινη φύση αλλά την κατέστησε και συμβασιλεύουσα δεξιά του Πατρός με την μακαρία Ανάληψή Του. Αυτό είναι, άλλωστε, και το σπουδαιότερο μήνυμα αυτής της εορτής από θεολογικής πλευράς.
Ωστόσο, διαβάζοντας κανείς ξανά και ξανά την περικοπή, διαπιστώνει πως δεν συνάγεται από το κείμενο, σε ανθρώπινο επίπεδο τουλάχιστον, ένας επαρκής λόγος, ώστε ο Κύριος να αναληφθεί. Σαρκώθηκε, κήρυξε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε νικώντας το κράτος του θανάτου. Γιατί, εφόσον νίκησε και μάλιστα πανηγυρικά, να χρειαστεί να φύγει; Γιατί να μην μείνει ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να μάθουν τα πέρατα της Οικουμένης ότι «Ανέστη Χριστός», έως ότου δεν μείνει ούτε ένας άπιστος;
Οι λόγοι στα ως άνω ερωτήματα είναι δύο. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ελευθερία του ανθρώπου. Όπως ξέρουμε, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος και μία υποθετική παραμονή του Χριστού ανάμεσά μας θα καταστρατηγούσε αυτή την ελευθερία. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Ιησού ως Κύριο της Ζωής και του Θανάτου, εφόσον θα τον έβλεπε αναστημένο, ενώ πριν λίγες μέρες νεκρό; Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί το Μυστήριο της Σάρκωσης, μπροστά σε αυτό το μέγα θαύμα; Και φυσικά η Ανάσταση του Κυρίου δεν περιορίζεται ούτε χρονικά αλλά ούτε και τοπικά. Φανταστείτε, λοιπόν, σε τι σύγχυση θα βρισκόταν ο σημερινός άνθρωπος βλέποντας τον Κύριο σε ηλικία 2025 ετών περίπου, να υπερέχει έναντι όλων των φυσικών νόμων. Θα μπορούσε να αρνηθεί κανείς τον Χριστό; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν τον πιστεύει και δεν τον αποδέχεται ως Θεό και Σωτήρα; Θα μπορούσε, αλλά τα επιχειρήματά του θα ανήκαν στην ίδια κατηγορία με εκείνων της επίπεδης γης. Ο Κύριος, λοιπόν, κατεχόμενος από αμέτρητη αγάπη και φιλανθρωπία για το πλάσμα Του, αναλαμβάνεται στους Ουρανούς, δίνοντας την ευκαιρία στον άνθρωπο να Τον ακολουθήσει ελεύθερα και με μόνο κριτήριο τον θείο πόθο.
Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας ακόμη λόγος της Αναλήψεως του Χριστού σε πλήρη συνάρτηση με τον πρώτο, αλλά με ιδιαίτερη βαρύτητα και επικαιρική ζήτηση. Αυτός είναι και ο λόγος με τον οποίο θα ήθελα να ασχοληθούμε σε αυτό το άρθρο. Ο Ιησούς είναι ένας αντιήρωας της εποχής Του, αλλά και κάθε εποχής. Αποτελεί το ύψιστο και απόλυτο παράδειγμα καταλλαγής και κένωσης. Ενώ είναι Θεός, ενώ είναι ο Δημιουργός ολάκερης της κτίσης, καταδέχεται να γίνει άνθρωπος. Και υπό ποιες συνθήκες γίνεται άνθρωπος; Πως θα μπορούσε ένας Θεός να σαρκωθεί; Σύμφωνα με την μικρόνοη και πεπερασμένη λογική μας, ο Κύριος θα έπρεπε να σαρκωθεί με δόξες και τιμές, να γεννηθεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις και να κυριαρχεί επάνω στη γη ήδη από το πρώτο λεπτό. Αυτή, ωστόσο, είναι η ανθρώπινη σκέψη, η οποία όσο λογική κι αν φαντάζει δεν έχει θεία καταβολή.
Ο Χριστός έρχεται ως αντιήρωας, γεννιέται παράδοξα μέσα σε μία σπηλιά κυνηγημένος, μεταναστεύει για να γλιτώσει τον θάνατο, μεγαλώνει φτωχικά, ενώ είναι Θεός, καταδέχεται να ακολουθήσει και μάλιστα με μεγάλη ευλάβεια όλες τις απαραίτητες διατάξεις τόσο της ιουδαϊκής θρησκείας, όσο και της κοσμικής, ρωμαϊκής εν προκειμένω, εξουσίας. Κηρύττει, θαυματουργεί, θεραπεύει αρρώστους και ανασταίνει νεκρούς. Παρόλα αυτά, δέχεται τις ύβρεις, τις ειρωνείες, τα ραπίσματα, ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο από τους ανθρώπους που ο Ίδιος δημιούργησε. Ένας Θεός – Αντιήρωας, που ποτέ του δεν επιδίωξε την κοσμική αναγνώριση, ποτέ δεν φέρθηκε σαν άρχοντας, αλλά σαν δούλος υπηρετώντας τα πλάσματά Του. Από την αρχή της επίγειας παρουσίας Του δήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως η Βασιλεία του δεν είναι του κόσμου τούτου; Ναι ήρθε σε αυτόν τον κόσμο και για αυτόν τον κόσμο θυσιάστηκε και για αυτόν τον κόσμο αναστήθηκε και αυτόν τον κόσμο έσωσε. Αλλά όχι όπως εμείς νομίζουμε. Δεν ήρθε για να εξουσιάσει τον κόσμο, δεν ήρθε για να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από τους Ρωμαίους, δεν ήρθε για να γίνει κοσμικός άρχοντας. Αυτός είναι και ο λόγος της Ανάληψης: Ο Χριστός αρνήθηκε κατηγορηματικά την ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ Του. Αρνείται να γίνει κοσμικός, γιατί ήξερε πολύ καλά, ως Θεός που ήταν, πως εάν παρέμενε αναστημένος στον κόσμο, θα εξουσίαζε τον κόσμο και οι πιστοί θα μετατρέπονταν σε οπαδοί. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, εκκοσμίκευση δεν είναι τα κοντά γένια των ιερέων και οι οικουμενικοί διάλογοι. Εκκοσμίκευση είναι να καθίσταται η Εκκλησία μέρος και κομμάτι της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Ο Χριστός και η Νύφη Του, η Εκκλησία, είναι πέρα και έξω από κάθε τέτοια λογική.
«Εν τω κόσμω» ναι! Αλλά «ούκ εκ του κόσμου». Όπως γράφει και ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο Ημερολόγιό του, η Εκκλησία ακροβατεί αιωνίως πάνω σε αυτό το δίπολο. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό και προσλήφθηκε από τον Χριστό για να σωθεί και τίποτε κακό δεν υπάρχει στον κόσμο επί της αρχής. Κανείς δεν μπορεί να αντιπεί σε αυτή την πραγματικότητα. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως η Εκκλησία πρέπει να εκκοσμικευτεί, πως έχει το δικαίωμα να γίνει είτε εμμέσως είτα άμεσα εξουσία. Λέγεται Αποστολική γιατί ιδρύθυκε από τους Αποστόλους και κατάγεται τρόπον τινά από αυτούς. Οι απόστολοι δεν έγιναν ποτέ εξουσία. Έζησαν και έδρασαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη για τον Χριστιανισμό εποχή αλλά κανείς τους δεν προσπάθησε να βρει κοσμικές λύσεις για αυτό. Επένδυσαν στο ευαγγελικό μήνυμα και στην αγιοπνευματική ζωή. Δεν επιχείρησαν να προσδώσουν στο κράτος στοιχεία χριστιανικά, δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να κηρύξουν, δεν προσπάθησαν να προστατευτούν από κανένα «χριστιανικό» κράτος. Άλλωστε δεν είχαν τέτοια εντολή από τον Κύριο. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλεία των Ουρανών και ταύατα πάντα προστεθήσονται». Ο Κύριος απέρριψε εξαρχής λάθε προσπάθεια καπήλευσης Του από τις κοσμικές τάσεις, είτε αυτές προέρχονταν από την τάξη των ζηλωτών, η οποία έβλεπε στο πρόσωπο Του έναν κοινό επαναστάτη, ο οποίος θα ελευθέρωνε τους Εβραίους από την ρωμαϊκή δουλεία, είτε προέρχονταν από τους ίδιους τους μαθητές, όπως στην περίπτωση των υιών Ζεβεδδαίου.
Η «θεοκρατία» του Βυζαντίου και κυρίως η παρερμήνευσή του από σημερινούς νοσταλγούς μιας φαντασιακής Εκκλησίας, μιας φαντασιακής Εκκλησίας, μιας φαντασιακής κοινωνίας, η οποία δεν υπήρξε ποτέ, έχει δημιουργήσει την απόλυτα λανθασμένη εντύπωση μιας κοσμικής εξουσίας, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η Εκκλησία. Κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει απλά και μόνο στην Εκκλησία. Κάτι τέτοιο αρνείται την Σάρκωση, αρνείται το Πάθος, αρνείται την Ανάσταση, αρνείται τον ίδιο τον Θεό. Αν ο Χριστός ήθελε να γίνει εξουσία ΚΑΙ με κοσμικούς όρους, δε θα έλεγε να αποδώσουν «τα του καίσαρος τω καίσαρι», αλλά θα ξεσήκωνε τους Ιουδαίους σε επανάσταση. Ο Απόστολος Παύλος δε θα έλεγε το «ου γαρ έχομεν ωδε μένουσαν πόλιν αλλά τη μέλουσαν επιζητούμεν» και ούτε θα καλούσε σε υπακοή στην κοσμική εξουσία. Θα ίδρυε ένα σωματείο για να προασπίζει τα συμφέροντα και τα ιδεώδη των χριστιανών.
Γιατί δεν έγιναν όλα αυτά; Γιατί η Εκκλησία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την κοσμική δύναμη και εξουσία. Η οποιαδήποτε ανάμειξή της με την πολιτική την εκκοσμικεύει και την καθιστά έναν ηθικό οργανισμό και όχι το Σώμα του Κυρίου. Τη φέρνει στα μέτρα του κόσμου βγάζοντας την από την Βασιλεία. Τι να την κάνεις άλλωστε τη Βασιλεία όταν έχεις την εξουσία;
Δυστυχώς, κι ενώ αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα, με μεγάλη μας λύπη, στις τελευταίες εκλογές έκανε την εμφάνισή του ένα κόμμα με την επωνυμία «Νίκη», το οποίο φάνηκε να προσπαθεί με κάθε μέσο να συνάξει τους πιστούς γύρω του, χρησιμοποιώντας είτε Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, είτε βάζοντας στους εκλογικούς καταλόγους συγγενείς αγίων. Προφανώς και κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να δημιουργήσει ένα πολιτικό κόμμα και αυτό να το εμπλουτίσει με όποιες πολιτικές ιδέες έχει καθώς και να εντάξει όποιους επιθυμεί. Μπορεί, επίσης, να είναι και Χριστιανός ένας πολιτικός και να διαπνέεται από τα νάματα της πίστης (αυτό θα ήταν ευχής έργον!). Αλλά μέχρι εκεί! Χριστιανός πολιτικός ναι! Χριστιανικό κόμμα επ’ ουδενεί. Ένα «χριστιανικό» κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα το οποίο παίρνει την πίστη και την κατεβάζει σε μικροπολιτικό επίπεδο, διαμορφώνοντάς την σε ένα εκλογικό πρόγραμμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φαρισαϊκό μόρφωμα με προτεσταντικές καταβολές και πρακτικές. Άνθρωποι οι οποίοι βλέπουν στον προτεσταντισμό και τη Δύση γενικότερα κάθε κακό, αντιγράφουν με μαθητική επιμέλεια κάθε προτεσταντικό εκκοσμικευμένο δεδομένο. Εκμεταλλεύονται την Εκκλησία, τον ίδιο τον Χριστό, για να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές και εξουσιαστικές τους βλέψεις.
Δεν πρόκειται μονάχα για μερικούς χριστιανούς οι οποίοι πολιτεύονται και μοιραία θα εκφράσουν την πίστη τους μέσα στην πολιτική, αλλά για ένα στρατευμένο σχέδιο καπηλείας της πίστης. Ουσιαστικά, αμφισβητείται ευθέως η σωστική δύναμη του Παναγίου Πνεύματος, αφού επιχειρείται μία επίγεια αντικατάστασή Του από πολιτικούς «σωτήρες».
Οι πιστοί ανήκουν και εκφράζονται ΜΟΝΟ από την Εκκλησία και όχι από κόμματα. Τα ευαγγελικό μήνυμα είναι θεόπνευστο και βασίζεται στην απόλυτη ελευθερία που παρέχεται από τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι νόμοι. Ο Κύριος απέρριψε τη νομική μορφή του Λόγου Του. Ένας χριστιανικός νόμος, μία πολιτική εμπνευσμένη και βασισμένη στο ευαγγέλιο, το μετατρέπει στις νεκρές πλάκες του Μωσαϊκού Νόμου. Η Εκκλησία, όμως, είναι πέρα και πάνω από κάθε πολιτική. Αναλαμβανόμενος ο Κύριος στον ουρανό υποσχέθηκε πως θα είναι μαζί μας μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Αν το πιστεύουμε αυτό, αν πιστεύουμε πως είναι ανάμεσά μας, πως σε κάθε Λειτουργία τρώμε το Σώμα Του και πίνουμε το Αίμα Του, τότε πώς γίνεται να μας πιάνει πανικός για το «καντάντημα» της αγνότητας στις μέρες μας; Πώς γίνεται να αναζητούμε επίγειους σωτήρες; Πώς γίνεται να δεχτούμε κάποιους που επικαλούνται τον Παράκλητο πριν τις πολιτικές τους συγκεντρώσεις, με την προσευχή να την εκφωνεί ένας λαϊκός χωρίς καμία εκκλησιολογική αναφορά. Δεν είναι αυτό προτεσταντισμός; Δεν είναι αυτό εκκοσμίκευση; Είναι και μάλιστα στην πιο ανέντιμη μορφή.
Ας αποφασίσουμε επιτέλους τι και πως θέλουμε να είμαστε. Αν καταφάσκουμε πως ο Κύριος «εστί μεθ’ημών και ουδείς καθ’ημών» εμπιστευόμαστε τον Θεό, χωρίς άγχος και απελπισία. Αν όχι, τότε «Χριστός ουκ εγήγερται» και «ματαία η πίστις ημών». Αλλά αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει και λόγος για χριστιανική πολιτική. Αν λογίζουμε τους εαυτούς μας ως μέλη της Εκκλησίας, τότε οφείλουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των Αποστόλων και των μαρτύρων μακριά από εξουσίες και πολιτικές πρωτοκαθεδρίες. Η Εκκλησία «πολεμουμένη νικά, επιβουλευομένη περιγίνεται, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται». Αλλιώς δε διαφέρουμε σε τίποτα από τον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ και λέμε ευθαρσώς στον Κύριο: «Κάτσε εκεί που κάθεσαι! Εμείς μια χαρά τα καταφέρνουμε και μόνοι μας». Μη γένοιτο!
ΠΗΓΗ: ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου