Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Ευθύς εξαρχής θα ήθελα να πληροφορήσω τον αναγνώστη ότι ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε διαβάζοντας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η επί πολλά χρόνια τριβή και σπουδή μου στο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη διηγηματογράφου μ’ έχει κάμει να πιστεύω πως, μαζί με τον κυρ Φώτη Κόντογλου, ο κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου, προσέγγισε με συνέπεια τη μακρόσυρτη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση. Αυτό μπορεί κανείς άνετα να το διαπιστώσει διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ολάκερο το έργο του. Όπως, επίσης, το ίδιο μπορεί να διαπιστώσει αν εντρυφήσει στις εμβριθέστατες μελέτες του εγκυρότερου μέχρι σήμερα παπαδιαμαντολόγου Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
Είναι γεγονός ότι το έργο του Α. Παπαδιαμάντη αντανακλά βαθύτερα ζητούμενα της νεοελληνικής ιστορίας και ιδεολογίας. Παλαιοτέρα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έθετε, απερίφραστα πιστεύω, το μοτίβο πλησιάσματος του Παπαδιαμάντη: «ή θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ελληνικής χριστιανοσύνης ως τις ακρότατες συνέπειές του, και τότε μόνο θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο ως λογοτέχνη, αλλά ως πνευματικό κεφάλαιο - αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; - ή αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες ή στη «λογοτεχνία» ή στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ότι σπείραμε, την άσκοπη (l’ art pour art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας»[1].
Στον ίδιο τόνο νεότερος δοκιμιογράφος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ευφυής και οξυδερκής, κάπου στα γραπτά του έλεγε κι αυτός τα εξής σταράτα: «ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν΄ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στη άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα, και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανέναν απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ΄ αυτό που είμαστε κι όχι σ΄ εκείνο που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δύο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας»[2].
Εδώ, οφείλω, να συμπληρώσω και το εξής: ο Παπαδιαμάντης συγκρότησε ότι και οι προγενέστεροί του συγγραφείς, βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί, μια συνεχή αναφορά στην ελληνορθόδοξη πατρογονική κληρονομιά μας. Όπως σοφά παλαιότερα υπεδείκνυε κι ο πολύς Ν. Β. Τωμαδάκης: «υπέρ της Ορθοδοξίας εις τας τελετάς και συγγραφάς», στον τύπο και τη βίωση των «παραδεδομένων της Εκκλησίας, ακολουθιών, νηστειών, υμνογραφίας, εθών και εθίμων»[3].
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο κυρ Αλέξανδρος ό,τι έγραψε το βίωσε με πάθος και κατάνυξη. Πέρα από κάθε όριο αισθητικής συγκίνησης, επιζητούσε από τους αναγνώστες του συνοδοιπορία στη βίωση της ελληνορθοδοξίας. Σ’ όλα τα γραπτά του διαρκώς προβάλλει τα φώτα της, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι, αυτή βλασταίνει μόνον όταν μπολιάζεται στα εκάστοτε πολιτισμικά δεδομένα, ειδεμή καταντά απλά νεκρολογία. Γι΄ αυτό την υπερασπίστηκε με όλες του τις δυνάμεις. Πιστεύω πως οι παραπάνω θεωρήσεις έρχονται και επικυρώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το γεγονός πως ο άλιος γέρων της Σκιάθου, σ’ όλη του τη ζωή ήταν γερά δεμένος στις ασκητικολειτουργικές πρακτικές της Ορθοδοξίας.
Σ’ ένα άλλο επίπεδο τώρα, που αφορά στην υποδοχή του έργου του στον περιοδικό Τύπο της εποχής ενόσω ζούσε, μας είναι ήδη γνωστή η συνεργασία και οι δεσμοί του με τη Λέσβο. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1910 και στις αρχές της επόμενης του 1920, ο κορυφαίος Σκιαθίτης διηγηματογράφος θα δημοσιεύσει κάποια διηγήματά του σ’ ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά της πνευματικής κίνησης της Μυτιλήνης, την Χαραυγή. Γι’ αυτή παλαιότερα ο αξέχαστος Παντελής Αργύρης είχε δημοσιεύσει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, με τίτλο: «Η “Χαραυγή”. Ένα πρωτοποριακό περιοδικό της Μυτιλήνης», Λεσβιακά, 10 (1987) 19-50. Ειδικότερα τώρα, για τη θέση του Παπαδιαμάντη στη Λεσβιακή λογοτεχνική κίνηση ο Κ. Μίσσιος, ακάματος μελετητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της Λεσβιακής Γραμματολογίας, το 1994 στο Σερραϊκό περιοδικό Γιατί, τχ. 197-198 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος) δημοσίευσε ένα άρθρο του με τίτλο: «Ο Παπαδιαμάντης και η συνεργασία του με το περιοδικό Χαραυγή της Μυτιλήνης». Στην ίδια τροχιά ο Στρατής Μολίνος, γνωστός λόγιος με ισχυρή παρουσία στα Λεσβιακά γράμματα, το 2003 δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι λόγιοι της Αιολίδας», όπου καταγράφει την αγάπη πολλών Λέσβιων λογοτεχνών με το Σκιαθίτη ηθογράφο και διηγηματογράφο. Και οι τρεις αυτές μελέτες αποτελούν σημαντική συμβολή στη σχέση του Παπαδιαμάντη με τη Μυτιλήνη.
Τί, όμως, δημοσίευσε Παπαδιαμάντης στην Χαραυγή; Στο 1ο τχ. (15 Οκτωβρίου 1910) 3-5 ο Παύλος Νιρβάνας – γνωστός για την προσωπική φιλία του και για τη φωτογραφία που έβγαλε στο Παπαδιαμάντη στα 1906, εκείνη τη φωτογραφία με την «χαρακτηριστικήν ασκητικήν θέσιν, με τα χέρια πλεγμένα εμπρός, με το κεφάλι σκυμμένον, με τα μάτια βασιλευμένα, ειρηνικά υπό τα μισόκλειστα βλέφαρα. Μια ευγένεια ασύλληπτος εχύνετο εις το πρόσωπόν του από το φως της δυούσης ημέρας» - εγκαινιάζει τη συνεργασία του συγγραφέα της Φόνισσας με το περιοδικό, προλογίζοντας ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη: «Το γράμμα στην Αμερική».
Η συνεργασία του Παπαδιαμάντη, μετά από προσωπική πρόσκληση του εκδότη και διευθυντή της Χαραυγής Α. Π. Αλβανού θα συνεχιστεί και σε επόμενα τεύχη. Στο 2ο τχ. (31 Οκτωβρίου 1910) 20-21, στο 5ο τχ. (15 Δεκεμβρίου 1910) 65-67, στο 7ο τχ. (15 Ιανουαρίου 1911), θα δημοσιευθούν τα παρακάτω διηγήματα: «Έρημο μνήμα», «Ο αντίκτυπος του νου», μέρος ενός μεγαλύτερου λογοτεχνικού κειμένου, το οποίο έμεινε ατελές, γιατί στις 3 Ιανουαρίου 1911 ο Παπαδιαμάντης πέθαινε, και «Οι μάγισσες», μαζί με ένα δοκίμιο του Νίκου Καστρινού «Εις τον ποιητήν». Ήδη τη χρονιά αυτή θα κυκλοφορήσουν και πολλά αφιερώματα στη μνήμη του, όπως αυτό στο Νέον Πνεύμα της Κωνσταντινούπολης και στον Καλλιτέχνη.
Στην είδηση του θανάτου του Παπαδιαμάντη η Χαραυγή δεν έμεινε αμέτοχη.
Στο 8ο τεύχος, ο Φίλων Οφερέτης (ψευδώνυμο του γνωστού λογίου από το Μανταμάδο Μιχαήλ Στεφανίδη) γράφει ένα ποίημα με τίτλο: «Στον Παπαδιαμάντην». Παράλληλα στο ίδιο αφιερωματικό τεύχος δημοσιεύονται και πέντε διηγήματα του Παπαδιαμάντη: το «Όνειρο στο κύμα», «Το θαύμα της Καισαριανής», το «Υπό την βασιλικήν δρυν», «Ο πανδρολόγος» και «Η αποσώστρα». Αλλά κι ο Κωστής Παλαμάς από την εφημερίδα Ακρόπολις, αναδημοσιεύει μια κριτική μελέτη του με τίτλο: «Ο Παπαδιαμάντης». Η Χαραυγή κλείνει το αφιέρωμά της με άρθρο του διευθυντή της Σμυρναϊκής εφημερίδας Ανατολή με τίτλο: «Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη».
Ωστόσο, εκείνο που εδώ παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως η Χαραυγή αποτέλεσε τον προάγγελο της επονομαζόμενης Λεσβιακής Άνοιξης. Μια σειρά από σημαντικότατους λογοτέχνες όπως ο Στράτης Μυριβήλης, ο Αριστείδης Δελής, ο Ιωάννης Ολύμπιος, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Μίλτος Κουντουράς, ο Κώστας Φριλίγγος, ο Αργύρης Εφταλιώτης κ.α., δημοσιεύουν σ’ αυτή κείμενά τους. Αυτά, στο σύνολό τους πρωτότυπα διηγήματα, ποιήματα και χρονογραφήματα, υπερασπίζουν τον δημοτικισμό. Εδώ, η θέση του Παπαδιαμάντη υπήρξε καίρια. Αν και έγραφε στην καθομιλούμενη καθαρεύουσα, η οποία κατά γενική ομολογία υπήρξε προσωπική και ιδιότυπη, και παρότι στους διαλόγους του χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, υπάρχει ένα στοιχείο που συνήθως διαφεύγει σε όσους κατακρίνουν τη γλώσσα γραφής του. Κι αυτό αφορά στην πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής με την καθαρεύουσα, η οποία στις περιγραφές του επιφυλάσσει πολλές «λυρικές παρεκβάσεις». Ο Στρατής Μολίνος θεωρεί πως το παπαδιαμαντικό γλωσσικό ιδίωμα, που ενόχλησε τον Γιάννη Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη, είναι ιδίωμα που αν κανείς το αφαιρέσει «τότες θα χάσει πολύ από την αξία του. Θα αποχρωματιστεί»[4].
Τα διηγήματα, λοιπόν, του Παπαδιαμάντη στην Χαραυγή αυτόν το σκοπό είχαν: η πληθωρική γραφή του γόνιμα να υπηρετήσει τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, αλλά και στο άνοιγμα νέων λογοτεχνικών ρευμάτων, όπως αυτή της «γενιάς του ‘30». Ο λόγος, εδώ, του Μάνου Ελευθερίου για τον Παπαδιαμάντη, στην «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία το προφήτη Ελισσαίου», είναι νομίζω απολαυστικός: «Παίρνει τα λόγια του, και κάθε λέξη τη στολίζει / με τ’ άνθη του επιταφίου, / κάθε ψηφίο με ακριβή πορφύρα και με μάλαμα / τους στίχους του κίτρα της θαλάσσης / ρίζα χρυσοπλοκότατη είναι η ψυχή του τώρα».
[1] ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1994). Μελέτες, τ. Α΄. Αθήνα: Δόμος, σσ. 243-244.
[2] ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ. (2001). «Για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα», στο: Από το χάος στο χαρτί. Αθήνα: Εστία, σ. 200.
[3] Ν. Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ. (2005). «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στο: Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Επιλογή κριτικών κειμένων. Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη (πρόλογος - επιμέλεια). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 232.
[4] ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΟΛΙΝΟΣ. (1999). Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η Λεσβιακή Άνοιξη. Αθήνα: Φιλιππότη, σ. 42.