Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: μάθημα για «γερά… νεύρα»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Με αφορμή την Εισήγηση Επιστημονικής Επιτροπής για τα Θρησκευτικά, της οποίας έργο είναι να εισηγηθεί: πρώτον τη βέλτιστη δυνατή μεταβατική λύση του ζητήματος, με στόχο την πλήρη συμμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), για το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί μέχρι τη συγγραφή και εφαρμογή των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών και του αντιστοίχου διδακτικού υλικού, και δεύτερον τους τρόπους και τις μεθόδους εφαρμογής των αποφάσεων του ΣτΕ, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), όσον αφορά σε όλες τις υπόλοιπες πτυχές των αποφάσεων αυτών, που συνδέονται με το μάθημα των Θρησκευτικών, με έμφαση στη διατήρηση της υποχρεωτικότητάς του και τη διαδικασία απαλλαγής των μαθητών/τριών, σίγουρο είναι ότι, γνωστοί για τις αγκυλώσεις-τους θεολογικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι θα ξαναστήσουν ακόμη ένα σώου για να πολεμήσουν και να ακυρώσουν όσα η Επιστημονική Επιτροπή προτείνει προς το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Αυτό για πολλοστή φορά θα σημάνει την απουσία θεολογικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα του μαθήματος, αλλά και την πλήρη διαστρέβλωση για το τι μάθημα Θρησκευτικών επιθυμούμε να έχουμε σ’ ένα σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο και, βέβαια, από τους παραπάνω θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, επιβολή στο ίδιο το μάθημα, στους διδάσκοντες (δασκάλους και θεολόγους) και στους μαθητές ενός εξαμβλωματικού νομικίστικου νάρθηκα. Ο Θεός κι η Παναγιά του Δεκαπενταύγουστου να βάλουν το χέρι-τους ούτως ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών να ξεπεράσει κι αυτόν τον σκόπελο. 


ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ. Αρσανάς στο Άγιον Όρος· 1935. Λάδι σε μουσαμά, 76 x 83 εκ.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Και να, μια στιγμή ανάμεσά μας... η ποίηση

Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος
ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
έχει ένα βέβαιο δρόμο
τόπους-τόπους αγκάθια
τόπους-τόπους ωραία χαλιά
π’ ο άτυχος τα ματώνει.
Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
πάλι μια γέννα μάς προσμένει.


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. (1995). «Ο ποιητής έχει ένα βέβαιο δρόμο», στο: Τα Ποιήματα, τ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 158.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Η Αγία Σοφία του Ισμαήλ Καντερέ

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Προχθές το μεσημέρι βρέθηκα στο Book and Art, βιβλιοπωλείο φάρο πολιτισμού στη Μυτιλήνη (εδώ)· ας μη το παραλείψω, οφείλω το παρακάτω ευχαριστήριο: η Βάλια άριστη βιβλιογνώστρια και ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου, ότι βιβλίο ζητώ και παραγγέλνω άμεσα μου το φέρνει. Ψάχνοντας στα ράφια άκουσα τη συζήτηση που έκαμαν τέσσερεις καλοί θαμώνες του βιβλιοπωλείου – ένας εξ αυτών ήταν ο σύζυγος της Βάλιας - για την Αγία Σοφία. Οι απόψεις-τους νηφάλιες με αφορμή το βαρύ κλίμα των ημερών για αυτήν. Με παρότρυνση της Βάλιας κατέθεσα κι εγώ τον προβληματισμό μου, αναλύοντας στους αγαπητούς συζητητές τη θέση του καλού καθηγητή στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ κ. Πέτρου Βασιλειάδη, που το 2014 σε ειδική μελέτη-του - τιτλοφορείται «Το τουρκικό πείραμα και το μέλλον της Αγίας Σοφίας» - καταλήγει στην παρακάτω πρόταση· απευθυνόμενος προσωπικά στον Ερντογάν, τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «[…]Προσωπικά υποστηρίζω ένα είδος επιστροφής όλων των τόπων λατρείας στην αυθεντική-τους χρήση. Αντίθετα από όλους σχεδόν τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης, που επιμένουν στην παρούσα χρήση-τους ως μουσείων, προτιμώ να υπάρχουν – εν μέρει τουλάχιστον – ως λατρευτικοί τόποι. Αυτό λοιπόν που θα τολμούσα, πολύ φιλικά, να συμβουλέψω τον Τούρκο Πρωθυπουργό, βασισμένος και στην εμπειρία-μου από την προώθηση του διαθρησκειακού διαλόγου, είναι να εξετάσει την πιθανότητα να επιτρέψει στην Αγία Σοφία να χρησιμοποιηθεί, όχι μονομερώς από Μουσουλμάνους, αλλά επίσης και από (Ορθοδόξους) Χριστιανούς. Τρεις ώρες τις Παρασκευές για ισλαμική προσευχή, τρεις ώρες τις Κυριακές για Ορθόδοξη Λειτουργία, και την υπόλοιπη εβδομάδα να παραμένει ένας πολιτιστικός χώρος για όλους από κοινού, και για όλον τον κόσμο.[…]». Ολόκληρη η μελέτη του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη είναι αναρτημένη στο Academia.edu
Φεύγοντας από το βιβλιοπωλείο, περπατώντας στο στενό δρομάκι που οδηγεί στο ναό του Αγίου Συμεών, ήρθε στο νου-μου το βιβλίο του Ισμαήλ Καντερέ, διάσημου Αλβανού λογοτέχνη και συγγραφέα - τα βιβλία-του, όλα σχεδόν, κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου – Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας & άλλες ιστορίες. Αμέσως πήρα τηλέφωνο τη Βάλια και της είπα να το διαβάσει. Εχθές μου είπε ότι το παράγγειλε για να το διαβάσει πρώτα ο σύζυγός της. 
Η ιστορία της Αγίας Σοφίας του Ισμαήλ Καντερέ, ως λογοτέχνημα έχει νομίζω την αξία-της, αν όμως λάβουμε υπόψη μας όσα γράφει ο βαθύς γνώστης του έργου του Καντερέ Γάλλος συγγραφέας και λογοτέχνης Eric Faye στον πρόλογό του: «πιο σημείο του κόσμου μπορεί, καλύτερα από την Κωνσταντινούπολη, να συμβολίσει την συνάντηση των δύο αυτών τεκτονικών πλακών, της Ευρώπης και της Ασίας; Και, στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, ποιο άλλο σημείο μπορεί καλύτερα να ανακαλεί αυτήν την σύγκρουση από την Αγία Σοφία; Από την πλατεία με τα τζαμιά, η θέα απλώνεται ως την Ασία απ’ όπου, στα 1453, ήρθαν εκείνοι που προκάλεσαν την πτώση του Βυζαντίου. Βρισκόμαστε μετά το 1453, η πόλη έχει μόλις αλλάξει όνομα. Ένα αρχιτέκτονας (ο Γκιαούρ, ερμαφρόδιτος κι ο ίδιος που τον έχουμε στα Ταμπούρλα της βροχής) θα μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τόπο λατρείας τού Ισλάμ, διατηρώντας όμως ορισμένα από τα χριστιανικά χαρακτηριστικά της. Κάτω απ’ τον ίσκιο αυτού του οικοδομήματος συγκεντρώνονται όλα τα σύμβολα των Βαλκανίων: λαοί άλλοτε εκχριστιανισμένοι κι άλλοτε εξισλαμισμένοι· ονόματα άλλοτε εξισλαμισμένα, κι άλλοτε εκβουλγαρισμένα (δεκαετία του 1980)· τόποι λατρείας μεταμορφωμένοι, την εποχή του κομμουνισμού, σε αθλητικές αίθουσες ή μουσεία· τα Βαλκάνια δεν έπαψαν να είναι σαν τον Ιανό, με ένα πρόσωπο ασιατικό και ένα ευρωπαϊκό»[1]
Από λογοτεχνικής σκοπιάς τα αποσπάσματα που παρακάτω παραθέτω από την 23 σελίδων ιστορία «Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας», έχουν την αξία τους και συμπλέουν με ιστορικά γεγονότα. Υπό την αυστηρή, βέβαια, προϋπόθεση: «ο λογοτέχνης δεν υποκρίνεται τον ιστορικό. Η δική του ευαισθησία, όταν επιχειρεί τη σύνδεση του δικού-του παρόντος και μιας στιγμής του παρελθόντος, επικεντρώνεται στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και περιπέτειας μέσα από το πλαίσιο που του παρέχουν συγκεκριμένοι βίοι ή περιστατικά. Γι’ αυτό εξάλλου και υποστηρίζει ότι η εστίαση ενός λογοτέχνη σε ένα ιστορικό θέμα εντάσσεται στη διαχρονική σταθερή σχέση της λογοτεχνίας και του “παρελθόντος”», όπως πολύ σωστά γράφει η Ρέα Γαλανάκη[2]. Ετούτη η διαχρονικότητα της σχέσης της λογοτεχνίας με την Ιστορία, νομίζω πως στη σύντομη ιστορία του Καντερέ για την Αγία Σοφία είναι πραγματικότητα. Λέτε ο Ερντογάν να διάβασε τον Καντερέ και να μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί. Χαριτολογώ, βέβαια! Είναι προφανές ότι είναι αδύνατον. Ο Τούρκος Πρόεδρος αλλού έχει το μυαλό του: στο σουλτανάτο-του! 
Ιδού τα αποσπάσματα: 
[…]«Μεγαλειότατε, είναι αδύνατο να κάνετε πιο ωραία την Αγία. Σοφία», τόλμησε ν' αρθρώσει ο αρχιτέκτονας.
Ο σουλτάνος χαμογέλασε. Ο Γκιαούρ ήταν ο μόνος που τον αποκαλούσε Κύριο και Μεγαλειότατο, όπως συνήθιζαν οι χριστιανοί, κι αυτό του άρεσε. 
«Ναι, είναι δυνατό, Γκιαούρ», απάντησε. «Θα μετατρέψω την Αγία Σοφία από εκκλησία σε τζαμί. Κι εσύ, που είχες το θάρρος να πεις όχι, θα επιφορτιστείς μ' αυτό το έργο». 
Όλοι οι παρευρισκόμενοι περίμεναν να δουν τον αρχιτέκτονα να πέφτει στα γόνατα, να ζητάει συγχώρεση για το πρώτο-του «όχι», να προφέρει ένα δεύτερο πριν παραδώσει την ψυχή-του, να αναλύεται σε ευχαριστίες για την εμπιστοσύνη που του έδειχναν, να διαμαρτύρεται: «Σκοτώστε με, αλλά είμαι ανίκανος γι’ αυτή την πράξη», να ζητάει μια αναβολή, χρήματα, το θάνατο… Εκείνος όμως δεν έκανε τίποτε απ’ όλ’ αυτά στεκόταν μονάχα σαν απολιθωμένος, με το πρόσωπο άσπρο σαν σεντόνι. 
«Διάλεξα εσένα γιατί είσαι ο πιο ικανός και... ο πιο ενδεδειγμένος για κάποιον άλλο λόγο», συνέχισε ο σουλτάνος. «Εσύ μόνο βρίσκεσαι στην τομή: ούτε χριστιανός, ούτε μουσουλμάνος... Άκουσα ακόμα πως είσαι ένα πλάσμα υβριδικό, ούτε άντρας ούτε γυναίκα...». Το πρόσωπο του αρχιτέκτονα είχε γίνει πιο άσπρο απ' τον ασβέστη. Ο αυτοκράτορας είχε πάλι καρφώσει με τα μάτια το συνομιλητή-του στο μέσο του κορμιού-του. «Εμείς πιστεύουμε πως οι ερμαφρόδιτοι είναι ιεροί», πρόσθεσε με την ίδια κουρασμένη φωνή. «Να γιατί σου εμπιστεύομαι την καρδιά του κόσμου...». 
Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια, και δεν πρόσμεναν απόκριση. Γυρίζοντας τη ράχη-του στην ομήγυρη, βγήκε, ακολουθούμενος από τη φρουρά-του.[…] 
[…]Ήταν δίχως αμφιβολία το μοναδικό οικοδόμημα στον κόσμο που υποβαλλόταν στη δοκιμασία μιας παρόμοιας μετάλλαξης. Ο αρχιτέκτονας δεν πίστευε πως ήταν ικανός να ξεριζώσει από μέσα-της το χριστιανισμό, έλπιζε μάλλον να την κάνει την πρώτη εκκλησία που θα φιλοξενούσε κάτω απ’ την ίδια στέγη τις δύο μεγάλες παγκόσμιες θρησκείες.[…] 
[…]Περνούσαν με κόπο τις βούρτσες-τους με τον ασβέστη πάνω στα πρόσωπα του Χριστού και της μητέρας-του. Όμως το στρώμα ήταν τόσο λεπτό που, μόλις στέγνωνε, άφηνε να ξαναφανούν καταρχήν το αγκάθινο στεφάνι, το πρώτο που έμοιαζε να σκίζει το κάλυμμα, έπειτα οι πληγές της σταύρωσης, και στη συνέχεια όλα τ’ άλλα. 
Οι αρχιμάστορες έρχονταν να τον συμβουλευτούν· στα πρόσωπά τους διάβαζες την ερώτηση που δε διατύπωναν: θα πύκνωναν επιτέλους τον ασβέστη; Ο αρχιτέκτονας έκανε το αντίθετο: τον αραίωνε, λες και ήθελε να του δώσει τη διαύγεια του ουρανού».[…]. 
[...]Πλησίασε την κολώνα, πρόσεξε πάνω-της μια αχνή κηλίδα από υγρασία, έπειτα έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, έλπιζε πως κάποιο σημάδι θα είχε φανερωθεί μες στο χλομό κύκλο της κηλίδας. Μα ο κύκλος είχε μείνει απαράλλαχτος, ίσως λιγάκι πιο πυκνός, αλλά με μια γραμμή στη μέση σαν από κάποιο ράγισμα. Πλησίασε κι άλλο, ακούμπησε το μέτωπό του στον κορμό και περίμενε. Η κολόνα ήταν παγωμένη. Κι όμως, ένοιωθε ολοένα και πιο καθαρά ένα συγκρατημένο χτύπο που προερχόταν μάλλον απ’ το μέτωπό του. «Μίλα μου», ψιθύρισε ο αρχιτέκτονας πιέζοντας όλο το κορμί-του πάνω-της. «Δος μου ένα μήνυμα, αν σου είναι μπορετό».[..][3]
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά της λογοτεχνικής μαστοριάς του Καντερέ να μεταδώσει τον συμβολισμό της Αγίας Σοφίας, στη δυαδικότητα των τόπων «όπου διαφορετικοί πολιτισμοί έρχονται σε επαφή». Κι αυτό γιατί ο Καντερέ «δεν είναι ούτε μουσουλμάνος ούτε χριστιανός». 


[1] ΙΣΜΑΗΛ ΚΑΝΤΕΡΕ. (1996). Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες, μτφρ. Δέσποινα Σαραφείδου. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σσ. 10-11. 
[2] ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ. (1997). «Λογοτεχνία και Ιστορία», στο: Βασιλεύς ή στρατιώτης. Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία. Αθήνα: Άγρα, σσ. 66-67. 
[3] Τα αποσπάσματα στις σσ. 21-22, 27, 28, 33.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Σόλων Λέκκας (1946-2020)

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Πηχυαίοι οι τίτλοι τού ειδησεογραφικού ρεπορτάζ στα Διαδικτυακά Μέσα, κυρίως της Λέσβου, ιδιαίτερα των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης· και, βέβαια, το ίδιο θα ‘ναι κι αύριο στα έντυπα, τις εφημερίδες. Ναι, είναι γεγονός θλιβερότατο ο θάνατος του Σόλωνα Λέκκα. Το πενθαλέον, όμως, «Λεσβανιστάν» και «Μυτιλιστάν», ο ίδιος ο Σόλωνας δεν θα το ‘θελε. Δεν θα ‘θελε να τον θυμούνται με αυτόν τον τρόπο. Γιατί; Διότι ο Σόλων ήταν ένας ταπεινός χαρισματικός τραγουδιστής της Μικρασιατικής μουσικής παράδοσης. Όσοι είχαν τη μεγάλη ευκαιρία να τον ακούνε και μάλιστα κάποιες φορές να απολαμβάνουν μαζί του ένα καφέ κι ένα ρακί, διαπίστωναν πως στο Σόλωνα η μοίρα διαφύλαξε εκείνο το ακριβό προνόμιο να πηγαίνει ενάντια στο αγοραίο μουσικό μάρκετινγκ, διασώζοντας την αρχοντιά ενός λαού με μακραίωνη μουσική ιστορία. Δυστυχώς, όμως, τον θάνατο αυτού του ανθρώπου, κάποιοι δεν χάνουν την ευκαιρία «κατασυγκινημένοι» να τον ευτελίζουν. 
Αγαπητοί φίλοι και συμπατριώτες, ο Σόλωνας έφυγε απ’ τη ζωή, ταπεινός όπως ήταν σ’ όλο το βίο του. Με το μόχθο τού ταπεινού λιθοξόου, παράλληλα ο Θεός τού χάρισε και τη φωνή να τραγουδά, να διασώζει και να φέρνει στη μνήμη μας την αρχοντιά τής Μικρασιάτικης Πατρίδας. Ας τον χαιρετήσουμε για την άλλη ζωή, την αιώνια, όπως του πρέπει, ταπεινά και χωρίς φανφάρες. Καταπώς γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στα Δημόσια και Ιδιωτικά: «ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΑΖΙ του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δυό τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι, ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος, και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε. Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ».

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Αναμασήματα δικαστικών αποφάσεων για το μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ)

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, έγκριτη εφημερίδα, διάβασα την επιστολή του Εντιμολογιοτάτου κ. Ιωάννη Θ Χαΐνη, Ομότιμου Καθηγητού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (εδώ). Στην εν λόγω επιστολή ο κ. Χαΐνης, σχολιάζει τη γνωστή δίωξη που υπέστησαν οι διευθυντές τριών Γυμνασίων Νάουσας, όταν κλήθηκαν να καταθέσουν σε Αστυνομικό Τμήμα για το αν τελικά, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στα σχολεία τους διδάσκονταν οι Φάκελοι Μαθητών του μαθήματος των Θρησκευτικών (μτΘ) των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών (ΝΠΣ), μιας και αυτοί όπως είναι γνωστό ακυρώθηκαν από το ΣτΕ. Ο κ. Καθηγητής αρνείται ότι η κλήση των διευθυντών ήταν «προσπάθεια εκφοβισμού». Και μάλιστα παίρνει θέση υπέρ της Ένωσης Γονέων και Κηδεμόνων Νάουσας. Υποστηρίζει ότι σωστά ενήργησε. Με έμφαση μάλιστα τονίζει: «το ότι το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έπρεπε να διδαχθεί με τα βιβλία που δόθηκαν είναι απολύτως ακριβές», υπενθυμίζοντας αρκετές πτυχές της υπ. αριθ. 660/2018 απόφασης του ΣτΕ και επισημαίνοντας παράλληλα πως «το ζήτημα είναι διοικητικής φύσεως και όχι της Ποινικής Δικονομίας». Επίσης, δεν χάνει την ευκαιρία να κατηγορήσει και το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δεν έλαβε υπ’ όψιν του παλαιότερες επιστολές του προς την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ για το ίδιο θέμα. 
Έχω τη ταπεινή γνώμη πως στην παραπάνω επιστολή του ο κ. Χαΐνης φάσκει και αντιφάσκει: από τη μια γράφει ότι το ζήτημα εφαρμογής της απόφασης του ΣτΕ «είναι διοικητικής φύσεως και όχι της Ποινικής Δικονομίας» και από την άλλη στην κυριολεξία αραδιάζει παραγράφους του Συντάγματος και της ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ, για να καταλήξει σε προτάσεις που, για τα εκπαιδευτικά πράγματα σ’ ένα σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. Γράφει επί λέξει: «Προσωπικά προτείνω τα βιβλία των Θρησκευτικών ως προς το περιεχόμενό τους να μην τυπώνονται από το υπ. Παιδείας εάν δεν έχουν την έγκριση της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για το σχολικό έτος 2020-2021 να επανέλθουν για ένα χρόνο τα παλαιά βιβλία των Θρησκευτικών και να αποσυρθούν άμεσα τα βιβλία της θρησκειολογίας. Το υπ. Παιδείας ας το προσέξει αυτό για να μη δημιουργηθούν προβλήματα στο υπ. Παιδείας και τα οποία δεν θα είναι και τόσο ευχάριστα. Προτείνω το περιεχόμενο των βιβλίων και η έγκριση αυτών πρώτα να γίνεται από τη ΔΙΣ και το τυπικό μέρος ως προς την εκτύπωση να γίνεται από το υπ. Παιδείας. Έτσι την ευθύνη των Θρησκευτικών αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία έχει και το συνταγματικό δικαίωμα. Φιλοφρονήσεις δεν χωρούν σε θέματα πίστεως»· οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου. 
Δια γυμνού οφθαλμού, ετούτες οι προτάσεις διακρίνονται για την άγνοια θεολογικής και παιδαγωγικής πραγματικότητας, και από την πίσω πόρτα εισάγουν στο σχολείο την επιστημονική ακύρωση των θεολόγων καθηγητών σε δύο θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με το επιστημονικό κύρος τους, όταν επιτυχώς τελειώνουν τις δύο θεολογικές σχολές της πατρίδας μας: τη θεολογική - παιδαγωγική ευθύνη και αυτοσυνειδησία τους. 
Με άλλα λόγια, για τον κ. Χαΐνη την ευθύνη για το αν ένας θεολόγος καθηγητής είναι άξιος καικατάλληλος να διδάξει το μτΘ σε ένα δημόσιο δημοκρατικό και σύγχρονο σχολείο, αντί να την έχει η Πολιτεία, πρέπει να την έχει η Διοικούσα Εκκλησία ή, ακόμη κι ο εκάστοτε μητροπολίτης μιας τοπικής Εκκλησίας. Φοβάμαι πως μια τέτοια εξέλιξη, που είναι πιθανή αν λάβουμε υπ’ όψιν τις περιπέτειες που τα τελευταία χρόνια περνά το μτΘ, (προσφυγές στα δικαστήρια, παραπληροφόρηση και κινδυνολογία από συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους κ.λπ.), θα επιφέρει το τελικό χτύπημα σ’ αυτό, με αποτέλεσμα την de facto υποβάθμισή του στο Ωρολόγιο Πρόγραμμα, αφού πια θα καθίσταται προαιρετικό. 
Μια πρόταση, την οποία όσοι εμπλεκόμαστε στα της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, καλό είναι σοβαρά άμεσα και πριν είναι αργά να συζητήσουμε. Την προτείνει ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου και τη σχολιάζει ο συνάδελφος Χάρης Ανδρεόπουλος, σε άρθρο του για το θεματικό τεύχος «Θρησκεία και Εκπαίδευση. Υπό το φως της πρόσφατης νομολογίας» του επιστημονικού περιοδικού Νομοκανονικά (εδώ). Γράφει ο κ. Ανδρεόπουλος για το άρθρο του κ. Γιαγκάζογλου «Παλινωδίες και αδιέξοδα στη θρησκευτική εκπαίδευση»: «η απόφαση του ΣτΕ χρειάζεται να συζητηθεί πιο πέρα από τη νομική θεώρησή της, διότι, κατά τη γνώμη του, σ΄ αυτή υπολανθάνει και ένα πλήθος άλλων ζητημάτων που δεν ανήκουν στο πεδίο της νομοθεσίας, αλλά αποτελούν αντικείμενο ευρυτέρου επιστημονικού διαλόγου της θεολογίας, της παιδαγωγικής και των άλλων ανθρωπιστικών, νομικών και κοινωνικών επιστημών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική θεωρία και πράξη»· οι υπογραμμίσεις είναι ξανά δικές μου. 


ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ, Ο Χριστός σε δόξα με αρμονικές χαράξεις, μολύβι και κόκκινο κραγιόνι σε λαδόκολλα, Συλλογή Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Ο τόπος μας

«Ο τόπος μας είναι ο χώρος όπου για πρώτη φορά ήρθαμε σ’ επαφή, μ’ όλες μας τις αισθήσεις, με τον εξωτερικό χώρο, ορατό κόσμο, και τον αφήσαμε να μας κατακλύσει με ήχους, εικόνες και χρώματα, αλλά που κι εμείς τον πλουτίσαμε, έστω και λίγο, με την προσωπική μας παρουσία. Πρωτύτερα, ο τόπος ήταν ένας κόσμος χωρίς εμάς. Τώρα, κάτι έχει προστεθεί, κάποια νέα οντότητα. Συνάπτουμε ένα μυστικό κι αρραγή αρραβώνα πια μ’ αυτό τον χώρο και τον μεταμορφώνει η συνείδησή μας σε “τόπο μας”. Γνωρίζουμε και ζούμε αδιάκοπα: το σπίτι μας, το δρόμο μας, τη γειτονιά μας, τους κήπους, τα δέντρα της, τους ανθρώπους της. Πιάνουμε φιλία με τα πράγματα, πατάμε ρίζες και τις απλώνουμε σιγά-σιγά και σ’ άλλες γειτονιές, στην πόλη ολόκερη, σε χωριά και σε γειτονικές πολιτείες, σε πολιτείες της ίδιας χώρας, της δικής μας. Βλέπουμε ένα βράχο, μιαν ακρογιαλιά, ένα νησί και πάμε να τα γνωρίσουμε με τη συνείδηση πως αυτά ζουν και υπάρχουν κι ανήκουν στον τόπο μας, που είναι η πατρίδας μας. Μεγάλη η λέξη, γεμάτη πάθος κι αίμα που μας ταράζει την καρδιά. Μας ταράζει και το κορμί που έχει πάρει το υλικό του από αυτά τα χώματα, που κι οι γονείς μας αλλά και εμείς οι ίδιοι ριζώσαμε και τραφήκαμε από αυτά εδώ τα πράγματα, τα νερά, τους καρπούς».

ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ. (1979). «Το νεοελληνικό ήθος ζωής», στο: Η Ελληνική Παράδοση. Αθήνα: Ευθύνη ⥈ Κείμενα της Μεθορίου 2, σσ. 150-151.


Εφημερίδα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, αρ.φ. 1060 [1372], (Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020), σ. 12.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Με τη σοφία του ειδικού και έμπειρου ερευνητή...

«Πριν μερικά χρόνια βρισκόμουν στο Βρετανικό Μουσείο και παρατηρούσα τα γλυπτά του Παρθενώνα, όταν ένας νεαρός ήρθε καταπάνω μου και είπε με ύφος ενοχλημένο, “ξέρω πως είναι τρομερό να το ομολογήσω, αλλά αυτά τα ελληνικά μάρμαρα ελάχιστα με συγκινούν”. Είπα πως η άποψή του είναι πολύ ενδιαφέρουσα: μήπως θα μπορούσε καθόλου να προσδιορίσει τους λόγους γι’ αυτήν την έλλειψη ανταπόκρισης; Σκέφτηκε για ένα δύο λεπτά. Κι έπειτα, “λοιπόν”, είπε, “το καθετί είναι τόσο φοβερά ορθολογιστικό, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ”. Νόμισα πως πραγματικά καταλάβαινα. Ο νεαρός απλώς έλεγε αυτό που είχαν πει με μεγαλύτερη ευφράδεια ο Roger Fry και άλλοι. Σε μια γενιά που η αισθαντικότητά της έχει εξασκηθεί με την αφρικάνικη και αζτέκικη τέχνη και με το έργο ανθρώπων όπως του Modigliani και του Henry Moore, η τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, και ο ελληνικός πολιτισμός γενικότερα, τείνει να εμφανίζεται πως υστερεί στη βαθιά γνώση του μυστηρίου και στην ικανότητα να διεισδύει στα βαθύτερα, λιγότερο συνειδητά στρώματα της ανθρώπινης εμπειρία.
»Τούτη η αποσπασματική συζήτηση κόλλησε στο κεφάλι μου και μ’ έκανε να σκεφτώ. Ήσαν πράγματι τόσο τυφλοί οι Έλληνες μπροστά στην σπουδαιότητα των εξωλογικών παραγόντων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως συνήθως πιστεύουν και οι απολογητές και οι επικριτές τους; Αυτό είναι το ερώτημα από όπου γεννήθηκε τούτο το βιβλίο. Για να απαντήσει κανείς με πληρότητα, θα έπρεπε προφανώς να καταπιαστεί με την καθόλου εξέταση της πολιτισμικής ανάπτυξης στην αρχαία Ελλάδα. Όμως αυτό που προτίθεμαι να επιχειρήσω είναι κάτι πολύ λιγότερο φιλόδοξο. Θα προσπαθήσω απλώς να ρίξω κάποιο φως πάνω στο πρόβλημα, εξετάζοντας από την αρχή ορισμένες σχετικές πλευρές της θρησκευτικής εμπειρίας των Ελλήνων. Ελπίζω το αποτέλεσμα να μπορεί να παρουσιάσει κάποιο ενδιαφέρον όχι μόνο για τους ελληνιστές φιλολόγους αλλά και για μερικούς ανθρωπολόγους και κοινωνικούς ψυχολόγους, στην ουσία για καθέναν που ενδιαφέρεται να κατανοήσει τις πηγές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θα προσπαθήσω συνεπώς, όσο είναι δυνατόν, να δώσω το αποδεικτικό μου υλικό με τρόπο κατανοητό και από τους μη φιλολόγους».


E. R. DODDS. (1996). Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης. Αθήνα:  Καρδαμίτσα, σσ. 21-22, [δεύτερη και αναθεωρημένη έκδοση].

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

«Όσοι Έλληνες αγαπούν την πατρίδα των, ύπνον γαλήνιον σήμερα δεν απολαμβάνουν»

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί έφερε στο νου μου τον «προφητικό» λόγο του αειμνήστου συγγραφέα και φιλολόγου καθηγητή στο πάλαι ποτέ Γυμνάσιο Μυτιλήνης Αθανασίου Γ. Τσερνόγλου. Ολίγα τινά περί αυτού είναι απαραίτητο να καταγράψω ευθύς αμέσως. Ο Τσερνόγλου γεννήθηκε το 1927 και ήταν γόνος προσφυγικής οικογένειας, με διπλή Μικρασιατική καταγωγή, του πατέρα από την Πέργαμο και της μητέρας από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί). Σ’ όλη του ζωή διατήρησε ακμαία την αγάπη και το αδιάπτωτο ενδιαφέρον για τις δυο αυτές πατρίδες και τη γενέθλια πόλη του, τη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη Αθήνα και εργάστηκε ως φιλόλογος καθηγητής στη Μυτιλήνη, στην Εύβοια και στην Αθήνα. Το κατ’ εξοχήν καύχημά του ήταν η διετής διδασκαλία του στο γυμνασιακό τμήμα της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, στην Κωνσταντινούπολη και, ιδιαίτερα, ότι σ’ αυτή ευτύχησε να έχει μαθητή τον νυν Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Η μεγαλύτερη, μάλιστα, ημέρα της ζωής του ήταν η 17η Ιουνίου 2001, κατά την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης, χωρίς να τον προειδοποιήσει, τον χειροθέτησε Άρχοντα Προστάτην των Γραμμάτων, κατά τη Θεία Λειτουργία στον Μητροπολιτικό Ναό της Μυτιλήνης. Το ‘λεγε συχνά και με παιδική απλότητα, το χαιρόταν ότι είναι «ο διδάσκαλος του Πατριάρχου». Σεμνότατος και μετρημένος στις σχέσεις και στις εκδηλώσεις του, ζούσε ασκητικά και σε εκούσια πτωχεία, σαν αρχαίος φιλόσοφος ή σαν χριστιανός αναχωρητής, αρνούμενος όλες τις ευκολίες που παρέχει ο πολιτισμός και η τεχνική πρόοδος, χωμένος μέσα στον κόσμο των σπάνιων βιβλίων και των παράξενων συλλογών του, αντιμετωπίζοντας με στωικότητα τις δυσκολίες της ζωής και τις συχνές ασθένειές του. Έτσι σεμνά και αθόρυβα έζησε μέχρι το θάνατό του το 2003. Όλες τις οικονομίες της ασκητικής ζωής του διένειμε κατά ισομοιρία μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στη Θεσσαλονίκη, της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Μυτιλήνης, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών και του εν Αθήναις Ελληνικού Λαογραφικού Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.), όπου και κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του. Προικισμένος με μια σπάνια και απεριόριστη μνήμη, με διαρκή μελέτη και επιμέλεια, κατείχε θησαυρούς φιλολογικών και ιστορικών γνώσεων, που αφορούσαν κυρίως στην Αιολική και Λεσβιακή Ιστορία και Τοπογραφία, την εκκλησιαστική και πολιτική προσωπογραφία, ακόμα και τη σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα. Διακριτικός και ταπεινόφρων, έδινε μετά από πολλές παρακλήσεις και παροτρύνσεις, το παρόν στην πνευματική ζωή του τόπου, σε διαλέξεις, στην τηλεόραση και, κυρίως, με τη συγγραφή μικρών, αλλά ιδιαιτέρως αξιόλογων μελετών, που κατά καιρούς δημοσιευτήκαν στο περιοδικό της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, τα Λεσβιακά, κυρίως, και σε πολλά Μικρασιατικά περιοδικά.


Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον ταπεινό φιλόλογο έλαχε ο κλήρος να ανασυγκροτήσει την Ιστορική Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Μυτιλήνης. Επί τρία έτη (1960-1963) ταξινόμησε και κατέγραψε χειρόγραφα και έντυπα, τα οποία σήμερα κάθε ερευνητής και φιλίστωρ έχει τη δυνατότητα να μελετήσει. Πρόκειται για χειρόγραφα που χρονολογικά εκτείνονται από τον 10ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, και για σπανιότατα έντυπα, που κι αυτά χρονολογικά εκτείνονται από τα μέσα του 15ου μέχρι και τον 19ο αιώνα. 


Εκείνο, όμως, που εδώ έχει σημασία είναι το γεγονός ότι, ο αλησμόνητος Αθανάσιος Γ. Τσερνόγλου ωσάν «προφήτης» σε μια σημείωση του Συμπληρωματικού καταλόγου χειρογράφων της παλαιάς Γυμνασιακής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης, τον οποίο εξέδωσε στον 13ο (1991) τόμο του περιοδικού Λεσβιακά της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, εκτός του παράπονου που εκφράζει για τους κόπους που κατέβαλε για την ανασυγκρότηση της βιβλιοθήκης, εκφράζει και την αγωνία του για τις μελλοντικές τύχες του Ελληνισμού και των απειλών που αυτός δέχεται εξ Ανατολών. Γράφει, λοιπόν, τα εξής: ««εννοείται ότι δια τους υπετριετείς κόπους, που κατέβαλα ολομόναχος προς ανασυγκρότησιν της από 50ετίας εγκαταλελειμμένης και καταληστευμένης Βιβλιοθήκης και για τη σκόνη δύο αιώνων που κατέπια, ουδεμίαν ουδαμόθεν ηθικήν ικανοποίησιν έλαβα, εκτός της πληροφορίας της συνειδήσεώς μου ότι έπραξα το καθήκον μου απέναντι της ιστορικής παραδόσεως του προσφιλούς τόπου της γεννήσεώς μου, δια την μελλοντικήν τύχην του οποίου ένεκα της συνεχώς αυξανόμενης εξ Ανατολών απειλής, τρέμω και αγωνιώ. Ο Ελληνισμός αδιακόπως συρρικνώνεται. Αυτά πρέπει να γράφωνται, για να φρονηματίζουν τους μεταγενεστέρους. Όσοι Έλληνες αγαπούν την πατρίδα των, ύπνον γαλήνιον σήμερα δεν απολαμβάνουν». Έχω τη γνώμη πως οι δύο τελευταίες φράσεις, καλό είναι να μας προβληματίζουν και, κυρίως, να κάμουν σώφρονες τους πολιτικούς ταγούς της πατρίδας μας.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ. Η Ιστορία δεν τελείωσε!

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Πόσο δίκιο είχε ο μακαρίτης Παναγιώτης Κονδύλης όταν στο επίμετρο του βιβλίου του Θεωρία του Πολέμου έγραφε ότι, το ελληνικό κράτος σε καμιά φάση δεν μπόρεσε να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο Ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του! Αυτό, πράγματι, συμβαίνει ετούτες τις ημέρες που ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Πόλη μετατρέπεται σε τζαμί. Το ελλαδικό κρατίδιο αδυνατεί να προστατεύσει τον Ελληνισμό. Τάχαμου αντιδρά. Εκ των υστέρων η αντίδραση, δυστυχώς. Και τι αντίδραση: στο πλαίσιο της ευρωλιγούρικης μεταπρατικής νοοτροπίας. Παγκόσμιο μνημείο του πολιτισμού ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, λένε. Ωραία, ποιος το αμφισβητεί; Όμως, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη, εσκεμμένα αποκρύπτεται. Και αποκρύπτεται γιατί μάλλον δεν τη γνωρίζουν καλά οι λογής – λογής πολιτικάντηδες του ελλαδικού κρατιδίου – πόσοι άραγε από δαύτους που το παίζουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί είδαν ποτέ την Αγία Σοφία ως σφραγίδα που αποτυπώνει τη μετάβαση από τον αρχαιοελληνικό στο βυζαντινό και μεταβυζαντινό πολιτισμό; - κι αν τελικά γνωρίζουν συντρίβουν ετούτη την αλήθεια, διότι ως καλοί μεταπράτες που είναι, αρνούνται να δουν την Αγία Σοφία ως έμβλημα και σύμβολο ολάκερου του Ελληνισμού, που μέσα της πάντα θα υποστασιάζεται η Μεγάλη Ιδέα. Συνελόντι ειπείν, η Αγία Σοφία πρωτίστως είναι ζήτημα θεμελιώδες του απανταχού – οικουμενικού Ελληνισμού και κατόπιν ζήτημα του παγκόσμιου πολιτισμού. Κι ας μην ξεχνάμε: «... αποδράσας ταις χερσί του Πατριάρχου από των βασιλικών πυλών, έδραμε μόνος μέχρι του άμβωνος και επεκτείνας τας χείρας εις τον ουρανόν, είπε: Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι· Νενίκηκά σε, Σολομών!» Τάδε έφη αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Α΄, ο Μέγας. 


Σχέδιο της Αγίας Σοφίας του Π. Α. ΜΙΧΕΛΗ. (1993). Η Αγία Σοφία. Αθήνα: Ίδρυμα Παναγιώτη & Έφης Μιχελή, σ. 15.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Αγιά Σοφιά: σιωπηλό κέντρο του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, για πάντα




ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Π. ΣΤΑΘΑΚΗΣ. (1997). Η Αγία του Θεού Σοφία. Το μυστικό φως της Μεγάλης Εκκλησίας και το αρχιτεκτονικό του ένδυμα. Εισοδικό: π. Αθανάσιος Γιέφτιτς. Πρόλογος: π. Σταμάτης Σκλήρης. Αθήνα: Ίνδικτος, σσ. 89-91.

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Η Ποίηση στις Πανελλαδικές Εξετάσεις

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Η Ποίηση, εφέτος, είχε την τιμητική της στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Κι επειδή αύριο θα ανακοινωθούν οι βαθμοί των υποψηφίων, όσοι τουλάχιστον διαβάζουμε Ποίηση, καλό είναι να υποψιαστούμε έστω και λίγο, πόσο σημαντικό κατ’ εμέ ήταν ένα από τα ερωτήματα του Γ1 θέματος: «Ποιο ρόλο έχει η Ποίηση στην προσωπική σας ζωή;» Στα τόσα πολλά που γράφονται τις τελευταίες ημέρες, ότι δηλαδή ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό γραπτών των υποψηφίων είναι κάτω του μετρίου, έχω τη γνώμη πως οφείλει να προβληματίσει εμάς τους εκπαιδευτικούς της σχολικής τάξης, το εξής βασικό πρόβλημα: γιατί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπως διδάσκεται η Ποίηση είναι προφανές ότι δεν μαγεύει τους μαθητές. Γι’ αυτό και αρνούνται να διαβάζουν Ποίηση· όπως, βέβαια, αρνούνται να διαβάζουν και Λογοτεχνία γενικότερα. Κάτι λοιπόν λείπει. Χρόνια τώρα οι ειδικοί (κυρίως οι φιλόλογοι) ψάχνουν να βρουν την αιτία. Με τις προτάσεις όμως που πολλές φορές κάμουν, να μην δίνουν λύση στο πρόβλημα. Έχω την ταπεινή γνώμη πως από τη διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, λείπει αυτό που γράφει στο Χαμένο Κέντρο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, γράφοντας για τη Στροφή του Γιώργου Σεφέρη, λείπει η «μεταφυσική ρίζα της ζωής», με την οποία άμεσα συνδέεται η Λογοτεχνία, ειδικότερα η Ποίηση. 
Νομίζω πως θα ‘χουν ενδιαφέρον αυτά που αύριο θα δούμε στις βαθμολογίες των υποψηφίων για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας. Επίσης, θα έχουν ενδιαφέρον και αυτά που σίγουρα θα διαβάσουμε από αναλυτές. Εκείνο, όμως, που άμεσα πρέπει να μας προβληματίσει είναι το γεγονός να μην ξαναμπούμε στον ίδιο δρόμο, να διδάσκουμε Ποίηση με το γνωστό τρόπο: «τι θέλει, άραγε, να πει ο ποιητής με το ποίημά του;» Αν συμβεί ξανά αυτό, τότε ας μη μας στενοχωρεί γιατί οι μαθητές μας θα συνεχίσουν να μην διαβάζουν Ποίηση· όλο και θα ξεμακραίνουμε από την ουσία του πράγματος: «η ποίηση είναι η πολυέξοδη, η δαπανηρότερη ματαιότητα, που όμως όλο και πιο δύσκολα πείθει ότι δεν είναι ανέξοδη και ελαφρόκαρδη. Είναι η φωνή που ανταρτεύει κι αφήνει πίσω της κρεουργημένες τις χορδές που την εκπέμπουν. Είναι ό,τι παραμυθητικό απομένει όταν πληθαίνει το μηδέν και δεσπόζει, κι ό,τι περιττεύει όταν υπάρχουν τα πάντα. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να κρυσταλλωθεί ο χρόνος και να κερδηθεί· μια πράξη δολιοφθοράς των ορίων, του πεπερασμένου, του βέβαιου τέλους· μια διαρκώς ατελεύτητη δοκιμή επανάκτησης του πλήρους λόγου. Η ποίηση είναι αυτό που συνεχώς ξεφεύγει ανυπότακτο και συνεχώς αυτοκαταργείται παράφορο (κι εδώ βρίσκεται η καταγωγή τού ολονέν εντονότερου πικρόχολου αυτοσχολιασμού της)», κατά πως γράφει ο Παντελής Μπουκάλας σ’ ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, (βλ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. (1996). «Η ποίηση σαν δικαίωμα δαπάνης», στο: Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Αθήνα: Άγρα, σ. 41). 

Υ.Γ. Αν ήμουν φιλόλογος και δίδασκα Λογοτεχνία στη Γ΄ Λυκείου, θα πήγαινα κόντρα στο ρεύμα: «να προλάβω να τελειώσω την ύλη»· κάποιες διδακτικές ώρες, στις αρχές του διδακτικού έτους, θα τις αφιέρωνα δίνοντας στους μαθητές μου την ευκαιρία να διαβάσουν και να αναγνωρίσουν την αξία αποσπασμάτων από το Χαμένο Κέντρο του Ζήσιμου Λορεντζάτου.

«Ο ποιητής προτιμά το καίριο»

Είναι Παρασκευή βράδυ απόψε αγαπημένε μου Ανδρέα και όμως δεν πρόκειται, όπως συνήθως, να συναντηθούμε. Το λέω λιγότερο με λύπη και περισσότερο με αμηχανία, πίστεψέ με. Από την ημέρα που σε άφησα πίσω από κείνες τις λευκές πέτρες της Κηφισιάς, κυριολεκτικά δεν έχω πού ν' αποταθώ. Επί τέλους να βρίσκεται ή όχι στη ζωή κανείς, όπως λέει κι ο Μπρετόν είναι μια φανταστική υπόθεση. Να βλέπει όμως το δέρας που κυνηγούσε σαράντα τόσους χρόνους κρεμάμενο σ’ ένα τσιγκέλι να το δέρνουν οι αέρηδες χωρίς ούτ’ ένα χέρι ν' απλώνεται κατά κει, μα την αλήθεια δεν υποφέρεται. Κάποιος, φαίνεται, ταχυδακτυλουργός, ικανός να βγάζει ατέλειωτη σειρά σημαίες από το μανίκι του, συνέπεσε να παρεμβληθεί ανάμεσα στα τέσσερα δισεκατομμύρια βονάσσους που πάν κουτουλώντας όπου λάχει - και στον ιερέα πού πασχίζει να διευθετεί μενεξέδες, καράβια και γυμνά κορίτσια, επάνω στο τέμπλο της θάλασσας το ασημένιο. 
Ποιος θα το φανταζότανε ποτέ ότι σε μέρες ειρήνης κι ευημερίας η χάρις θα μπορούσε να υποτιμηθεί; Και όμως. Σήμερα εάν δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις απ’ αυτό πού κάνεις σε κοιτάζουν όλοι με ανοιχτό στόμα. Στα ποιήματα υποκαταστάθηκαν οι εφημερίδες. Κάθε αναλογία ανάμεσα στις συντεταγμένες του χώρου και της τέχνης που τον εκφράζει έπαψε και σαν έννοια στοιχειώδης να υφίσταται. Ως και τα λόγια τα ελληνικά, θα 'λεγες, πεισμάτωσαν άξαφνα και αρνούνται να υπακούσουν εάν συμβαίνει να είσαι, όχι μόνον από την άποψη της ιθαγένειας αλλά και κατά φαντασία, Έλλην. Ήδη, αυτά που λέω, στην ακοή των τρίτων φτάνουν κινέζικα. Κι εμείς που λέγαμε ότι δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες! Οι στολές κάπου, σε κάποιο αόρατο εργαστήριο, ετοιμάζονται. Είναι κομμένες ομοιόμορφα όπως οι ιδέες· κι επί πλέον προσφέρονται δωρεάν· το μόνο δωρεάν πού ίσως γνωρίσει από δω κι εμπρός η ανθρωπότητα, κατά τα εννέα δέκατα εθελοντής στα ίδια της τα δεσμά. 
Ω αν ήταν δυνατόν ένα βότσαλο, κει που γυαλοκοπά καθώς αποτραβιέται το κύμα, ν' αποκτήσει, συνείδηση πως θα μάς καταλάβαινε! 
↭ ↭ ↭
Θυμάμαι ακόμη τις βραδιές πού ξημερωνόμασταν, με βουνό τ' αποτσίγαρα μπροστά μας και ζητούσαμε (από τα «τι» και τα «πώς» που είχανε τολμήσει για πρώτη φορά στην ιστορία να θέσουν οι φίλοι σου της Plαce Blanche το 1923) να βρούμε πού άραγες θα μπορούσαμε να φτάσουμε -σε χιλιόμετρα ηθικής μετρώντας- μετά από μισόν αιώνα, όταν μισόν αιώνα πριν, ένας ποιητής όπως ο Ρεμπώ, στενεύτηκε από την ανάγκη ν' αυτοεξοντωθεί... Όνειρα νέων, μπορεί. Και μήπως τι άλλο είναι η νεότητα παρά ισχύς φαντασίας, δυνατότητα ονείρου; Πού είναι τις αυτές σήμερα; Στα ρομπότ και στους πυραύλους των αμερικανικών «κόμικς» ή στις μπροσούρες και στα επιχορηγημένα περιοδικά; Ο μισός αιώνας πέρασε και μοιάζουμε κολοβοί όσο ποτέ άλλοτε. Κατά τα φαινόμενα δε γίνεται τίποτα. Η αντίδραση έχει τον τρόπο της επιβάλλεται. Αν χρειαστεί, να είσαι βέβαιος, θα φορέσει και την προσωπίδα του επαναστάτη. Αν καταλάβει πως η πέτρα του σκανδάλου δεν είναι, τόσο η κοινωνική αδικία όσο η ηθική θα της αλλάξει όνομα πιθανόν - όμως θα την κρατήσει· επειδή αυτήν την χρειάζεται. Θα πρόκειται πάλι και πάλι και ξανά για την Ηθική, μια κόρη σεμνά ενδεδυμένη, άκρως νευρωτική και μόλις βγαλμένη από κάποιο Κατηχητικό που απλώς του αντικαταστήσανε τους παπάδες
Η Ποίηση, που από τη φύση της δεν αρκείται ποτέ στη μία όψη των πραγμάτων, έφτασε να 'ναι στις μέρες μας η μόνη πραγματικά επικίνδυνη για τους εκάστοτε κρατούντες. Εφ’ ω και οι πιο έξυπνοι απ’ αυτούς τη βάζουν τώρα τελευταία να φωνάζει «ελευθερία», όπως οι κλέφτες για να τρομάξει ο νοικοκύρης -ωσότου ο αφανισμός της συντελεσθεί. Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιον τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούριες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού πού για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (1980). Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Αθήνα: Ύψιλον, σσ. 11-13.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Καιρός του ποιήσαι. Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού


Νέο βιβλίο κυκλοφόρησε από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Πρόκειται για ένα συλλογικό έργο με τίτλο: Καιρός του ποιήσαι: Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού
Τη συλλογή των κειμένων επιμελήθηκαν ο Νικόλαος Ασπρούλης (Αναπληρωτής Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου) και ο Nathaniel Wood (Αναπληρωτής Διευθυντής του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham στη Νέα Υόρκη), ενώ τα κείμενα υπογράφουν οι: Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), π. Robert M. Arida, π. Alexis Vinogradov, Ιερομόναχος Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός, Will Cohen, Διάκ. Mark Roosien, Διάκ. Paul Gavrilyuk, π. Ιωάννης Χρυσαυγής, Crina Gschwandtner, π. Elias Villis, Διάκ. Brandon Gallaher & π. Richard René, Susan R. Holman, Μητροπολίτης Κορέας Αμβρόσιος (Ζωγράφος), π. Νicholas Kazarian, Gregory Tucker, Διάκ. Nicholas Denysenko, Elena Romashko, John P. Burgess, Regina Elsner, Febe Armanios, Μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος (Αντωνόπουλος), π. Αθανάσιος Καρατζογιάννης, Μητροπολίτης Νιγηρίας Αλέξανδρος (Γιαννίρης) και οι: Νικόλαος Ασπρούλης & Nathaniel Wood. 
Τα 24 κείμενα του συλλογικού αυτού έργου πραγματεύονται τόσο τις θεολογικές παραμέτρους του όλου ζητήματος όσο και τα ποιμαντικά ζητήματα που προέκυψαν και στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από το ιστoλόγιο Public Orthodoxy (Δημόσια Ορθοδοξία) που επιμελείται το Κέντρο Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham στη Νέα Υόρκη. 
Παρά την κάθε είδους εθνική περιχαράκωση και ύψωση τειχών, η πανδημία του κορωνοϊού έδειξε ότι τα σύνορα δεν είναι παρά ανθρώπινες επινοήσεις, που τελικά δεν μπορούν να μας προστατέψουν από έναν πραγματικό εχθρό που απειλεί την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Η θρησκευτική πίστη, οι χριστιανικές Εκκλησίες, η Ορθόδοξη Εκκλησία ειδικότερα, τι ρόλο έπαιξαν ή μπορούν άραγε να παίξουν απέναντι σε αυτή την δυσοίωνη πραγματικότητα; Το βιβλίο παραδίδει όχι μόνο μια σειρά από νηφάλιες προσεγγίσεις της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε, και που εκφράστηκαν ακριβώς στην κορύφωση της πανδημικής κρίσης, αλλά και ένα είδος πρώτου απολογισμού σχετικά με τα γεγονότα και τις στάσεις που υιοθετήθηκαν. Η κρίση του κορωνοϊού, με τις προκλήσεις που έθεσε σε όλα τα επίπεδα, ανέδειξε τελικά θεολογικά και ποιμαντικά προβλήματα πολλών κατά τόπους Ορθόδοξων Εκκλησιών, αλλά πρωτίστως έκανε φανερή την ανάγκη αναζήτησης ερμηνευτικών κριτηρίων, με βάση τα οποία η θεολογία θα μπορέσει να αξιολογήσει, να αποτιμήσει και να ερμηνεύσει την παρούσα συνθήκη. 
Το βιβλίο διατίθεται από την Εκδοτική Δημητριάδος αλλά και από επιλεγμένα βιβλιοπωλεία, αλλά και διαδικτυακά. 

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Επιλέγοντας τη σωστή γραβάτα


Ένας από τους πιο συχνούς πονοκεφάλους που ταλαιπωρεί τους άντρες που θέλουν μεν να φορέσουν γραβάτα μαζί με το σακάκι ή το κοστούμι τους άλλα δεν έχουν ακόμη αποκτήσει την απαιτούμενη εμπειρία, είναι ο χρωματικός συνδυασμός. Δηλαδή, τι χρώμα πρέπει να είναι η γραβάτα που θα πλαισιώσει τη συνολική εμφάνισή τους. Όπως έχουμε αναφέρει στο κείμενό μας «Ο συνδυασμός των χρωμάτων» η παλέτα της κλασικής ανδρικής ένδυσης όσον αφορά τα σακάκια και τα κοστούμια είναι εξαιρετικά λιτή. Μπλε, γκρι και καφέ είναι τα κύρια χρώματα. Στις αποχρώσεις του μπλε, του γκρι και του καφέ κινείται το σύνολο σχεδόν των υφασμάτων που παράγονται κάθε χρόνο για παντελόνια, σακάκια και κοστούμια. Όσον αφορά τα πουκάμισα, τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά. Ένας άντρας μπορεί να έχει μια ατελείωτη συλλογή αποτελούμενη μόνο από λευκά και γαλάζια πουκάμισα. Κάποια από αυτά καρό, κάποια ριγέ και κάποια χωρίς μοτίβο, από διαφορετικά υφάσματα, αλλά όλα λευκά και γαλάζια. Φυσικά, υπάρχουν δεκάδες άλλα χρώματα που χρησιμοποιούνται σε ανδρικά πουκάμισα, αλλά με την εξαίρεση του πολύ ανοιχτού γκρι, καλό είναι να αποφεύγονται όταν ο σκοπός είναι να τα φορέσουμε με σακάκι και γραβάτα. 

Π Η Γ Η