Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Η Αγία Σοφία του Ισμαήλ Καντερέ

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Προχθές το μεσημέρι βρέθηκα στο Book and Art, βιβλιοπωλείο φάρο πολιτισμού στη Μυτιλήνη (εδώ)· ας μη το παραλείψω, οφείλω το παρακάτω ευχαριστήριο: η Βάλια άριστη βιβλιογνώστρια και ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου, ότι βιβλίο ζητώ και παραγγέλνω άμεσα μου το φέρνει. Ψάχνοντας στα ράφια άκουσα τη συζήτηση που έκαμαν τέσσερεις καλοί θαμώνες του βιβλιοπωλείου – ένας εξ αυτών ήταν ο σύζυγος της Βάλιας - για την Αγία Σοφία. Οι απόψεις-τους νηφάλιες με αφορμή το βαρύ κλίμα των ημερών για αυτήν. Με παρότρυνση της Βάλιας κατέθεσα κι εγώ τον προβληματισμό μου, αναλύοντας στους αγαπητούς συζητητές τη θέση του καλού καθηγητή στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ κ. Πέτρου Βασιλειάδη, που το 2014 σε ειδική μελέτη-του - τιτλοφορείται «Το τουρκικό πείραμα και το μέλλον της Αγίας Σοφίας» - καταλήγει στην παρακάτω πρόταση· απευθυνόμενος προσωπικά στον Ερντογάν, τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «[…]Προσωπικά υποστηρίζω ένα είδος επιστροφής όλων των τόπων λατρείας στην αυθεντική-τους χρήση. Αντίθετα από όλους σχεδόν τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης, που επιμένουν στην παρούσα χρήση-τους ως μουσείων, προτιμώ να υπάρχουν – εν μέρει τουλάχιστον – ως λατρευτικοί τόποι. Αυτό λοιπόν που θα τολμούσα, πολύ φιλικά, να συμβουλέψω τον Τούρκο Πρωθυπουργό, βασισμένος και στην εμπειρία-μου από την προώθηση του διαθρησκειακού διαλόγου, είναι να εξετάσει την πιθανότητα να επιτρέψει στην Αγία Σοφία να χρησιμοποιηθεί, όχι μονομερώς από Μουσουλμάνους, αλλά επίσης και από (Ορθοδόξους) Χριστιανούς. Τρεις ώρες τις Παρασκευές για ισλαμική προσευχή, τρεις ώρες τις Κυριακές για Ορθόδοξη Λειτουργία, και την υπόλοιπη εβδομάδα να παραμένει ένας πολιτιστικός χώρος για όλους από κοινού, και για όλον τον κόσμο.[…]». Ολόκληρη η μελέτη του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη είναι αναρτημένη στο Academia.edu
Φεύγοντας από το βιβλιοπωλείο, περπατώντας στο στενό δρομάκι που οδηγεί στο ναό του Αγίου Συμεών, ήρθε στο νου-μου το βιβλίο του Ισμαήλ Καντερέ, διάσημου Αλβανού λογοτέχνη και συγγραφέα - τα βιβλία-του, όλα σχεδόν, κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου – Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας & άλλες ιστορίες. Αμέσως πήρα τηλέφωνο τη Βάλια και της είπα να το διαβάσει. Εχθές μου είπε ότι το παράγγειλε για να το διαβάσει πρώτα ο σύζυγός της. 
Η ιστορία της Αγίας Σοφίας του Ισμαήλ Καντερέ, ως λογοτέχνημα έχει νομίζω την αξία-της, αν όμως λάβουμε υπόψη μας όσα γράφει ο βαθύς γνώστης του έργου του Καντερέ Γάλλος συγγραφέας και λογοτέχνης Eric Faye στον πρόλογό του: «πιο σημείο του κόσμου μπορεί, καλύτερα από την Κωνσταντινούπολη, να συμβολίσει την συνάντηση των δύο αυτών τεκτονικών πλακών, της Ευρώπης και της Ασίας; Και, στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, ποιο άλλο σημείο μπορεί καλύτερα να ανακαλεί αυτήν την σύγκρουση από την Αγία Σοφία; Από την πλατεία με τα τζαμιά, η θέα απλώνεται ως την Ασία απ’ όπου, στα 1453, ήρθαν εκείνοι που προκάλεσαν την πτώση του Βυζαντίου. Βρισκόμαστε μετά το 1453, η πόλη έχει μόλις αλλάξει όνομα. Ένα αρχιτέκτονας (ο Γκιαούρ, ερμαφρόδιτος κι ο ίδιος που τον έχουμε στα Ταμπούρλα της βροχής) θα μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τόπο λατρείας τού Ισλάμ, διατηρώντας όμως ορισμένα από τα χριστιανικά χαρακτηριστικά της. Κάτω απ’ τον ίσκιο αυτού του οικοδομήματος συγκεντρώνονται όλα τα σύμβολα των Βαλκανίων: λαοί άλλοτε εκχριστιανισμένοι κι άλλοτε εξισλαμισμένοι· ονόματα άλλοτε εξισλαμισμένα, κι άλλοτε εκβουλγαρισμένα (δεκαετία του 1980)· τόποι λατρείας μεταμορφωμένοι, την εποχή του κομμουνισμού, σε αθλητικές αίθουσες ή μουσεία· τα Βαλκάνια δεν έπαψαν να είναι σαν τον Ιανό, με ένα πρόσωπο ασιατικό και ένα ευρωπαϊκό»[1]
Από λογοτεχνικής σκοπιάς τα αποσπάσματα που παρακάτω παραθέτω από την 23 σελίδων ιστορία «Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας», έχουν την αξία τους και συμπλέουν με ιστορικά γεγονότα. Υπό την αυστηρή, βέβαια, προϋπόθεση: «ο λογοτέχνης δεν υποκρίνεται τον ιστορικό. Η δική του ευαισθησία, όταν επιχειρεί τη σύνδεση του δικού-του παρόντος και μιας στιγμής του παρελθόντος, επικεντρώνεται στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και περιπέτειας μέσα από το πλαίσιο που του παρέχουν συγκεκριμένοι βίοι ή περιστατικά. Γι’ αυτό εξάλλου και υποστηρίζει ότι η εστίαση ενός λογοτέχνη σε ένα ιστορικό θέμα εντάσσεται στη διαχρονική σταθερή σχέση της λογοτεχνίας και του “παρελθόντος”», όπως πολύ σωστά γράφει η Ρέα Γαλανάκη[2]. Ετούτη η διαχρονικότητα της σχέσης της λογοτεχνίας με την Ιστορία, νομίζω πως στη σύντομη ιστορία του Καντερέ για την Αγία Σοφία είναι πραγματικότητα. Λέτε ο Ερντογάν να διάβασε τον Καντερέ και να μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί. Χαριτολογώ, βέβαια! Είναι προφανές ότι είναι αδύνατον. Ο Τούρκος Πρόεδρος αλλού έχει το μυαλό του: στο σουλτανάτο-του! 
Ιδού τα αποσπάσματα: 
[…]«Μεγαλειότατε, είναι αδύνατο να κάνετε πιο ωραία την Αγία. Σοφία», τόλμησε ν' αρθρώσει ο αρχιτέκτονας.
Ο σουλτάνος χαμογέλασε. Ο Γκιαούρ ήταν ο μόνος που τον αποκαλούσε Κύριο και Μεγαλειότατο, όπως συνήθιζαν οι χριστιανοί, κι αυτό του άρεσε. 
«Ναι, είναι δυνατό, Γκιαούρ», απάντησε. «Θα μετατρέψω την Αγία Σοφία από εκκλησία σε τζαμί. Κι εσύ, που είχες το θάρρος να πεις όχι, θα επιφορτιστείς μ' αυτό το έργο». 
Όλοι οι παρευρισκόμενοι περίμεναν να δουν τον αρχιτέκτονα να πέφτει στα γόνατα, να ζητάει συγχώρεση για το πρώτο-του «όχι», να προφέρει ένα δεύτερο πριν παραδώσει την ψυχή-του, να αναλύεται σε ευχαριστίες για την εμπιστοσύνη που του έδειχναν, να διαμαρτύρεται: «Σκοτώστε με, αλλά είμαι ανίκανος γι’ αυτή την πράξη», να ζητάει μια αναβολή, χρήματα, το θάνατο… Εκείνος όμως δεν έκανε τίποτε απ’ όλ’ αυτά στεκόταν μονάχα σαν απολιθωμένος, με το πρόσωπο άσπρο σαν σεντόνι. 
«Διάλεξα εσένα γιατί είσαι ο πιο ικανός και... ο πιο ενδεδειγμένος για κάποιον άλλο λόγο», συνέχισε ο σουλτάνος. «Εσύ μόνο βρίσκεσαι στην τομή: ούτε χριστιανός, ούτε μουσουλμάνος... Άκουσα ακόμα πως είσαι ένα πλάσμα υβριδικό, ούτε άντρας ούτε γυναίκα...». Το πρόσωπο του αρχιτέκτονα είχε γίνει πιο άσπρο απ' τον ασβέστη. Ο αυτοκράτορας είχε πάλι καρφώσει με τα μάτια το συνομιλητή-του στο μέσο του κορμιού-του. «Εμείς πιστεύουμε πως οι ερμαφρόδιτοι είναι ιεροί», πρόσθεσε με την ίδια κουρασμένη φωνή. «Να γιατί σου εμπιστεύομαι την καρδιά του κόσμου...». 
Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια, και δεν πρόσμεναν απόκριση. Γυρίζοντας τη ράχη-του στην ομήγυρη, βγήκε, ακολουθούμενος από τη φρουρά-του.[…] 
[…]Ήταν δίχως αμφιβολία το μοναδικό οικοδόμημα στον κόσμο που υποβαλλόταν στη δοκιμασία μιας παρόμοιας μετάλλαξης. Ο αρχιτέκτονας δεν πίστευε πως ήταν ικανός να ξεριζώσει από μέσα-της το χριστιανισμό, έλπιζε μάλλον να την κάνει την πρώτη εκκλησία που θα φιλοξενούσε κάτω απ’ την ίδια στέγη τις δύο μεγάλες παγκόσμιες θρησκείες.[…] 
[…]Περνούσαν με κόπο τις βούρτσες-τους με τον ασβέστη πάνω στα πρόσωπα του Χριστού και της μητέρας-του. Όμως το στρώμα ήταν τόσο λεπτό που, μόλις στέγνωνε, άφηνε να ξαναφανούν καταρχήν το αγκάθινο στεφάνι, το πρώτο που έμοιαζε να σκίζει το κάλυμμα, έπειτα οι πληγές της σταύρωσης, και στη συνέχεια όλα τ’ άλλα. 
Οι αρχιμάστορες έρχονταν να τον συμβουλευτούν· στα πρόσωπά τους διάβαζες την ερώτηση που δε διατύπωναν: θα πύκνωναν επιτέλους τον ασβέστη; Ο αρχιτέκτονας έκανε το αντίθετο: τον αραίωνε, λες και ήθελε να του δώσει τη διαύγεια του ουρανού».[…]. 
[...]Πλησίασε την κολώνα, πρόσεξε πάνω-της μια αχνή κηλίδα από υγρασία, έπειτα έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, έλπιζε πως κάποιο σημάδι θα είχε φανερωθεί μες στο χλομό κύκλο της κηλίδας. Μα ο κύκλος είχε μείνει απαράλλαχτος, ίσως λιγάκι πιο πυκνός, αλλά με μια γραμμή στη μέση σαν από κάποιο ράγισμα. Πλησίασε κι άλλο, ακούμπησε το μέτωπό του στον κορμό και περίμενε. Η κολόνα ήταν παγωμένη. Κι όμως, ένοιωθε ολοένα και πιο καθαρά ένα συγκρατημένο χτύπο που προερχόταν μάλλον απ’ το μέτωπό του. «Μίλα μου», ψιθύρισε ο αρχιτέκτονας πιέζοντας όλο το κορμί-του πάνω-της. «Δος μου ένα μήνυμα, αν σου είναι μπορετό».[..][3]
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά της λογοτεχνικής μαστοριάς του Καντερέ να μεταδώσει τον συμβολισμό της Αγίας Σοφίας, στη δυαδικότητα των τόπων «όπου διαφορετικοί πολιτισμοί έρχονται σε επαφή». Κι αυτό γιατί ο Καντερέ «δεν είναι ούτε μουσουλμάνος ούτε χριστιανός». 


[1] ΙΣΜΑΗΛ ΚΑΝΤΕΡΕ. (1996). Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες, μτφρ. Δέσποινα Σαραφείδου. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σσ. 10-11. 
[2] ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ. (1997). «Λογοτεχνία και Ιστορία», στο: Βασιλεύς ή στρατιώτης. Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία. Αθήνα: Άγρα, σσ. 66-67. 
[3] Τα αποσπάσματα στις σσ. 21-22, 27, 28, 33.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου