Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Ζήσιμου Λορεντζάτου σπουδάγματα

«Και γι’ αυτό το πνεύμα μπορεί να ξεφύγει ή να παρα- 
στρατήσει 
Όπως το βλέπουμε σε εποχές σαν τη δική μας 
Ένα παραστράτημα συγκριτικά περιορισμένο ακόμα 
αλλά επικίνδυνο για μερικούς 
Που δεν βλέπουνε πως όλοι οι δρόμοι του πνεύματος 
πρέπει να περάσουν από το σώμα 
Και το ΣΩΜΑ με τα όργανά του είναι από ΚΑΤΑ- 
ΣΚΕΥΗ του ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ». 

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2006). Ποιήματα. Μικρά Σύρτις. Αλφαβητάρι. Συλλογή. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 75-76.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Δύο γυναίκες, δύο θεές

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ. (2018). Δυο γυναίκες, δυο θεές. Αθήνα: Καστανιώτη.


Με αφορμή το γλυπτό του Χαλεπά «Αθηνά βοσκοπούλα», η πρώτη νουβέλα εστιάζεται στα είκοσι οκτώ χρόνια που έζησε ο Χαλεπάς στην Τήνο, μετά το φρενοκομείο της Κέρκυρας και μέχρι να επιστρέψει στην Αθήνα, αναγνωρισμένος για δεύτερη φορά. Στο διάστημα αυτό, που ο θάνατος της μάνας μοίρασε στα δυο, ο Χαλεπάς δούλευε και ως βοσκός. Ποια ήταν η θυελλώδης σχέση με τη μάνα, πώς διασταυρώνονταν πρόσωπα και χρόνοι εντός του, γιατί «νεκραναστήθηκε» σ’ αυτό το διάστημα ο «παρίας γλύπτης», είναι κάποια από τα αινίγματα που θίγονται.
Το ερωτικό πάθος της Αριάδνης για τον ξένο κι εχθρό στη μινωική Κνωσό Θησέα εξιστορείται στη δεύτερη νουβέλα από την ίδια. Η αφήγησή της διαφέρει από τον μύθο που μας παρέδωσε η ελληνική αρχαιότητα. Όχι μόνον επειδή παίρνει τον λόγο μια γυναίκα, αλλά κι επειδή δίπλα στην ερωτευμένη κόρη αναδύεται το κύρος μιας πριγκίπισσας, ιέρειας και θεάς. Ωσάν να έπρεπε να κάνουν τα πράγματα τον μοιραίο, τον τελετουργικό τους κύκλο, ακόμη και σε έναν κόσμο που έφθινε καθώς αναδυόταν ο καινούργιος.
Στο Επίμετρο του βιβλίου η συγγραφέας παραθέτει τη βιωματική της σχέση με τις παραπάνω νουβέλες, που, ως όφειλαν, διαφέρουν αναμεταξύ τους σε πολλά.

[Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Θεός, θρησκεία και πίστη στον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

«Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείς τη λέξη “Θεός” δεν δείχνει ποιόν εννοείς, αλλά τί εννοείς». 

✮✮✮

«Θρησκευτική πίστη και δεισιδαιμονία είναι ξέχωρα πράγματα. Η μια (η δεισιδαιμονία) απορρέει από τον φόβο και είναι ένα είδος ψευδοεπιστήμης. Η άλλη είναι μια μορφή εμπιστοσύνης». 

✮✮✮

«Η ιστορική αφήγηση στα Ευαγγέλια θα μπορούσε, από την ιστορική σκοπιά, να αποδειχτεί ολότελα λανθασμένη, και όμως η πίστη δεν θα έχανε τίποτε εξαιτίας αυτού του γεγονότος· όχι, ωστόσο, επειδή τάχα αφορά “παγκόσμιες αλήθειες”, αλλά επειδή η ιστορική απόδειξη (το παιχνίδι της ιστορικής απόδειξης) δεν αφορά την πίστη. Αυτή η αφήγηση (τα Ευαγγέλια) συλλαμβάνεται από ανθρώπους που πιστεύουν (με άλλα λόγια: αγαπούν). Αυτή είναι η βεβαιότητα του “να δέχεσαι κάτι ως αληθές” και τίποτε άλλο». 

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ.(2007). Στοχασμοί. Πρόλογος – Επιλογή - Μετάφραση – Σχόλια Κ. Κωβαίος, Αθήνα: Στιγμή. σσ. 71 (331), 72-72 (343), 75 (354).

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Μυητήρια μάγευση η ποίηση

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

- Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι΄όμως πονέσαμε απ΄τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ΄ένα διάλειμμα του κόσμου,
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
- Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή,
ο τρόμος εκπλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί,
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω, θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα …
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. (1995). Τα Ποιήματα, τ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 16.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Γλωσσική αφασία

«Η γλώσσα, από την εποχή του Σολωμού ως τα πρόσφατα χρόνια του Σεφέρη, ήταν ο καημός και η λαχτάρα των πνευματικών ανθρώπων αυτού του τόπου. Το γλωσσικό μας ζήτημα στάθηκε το κέντρο ενός μακρόχρονου, σκληρού και ουσιαστικού αγώνα όχι για τον τύπο μιας λέξης αλλά για την ουσία της νεοελληνικής παιδείας […] Πολλοί προοδευτικοί νεανίσκοι και χειραφετημένες νεανίδες εννοούν να αυθαιρετούν ακατάσχετα, πιστεύοντας πως, όσο πιο πολύ απομακρύνονται από τους τύπους της παλαιάς καθαρεύουσας, τόσο πιο δημοτικιστές και πιο λαϊκοί γίνονται. Δείγματος χάρη αναφέρω την κακοποίηση της γενικής: “Του συμβούλιου”, “του Πανεπιστήμιου”, “του άνθρωπου” είναι μια κακοτονισμένη μορφή των ουσιαστικών που τείνει να γίνει κανόνας, προπάντων από πολλούς εκφωνητές του ραδιοφώνου (ή και “ραδιόφωνου”) και της τηλεόρασης […] Φοβούμαι πως όλα αυτά τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της αμορφωσιάς μας, της προχειρότητας, της ανευθυνότητας και της τσαπατσουλιάς μας. Η γλώσσα ενός λαού αποτελεί το πιο πολύτιμο πολιτιστικό του στοιχείο και η προστασία της είναι πολύ πιο σημαντική από όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που ανέλαβαν οι Νεοέλληνες απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής γης»

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ. (1994). «Γλωσσική αφασία», στο: Ελληνική Κιβωτός. Αθήνα: Καστανιώτη, σσ. 55, 56, 57.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Η έξω σοφία

«Η έξω σοφία δεν είναι από την ιδικήν της φύσιν ούτε κακή ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται ή καλή ή κακή».

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΡΙΟΥ, Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, [Τεργέστη 1802], κεφ. ΣΤ΄.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΡΙΟΥ

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Για τον αββά Παύλο από την Αναζαρβό

«Στην ίδια λαύρα Φαράν είδαμε και τον αββά Παύλο, άνθρωπο άγιο και παραδομένο στα χέρια του Θεού, πάρα πολύ πράο και ασκητικό, ο οποίος έχυνε πάμπολλα δάκρυα καθημερινά. (Δεν ξέρω αν συνάντησα παρόμοιο στη ζωή μου). Έκανε λοιπόν αυτός ο άγιος γέροντας γύρω στα πενήντα χρόνια στην ησυχία αρκούμενος στην ευλογία της Εκκλησίας μόνο, χωρίς να δέχεται κανένα απολύτως. Καταγόταν δε από την Αναζαρβό»

Ιωάννου Μόσχου. (2005). Λειμωνάριον. Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια Μοναχός Θεολόγος. Έκδοσις Ι. Μ. Ιβήρων – Άγιον Όρος, σ. 50.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Ο πρόγονος και ο επίγονος

«Ποια σχέση όμως μπορεί να έχει ο πρόγονος που δικαιούται τας τιμάς, με τον επίγονο, που αρθρογραφεί σε απογευματινή εφημερίδα κι ενοχλείται που μνημονεύω το είδος του όχι κολακευτικά; Με τον επίγονο – παραγωγό τηλεοπτικών παιγνίων και αθλιοτήτων; Με τον επίγονο “μουσικό” που φωνασκεί, ασχημονεί, απειλεί και απεργεί, όχι για να καλλιτερεύσει τα του βίου του – να κάνει τις ογδόντα χιλιάδες που κερδίζει τον μήνα, εκατό – αλλά για να περιφρουρήσει τ’ άδικα, που με την ανοχή ή την αδιαφορία κατά καιρούς της πολιτείας έχει αποκτήσει; Ποια σχέση, προς Θεού, μπορεί να έχει ο σημερινός Έλληνας πολίτης, πλαγιαύλου, μ’ ένα βυζαντινό αγιογράφο ή έναν αρχαίο λυρικό; Καμιά». 

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ. (21981). «Οι πρόγονοι και η ύποπτη συμπεριφορά τους όταν τους επικαλούμεθα συχνά». στο: Τα Σχόλια του Τρίτου. Αθήνα: Εξάντας, σ. 119.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Ο ιστοριονόμος Σπυρίδων Ζαμπέλιος

Σπρίδωνος Ζαμπέλιου, Λόγιοι και Γλώσσα της ΙΔ΄ εκατονταετηρίδος, Πρόλογος Αντώνης Ζέρβας, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1998, σσ. 121 

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 


«[…] της Νεοελληνικής εθνότητος αι πηγαί υποβλύζουν υπόγειοι και αδιόρατοι αυτής της θείας ενανθρωπίσεως αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου ζητούσι το ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον Παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι» (Σπ. Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται, [Αθήνα 1857], σσ. 62-63). Χρειάζεται κανείς να σταθεί με προσοχή στις δύο παραπάνω θεωρήσεις του Σπ. Ζαμπέλιου, ενός από τους σημαντικότερους λογίους του 19ου αιώνα, για να μπορέσει να εκτιμήσει την ερμηνεία που διαλαμβάνει η εθνική ιστορική συνείδηση του αιώνα αυτού. Γιατί τότε αρχίζουν να πυκνώνουν τα φαινόμενα γένεσης της εθνικής ιστοριογραφίας. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, στα χρόνια του αγώνα της Επανάστασης του 1821, στο χώρο της ποίησης, είχε γίνει το πρώτο βήμα, ο Διονύσιος Σολωμός αποτελούσε ήδη τον εθνικό ποιητή. 
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια, ιστορική ανάγκη, έφερνε στο προσκήνιο, κάτι πιο μεγαλεπήβολο, τη γένεση της εθνικής ιστοριογραφίας, στην κλασικότερη ίσως διατύπωσή της, με το έργο του Κ. Παπαρρηγόπουλου προσδιόριζε μια καινούργια ιστορική πραγματικότητα, την ενδοσκόπηση του ελληνικού κόσμου στους Μέσους Χρόνους, το Βυζάντιο. Η αντίληψη αυτή, είχε βέβαια τις αιτίες της. Ο Ελληνισμός του 19ου αιώνα, μετά από τις μακραίωνες ιστορικές περιπέτειές του, εναγωνίως επιζητούσε την ενότητά του. Την εικόνα ελπιδοφόρας ανασύνταξης παρουσίαζαν τρία βασικά ζητήματα, η αντίθεση πολλών λογίων στη θεωρία του Fallmerayer περί καταγωγής των Ελλήνων από τους Σλάβους, ο Κριμαϊκός πόλεμος (1854-1856), με τις ποικίλες πολιτικές και διπλωματικές ανακατατάξεις, που είχαν άμεσες επιπτώσεις στα ελληνικά πράγματα και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Προκειμένου επαρκώς να κατανοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις των ζητημάτων αυτών, επιβάλλεται να τις εντάξουμε στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, το οποίο καθόρισε το ρεύμα της εθνικής ιστοριογραφίας, με τελική απόληξη έναν ιδεολογικό προσανατολισμό που καθιστούσε αναγκαία τη στροφή προς την παρακαταθήκη της μακραίωνης παράδοσης. 
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, πρόβαλλε ο Σπ. Ζαμπέλιος (1815-1881), με έργο πολυσήμαντο και πληθωρικό. «Μεγαλοφυέστατο ιστοριογράφο», τον χαρακτηρίζει ο Κ. Θ. Δημαράς. Η σκέψη του προλείανε το έδαφος της «μετάπλασης» του Βυζαντινού Ελληνισμού σε Νεοελληνικό. Εδώ, ο στοχασμός του Λευκαδίτη λογίου στράφηκε προς το πλάσιμο ενός νεολογισμού: Ιστοριονομία, όρος ανάλογος της Φιλοσοφία της Ιστορίας. Η σύλληψη του υπήρξε πράγματι, ανατρεπτική των τότε ιστορικών δεδομένων. «Οπισθόρμητη» ψαύση του παρελθόντος, από τα νέα οδηγούμαστε στα παλαιά, και προσδιορισμός του τρίσημου σχήματος της Ιστορίας του Ελληνισμού: Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, με κύριο χαρακτηριστικό, τη συνειδητοποίηση ότι ο Νέος Ελληνισμός ήταν κληρονόμος του Βυζαντίου. 
Κατά τη διαδρομή του 19ου αιώνα οι ιδεολογικοί παρονομαστές του παραπάνω τρίσημου περιγράμματος, καθ’ ολοκληρίαν υπογράμμισαν το πλέγμα στο οποίο κινήθηκε η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ιδεολογικό αντίβαρο στις ιστορικές θεωρήσεις του Διαφωτισμού. Η νέα ιστοριογραφική σχολή, ώθησε σημαντικό τμήμα της λογιοσύνης στη θέαση της πολιτισμικής ενότητας του Γένους. Με τόλμη διατύπωσε όχι μόνο την προσδοκία της εθνικής αυτοτέλειας, αλλά και τη αναμόρφωση της τότε ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται, ίσως, για την πιο ρηξικέλευθη επισκόπηση της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού. 
Με γνώμονα τα παραπάνω, η παρούσα έκδοση ενός κειμένου του Σπ. Ζαμπέλιου, που για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στα 1856 στο περιοδικό Πανδώρα είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι μια πραγματεία «ιστορικής και φιλοσοφικής υφής», στην οποία ο ιστοριονόμος Ζαμπέλιος, προβαίνει σε μια «συγκριτική θεώρηση της φιλολογικής παραγωγής Βυζαντίου και Δύσης». Τίτλος της: Λόγιοι και Γλώσσα της ΙΔ΄ εκατονταετηρίδος. Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στη σειρά: Ερμηνείες των εκδόσεων ΄Ινδικτος, με πρόλογο του Αντώνη Ζέρβα. 
Πρόθεση του προλογίσαντα είναι να κάμει γνωστό ότι, η έλλειψη έκδοσης των Απάντων του Σπ. Ζαμπέλιου δημιουργεί σοβαρό κενό, αφού το έργο του συνιστά ιδιαίτερο πνευματικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας (σ. 11). Από τις βασικές επισημάνσεις του Α. Ζέρβα, είναι η ορθή τοποθέτησή του για το γενικότερο περίγραμμα του προβλήματος των διαφορών Ανατολής και Δύσης. Στις «βυζαντινές του αναλύσεις», ο Σπ. Ζαμπέλιος αποτυπώνει την «ουσία του Βυζαντινού Χριστιανισμού» (σ. 18). Η παρατήρησή του αυτή, κατασταίνει τον Σπ. Ζαμπέλιο κορυφαίο εκπρόσωπο της ιστοριογραφικής σχολής, στην οποία στηρίχθηκαν μεταγενέστερες ιστοριογραφικές συνθέσεις. Αναφέρω εδώ επιγραμματικά την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, του Απ. Βακαλόπουλου. 
Η άποψη ότι η «Βυζαντινή μέση περίοδος οικοδομείται από τρεις κεφαλαιώδεις αρχές, την αρχή της πολιτικής ενότητας, την αρχή της θρησκευτικής ενότητας και την αρχή της αττικής παιδείας» (σ. 18), ορίζει με τον καλύτερο τρόπο το χρυσό κανόνα της ιστοριονομικής σκέψης του Σπ. Ζαμπέλιου, ότι δηλαδή, το Βυζάντιο είχε έναν «χριστιανισμό των αττικιστών, δηλ., των θεολόγων και των λογίων, και έναν χριστιανισμό της πράξεως. Μόνο σε αυτό το δεύτερο είδος αποτυπώνεται ο αληθής χαρακτήρας της χριστιανικής Ελλάδος» (σσ. 19-20) 
Ο διαφορισμός του Σπ. Ζαμπέλιου προς τη φράγκικη Δύση, προσδιόρισε τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Αν και ο όρος αυτός κατά κόρον ως σήμερα χρησιμοποιήθηκε με υπερβολές, ο Σπ. Ζαμπέλιος του προσέδωσε καίριο περιεχόμενο. Σε αντιδιαστολή με βαυκαλισμούς το «ελληνοχριστιανικό όραμά» του, θέτει σε μας σήμερα «αυτόνομα ερωτήματα για να ιδούμε τι μένει ζωντανό και τι όχι».

Ο άνθρωπος ως ον χωρισμένο, ανολοκλήρωτο

«Μια από τις κύριες αιτίες της ανθρώπινης μοναξιάς είναι το φύλο. Ο άνθρωπος είναι ένα ον με φύλο, δηλαδή ένα ήμισυ όντος, ένα ον χωρισμένο, ανολοκλήρωτο, που ζητά να ακεραιωθεί. Το φύλο τραυματίζει βαθιά το εγώ που είναι δίφυλο, που μέσα στην ακεραιότητά του και την πληρότητα του θα ήταν και αρσενικό και θηλυκό, ανδρόγυνο... Από μόνο το γεγονός της ύπαρξης του, το φύλο είναι διαχωρισμός, έλλειψη, νοσταλγία, πόθος να ανοιχτεί στον άλλο... Η αγάπη είναι ακριβώς αυτό που καταργεί τη μοναξιά, αυτό που φέρνει το εγώ στον άλλο... Μια απρόσωπη αγάπη που δε θα απευθυνόταν σε καμιά ατομική μορφή δε θα λεγόταν αγάπη»

Nikolas Berdiaeff, (1983), Πέντε στοχασμοί περί υπάρξεως, μτφρ. Β. Τριανταφύλλου - Σ. Γουνελάς, Αθήνα: Κοινότητα, σσ. 141-142. 

Νίκος Καζαντζάκης - Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης: παράλληλοι

«Το μάτι του Μύστη ξεκρίνει και στο πιο ταπεινό σκουλήκι αλάκερο το όραμα του Θεού. Ποτέ δε θα ξεχάσω το όνειρο που είδα μια νύχτα: Ένα μαμούδι μικρό, σα μαύρη μέλισσα, γιομάτο ολοτρίγυρα από μεγάλες, μαυρογάλαζες κεραίες, δύο μικρότατα ολόμαυρα μάτια, που γυάλιζαν βαθιά, θλιμμένα, γλυκύτατα. Φόβος με κυρίεψε ιερός, σαν το Μωυσή ομπρός στη φλεγόμενη βάτο, και στάθηκα φρίσσοντας κ’ είπα: “ο Θεός!” Κι ως ξύπνησα τρομαγμένος, το προσκεφάλι μου ήτανε μουσκεμένο στα δάκρυα», (Νίκος Καζαντζάκης, (2009), Συμπόσιον, Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη, σ. 33). 
Δεν θα ήταν υπερβολή η σύνδεση αυτού του αποσπάσματος με την παρακάτω αφήγηση του αγίου Γέροντα Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη: «Μια μέρα, ένα πρωινό επροχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντί σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πω, πω πω! Να ‘χα ‘ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει: Μου ήλθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον Γερο-Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που τα δοκίμαζα», (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, (2003), Βίος και Λόγοι, Χανιά: Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, σ. 86).

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Έρμαν Έσσε· καταγγέλλοντας τη βαρβαρότητα μιας άνευρης εκπαίδευσης

«Όλοι αυτοί οι αφοσιωμένοι καθοδηγητές της νιότης, απ’ το διευθυντή ίσαμε τον κύριο Γκίμπενραθ, μέσα σ’ αυτούς κι όλοι οι βοηθοί καθηγητές, παλιότεροι και νεώτεροι, έβλεπαν τον Χανς ένα εμπόδιο στις επιθυμίες τους, κάτι που τους αντιστεκότανε, ράθυμο και τεμπέλικο, που έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να εξαναγκαστεί δια της βίας να επανέλθει στους κόλπους κοπαδιού. Κανένας – με την πιθανή ίσως εξαίρεση της συμπάθειας που του έδειχνε ο κύριος Βίντριχ – δεν μπορούσε να διαπεράσει το απελπισμένο χαμόγελο στο προσωπάκι του αγοριού και να μπει στο σπαραγμένο του πνεύμα, που τυραννιόταν και κοίταζε ολόγυρα έντρομο και γεμάτο επίγνωση καθώς βούλιαζε σιγά – σιγά. Ούτε και κανείς υποψιαζόταν πώς το σχολείο και οι ανελέητες φιλοδοξίας ενός πατέρα και μερικών δασκάλων είχαν φέρει σε μια τέτοια κατάσταση το εύθραυστο τούτο πλάσμα. Γιατί τάχα έπρεπε να κοπιάζει ίσαμε αργά τη νύχτα, σκυμμένος πάνω στα βιβλία, στην πιο κρίσιμη κι ευαίσθητη εποχή της παιδικής του ηλικίας; Γιατί του στέρησαν τα κουνέλια του, γιατί σκόπιμα τον αποξένωσαν απ’ τους φίλους του στο δημοτικό, γιατί του απαγόρεψαν το ψάρεμα και τον περίπατο, προτιμώντας να ενσταλάξουν μέσα του το φθαρμένο και κενό ιδανικό μιας θλιβερής και βασανιστικής φιλοδοξίας; Γιατί, ακόμα και μετά τις εξετάσεις, δεν του επέτρεψαν να χαρεί τις πολυπόθητες διακοπές;»

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ. (1982). Κάτω από τον τροχό, μτφρ. Φώντας Κονδύλης. Αθήνα: Καστανιώτη, σσ. 146-147.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

«”Εάν το άλας μωρανθή”»

«[...] πρέπει συχνά - πυκνά ν’ ανασέρνομε στη μνήμη τους και με όλους τους τρόπους να φωτίζομε μια μεγάλη αλήθεια: ότι αν θέλουν να μην είναι στεγνοί επαγγελματίες δάσκαλοι, δηλαδή παθητικοί αγωγοί γνώσεων (δήθεν!) που από τα βιβλία διοχετεύονται στα κεφάλια των παιδιών διαμέσου του στόματός των, αλλά να γίνουν παιδαγωγοί, κατά το μεγάλο και βαθύ νόημα του όρου, έχουν χρέος την παιδευτική λειτουργία, που προσφέρονται να διακονήσουν, να την αρχίσουν από τον εαυτό τους. Και να την αρχίσουν όχι με εξωτερικά επιχρίσματα, επιπλώνοντας δηλαδή το νου τους με δάνειες ιδέες, από διαβάσματα και ακροάματα, αλλά σοβαρά, πολύ σοβαρά: με μιαν ανάπλαση και ανάταξη ολόκληρης της προσωπικότητάς τους».
Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ, (1996), «”Εάν το άλας μωρανθή”», στο: Αγώνες και αγωνία για την Παιδεία, Αθήνα: Φιλιππότης, σσ. 99.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Οι βίοι του Ιώβ

«[…] Η μορφή ενός βιβλίου έχει κάτι από τη μορφή μιας πόλης: η σχέση τους είναι υπόγεια και μόνο οι αμετανόητοι διαβάτες μπορούν να την αντιληφθούν. Χάνεσαι, επιστρέφεις, φωλιάζεις μέσα τους. Δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την εσωτερική μας πυξίδα με το χαραγμένο ένστικτα και προαισθήσεις ανεμολόγιό της. Το ύστατο απότομο τίναγμα της μέσης πριν από το μεγάλο άλμα, εκείνο που επιλέγει αμετάκλητα μια μορφή αποκλείοντας τις υπόλοιπες, οφείλεται ενίοτε στην παρέμβαση μιας μη αναμενόμενης προαίσθησης […] 
[…] Μια μέρα, σε χρόνους αρχέγονους, ένας άνθρωπος ονόματι Ιώβ χάνει το σπίτι του. Ακούστε την ιστορία του. Ζει στην Ουζ[1]. Έχει αγνή καρδιά, είναι ακέραιος, θεοσεβούμενος. Είναι η ενσάρκωση της ηθικής τελειότητας, το λέει κι ο ίδιος ο Ύψιστος. Δεν είναι άνθρωπος της ηθικής· δεν πράττει, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, το καλό· ξέρουμε όμως ότι δεν διέπραξε ποτέ το κακό. Έχει εξαιρετικό ήθος και φημίζεται για την ορθοφροσύνη του, διακρίνεται όχι για τις διανοητικές, αλλά για τις ηθικές αρετές του. Είναι απονήρευτος και ανυστερόβουλος. Η ζωή δεν του τσιγκουνεύτηκε: επτά γιους, τρεις θυγατέρες, επτά χιλιάδες πρόβατα, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσιες γαϊδάρες, μια γυναίκα. Ξαφνικά οδηγείται στην απόλυτη δυστυχία. Του αφαιρούνται σταδιακά τα πάντα: περιουσία, αγαθά, υπηρέτες, παιδιά, σπίτια, χωρίς φανερή αιτία. Χάνει όλα όσα έχει. Δεν του απομένει παρά μονάχα ο εαυτός του να του υπενθυμίζει την οδύνη του. Μα γιατί, Θεέ μου; […] 
[…] Ο Ιώβ βιώνει τη μιζέρια και τη μοναξιά της ανθρώπινης κατάστασης με τον πιο επώδυνο τρόπο. Υπάρχει άραγε πιο τρομερή τιμωρία για έναν θεοσεβούμενο από το να αισθάνεται αποκομμένος από τον δημιουργό των πραγμάτων; Ταπεινώνεται και καταδικάζει τον εαυτό του σε μια ιερατική σιωπή για επτά μερόνυχτα. Βγαίνει πικραμένος από τη σιωπή γιατί ακόμα κι αν εκφράζει κανείς την αλήθεια, όταν η αλήθεια αυτή δεν μοιράζεται, δεν έχει αντίκρισμα. Καταριέται το παρόν του. Έχει έξαφνα την επιθυμία να ξεκάνει τον κόσμο κι ακόμα παραπάνω, να τον επαναφέρει στο ιδρυτικό του χάος. Σκουλήκια καταβροχθίζουν τα νεύρα και το λίπος του, η σάρκα και τα κόκκαλά του έχουν φθαρεί, τον γονατίζουν οι πόνοι. Πνιγμένος στις συμφορές δεν αποποιείται τη χάρη. Σπουδαίο κατόρθωμα για έναν άνθρωπο που δεν συνθηκολογεί με το πεπερασμένο. Από την άρνησή του να κατακρίνει τον Σαντάι[2] εκείνοι συνάγουν την ένοχή του. Ποτέ ο Ιώβ δεν θα έρθει σε συνεννόηση με τον φίλο, ο φόβος του τον παραλύει […] Όταν παρεμβαίνει ο Παντοδύναμος όλη η επιχειρηματολογία του Ιώβ γίνεται σκόνη. Ο Θεός δεν τον κρίνει: τον ωθεί να γίνει ο ίδιος κριτής. Οι φίλοι του επικρίνονται επειδή παρασύρθηκαν: δεν προσβάλλουμε τον άνθρωπο που υποφέρει, κυρίως όταν τολμούμε να μιλάμε εξ ονόματος του Θεού. Ο Ιώβ προβαίνει σε μια ομολογία πίστεως. Πρέπει να αγαπούμε με απόλυτη ανιδιοτέλεια τον Θεό. Είμαστε ενεργοί πιστοί για τον εαυτό μας, κι όχι για να ικανοποιήσουμε τον Θεό. Η θεϊκή σοφία επιστρέφει στον Ιώβ εκείνο που είχε χάσει, όμως τα σχέδια του Θεού εξακολουθούν να είναι απρόσιτα. Ο Θεός είναι κυρίαρχος, ακόμα κι αν η παράκαμψη μέσω του ανθρώπου τού είναι απαραίτητη για να κυριαρχήσει. Η δικαιοσύνη είναι στη δικαιοδοσία όχι του ανθρώπου, αλλά του Θεού. Η αιτία του Κακού είναι ο Πονηρός. Πυρετωδώς αναμενόμενη, η απάντηση του Θεού είναι από τις πλέον απρόσμενες: δεν οφείλει καν απάντηση διότι ο ίδιος είναι η απάντηση […]».

PIERRE ASSOULINE. (2013). Οι βίοι του Ιώβ, μτφρ. Σπύρος Γιανναράς. Αθήνα: Πόλις, σσ. 24, 39-40, 43, 44. 

[1] Ουζ ή ελληνιστί Αυσίτιδα. Χώρα η οποία εικάζεται ότι βρισκόταν πάνω από την περιοχή των Εδωμιτών, νοτιοανατολικά της Νεκρής Θάλασσας. 
[2] Ένα από τα ιουδαϊκά ονόματα του Θεού. El Shaddai είναι ο Παντοδύναμος.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Στο δημοτικό τραγούδι έγκειται η αρετή της ποίησης

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, (2016), Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών. Πιάνω γραφή και γράφω – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι -1Αθήνα: Άγρα. 

Αποτέλεσμα εικόνας για Όταν το ρήμα γίνεται όνομα

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Οφείλω να ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Teriade και την Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Παντελή Μπουκάλα, συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου του οποίου το έργο και τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, χρόνια παρακολουθώ και διαβάζω με ενδιαφέρον[1]
Πλουσιότατος είναι ο αμητός για το δημοτικό τραγούδι, από την εποχή του Ρομαντισμού (μέσα 19ου αιώνα) και της πρώτης απόπειρας κατάρτισης συλλογών από τον Γάλλο φιλόλογο και ιστορικό Κλωντ Σαρλ Φωριέλ, που σε δύο τόμους στα 1824-1825 συνέλεξε δημοτικά τραγούδια – ο Φωριέλ αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ την επαναστατημένη τότε Ελλάδα κατάφερε να δημοσιεύσει την πρώτη βασική συλλογή δημοτικών τραγουδιών· το χεράκι σ’ αυτήν την καταγραφή έβαλε κι ο κορυφαίος λόγιος του Νέου Ελληνισμού Αδαμάντιος Κοραής[2] – μέχρι και σήμερα. Η νεότερη, ωστόσο, βιβλιογραφία για το δημοτικό τραγούδι είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς τίτλους μελετών: Δημοτικό τραγούδι. Προβλήματα καταγωγής και τεχνοτροπίας, του Κώστα Ρωμαίου, (Αθήνα 1979)· Το δημοτικό τραγούδι, του Στίλπωνα Κυριακίδη, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1990)· Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, του Ερατοσθένη Καψωμένου, (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 31996)· τα Ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία, του Κωνσταντίνου Μάρκου, (τόμοι 2, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995-1996)· Το δημοτικό τραγούδι. Παραλογές, με επιμέλεια του αξέχαστου Γιώργου Ιωάννου, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1996)· Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, (εκδ. παρουσία, Αθήνα 31998)· Η διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, του Μανόλη Γ. Βαρβούνη, (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1998)· και, βέβαια, την ανθολόγηση δημοτικών τραγουδιών, Της ξενιτιάς, (επιμέλεια G. Saunier, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1983)· Κλέφτικα, (επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2000). Στις τελευταίες, ωστόσο, μελέτες για το δημοτικό τραγούδι, εντάσσεται και εκείνη του Γιώργου Καραμπελιά με τίτλο: Το δημοτικό τραγούδι. Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του Νεώτερου Ελληνισμού, (εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017). 
Στο ασφυκτικό δεκάλεπτο που έχω στη διάθεσή μου να σας μιλήσω για το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα, είναι αδύνατον να εξαντλήσω το περιεχόμενο των 600 περίπου σελίδων του, συμπεριλαμβανομένων και των υποσημειώσεων, με κατατοπιστικές παραπομπές σε βιβλιογραφία. 
Για να είμαι, όμως, συνεπής προς τους διοργανωτές και προς τον συγγραφέα, θα τολμήσω να καταθέσω στην αγάπη και την υπομονή σας τρία βασικά στηρίγματα, τα οποία αποτελούν και τρεις βασικές αρετές του βιβλίου, καθιστώντας το έτσι άκρως πρωτότυπο τόσο για τη φιλολογία, τη λαογραφία, όσο και για τη δοκιμιογραφία. 
Αποτελεί, τωόντι, μεγάλο το εγχείρημα του πολυγραφότατου συγγραφέα που έφερε εις πέρας ένα τέτοιο έργο, το οποίο προκαταβολικά πιστεύω ότι για τις επόμενες γενιές ερευνητών επάνω στο δημοτικό τραγούδι θα καταστεί έργο αναφοράς, αφού παρέχει πλουσιότατη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και, βέβαια, με καίριο τρόπο εντάσσεται σ’ εκείνες τις γραφές γκρεμίσματος του γνωστού στερεότυπου ότι το δημοτικό τραγούδι, καρπός της λαϊκής παράδοσής μας, σε αντιδιαστολή με τη λόγια, πάντοτε θεωρούνταν υποδεέστερο. 
Η πρώτη, λοιπόν, βασική αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι μελετά το δημοτικό τραγούδι, στη μακρά διαχρονία του, ως ένα σημαντικό «προίκισμα», δηλαδή, να δύναται ο άνθρωπος να φτιάχνει πράγματα που, αν αυτός δεν τα έφτιαχνε, δεν θα γίνονταν ποτέ. Τέτοιο προίκισμα είναι το δημοτικό τραγούδι, το οποίο ενώ έχει βαθιά ριζώματα στην παράδοση του ελληνικού λαού, από την αρχαιότητα και δώθε, δυστυχώς «μαγαρίστηκε» καθώς λέγει ο συγγραφέας από κάθε «ελληνοκάπηλο κιβδηλοποιό» - έτσι για να ταιριάξει όπως αυτός ήθελε την εθνικοφροσύνη του. Ορθότατα στην περίπτωση αυτή ο κ. Μπουκάλας υποστηρίζει το εξής: «με ποια εφόδια να κρίνουμε λοιπόν, σαν ελλανόδικος επιτροπή σε οικουμενικά πολιτισμικά καλλιστεία, τι θα μετρούσαμε και πως θα το ζυγίσουμε, ώστε να αποδώσουμε τα πρωτεία; Και υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος – πέραν των όσων υπαγορεύουν οι αλληλοεξερεθιζόμενοι εθνικισμοί – να τα αποδώσουμε;» διερωτάται στη πολυσέλιδη εισαγωγή του (εκατό περίπου σελίδες). Και ευθέως, χωρίς περιστροφές απαντά: «δεν βλέπω κανένα. Η ελληνική δημοτική ποίηση έχει να καυχιέται για τα εξαιρετικά από κάθε άποψη δημιουργήματά της σε όλες τις κατηγορίες, στα ακριτικά, τα κλέφτικα, της αγάπης, της ξενιτειάς, τα μοιρολόγια, και στα δίστιχά της βέβαια. Τι περισσότερο» (σσ. 55-56). Όμως, δεν είναι μόνον οι ελληνοκάπηλοι κιβδηλοποιοί που υπεραμύνθηκαν της αξίας της δημοτικής ποίησης, υπήρξαν και εκείνοι, της αντίπερας όχθης, που την υποτίμησαν. Αναφέρει έναν ο συγγραφέας. Τον Ηπειρώτη καθηγητή Κωνσταντίνο Ζήσιο, που σε ένα από τα έργα του, το Γλώσσα κομψή και γλώσσα συρφετώδης, στα 1915, με «χολερική ακρότητα» όπως λέγει ο κ. Μπουκάλας χαρακτήριζε τη δημοτική ποίηση χυδαία (σσ. 60–61) Επιτρέψτε μου, εδώ, να σημειώσω το εξής: τέτοιες αναθυμιάσεις, όπως η τελευταία, που σηκώνουν σκόνη ακροτήτων, δεν μπορεί να μην έχουν την απάντησή τους. Πέραν της χολερικής ακρότητας, καλόν είναι εδώ να υπενθυμίσω τον ακριβό λόγο του Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος καυτηρίαζε απόψεις που ήθελαν καθετί που προέρχεται από την παράδοση του ελληνικού λαού να είναι υποδεέστερο και υποτιμημένο. Γράφει ο Πικιώνης σ’ ένα κείμενό του: «να ζει μέσα του ο θείος σπόρος. Ζει η πανάρχαια λαλιά του. Και ρυθμοί και μέλη και σχήματα και ουσίες απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, όπου τούτα ήταν ορισμένο να συλληφθούνε και που αν πέθαιναν ουδ’ ο Θεός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τ’ αναστήσει»[3]
Έρχομαι τώρα στη δεύτερη αρετή του βιβλίου. Ο συγγραφέας μελετά την ποιητική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών πιστεύοντας ότι δεν είναι μόνο «μουσικοποιητική τέχνη» αλλά και «αναπαραστατική». «Λόγια είναι και τα τραγούδια· λέξεις που τις θέλουμε ιαματικές, μα μπορεί να αποδειχθούν ατελέσφορες», γράφει. Και συνεχίζει: «αλλά τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι μόνο λέξεις. Είναι τριαδικά, τρισυπόστατα: Λόγος, Μέλος, Χορός. Είναι πλουτισμένα με τη μουσική τους και, τις περισσότερες φορές, έχουν το χορό να τα ιστορεί, και να οδηγεί συχνά τα βήματά του αντίθετα προς το περιεχόμενο: πικρό το νόημα, αλλά ο χορός ανοίγει το σώμα, το αναπτύσσει μέσα στο πείσμα του και στην επιμονή του» (σ. 103). Επιτρέψτε μου, εδώ, ένα ερμηνευτικό σχόλιο στα γραφόμενα του κ. Μπουκάλα. Φρονώ ότι η δημοτική ποίηση έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή, την οποία συντηρεί και ολοκληρώνει. Ετούτο, άλλωστε, το γεγονός αφ’ ενός φανερώνει ο συνοδεύων ρυθμός και χορός και αφετέρου η δραματικότητα του περιεχομένου το οποίο αναπαριστά. Και μιας ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημοτικού τραγουδιού, κοντά πάντα στη μουσική και στο στίχο, εκφράζει και τον καημό «που επιμένει στη δημοτική ποίηση». Μια ποίηση, που κατά τον συγγραφέα «δεν διστάζει να αυτοσχολιασθεί και να αυτοκριθεί, ελευθερόφωνη όπως είναι και ελευθερωτική» (σ. 106). Εδώ, βρίσκεται και το «τεράστιο γλωσσικό εργαστήριο», εκείνο το «δοκιμαστήριο νέων λέξεων» (σ. 107), με τις αντίστοιχες νέες γραμματικές «παρεκτροπές», τις οποίες ο συγγραφέας μελετά στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του. Τα παραδείγματα που παραθέτει πολλά· πρόκειται για ένα «κοιμητήριο λέξεων» «όλης της ελληνικής» (σ. 132), που είναι απέραντο και προέρχεται από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, με τις γνωστές παραλογές, σωσμένα απ’ όσους τα κατέγραψαν, όπως λόγου χάριν ο Ν. Γ. Πολίτης, ο Νουάρος Μιχαηλίδης, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κ.ά. 
Μια μικρή αναφορά «στον κόσμο των μοιρολογιών» νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη για να κατανοήσουμε πώς ο συγγραφέας προσεγγίζει το δημοτικό τραγούδι, δίχως να το ξεκαρφώνει από τις συντεταγμένες του κόσμου μας και δίχως να παραβλέπει το κύλισμα της μακράς ιστορίας του σε παρελθόντες χρόνους. Τα μοιρολόγια, λοιπόν, είναι τραγούδια που δεν χορεύονται. Τραγουδιούνται στο ξόδι, στην έξοδο του νεκρού. Είναι εκείνη η δημοτική ποίηση που «η γλώσσα της βαθιάς λύπης, επί θανάτου, είναι ένα ουρλιαχτό. Ή η σιωπή», σχετίζονται δηλαδή με την «κουλτούρα του θανάτου» (σ. 154), σημειώνει ο κ. Μπουκάλας. 
Είναι βέβαιο ότι όταν καλείσαι να παρουσιάσεις ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το τό αγάπησες πολύ, δεν το βρήκες δηλαδή μόνο ενδιαφέρον, έστω και σε σύντομο χρόνο απαιτείται να δώσεις το καλύτερό σου εαυτό σ’ αυτά που θα πεις. Δεν σας κρύβω ότι ολόκληρος ο μήνας Ιούνιος κύλησε μελετώντας σελίδα - σελίδα το πόνημα του κ. Μπουκάλα. Δεν σας κρύβω, επίσης, ότι αρκετές φορές έψαχνα και τον τεράστιο πλούτο των υποσημειώσεων και της βιβλιογραφίας που παραθέτει. Αυτό κι αν δείχνει πόσο «υψηλής αισθητικής πραγμάτευσης» είναι ετούτο το βιβλίο. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιό του, Τα ρήματα της αγάπης (σσ. 267-392), το σημαντικότερο κατ’ εμέ. Γιατί φανερώνει το βαθύτερο νόημα των όσων γράφει ο συγγραφέας για το πάθος των συνθέτων λέξεων και επιθέτων στη δημοτική ποίηση. Και για να τεκμηριώσει τις απόψεις τους ψάχνει προσεκτικά τα γραπτά και τα λόγια των άλλων, του Κωνσταντίνου Σάθα, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Λίνου Πολίτη, του Γιώργου Κεχαγιόγλου, του Ιωάννη Κακριδή, της Παλατινής Ανθολογίας κ.ά., για να δει το χέρι που τείνει, ποια προσέγγιση επιδιώκει. Πρόκειται για μια ακόμη αρετή του βιβλίου, την τρίτη, και με αυτή τελειώνω την ομιλία μου. Οι αναφορές του για τη χρήση συνθέτων στη δημοτική ποίηση πολλαπλές. Ακόμη και στην αγιολογία με ιδιαίτερη άνεση καταφεύγει ο συγγραφέας, αφού καταγράφει το παράδειγμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, αγίου πράου και ζωγράφου του ποιητικού λόγου, ο οποίος δεν δίσταζε να στηλιτεύει όσους γλεντοκοπούσαν σε ναούς μαρτύρων, επιδιδόμενοι έτσι στην τυμβωρυχία, αποκαλώντας τους «τυμβολέτες» και «γάστρωνες», δηλαδή τυμβωρύχους και κοιλαράδες, (σ. 293). 
Ανάμεσα στις εκατοντάδες ή πολλές χιλιάδες των δημοτικών ποιημάτων, σημαντική θέση για τον συγγραφέα κατέχει και «η Αγαπώ» (σσ. 346 κ.ε.), που μάλλον πρόκειται για ουσιαστικοποίηση ρήματος με χρήση άρθρου με αναφορική σημασία, και που απαντά σε δημοτικά τραγούδια από τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με μια πρώτη απογραφή που συνέταξε ο Αλέξης Πολίτης και που δίστιχό της βρίσκουμε και σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, (σ. 323). Καλοί, εδώ, για τον συγγραφέα βιβλιογραφικοί οδηγοί οι γνωστοί μελετητές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ο Ε. Legrand, o Μανούσος Μανούσακας, ο Catharinus Dulsis, μαθητής του Μαρτίνου Κρούσιου. 
Το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα έτυχε θετικών κριτικών. Σταχυολογώ δύο, αυτή της Αικατερίνης Πολυμέρου - Καμηλάκη στο ΒΗΜΑ, και εκείνη της Ανθούλας Δανιήλ στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ. Επίσης, το βιβλίο εκδιδόμενο από τις καλύτερες κατ’ εμέ εκδόσεις: Άγρα, και στο πολυτονικό. 
Έχω την γνώμη ότι και στους επόμενους τόμους που θα ακολουθήσουν, με γενικό τίτλο Πιάνω γραφή και γράφω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι, με μελέτες όπως Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση, Ο Διάκος της ιστορίας και των δημοτικών τραγουδιών. Πως αποθανάτισαν τον αγωνιστή του ’21 η λαϊκή μούσα, οι ιστοριογράφοι και επώνυμοι ποιητές, κ.ά., ο συγγραφέας θα απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με το παραδοσιακό εν γένει τραγούδι[4], όπως: Τι νόημα έχει στις μέρες μας η αποζήτηση στο δημοτικό τραγούδι της έννοιας της παραδοσιακότητας; Και κατά πόσο αυτή η αποζήτηση αφορά τον σημερινό Έλληνα; Επίσης, κατά πόσο το δημοτικό τραγούδι, ενώ αναπολεί το πλούσιο ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού, μπορεί να παίξει σήμερα κι έναν άλλον ρόλο πέραν του διακοσμητικού; 


[1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του Παντελή Μπουκάλα, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα· στον αύλειο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Teriade (30 Ιουνίου 2017). 
[2] Για το θέμα κατατοπιστική είναι η μελέτη του ΑΛΕΞΗ ΠΟΛΙΤΗ, (1999), Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Αθήνα: Θεμέλιο. 
[3] Δ. ΠΙΚΙΩΝΗΣ, (1999), «Το πρόβλημα της μορφής», στο: Κείμενα, πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια Αγνή Πικιώνη – Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 220. 
[4] Τα ερωτήματα τίθενται με καίριο τρόπο στο προλογικό σημείωμα του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, (2005), «Περί ασμάτων καινών, κενών και άλλων», στη: Σύναξη, τχ. 95, (Ιούλιος – Σεπτέμβριος), σ. 3, [τεύχος αφιερωμένο στο τραγούδι].

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Ανάστημα της ποίησης

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, (2016), Ναυαγού τάφος ειμί (επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία), Αθήνα: Γαβριηλίδης.


Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Ένα νεκροταφείο είναι όλος ο κόσμος του πολιτισμού μας» γράφει στον Λύκο της στέπας ο κορυφαίος Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε. Και πράγματι δεν έχει άδικο, φτάνει να σκεφτεί κανείς ό,τι ο θάνατος συνιστά τη βασικότερη δοκιμασία του ανθρώπινου προσώπου. Γράφοντας ετούτες τις γραμμές για το ενδιαφέρον βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας Τασούλας Καραγεωργίου με τίτλο Ναυαγού τάφος ειμί (επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία), που πριν δύο χρόνια κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, συνοδευμένο με ζωγραφιές του Γιώργου Ξένου, ήρθε στο νου μου εκείνη η ξεχωριστή τοιχογραφία στη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, η οποία παριστάνει τον αββά Σισώη, ασκητή των αρχών του 4ου αιώνα, με υψωμένα τα χέρια κι έκπληκτη έκφραση να σκύβει πάνω σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο που μέσα της έχει το σκελετό του Μ. Αλεξάνδρου. Στην επιγραφή, εντός περίτεχνου πλαισίου, ένα ασκημένο μάτι στην ανάγνωση επιγραφών θα διαβάσει τα εξής ποιητικότροπα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «ορώ σε τάφε, δειλιώ σου (την) θέαν κ(αι) καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω. Χρέος το κ(οι)νόφλητον εις νουν λαμβάνω. Πώς γαρ [μέλλω διελ]θείν πέρ(ας)τοιούτον, αι [θάνατε, τις δύναται] φυγ[είν] σε;» 
Κάμω αυτούς τους ιδιότυπους θα ‘λεγα συλλογισμούς, καθώς το βιβλίο της κας. Καραγεωργίου αποτελεί ξεχωριστή έκδοση για την ελληνική βιβλιογραφία του 2016. Και ετούτο γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να προσαρμόσει ένα μνημειώδες κείμενο της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής γραμματολογίας στο σημερινό κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για τη γνωστή Παλατινή Ανθολογία (Anthologia Palatina), καθιερωμένη σήμερα στη φιλολογική έρευνα με την ονομασία Anthologia Graeca, η οποία περιλαμβάνει 4000 περίπου ποιήματα, χωρισμένα σε 15 βιβλία, που καλύπτουν μια μακρά χρονική περίοδο 17 αιώνων (από τον 7ο π. Χ., μέχρι και τον 10ο μ. Χ.).
Αυτό το βιβλίο, πριν κάμποσο καιρό, παρουσία της ίδιας συγγραφέως, έγινε γνωστό στο βιβλιόφιλο κοινό της Μυτιλήνης, στην ωραία εκδήλωση που οργάνωσε και φιλοξένησε το βιβλιοπωλείο της πόλης μας Book and Art, με ομιλητές τον Παναγιώτη Σκορδά, δρ. Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και τον Παύλο Τριανταφυλλίδη, προϊστάμενο της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Λέσβου. Διαβάζοντάς το μέσα σε μια βραδιά, διαπίστωσα ό,τι πρόκειται για ένα βιβλίο που άνετα θα μπορούσε να προσαρμοστεί στις διδακτικές ανάγκες αρκετών μαθημάτων που διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, κυρίως στο Λύκειο, όπως λόγου χάριν όλα τα φιλολογικά και εικαστικά μαθήματα, τα Θρησκευτικά, την Κοινωνιολογία. Ενταγμένο, βέβαια, στο πλαίσιο της διαθεματικότητας και της διεπιστημονικότητας. Ετούτη η πρότασή μου, δεν σχετίζεται μόνο με το φιλολογικό και ιστορικό περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο με περίτεχνο τρόπο η συγγραφέας μεταφέρει στον ειδικό αναγνώστη. Σχετίζεται και με το λίαν επίκαιρο πρόβλημα που σήμερα βιώνει ολάκερη η ανθρωπότητα, κι αυτό δεν είναι άλλο από την προσφυγιά και τη μετανάστευση. Γι’ αυτό ειδικά το ζήτημα η εκπαίδευση οφείλει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, κομίζοντας στους μαθητές και τις μαθήτριες κουλτούρα ανοχής και συναδέλφωσης με κάθε πολιτισμικά διαφορετικό άνθρωπο. 
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, οι άριστες μεταφραστικές δοκιμές που κάμει η συγγραφέας των επιτύμβιων επιγραμμάτων από το έβδομο βιβλίο της Παλατιανής Ανθολογίας, αφορούν ναυαγούς και ναυάγια ανθρώπων αλλοτινών καιρών αυτού του κόσμου. Κύριο, όμως, χαρακτηριστικό αυτών των μεταφραστικών δοκιμών είναι η προσαρμογή τους στις σημερινές τραγικές εικόνες αντίστοιχων ναυαγών και ναυαγίων με πρόσφυγες και μετανάστες στη Μεσόγειο Θάλασσα. Εξ’ ου και η άκρως πετυχημένη «εικαστική ανάγνωση» του γνωστού ζωγράφου Γιώργου Ξένου, με έργα που αποτυπώνουν «την τραγικότητα του ανθρώπου στην αιώνια πάλη του με το υγρό στοιχείο», (σ. 9). Στην ανάγνωση που έκαμα, οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις των ζωγραφικών έργων του Γιώργου Ξένου, γραμμικά με ταξίδεψαν πίσω στο χρόνο, αλλά και με γοργούς διασκελισμούς ταυτόχρονα με μετέφεραν στην τραγικότητα σημερινών ναυαγών και ναυαγίων των προσφύγων και μεταναστών. «Ναυαγού τάφος ειμί»: παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν. Σ’ αυτήν την αυθαίρετη, αν θέλετε, προσωπική υποψία, η λειτουργία του χρόνου μέσα από δραματικές εικόνες, θέλω να πιστεύω ό,τι συνεγείρει ανθρώπινες συνειδήσεις για πρόσφυγες και μετανάστες που στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, βιώνουν τις συνέπειες του θανάτου χάνοντας τη ζωή τους μέσα στη θάλασσα, φαινόμενο άλλωστε τόσο παλαιό: «ναυαγός είμ’ εγώ που βλέπεις· / κι αν ντράπηκε η θάλασσα / που μ’ έχει σκοτώσει / να γυμνώσει το σώμα μου από τ’ άθλια τα ράκη, / με χέρια ξεδιάντροπα άνθρωπος μ’ έχει ξεντύσει, / ντροπή τόση αποκτώντας όσο το κέρδος του. / Και μακάρι μ’ αυτά να ντυθεί / και μ’ αυτά στο παλάτι του Άδη να πάει / και ο Μίνωας είθε εκεί να τον δει / να φορεί τα δικά μου κουρέλια», (σ. 93). 
Ορθά η συγγραφέας σημειώνει ό,τι οι σύντομες αφηγήσεις των επιτύμβιων σημάτων με θέμα τη βίαιη διακοπή της ζωής «κατά τη διάρκεια της πάλης του ανθρώπου με το ακαταμάχητο θηρίο της θάλασσας», στη μακρά διαδρομή των αιώνων αφήνουν τον απόηχό τους και στα αντίστοιχα «θαλασσινά μοιρολόγια και αφηγηματικά τραγούδια της δημοτικής ποίησης», (σ. 9). Κι όχι μόνον. Αλλά και σε εικόνες σημερινές, τραγικές, σαν κι αυτή του τρίχρονου Σύρου Αϊλάν που πριν τρία χρόνια το νεκρό σώμα του πετάχτηκε από τα κύματα της θάλασσας στα τουρκικά παράλια. Σ’ αυτήν την εικόνα, άνετα θα ταίριαζε το επίγραμμα του Αντίπατρου Σιδωνίου (2ος αιώνας π. Χ.), για τον «μικρόν Κλεόδημον». Η μετάφραση του εν λόγω επιγράμματος από την κα. Καραγεωργίου, πραγματικά είναι γροθιά στο στομάχι: «Τον μικρούλι Κλεόδημο, / βυζανιάρικο βρέφος, ακόμα, καθώς / στο πλευρό στηρίζονταν του πλοίου / βοριάς θρακικός το παρέσυρε / μέσα στ’ άγριο το πέλαγος / και το κύμα ευθύς την ψυχή του μωρού την αφάνισε. / Αχ Ινώ, ανελέητη νύμφη της θάλασσας, / τον ομήλικο του Μελικέρτη / απ’ τον Άδη τον μαύρο δεν γλίτωσες», (σ. 39). Τολμώ ετούτο τον παραλληλισμό, κεντρίζοντας μέσα μου τη δύναμη να πω ό,τι η ποιητική κληρονομιά της αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου – εδώ η Παλατινή Ανθολογία - όταν περίτεχνα συνταιριάζεται και προσαρμόζεται με σημερινά γεγονότα, δείχνει τη μακρά διάρκειά της στο χρόνο. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται αν κανείς λάβει υπόψη αυτά που γράφουν γι’ αυτήν οι P. E. Easterling – B. M. W. Knox, «το επίγραμμα είναι ιδιαίτερα ταιριαστό στην καλοδιατυπωμένη και σύντομη έκφραση του αισθήματος, και συγγραφείς απ’ όλες τις περιόδους έγραψαν για τις μεταπτώσεις της ζωής και ιδιαίτερα για το θάνατο», (στο: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ν. Κονομή, Χρ. Γριμπά, Μ. Κονομή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 809. Πρβλ. Albin Lesky, (1972), Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, σσ. 1020-1021). 
Για την Παλατινή Ανθολογία η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Σχετικές ειδήσεις ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο λήμμα «Ανθολογία Παλατινή Anthologia Papatina» του Λεξικού Αρχαίων Συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων του Paul Kroh, μτφρ. Δ. Λυπουρλής - Λ. Τρομάρας, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 65-66. Αξιοσημείωτες είναι και οι πολλές εκδόσεις της, με βασική εκείνη του F. Jacobs στη Λειψία κατά τα έτη 1794-1803 σε 13 τόμους. Αντίτυπα αυτής της έκδοσης βρίσκονται στην Ιστορική Βιβλιοθήκη του παλαιού Γυμνασίου Μυτιλήνης. Αξιοσημείωτες, όμως, είναι και οι μεταφράσεις της στη λατινική, αγγλική, γερμανική, γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Στην ελληνική, από την πληθώρα των μεταφράσεων που κατά καιρούς έχουν γίνει, ενδεικτικά αναφέρω του Παναγή Λεκατσά, του Άρη Δικταίου, του Γιώργου Ιωάννου και του Οδυσσέα Ελύτη.

Ο σπόρος

«Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο έλλογο ζώο. Είναι και ζώο έμμυθο. Το πέρασμα από τον μύθο στον λόγο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο αιώνας μας εδοξάσθη από τον ανθρώπινο λόγο. Με τις εκπληκτικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Κατακρεουργήθηκε ωστόσο και από τον ανθρώπινο μύθο, τον χιτλερικό και τον σταλινικό. Έτσι όμως αν εξετάσουμε τη σημερινή συμπεριφορά του ευρωπαίου κατά τον εικοστό αιώνα, είναι ωσάν να πρόκειται για έναν μεγαλοφυή παράφρονα. Όλα δείχνουν πως ακόμη και ο άνθρωπος ο διαφωτισμένος της εποχής μας έχει σκοτεινές ζώνες στη συμπεριφορά του, τις οποίες δεν λαμβάνει υπόψη του, πράγμα που τραυματίζει καιρίως τον ορθολογισμό του. Ο άνθρωπος είναι πολύ διαφορετικός από αυτό που ο ίδιος νομίζει πως είναι. Κάτι που με πολύ δυσκολία το αντιλαμβάνεται, διότι δεν υπάρχει κάποιος να του το πει. Κι ωστόσο είναι ολοφάνερο, πως ο άνθρωπος λέγει ψέματα στον εαυτό του. Βεβαίως, θα υπάρχει λόγος προς τούτο. Και δεν θα του είναι πολύ κολακευτικός.

Κατά τους καιρούς των μεγάλων και παρατεταμένων σφαγών ήταν εύλογο να διερωτηθεί κανείς: κάθε Κυριακή, οι χιλιάδες των εκκλησιών, σε ποιους απευθύνονταν; Σε ποιες ψυχές σπέρνονταν ο λόγος του Θεού και ο λόγος του ανθρώπου; Όπως συμβαίνει γενικά στη φύση, ο περισσότερος πάει χαμένος. Μόνον εδώ και εκεί κάποιος σπόρος βρίσκει λίγη υγρασία και ελάχιστο πρόσφορο έδαφος και φυτρώνει και ανθίζει και καρπίζει. Τούτο όμως σημαίνει πως και ο τωρινός λόγος του πνεύματος, της αγάπης, της ειρήνης, της ομόνοιας, των υψηλών ιδεωδών ρίχνεται εν πολλοίς σε άκαρπη γη. Η σκέψη αυτή πρέπει να βάζει σε αμηχανία όλους τους καλοπροαίρετους δασκάλους των ανθρώπων, όλους που αγωνίζονται να καταστήσουν καλύτερους τους συνανθρώπους των. Η σκέψη αυτή θα τους έκαμε να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους, ως μάταιη. Ή εν πάση περιπτώσει ως ασύμφορη, διότι η τόσο μεγάλη προσπάθεια για τόσο πενιχρό αποτέλεσμα σε αποκαρδιώνει. Κι ωστόσο ο άνθρωπος δεν δίνει βαρύτητα σε αυτά τα λογικά συμπεράσματα, επειδή δεν είναι μόνον έλλογος. Είναι και έμμυθος. Και ο μύθος του τον παρακινεί και τον στερεώνει να κάνει τον δάσκαλο. Ότι αυτή τη φορά θα επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα. Και όλα αυτά επειδή δεν ξέρει ο δάσκαλος ποιος σπόρος θα πάει χαμένος και ποιος θα καρποφορήσει. Αυτή του η άγνοια τον σώσει. Και σώζει την κατάσταση.
Επειδή, όπως είπαμε, κάποτε βγάζει σε καλό αποτέλεσμα. Όπως μας το διαζωγραφίζει και η παρακάτω ιστορία. Ένας νεαρός άκουγε με προσοχή τα λόγια του ιεροκήρυκα κάθε Κυριακή. Ο σπόρος του λόγου του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα του. Ώσπου στο τέλος αποφάσισε να αφιερώσει τον βίο του στη λατρεία του Θεού για να αποκτήσει την αιώνια σωτηρία. Έτσι πήγε μοναχός σε διπλανό προς το χωριό του μοναστήρι. Όμως κάτι τον ανησυχούσε. Ο πατέρας του αδιαφορούσε για τα πνευματικά θέματα και ενδιαφερόταν μόνο για την αύξηση της περιουσίας του. Ωστόσο, ο νεαρός μοναχός δεν ήθελε ο πατέρας του να πάει στην κόλαση. Μια μέρα εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά του στον Ηγούμενο του μοναστηριού. Όταν ο Ηγούμενος άκουσε πως ο πατέρας του μοναχού ήταν φιλάργυρος, σκέφτηκε κάτι. Λέει του μοναχού να πάει να βρει τον πατέρα του και να του πει πως το μοναστήρι του παραγγέλλει να λέγει κάθε μέρα και όσες πιο πολλές φορές μπορεί το “Πάτερ ημών”. Όσες φορές το επαναλάβει τόσα εκατομμύρια θα πάρει. Ο φιλάργυρος εμποράκος ενθουσιάστηκε. Μέτραγε πόσες φορές έλεγε την Κυριακή προσευχή, και κάθε βράδυ ανέβαινε στο μοναστήρι και λάβαινε τα χρήματά του. Αυτό συνεχιζόταν για κάμποσο καιρό. Κάποτε όμως έπαψε να ανεβαίνει. Ο Ηγούμενος ανησύχησε και έστειλε τον μοναχό στο χωριό να δει τι συμβαίνει. Βρήκε τον πατέρα του να είναι τόσο απορροφημένος επαναλαμβάνοντας συνεχώς την προσευχή, που ούτε καιρό είχε να ανεβεί στο μοναστήρι, αλλά και ούτε ενδιαφέρον για τα χρήματα. Η μηχανική επανάληψη της προσευχής μετατράπηκε σε κατανυκτική προσήλωση προς το περιεχόμενό της. Έτσι σώθηκε και αυτός.
Είναι σαφές το μήνυμα της ιστορίας. Κάτω και από τις πλέον αντίξοες συνθήκες, είναι δυνατόν να φυτρώσει ο σπόρος. Όμως δεν ξέρει κανείς που και πότε. Γι’ αυτό οι δάσκαλοι σκορπούν τον σπόρο ελπίζοντες. Μολονότι ξέρουν πως το αποτέλεσμα θα είναι πενιχρό. Να αναλογιστεί κανείς τους ποταμούς της παιδείας που έρρευσαν στη γη, από τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη μουσική. Επί χιλιετίες. Και όμως. Λήγει η δεύτερη χιλιετία και η κοινωνία μας γίνεται ολοένα και περισσότερο βάρβαρη. Οι κοινωνικοί επαναστάτες ενόμιζαν πως στη νέα κοινωνία που θα οικοδομούσαν ο μέσος άνθρωπος θα στεκόταν στο ύψος του Γκαίτε και του Μπετόβεν. Είναι εκπληκτική η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των δυτικών κοινωνιών. Είναι όμως εξίσου εκπληκτική και η αντίστοιχη πτώση του πνευματικού επιπέδου των. Στις χώρες που έχουν μακραίωνη παράδοση μένουν ορισμένες νησίδες παιδείας, χωρίς ανάλογη ακτινοβολία στο κοινωνικό σώμα. Στις χώρες που δεν διαθέτουν παράδοση, τα πάντα έχουν σαρωθεί από τον νεοβαρβαρισμό των οικονομικώς αναπτυγμένων κοινωνιών, οι οποίες πήραν τον δρόμο της πνευματικής υπαναπτύξεως. Και ο σπόρος πέφτει σε απρόσφορη γη».

ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ. (1993). «Ο σπόρος», στο: Δοκίμια Ιδεών. Αθήνα: Δωδώνη, σσ. 62-64.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Τζούλιο Καΐμη και Φώτης Κόντογλου

«Η Ευρώπη, είναι αλήθεια, πως ποθεί αχαλίνωτα την πρόοδο, μα μοιάζει με το νήπιο που αναπτύσσεται και μεγαλώνει με τεράστιες διαστάσεις. Για τούτο βλέπουμε τον πολιτισμό της να εξελίσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πνευματικά ακανόνιστος.
Αντίθετα, η Ανατολή, σαν την γριά που αργοβαδίζει έχοντας πείρα της ζωής, είναι επιφυλακτική και συντηρητική, και μένει ακλόνητη στην πίστη της.
[…] Αυτό που χαρακτηρίζει τον ζωγράφο αυτόν, είναι ότι δεν είναι ερασιτέχνης, αλλά αισθάνεται την Τέχνη ως τον δεσμό του λαϊκού ρυθμού αρμονικά δεμένο με τη χιλιόχρονη θρησκευτική παράδοσή του, μέσα στην πνευματική ενότητα και στασιμότητά της. Και επειδή, ο ψυχικός δεσμός με τη θρησκεία του είναι ζωντανός μέσα του, για τούτο ο Κόντογλου βρίσκει το ρυθμό του στη Βυζαντινή τέχνη, ως το σημείο να τη θεωρεί θεμέλιο λαϊκής συνθέσεως και της ατομικής του εμπνεύσεως. Βαδίζει συστηματικά στο σκοπό του αυτόν και πιστεύει στον αδιάσειστο συμβατικό ελληνικό ρυθμό που κατ’ αυτόν ενσαρκώνεται μέσα στη Βυζαντινή αγιογραφία και αυτό τον κάνει να μην πάρει την τέχνη στο Μουσείο όπως κάνουν όλοι οι άλλοι αλλά να δώσει μια νέα ζωή στην ξεπερασμένη εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
[…] Μια επισκόπηση στο σπίτι του ανθρώπου αυτού δεν τη θεωρούμε διόλου άσκοπη.
Εκεί που μένει και εργάζεται δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε σπίτι ούτε εργαστήριο. Θα το λέγαμε μάλλον εκκλησία, και εντούτοις έχει κάτι, που δεν μοιάζει ούτε με εκκλησία.
“Όπως η Βυζαντινή τέχνη είναι απλή, έτσι και με λόγια απλά θα σου την εξηγήσω – μου λέει ο Κόντογλου. Το ότι ο κόσμος σήμερα δεν την εννοεί, δεν μου φαίνεται διόλου παράξενο, μια που ο σημερινός άνθρωπος, με τις περίπλοκες ιδέες του, δεν είναι σε θέση να δεχθεί μια απλή συγκίνηση. Η λιτότητα και η απλότητα της ζωγραφικής της ανατολικής χριστιανοσύνης έχει προσόντα όλως διόλου ξέχωρα. Βλέπουμε πραγματικά με πόση απλότητα και σοφία η Ερμηνεία της Ζωγραφικής του Μοναχού Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων εξηγεί όλα τα τεχνολογικά και συνθετικά της ανατολικής ζωγραφικής”.
[…] “Όχι. Η Βυζαντινή τέχνη – λέει ο Κόντογλου – δεν μπορεί να πει κανείς πως εχάθηκε. Στην Τουρκοκρατία εξακολουθούσε να ζει η μεγάλη παράδοσή της. Έφτασε σε ακμή που κανείς δεν την υποπτεύεται. Οι ταπεινοί και πραείς τη καρδία καλόγεροι και κοσμικοί δουλεύοντας δίχως καμιά φιλοδοξία και πολλάκις και αμοιβή, έδωσαν μορφές και συλλήψεις σπάνιες στην παγκόσμια ζωγραφική. Στους λαϊκούς ζωγράφους της Τουρκοκρατίας υπάρχει ένας έντονος αρχαϊσμός, που δεν είναι η νεκρή ανάμνηση του κλασικισμού, αλλά ζωντανό αίσθημα που πηγάζει από τις αστείρευτες πηγές της λαϊκής ψυχής”.
[…] “Στην Ανατολή – εξακολουθεί ο Κόντογλου – η πνευματικότητα είναι στοιχείο αυτής της ίδιας εκτέλεσης. Αυτή καθεαυτή η τεχνική επεξεργασία και η χρήση των υλικών είναι πνευματική . Όσο για τη ζωγραφική δεν υπάρχει άλλο από την τεχνική της μαστοριά. Όλη η προσπάθεια του ζωγράφου είναι να κάμει έργα σωστής τεχνικής. Τα άλλα είναι φυσικά χαρίσματα της καλής εκτέλεσης”.
[…] Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ασφαλώς καθιερώσει τους συμβατικούς κανόνες που απέδιδαν τις θαυματουργικές αυτές μορφές, των αγαλμάτων, την πλαστική τους και το χρωματισμό τους. Από το χριστιανισμό χάθηκαν οι κανόνες εκείνοι, αλλά αναζητούν με άλλον τρόπο μέσα στην Ερμηνεία του Διονυσίου του Μοναχού.
Η σημερινή μας εποχή δεν αισθάνεται τη θρησκευτική τέχνη μα όταν θα την αισθανθεί, τότε η Ερμηνεία αυτή θα αναδώσει νέο φως».

ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΪΜΗ. (1992). Συναντήσεις με τους Φώτη Κόντογλου, Γιαννούλη Χαλεπά και Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα, Αθήνα: Γαβριηλίδης. Αθήνα 1992, σσ. 12-13, 16-17, 19-20, 23, 30, 31.

Ο Φώτης Κόντογλου: «Απόστολος της Ορθοδοξίας». Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος) γράφει για τον υμνωδό της καθ’ ημάς Ανατολής

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αναμφίβολα ο Φώτης Κόντογλου, πενήντα τρία χρόνια μετά το θάνατό του (Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965), ακόμη και σήμερα, στους τόσο δύσκολους καιρούς, που για τους νεοέλληνες η πνευματική κρίση έχει λάβει τραγικές διαστάσεις, εξακολουθεί να χαρίζει πρωτόγνωρες συγκινήσεις. Αν κανείς παρακολουθήσει τα βιβλία που έχουν γραφεί γι’ αυτόν τον μύστη της καθ’ ημάς Ανατολής, θα διαπιστώσει πως όλα σχεδόν κινούνται πάνω στον άξονα της πιστότητάς του στην πνευματική παράδοση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας[1]. Ολάκερο το έργο του, λογοτεχνικό, εικαστικό, δοκιμιακό και επιστολικό διαπνέεται από εκείνο το ευώδες άρωμα που αποπνέει η μακραίωνη ιστορία μας: αρχαιοελληνική, ελληνιστικά χρόνια, βυζαντινή περίοδος, Τουρκοκρατία, Νεότερος Ελληνισμός. Στην προκειμένη περίπτωση ορθότατα έχει χαρακτηριστεί ως εκείνος ο «ξακουσμένος παραμυθάς»[2], που με τα γραφόμενα και τη ζωγραφική του συγκινούσε μικρούς και μεγάλους.
Σ’ έναν από τους πολλούς αφιερωματικούς τόμους[3] που στη μνήμη του έχουν κυκλοφορήσει, διατρέχοντας πριν λίγο καιρό τις σελίδες του[4], ανακάλυψα ότι ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος) είχε καταθέσει τη δική του σκέψη για τον Αϊβαλιώτη λογοτέχνη και ζωγράφο[5]. Πρόκειται για ένα βραχύ προσφώνημα του μακαριστού λογίου ιεράρχη, το οποίο διάβασε στην κηδεία του Κόντογλου, που έγινε την 13η Ιουλίου 1965 στο ναό του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών.
Πρωτότυπο αυτού του επικήδειου λόγου, πριν λίγο καιρό, προσπάθησα να βρω στα αρχεία της Μητροπόλεως Μυτιλήνης, στο πλαίσιο μιας έρευνας που εδώ και ένα χρόνο κάμω, να συγγράψω ένα βιβλίο για τους Μητροπολίτες Μυτιλήνης του 19ου και 20ου αιώνα. Δυστυχώς, όμως, απ’ ότι με πληροφόρησαν οι υπεύθυνοι του γραφείου της Μητροπόλεως, το αρχείο του μακαριστού ιεράρχη Ιακώβου Β΄ δεν απόκειται εκεί. Παρά ταύτα, εκείνο που αξίζει να σημειώσω εδώ είναι πως ο επικήδειος λόγος του μητροπολίτη Ιακώβου Β΄[6], συνοδευόμενος κι από ένα μονοσέλιδο εισαγωγικό σημείωμα, αξίζει να σχολιαστεί για τον εξής λόγο: πέραν της καλής γνωριμίας που είχαν οι δύο άνδρες από τον καιρό που ακόμη ζούσαν στις Κυδωνίες, την κοινή τους πατρίδα, ο μακαριστός μητροπολίτης αποτιμά την προσωπικότητα του Φώτη Κόντογλου, ως ενός εκ των μεγάλων διδασκάλων του Γένους.
Από τότε που ο Ιάκωβος Β΄ εγνώρισε τον Κόντογλου, στα 1920, πριν την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή, όταν ήταν μαθητής στο Σχολαρχείο των Κυδωνιών και ο Κόντογλου καθηγητής σ’ αυτό[7], καταδεικνύεται ότι μεταξύ των αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλία, η οποία εκράτησε μέχρι και το θάνατο του τελευταίου. Γι’ αυτήν γράφει ο Ιάκωβος Β΄: «ενθυμούμαι ότι ο Φώτιος Κόντογλου μας εδίδασκε την Γαλλικήν, αλλά πάντοτε, και εις την ώραν του μαθήματος και έξω από την αίθουσαν, δεν εβλέπομεν τον διδάσκαλον της Γαλλικής αλλά τον φλογερόν Απόστολον της θρησκείας. Μας ερωτούσεν εάν πηγαίνομε εις την Εκκλησίαν, εάν μετέχωμεν εις τα αγιαστικά Μυστήριά της και μας έδιδε πάντοτε πολυτίμους συμβουλάς και παραινέσεις δια τα ιερά και όσια της θρησκείας και της πατρίδος»[8]. Βασική είναι εδώ η διαπίστωση πως ο Κόντογλου καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου ζούσε και ανέπνεε υπό το φως της μακρόχρονης ελληνορθόδοξης παράδοσης, στη γνήσια έκφραση των βιωμάτων της. Ετούτη την παράδοση με πάθος τη μετάγγιζε σ’ όσους είχαν την τύχη να συναναστρέφονται μαζί του. Ένας εξ αυτών ήταν και ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Β΄ (Κλεόμβροτος).
Η σχέση του Ιακώβου Β΄ με τον Κόντογλου διεκόπη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Όταν, όμως, στα 1937 ο μακαριστός Μητροπολίτης έμπαινε στις τάξεις του κλήρου και ο Κόντογλου επέστρεφε από το Κάιρο όπου εργαζόταν στο Κοπτικό Μουσείο, η σχέση των δύο ανδρών αναθερμάνθηκε και, βέβαια, συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του τελευταίου, στα 1965. Ο Ιάκωβος Β΄ ομιλεί για έναν Κόντογλου, ο οποίος ήταν «πιστά αφοσιωμένος εις την Εκκλησία και εις τα θρησκευτικάς παραδόσεις»[9]. Γι’ αυτό η εμπνευσμένη γραφίδα του, καθώς και η θαυμαστή επίδοσή του στη αναβίωση της βυζαντινής αγιογραφίας[10], κατά τον Ιάκωβο Β΄, τον κατατάσσουν στους μεγάλους απολογητές της Ορθόδοξης πίστης και στους φλογερούς υπέρμαχους της ελληνικής παράδοσης.
Υπ’ αυτήν την έννοια το περιεχόμενο του μικρού και λιτού επικήδειου λόγου που εκφώνησε ο μακαριστός ιεράρχης κατά την εξόδιο ακολουθία του Κόντογλου, είναι άξιο θαυμασμού για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αναφέρεται στην τεράστια προσφορά του στα ελληνικά γράμματα: «οι πνευματικοί σου κάματοι κατέπληξαν κάθε πνευματικό άνθρωπο». Και δεύτερον, διότι ο Κόντογλου μέχρι το τέλος του βίου του υπήρξε γνήσιο τέκνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γράφει ο μακαριστός λόγιος ιεράρχης: «εγώ ο πνευματικός σου φίλος, ο αγαπητός σου συμπολίτης, ο επίσκοπός σου, διότι όταν σε επεσκέφθην εις το κρεββάτι του πόνου και σε ηρώτησαν ποιος είναι, είπες “είναι ο επίσκοπός μου”, ήλθα δια να σε αποχαιρετίσω, και το κάμω με βαθύ πόνο ψυχής, ήλθα δια να σου είπω ότι σήμερα που εγκαταλείπεις τον κόσμο, κλαίουν απαρηγόρητα τα ελληνικά γράμματα, αλλά μαζύ με αυτά κλαίει και η χαμένη πατρίδα σου, η όμορφη και ιστορική πόλις των Κυδωνιών, το ηρωικό Αϊβαλί, που σε εγέννησε· αλλά κλαίει περισσότερο, από όλους η Εκκλησία του Χριστού, η ορθόδοξος, η Εκκλησία, που με τόση αγάπη, με τόση φλόγα και με τόση αυταπάρνηση υπηρέτησες. Ναι, κλαίει η Εκκλησία μας διότι χάνει ένα μεγάλον αγωνιστήν, ένα σπουδαίον απολογητήν, γιατί με τους ωραίους σου, τους πνευματικούς, τους σθεναρούς αγώνας σου, όχι μόνον εδίδασκες, διεφώτιζες και ποδηγετούσες τις ψυχές των ανθρώπων, εις την εποχήν αυτήν της ύλης και της πεζότητος, αλλά και συγκρατούσες πολλά πράγματα από την παράδοσιν, σ’ όλους τους τομείς της θρησκευτικής ζωής, στην θεία λατρεία, στην τέχνη, στην μουσική»[11].
«Έχουμε το δικαίωμα να δούμε τον Κόντογλου ως θεολόγο;» ρωτά σ’ ένα άρθρο του ο καλός συνάδελφος Θανάσης Ν. Παπαθανασίου[12]. Πρόκειται για ένα ερώτημα εύκολο στην απάντησή του. Απαρεγκλίτως ο Κόντογλου υπήρξε και θεολόγος, και μάλιστα κορυφαίος θεολόγος, με κριτήρια όπου η Ορθοδοξία δε είναι «κλειστή» αλλά «ανοιχτή» σ’ ολάκερο τον κόσμο, εκεί που η παράδοσή της δεν παραχαράσσεται από λογής – λογής «λαμπαφούρες», είτε αυτές προέρχονται από νεωτεριστές, είτε από εκπροσώπους του θεολογικού και εκκλησιαστικού χώρου.
Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός του Κόντογλου από τον μακαριστό ιεράρχη Ιακώβο Β΄ ως «Αποστόλου της Ορθοδοξίας»[13] είναι απόλυτα ορθός, όχι μόνο γιατί ήλεγχε και στηλίτευε καθετί που ερχόταν σε αντίθεση με την ελληνορθόδοξη παράδοση – εξ’ ου και το αγιογραφικό χωρίο του τίτλου του άρθρου: «ουκ έξεστί σοι…», (Μκ. 6:18) – αλλά και γιατί ολόκληρο το έργο του είχε ξεκαθαρισμένο νόημα: το ανέσπερο φως της Ορθοδοξίας, στην εποχή του, όπου η ελληνικότητα[14] νοθευόταν και παραχαρασσόταν από αλλότρια προς αυτήν ιδεολογήματα, επιζητούσε να εκφράζεται από ανθρώπους βαθιά ριζωμένους στη χριστοκεντρική καθ’ ημάς Ανατολή.

Πρώτη δημοσίευση στα Αιολικά Χρονικά, 18 (2016-2017) 290-294· [εδώ δημοσιεύεται ξανά με κάποιες προσθήκες].

[1] Η βιβλιογραφία για τον Κόντογλου είναι εκτεταμένη. Για τις ανάγκες του εδώ άρθρου σημαντικά είναι τα παρακάτω βιβλιογραφικά τεκμήρια. Βασίλειος Μουστάκης, (1965), «Κόντογλου Φώτης», στη: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7ος, στ. 790-798. Επίσης, βλ. Νίκος Ζίας, (1991), Φώτης Κόντογλου, Γιώργος Μανουσάκης (επιμ.), Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.
[2] «Που έγκειται η γοητεία του αφηγηματικού έργου του Κόντογλου; Κυρίως στην επιλογή των θεμάτων του – παράξενα περιστατικά, συνήθως με φόντο τη θάλασσα και τη θαλασσινή ζωή, παλιές ιστορίες από τα πέρατα του κόσμου ή τους αρχαίους ανθρώπους της Ανατολής, ηρωισμοί και βαρβαρότητες από κουρσάρους ή άλλες αδάμαστες ψυχές, ταξίδια σε παμπάλαιες πολιτείες ή ερειπωμένα κάστρα, ο βίος και η πολιτεία φημισμένων αντρών και λησμονημένων, ο μυστικός κήπος της θεοσέβειας με τους μακάριους ασκητές. Ξακουσμένος παραμυθάς ο Κόντογλου, σαν εκείνους που πήγαιναν τα παλαιότερα χρόνια στα σπίτια νοικοκυραίων τις χειμωνιάτικες νύχτες και κρατούσαν ξάγρυπνους μεγάλους και μικρούς, ανιστορώντας τα πάθη, τους καημούς και τα κατορθώματα μυθικών ανθρώπων που πάλευαν ανελέητα με σκληρούς βασιλιάδες ή με άγρια θηρία, ώσπου να κατακτήσουν με την ανδρεία ή την πονηριά τους την καρδιά μιας τρυφερής βασιλοπούλας και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. […] Η γοητεία της αφήγησης του Κόντογλου δεν οφείλεται μόνο στο έμφυτο χάρισμα που διέθετε του παραμυθά, αλλά και στην εικονογράφηση των ιστοριών του από τον ίδιο, που καταφέρνει να ζωντανεύει ανθρώπους και δράκους, παλιά καράβια και φουρτουνιασμένες θάλασσες, άγριους ανθρωποφάγους κι αγίους αναχωρητές», βλ. Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης, (2004), «Ο Φώτης Κόντογλου και η τυπογραφεία», στο: Σκαλαθύρματα. Για την τυπογραφία, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, τη χαρακτική, τη ζωγραφική, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 49-50.
[3] Ενδεικτικά, εδώ, αναφέρω δύο: Φώτης Κόντογλους. Εν εικόνι διαπορευόμενος, (1995), Ιωσήφ Βιβιλάκης, (επιμ.), Αθήνα: Ακρίτας· Φώτης Κόντογλου. Σημείον αντιλεγόμενον. Για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τα τριάντα από την κοίμησή του, (1998), Αθήνα: Αρμός. Πρβλ., και τα αφιερώματα δύο περιοδικών: Νέα Εστία, (2006), τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 631-771· Η Λέξη, (2008), τχ. 198, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σσ. 466 – 573.
[4] Μνήμη Φώτη Κόντογλου, (1975), Αθήνα: Αστήρ.
[5] Αυτόθι, σσ. 197-199.
[6] Γι’ αυτόν βλ., τον τιμητικό τόμο: Τεσσακονταετία Αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. κ. Ιακώβου του από Σισανίου και Σιατίστης, Μυτιλήνη 1986.
[7] Πρόκειται για νέο σχολικό κτήριο που ακολουθούσε την παράδοση της περίφημης Σχολής των Κυδωνιών, η οποία ως γνωστόν κατεστράφη ολοσχερώς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Αξίζει, εδώ, να αναφερθεί το γεγονός ό,τι στα 1896 στις Κυδωνίες υπήρχαν ελληνικό γυμνάσιο με 60 μαθητές, σχολαρχείο με 140 μαθητές, τρία δημοτικά σχολεία με 700 μαθητές, τρία παρθεναγωγεία με 750 μαθήτριες και μερικά ιδιωτικά νηπιαγωγεία. Βλ. Χρίστος Σολδάτος, (1989), Η εκπαίδευση και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922). Η γέννηση και η εξέλιξη των σχολείων, τ. Α΄, Αθήνα, σ. 203. Για την τεράστια οικονομική και πνευματική προσφορά των Κυδωνιών στον Ελληνισμό, από το 1653 έως το 1922 - η οποία αρχικώς οφείλονταν στον καταγόμενο εκ Βασιλικών Λέσβου δραστήριο ιερέα Ιωάννη Δημητρακέλλη ή Οικονόμο - η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη. Συνοπτική, ωστόσο, παρουσίαση ετούτης της προσφοράς κάμει ο Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος στο ωραίο άρθρο του: «Κυδωνίαι: η ατρέκεια ενός μύθου», (2006), στη: Νέα Εστία, τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 753-769, όπου και η σχετική παλαιότερη και νεότερη βιβλιογραφία.
[8] «Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σ. 197.
[9] Αυτόθι.
[10] Σημαντικά γι’ αυτό το θέμα είναι όσα λέγει ο Γιώργος Κόρδης: «τα θέματά του αποδίδονται με τεχνοτροπία που στηρίζεται στο βυζαντινό ζωγραφικό σύστημα, το οποίο συνοψίζει και ανακεφαλαιώνει όλη την ελληνική ζωγραφική εμπειρία. Το προσωπικό όμως στοιχείο δεν λείπει από τη ζωγραφική του. Έτσι, έχοντας αποδεχτεί την αυτοτέλεια και αυτονομία του βυζαντινού – ελληνικού ζωγραφικού συστήματος, δημιουργεί στα πλαίσια του συστήματος αυτού. Ο τρόπος που συνθέτει τα επιμέρους στοιχεία, η αναφορά της μορφής στον θεατή με το ανάστροφο προοπτικό σύστημα, ο χειρισμός του θέματος με στόχο την έξοδο του εικονιζόμενου προς τον θεατή δείχνει ότι υποτάσσει την καλλιτεχνική του πράξη στην εικαστική εμπειρία των προγόνων του». Βλ. Φώτης Κόντογλου, (2002), Για να πάρουμε μια ιδέα περί ζωγραφικής, Γιώργος Κόρδης, (εισαγωγικά – επίμετρο), Αθήνα: Αρμός, σ. 157. Σε καμιά, βέβαια, περίπτωση δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Κόντογλου για τάσεις νεοβυζαντινισμού. Βλ. Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, (1999), «Η ελληνορθόδοξη αγιογραφική και εικονογραφική μαρτυρία του Φώτη Κόντογλου», στα: Αιολικά Γράμματα, τχ. 176, (Μάρτιος – Απρίλιος), σσ. 136-138.
[11] «Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σσ. 198-199, [διατηρείται εδώ η ορθογραφία και ο τρόπος γραφής του μακαριστού ιεράρχη].
[12] «“Παράδοση” και “λαμπαφούρες”. Ο θεολόγος Φώτης Κόντογλου», (2006), στη: Νέα Εστία, τχ. 1788, (Απρίλιος), σσ. 701-718. Λαμπαφούρες, μάλλον Αϊβαλιώτικη έκφραση, χαρακτήριζε ο Κόντογλου τους ισχυρισμούς των νεωτεριστών, οι οποίοι παραπλανάνε τον λαό μας. Προφανώς η λέξη σημαίνει «ανοησίες», «άρες μάρες». Στο προσφάτως εκδοθέν από την Αγγελική Ράλλη, (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών – Μοσχονησίων και Βορειοανατολικής Λέσβου, Αθήνα: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών, η λέξη δεν καταγράφεται.
[13] Ουκ έξεστί σοι…», στο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου, σσ. 197-198. Πρβλ. Κώστας Σαρδελής, (1982), Η Ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου, Αθήνα: Αστήρ, σσ. 27-28.
[14] Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας, (2005), «Ελληνικότητα και ορθόδοξη αυτοσυνειδησία στο λογοτεχνικό έργο του Φώτη Κόντογλου», στο: Φώτης Κόντογλου – Ηλίας Βενέζης – Ασημάκης Πανσέληνος. Οράματα και πάθη του Ελληνισμού, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου: Μυτιλήνη, σσ. 99-109.

Νίκος - Γαβριήλ Πεντζίκης· μια ιδιότυπη βυζαντινή μορφή

«Συμπληρώνοντας τώρα το σχήμα που ζητώντας μού δόθηκε να φορέσω, επιστρέφω κι εγώ στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου κατάγομαι και γεννήθηκα. Έρχομαι να τερματίσω στον τόπο της αφετηρίας μου. Πέρασα τους τρεις ποταμούς και πλησίασα προς μιάν άκρη του ημικυκλικού λιμένα, στο μυχό του κόλπου, όπου οι βόρειοι άνεμοι ανταμώνουν με τους μεσημβρινούς. Βλέπω, στις υπώρειες των βουνών με τις κορυφές Πατέρα, Περιστερά, Χριστός και Αδάμ, κάτω από τα τείχη του κάστρου, αμφιθεατρικά έως τη θάλασσα, όμορφα ανάμεσα στα δέντρα τα σπίτια της πόλης. Είναι πρωί, της πόλης το πρόσωπο ξεκούραστο από τον προηγούμενο κάματο, το σκεπάζουν ακόμα, με την τελευταία του ύπνου νωχέλεια, σύννεφα γεμάτα όνειρα, που μπορείς να ταξιδέψεις προς όλες τις διαστάσεις σε κάθε απόσταση. Όταν ο ήλιος ανέβηκε περισσότερο απ’ την ανατολή, φάνηκαν ρόδινοι οι καπνοί των σπιτιών. Ξυπνούσαν. Τότε θυμήθηκα τη διήγηση από ένα όνειρο που είχε δει επανειλημμένα η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, πως στο πατρικό μας σπίτι από κάτω ήταν εκκλησία θαμμένη. Της παρουσιάζονταν Σεβάσμια μορφή, που έδινε την εντολή να γκρεμίσουμε το σπίτι και να σκάψουμε, να βρούμε από κάτω την Εκκλησία»

ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ. (1987). Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση. Αθήνα: Άγρα, σσ. 152-153.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Ο Οδυσσέας Ελύτης βάζει δύσκολα στους υποψήφιους στις Πανελλαδικές Εξετάσεις

«Δυστυχώς, οι άνθρωποι αποκτούν εύκολα μεγάλη παιδεία και σε ό,τι απαιτείται μονάχα εγκέφαλος, διαπρέπουν. Σε ό,τι όμως απαιτείται να μετέχουνε οι αισθήσεις, υπνώττουν. Τα αισθητήριά τους, σε κατάσταση μονίμου υποθερμίας, αδυνατούν να μετατρέψουν την πηγή του ερεθισμού σε είδωλο που να καθρεφτίζεται κατ’ αναλογίαν μέσα στο πνεύμα. Εξ΄ ου και ο περίφημος διανοητισμός της εποχής μας· που αποκόπτει ένα ένα όσα νήματα μας συνοδεύουν με την άμεση ζωή και μας καταδικάζει σε πείνα θερμής αγκαλιάς και αληθινών δακρύων. 
Τι σόι “ποιητική” μπορεί να είναι η ζωή σου όταν και το κορίτσι που φίλησες και το σκοτεινό δρομάκι όπου το φίλησες και τη μουσική που σου ερχότανε από μακριά όταν το φίλησες, πρέπει να ψάξεις για να τα βρεις μέσα στα λεξικά».

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (2005). Ιδιωτική Οδός. Αθήνα: Ύψιλον, σσ. 66-68.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Ασημάκης Πανσέληνος και Γιώργος Θεοτοκάς

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Γνωστό είναι πως ο Μυτιληνιός λογοτέχνης και κριτικός Ασημάκης Πανσέληνος σχετίσθηκε με αρκετούς ανθρώπους των γραμμάτων μας, με τους οποίους αρκετές φορές συμπορεύτηκε, κι ας ακολούθησαν αργότερα διαφορετικούς ιδεολογικούς ατραπούς. Όλες τις περιγράφει στο λογοτέχνημά του Τότε που ζούσαμε. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Γιώργος Θεοτοκάς. Συμφοιτητές στη Νομική Σχολή Αθηνών ήταν και οι δύο τους. Από τότε αρχίζει η φιλιά τους. Κι αυτή, από την πλευρά του Μυτιληνιού λογοτέχνη, όπως άλλωστε ο ίδιος γράφει, για κάποια στιγμή φάνηκε να περνά μια κρίση, αφού για το βιβλίο του Θεοτοκά Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, έγραψε μια «μοχθηρή κριτική». Με αυτή ο Πανσέληνος αντέκρουε τον Θεοτοκά όχι μόνο για τις ιδέες του αλλά και γιατί ο τελευταίος στο περιοδικό Ιδέα, που έβγαζε ο Σπύρος Μελάς «χτυπούσε με άκριτο τρόπο τον Βάρναλη». «Τον αποκαλούσε», γράφει ο Πανσέληνος, «αν θυμάμαι καλά, στιχουργό όπως ο Σούτσος, και θέλησα να τον πειράξω προσωπικά». Όμως, η φιλία των δύο ανδρών, με αφορμή αυτή την αρνητική κριτική του Πανσέληνου, αν και θα μπορούσε να έχει τελειώσει, έγινε πιο ισχυρή, χάρη στη γενναιοδωρία και των δύο. Ας αφήσουμε τον Πανσέληνο να μας την εξιστορήσει: 
«Ο Θεοτοκάς μου μήνυσε τα παράπονά του μέσω του Μυριβήλη, αλλά εγώ ήμουν κιόλας μετανιωμένος. Αυτού του είδους οι προσωπικοί λίβελοι μου φαινόταν πάντα αταίριαστοι σε ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους ένα πνευματικό όπλο σαν τον μαρξισμό. Πέρασαν χρόνια που δεν κόντεψε ο ένας τον άλλον. Μια από τις πρώτες μέρες που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, συναντηθήκαμε τυχαία στην οδό Αλωνιών της Κηφισιάς, πλησιαστήκαμε αυτόματα, σαν να μην είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας. Κι αφήσαμε την πίκρα μας να ξεχυθεί. 
- Τι θα κάνεις τώρα; Τον ρώτησα. 
- Θα κρατώ σημειώσεις. 
Από τότε δεν χάλασε αυτή η μικρή μας φιλία. Ο Θεοτοκάς αγαπούσε πραγματικά την ελευθερία κι εχτιμούσε την σύγκρουση ιδεών, κι αυτό ήταν όπλο ακατήχητο στα χέρια του. Ήταν συνάμα και ψυχολογικά συντηρητικός. Η αντιφατική πολιτική του ιδεολογία, έβρισκε έκφραση στην αστική δημοκρατία. Του εξασφάλιζε στο έπακρο τις φιλελεύθερες τάσεις του και κατοχύρωνε με τον ασφαλέστερο τρόπο τον κόσμο του. 
Όταν ύστερα από πολλά χρόνια έβγανε το “Δοκίμιο για την Αμερική” του έγραψα ένα γράμμα πλατύ με τις παρατηρήσεις μου κι άνοιξε μεταξύ μας μια εγκάρδια αλληλογραφία για την αξία του δυτικού πολιτισμού και των πολιτισμών της Ασίας (και του άλλου κόσμου), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Συνέχεια” τεύχος 5, Ιούλιος 1973 και βγήκε σε ανάτυπα»
Μελετώντας κανείς την παραπάνω αλληλογραφία διαπιστώνει πως οι διακλαδώσεις της ελληνικής σκέψης - σε περίοδο όπου ο Ελληνισμός από τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας περνούσε στη δημοκρατία - ήταν πελώριες. Και λογοτέχνες όπως ο Θεοτοκάς και ο Πανσέληνος, μολονότι όπως παραπάνω ετόνισα ακολούθησαν διαφορετικούς ιδεολογικούς ατραπούς, νομίζω πως γι’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικότητα, εμίλησαν καθάρια. Φτάνει να σκεφτούμε το εξής: η συγκεκριμένη περίοδος που έζησαν και οι δύο τους, για τον ελληνικό λαό χαρακτηρίζεται μια περίοδος που διατηρούσε ακόμη ένα πνευματικό προσανατολισμό, τέτοιον που μπορούσε να γεννά λογοτέχνες με χαρακτήρα και διαμέτρημα ανάλογο των προσδοκιών τους. Αυτό, κυρίως, φάνηκε μέσα από το έργο του Θεοτοκά. Και για να μιλήσω από θεολογικής πλευράς, ο Θεοτοκάς ήταν ο πρώτος που στην τότε Ελλάδα μίλησε για τη νηπτική παράδοση της Ορθοδοξίας, με μια γλώσσα της «επίκαιρης ανάγκης και δίψας του ανικανοποίητου». Στα υπέροχα δοκίμιά του Επιστροφή στις πηγές, Εθνική συνείδηση, το Βυζάντιο και ο Ελληνισμός, όλα δημοσιευμένα στον τόμο Πνευματική πορεία, μιλά για τα καίρια της Ελληνοορθοδοξίας, με «κατασταλαγμένη διαύγεια», μακριά από τη θολούρα του ευσεβισμού, που στην εποχή του κατέτρωγε ολάκερο το σώμα Ελληνισμού. Αυτήν την πλευρά του Θεοτοκά μπορεί να την κριτίκαρε ο Πανσέληνος, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμβολή των δύο λογοτεχνών μας στη σπουδή και αξιολόγηση της ελληνικότητας δεν υπήρξε καθοριστική. 

Ο Γιάννης Ψυχάρης στην Μυτιλήνη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Όποιος έχει διαβάσει το βασικότερο έργο του Γιάννη Ψυχάρη, Το ταξίδι μου, σίγουρα θα έχει πάρει κι ένα καλό μάθημα για το πώς η δημοτική γλώσσα, άλλοτε και τώρα, σημαίνει αυτό που γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: «τη λύτρωση του ελληνισμού από τις πνευματικές του πέδες». Αυτό, τουλάχιστον, φάνηκε από τη θετική δεξίωση που βρήκε αυτό το έργο, κυρίως από τον Κωστή Παλαμά. Γνωστό είναι πως ο Ψυχάρης, λίγα χρόνια πριν το θάνατό του (1929), πραγματοποίησε κάποιες διαλέξεις για την ελληνική γλώσσα, τόσο στην Αθήνα, όσο και σε κάποιες πόλεις της Ελλάδας όπως η Μυτιλήνη. Τη χρονιά που βρέθηκε στη Μυτιλήνη, στα 1925, γνωρίστηκε με τον Ασημάκη Πανσέληνο, φοιτητή τότε της Νομικής Σχολής στην Αθήνα. Ο Λέσβιος λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και ποιητής, αρκετά χρόνια αργότερα, καταγράφοντας τις αναμνήσεις του στο μαγευτικό βιβλίο του Τότε που ζούσαμε, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην παρουσία του Ψυχάρη στη Μυτιλήνη. Πρόκειται για μια μαρτυρία συγκλονιστική για τον χαρακτήρα και το παράστημα του Ψυχάρη, γραμμένη με γλαφυρό ύφος, αφού η παρουσία του μεγάλου δημοτικιστή προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στους κατοίκους της πόλης. Διαβάζοντας τις τελευταίες ημέρες - για τέταρτη φορά - το Τότε που ζούσαμε του Πανσέληνου, στάθηκα περισσότερο στο αφιερωμένο στον Ψυχάρη κεφάλαιο, γιατί θεωρώ πως ο αγώνας του για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας πάντα θα είναι επίκαιρος. Αυτή την επικαιρότητα άμεσα την συνδέω με αυτά που για τον Ψυχάρη γράφει ο κορυφαίος νεοελληνιστής Άλκης Αγγέλου, όταν στα 1993, από τις εκδόσεις Ερμής, με πολυσέλιδη εισαγωγή, για τέταρτη φορά εξέδιδε Το ταξίδι μου: «Για να τα πάει κανείς καλά μαζί του – εννοώ για να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει σωστά – οφείλει να τον ακολουθήσει. Να παίρνει ό,τι εκείνος του προσφέρει κι όπως εκείνος του το προσφέρει». Αυτό έκαμε κι ο Ασημάκης Πανσέληνος όταν γνώρισε από κοντά τον Ψυχάρη. Ο λόγος και η γραφή του είναι ένα απαράμιλλο ψυχογράφημα τού γεννημένου στα 1854 στην «Οδέσσα» γλωσσολόγου και λογοτέχνη. Ας απολαύσουμε αυτούσια κάποια (λίγα) αποσπάσματα: 
«Τότες ξεμπάρκαρε μια μέρα ο Ψυχάρης στη Μυτιλήνη και φύσηξε δυνατός αγέρας μες στο κατακαλόκαιρο, που ξύπνησε τα πνεύματα από τη νάρκη. Τι ανθρωπάρα και τούτος και τι νερομάνα πνευματική. Ο Βενιζέλος κι αυτός. Όποιος υπήρξε στα χρόνια τους – Ρωμιός – και δεν συνεπάρθηκε, και για μια στιγμή έστω, από τη δράση τους, έζησε χωρίς να το πάρει χαμπάρι […] 
[…] Στη Λέσβο λοιπόν καλλιεργήθηκε ο δημοτικισμός όπως δινότανε ίσια από την ψυχαρική του πηγή, και το πλούσιο γλωσσικό όργανο του Μυριβήλη, είναι ένα δείγμα της σωστής γλωσσικής αίσθησης που καλλιεργήθηκε στον κύκλο των Μυτιληνιών δημοτικιστών […] 
[…] Ένας ψηλός λεβεντόγερος, ένας καλοσυνάτος γερο-πολεμιστής. Το μάτι του λίγο μπερμπάντικο κι η μύτη του έτοιμη να χωθεί μέσα σε όλα. Ντυμένος στην τρίχα – πουκάμισο και γραβάτα από το ίδιο πανί και τα νύχια λουστραρισμένα, ο γερο-μουρντάρης. Η φωνή του βγαίνει από το λαιμό χοντρή και μακρόσυρτη, σαν μπαμπούλας, μα οι κουβέντες του είναι εγκάρδιες. Ένας αγαθός γερο-γίγας, ένας σαλιάρης παριζιάνος, ένας σωστός γερο-πλάτανος. Σαν άκουσε το όνομά μου αγρίεψε. 
- Πανσέληνος, λέει… κάποιον δάσκαλο θα είχατε μες στο σόι σας! 
Τον βεβαίωσα πως κανένα δάσκαλο δεν είχαμε μες στο σόι μας, πως οι δάσκαλοι απεναντίας μου φαρμάκωσαν τη ζωή και πως, ίσα ίσα, εκείνον τον αγαπούσαμε γιατί συχνά τους τις έβρεχε στα πισινά τούς δασκάλους μας. 
- Μα εκείνο το νι στο Πανσέληνος, επιμένει, δεν είναι ρωμαίικο· δάσκαλος το λοιπόν υπάρχει στη μέση. 
Παραδέχτηκα πως ανάμεσο στους ταπεινούς προγόνους μου, μπορεί να υπήρξε και κανείς δάσκαλος, χωρίς να τον ξέρω, και γενήκαμε φίλοι. Έτυχε αργότερα σε συζητήσεις να ακούσει γνώμες μου και να τις δεχτεί, όμως εκείνο το νι στο όνομά μου το ξέγραψε μια για πάντα. Με φώναζε Α σ ή μ η. Κι όταν μου χάρισε ένα αντίτυπο του βιβλίου του τα «Δ ύ ο Α δ έ λ φ ι α», πάλε εκείνο το νι της πρώτης συλλαβής το παραμέρισε στην αφιέρωσή του. «Του αγαπητού μου φίλου και οδηγού Ασήμη Πα…σέληνου ολόκαρδα και ολόγλωσσα Ψ υ χ ά ρ η ς» […] 
[…] Δεν θα μπορούσα ωστόσο να υποστηρίξω πως δεν υπήρχε, ενδεχομένως, μες στις κουβέντες εκείνο το βράδυ της Μυτιλήνης, μια απόχρωση τραγική. Άλλο ζήτημα τούτο. Και μολαταύτα δεν το ξεχνώ. Έπεφτε η νύχτα και μύριζε γιασεμί, πίναμε ούζο με σπιτικό μεζέ, και φαίνονταν όλα γύρω σε μια ταλαντευόμενη ισορροπία – μια αψηλή αίσθηση ζωής, δίπλα στον γερο-επαναστάτη, σάμπως η ευδαιμονία να ήταν ξεχυμένη μες στους αρμούς του κορμιού. Όταν αργά πια φεύγαμε για την πόλη, πλησιάσαμε όλοι τον Ιωάννη Ολύμπιο, τον γυμνασιάρχη, να μας πει δα τις εντυπώσεις του από τον Δάσκαλο. Σούφρωσε τούτος λίγο τα χείλια του, σα να δοκίμαζε κάτι κι η απάντηση ήρθε άμεση και πυκνή. 
- Σοφός, αλλ’ αγαπά τας γυναίκας! 
Σκέφτηκε μια στιγμή πάλι, σαν να ζύγιζε τον λόγο που ξέφυγε από τα χείλια του. Και πρόσθεσε αμέσως. 
- Είναι το πνεύμα της Δύσεως. Το Γαλατικόν! 
[…] Έτσι παρουσιάστηκε τρεις φορές μπροστά στον λαό. Στις 13 Αυγούστου με θέμα ”Αρχές νεοελληνικής φιλολογίας”. Στις 16 μίλησε για το “Ζήτημα το μεγάλο”. Και στις 20 πήρε μέρος και μίλησε, μαζί με άλλους ντόπιους, στο φιλολογικό μνημόσυνο για τον Εφταλιώτη, τον Γιάννη Δελή και τον Αλβανό, τους πρώτους Μυτιληνιούς δημοτικιστές και για τον Δημήτριο Βερναρδάκη, που κάμποσοι πατριώτες μου (και οι Βασιβουζούκοι) τον θέλανε, σώνει και καλά, δημοτικιστή, επειδής έγραψε τον “Έλεγχο του ψευδαττικισμού”»
Ετούτη την ατόφια Ρωμιοσύνη του Ψυχάρη, της πολυσύνθετης, ζωνυανής και πλούσιας προσωπικότητας, "αξιομελέτητης και στα πιο μικρά κινήματά της", κατά τον Δημήτριο Γληνό, γνώρισε και κατέγραψε στο αριστουργηματικό του έργο Τότε που ζούσαμε ο Ασημάκης Πανσέληνος. Και τη μετάγγισε σε πολλά έργα του. Πανσέληνο και Ψυχάρη όσοι ακόμα και σήμερα διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν, συχνά φέρνουν στα χείλη τους εκείνον τον ακριβό λόγο: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο».