«[…] Η μορφή ενός βιβλίου έχει κάτι από τη μορφή μιας πόλης: η σχέση τους είναι υπόγεια και μόνο οι αμετανόητοι διαβάτες μπορούν να την αντιληφθούν. Χάνεσαι, επιστρέφεις, φωλιάζεις μέσα τους. Δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την εσωτερική μας πυξίδα με το χαραγμένο ένστικτα και προαισθήσεις ανεμολόγιό της. Το ύστατο απότομο τίναγμα της μέσης πριν από το μεγάλο άλμα, εκείνο που επιλέγει αμετάκλητα μια μορφή αποκλείοντας τις υπόλοιπες, οφείλεται ενίοτε στην παρέμβαση μιας μη αναμενόμενης προαίσθησης […]
[…] Μια μέρα, σε χρόνους αρχέγονους, ένας άνθρωπος ονόματι Ιώβ χάνει το σπίτι του. Ακούστε την ιστορία του. Ζει στην Ουζ[1]. Έχει αγνή καρδιά, είναι ακέραιος, θεοσεβούμενος. Είναι η ενσάρκωση της ηθικής τελειότητας, το λέει κι ο ίδιος ο Ύψιστος. Δεν είναι άνθρωπος της ηθικής· δεν πράττει, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, το καλό· ξέρουμε όμως ότι δεν διέπραξε ποτέ το κακό. Έχει εξαιρετικό ήθος και φημίζεται για την ορθοφροσύνη του, διακρίνεται όχι για τις διανοητικές, αλλά για τις ηθικές αρετές του. Είναι απονήρευτος και ανυστερόβουλος. Η ζωή δεν του τσιγκουνεύτηκε: επτά γιους, τρεις θυγατέρες, επτά χιλιάδες πρόβατα, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσιες γαϊδάρες, μια γυναίκα. Ξαφνικά οδηγείται στην απόλυτη δυστυχία. Του αφαιρούνται σταδιακά τα πάντα: περιουσία, αγαθά, υπηρέτες, παιδιά, σπίτια, χωρίς φανερή αιτία. Χάνει όλα όσα έχει. Δεν του απομένει παρά μονάχα ο εαυτός του να του υπενθυμίζει την οδύνη του. Μα γιατί, Θεέ μου; […]
[…] Ο Ιώβ βιώνει τη μιζέρια και τη μοναξιά της ανθρώπινης κατάστασης με τον πιο επώδυνο τρόπο. Υπάρχει άραγε πιο τρομερή τιμωρία για έναν θεοσεβούμενο από το να αισθάνεται αποκομμένος από τον δημιουργό των πραγμάτων; Ταπεινώνεται και καταδικάζει τον εαυτό του σε μια ιερατική σιωπή για επτά μερόνυχτα. Βγαίνει πικραμένος από τη σιωπή γιατί ακόμα κι αν εκφράζει κανείς την αλήθεια, όταν η αλήθεια αυτή δεν μοιράζεται, δεν έχει αντίκρισμα. Καταριέται το παρόν του. Έχει έξαφνα την επιθυμία να ξεκάνει τον κόσμο κι ακόμα παραπάνω, να τον επαναφέρει στο ιδρυτικό του χάος. Σκουλήκια καταβροχθίζουν τα νεύρα και το λίπος του, η σάρκα και τα κόκκαλά του έχουν φθαρεί, τον γονατίζουν οι πόνοι. Πνιγμένος στις συμφορές δεν αποποιείται τη χάρη. Σπουδαίο κατόρθωμα για έναν άνθρωπο που δεν συνθηκολογεί με το πεπερασμένο. Από την άρνησή του να κατακρίνει τον Σαντάι[2] εκείνοι συνάγουν την ένοχή του. Ποτέ ο Ιώβ δεν θα έρθει σε συνεννόηση με τον φίλο, ο φόβος του τον παραλύει […] Όταν παρεμβαίνει ο Παντοδύναμος όλη η επιχειρηματολογία του Ιώβ γίνεται σκόνη. Ο Θεός δεν τον κρίνει: τον ωθεί να γίνει ο ίδιος κριτής. Οι φίλοι του επικρίνονται επειδή παρασύρθηκαν: δεν προσβάλλουμε τον άνθρωπο που υποφέρει, κυρίως όταν τολμούμε να μιλάμε εξ ονόματος του Θεού. Ο Ιώβ προβαίνει σε μια ομολογία πίστεως. Πρέπει να αγαπούμε με απόλυτη ανιδιοτέλεια τον Θεό. Είμαστε ενεργοί πιστοί για τον εαυτό μας, κι όχι για να ικανοποιήσουμε τον Θεό. Η θεϊκή σοφία επιστρέφει στον Ιώβ εκείνο που είχε χάσει, όμως τα σχέδια του Θεού εξακολουθούν να είναι απρόσιτα. Ο Θεός είναι κυρίαρχος, ακόμα κι αν η παράκαμψη μέσω του ανθρώπου τού είναι απαραίτητη για να κυριαρχήσει. Η δικαιοσύνη είναι στη δικαιοδοσία όχι του ανθρώπου, αλλά του Θεού. Η αιτία του Κακού είναι ο Πονηρός. Πυρετωδώς αναμενόμενη, η απάντηση του Θεού είναι από τις πλέον απρόσμενες: δεν οφείλει καν απάντηση διότι ο ίδιος είναι η απάντηση […]».
PIERRE ASSOULINE. (2013). Οι βίοι του Ιώβ, μτφρ. Σπύρος Γιανναράς. Αθήνα: Πόλις, σσ. 24, 39-40, 43, 44.
[1] Ουζ ή ελληνιστί Αυσίτιδα. Χώρα η οποία εικάζεται ότι βρισκόταν πάνω από την περιοχή των Εδωμιτών, νοτιοανατολικά της Νεκρής Θάλασσας.
[2] Ένα από τα ιουδαϊκά ονόματα του Θεού. El Shaddai είναι ο Παντοδύναμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου