Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Δεν υπάρχει γενιά ανθρώπων που να μην έχει ζήσει πόλεμο. Τον 20ό αιώνα δύο γενιές έζησαν δύο παγκόσμιους πολέμους. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ακόμα δεν έχει κλείσει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και ήδη μαίνονται δύο πόλεμοι, ένας στην Ουκρανία κι άλλος ένας στη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος, λοιπόν, ποτέ δεν έλειψε από την ιστορία, θα πρέπει να τον παραδεχθούμε «όχι ως προσωρινό, αλλά ως μόνιμο χαρακτηριστικό της ιστορικής ζωής» γράφει σ’ ένα δοκίμιό του ο αξέχαστος Χρήστος Μαλεβίτσης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έπαψαν να υπάρχουν αντιμιλιταριστικά κινήματα και αντιμιλιταριστικές ιδέες.
Στη διάρκεια του πολέμου που μαίνονταν τον Αύγουστο του 1914 ο Έρμαν Έσσε υποστήριζε ότι η Ευρώπη ήταν φυλακισμένη μέσα σε μια συλλογική νεύρωση. Κάπου κρυφά, δηλαδή, για τον νομπελίστα κορυφαίο συγγραφέα, οι Ευρωπαίοι ανέχονταν και δικαιολογούσαν τον πόλεμο. Γι’ αυτό κι ο Έσσε ένιωθε συνένοχος. Δεκατρία χρόνια αργότερα θα εκδώσει τον Λύκο της Στέπας, ένα από τα πιο σημαντικά έργα του, και διαμαρτυρόμενος στο μιλιταριστικό καθεστώς της Γερμανίας, εγκαταλείπει την πατρίδα του και οριστικά μέχρι το θάνατό του το 1962 εγκαταθίστατε στην Ελβετία. Ιδού, πως, στον Λύκο της Στέπας εκφράζει τον αντιμιλιταρισμό του, ο οποίος είναι λίαν επίκαιρος:
«Και ξαφνικά, κατιτί με τράβηξε σ’ έναν θορυβώδη και ταραγμένο κόσμο. Στους δρόμους έτρεχαν αυτοκίνητα, μερικά ήταν τεθωρακισμένα και κυνηγούσαν πεζούς, τους έλιωναν κάτω απ’ τις ρόδες τους, τους κόλλαγαν πάνω στους τοίχους των σπιτιών. Κατάλαβα αμέσως: ήταν ο αγώνας ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μηχανές, που τον προετοίμαζαν και τον περίμεναν για πολύ καιρό, που τον φοβούνταν για πολύ καιρό και τώρα, επιτέλους είχε ξεσπάσει. Παντού κείτονταν νεκροί και κομματιασμένοι, παντού τρακαρισμένα, ρημαγμένα και μισοκαμένα αυτοκίνητα, πάνω απ’ το φρικτό συνονθύλευμα πετούσαν αεροπλάνα, που ακόμα κι αυτά τα πυροβολούσαν απ’ τα παράθυρα και τις στέγες με τουφέκια και πολυβόλα. Άγρια και επαναστατικά πλακάτ κρέμονταν σ’ όλους τους τοίχους και ξεσήκωναν με τα τεράστια γράμματά τους, που έλαμπαν σαν φωτιές, το έθνος να σηκωθεί επιτέλους και να αγωνιστεί για τους ανθρώπους κι ενάντια στις μηχανές, να αγωνιστεί επιτέλους ενάντια στους χοντρούς, καλοντυμένους κι αρωματισμένους πλούσιους που ξεζούμιζαν τους άλλους με τη βοήθεια των μηχανών τους, να καταστρέψει τα τεράστια διαβολικά αυτοκίνητά τους, να βάλει φωτιά στα εργοστάσια και να συμμαζέψει λίγο την ντροπιασμένη γη, να την αδειάσει και να μειώσει τον πληθυσμό της, για να μπορέσει να φυτρώσει πάλι το χορτάρι, να ξαναφυτρώσει μέσα απ’ τον σκονισμένο τσιμεντένιο κόσμο κάτι σαν δάσος, σαν λιβάδι, σαν αγρός, σαν ρυάκι και σαν βάλτος. Αντίθετα, υπήρχαν άλλα πλακάτ, θαυμάσια ζωγραφισμένα και στυλιζαρισμένα, με πιο απαλά, λιγότερο παιδικά χρώματα, ιδιαίτερα έξυπνα και πνευματώδη, που προειδοποιούσαν όλους τους ιδιοκτήτες και τους λογικούς για το απειλητικό χάος της αναρχίας, μιλούσαν πολύ συγκινητικά για την ευλογία της τάξης, της εργασίας, της ιδιοκτησίας, του πολιτισμού και του δικαίου, και υμνούσαν τις μηχανές σαν την ανώτερη και τελευταία εφεύρεση των ανθρώπων, με τη βοήθεια των οποίων θα γίνονταν θεοί. Συλλογισμένος και γεμάτος θαυμασμό, διάβαζα τα πλακάτ, τα κόκκινα και τα πράσινα· παράξενα επιδρούσε πάνω μου η θαυμαστή ευγλωττία τους, η εξαναγκαστική λογική τους, είχαν δίκιο και βαθιά πεπεισμένος, στεκόμουν μια μπροστά στο ένα και μια μπροστά στο άλλο, ενοχλημένος παράλληλα απ’ τους σκοτωμούς που γίνονταν γύρω μου. Βέβαια, το πιο σημαντικό φαινόταν καθαρά: γινόταν πόλεμος, ένας έντονος, φανατικός κι άκρως συμπαθητικός πόλεμος, που δεν γίνονταν για κάποιον αυτοκράτορα, δημοκρατία, όρια συνόρων, για σημαίες και χρώματα κι άλλα τέτοια συναφή διακοσμητικά και θεατρινίστικα πράγματα, στην ουσία δηλαδή για κουρέλια. Αυτός όμως ο πόλεμος ήταν διαφορετικός. Ο καθένας που δεν του άρεσε πια η ζωή του και δεν του ‘φτανε ο αέρας ν’ αναπνέει, άφηνε τη δυσαρέσκειά του να εκφραστεί μ’ ενεργητικό τρόπο κι έβαζε μπροστά για την ολοκληρωματική καταστροφή αυτού του τσίγκινου, πολιτισμένου κόσμου. Έβλεπα αυτή την καταστρεπτική και δολοφονική μανία να λάμπει φωτεινά κι ειλικρινά στα μάτια τους κι άρχισαν μέσα μου να ανθίζουν αυτά τα άγρια κόκκινα λουλούδια της οργής και να γελάνε. Γεμάτος χαρά ενώθηκα μαζί τους στον αγώνα». ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ. (1998). Ο Λύκος της Στέπας, μτφρ. Ελένη Φαφούτη. Αθήνα: Νεφέλη, σσ. 211-213.
Δεν χωρά αμφιβολία πως, για τον Έσσε, οι ρίζες κάθε πολέμου, είτε αυτός προέρχεται από το μίσος, την εχθρότητα, την επιδίωξη εξουσίας, αποσαθρώνονται και τα εξιλαστήρια θύματα, στρατιώτες και άμαχοι, είναι η «αιώνια επανάληψη μιας πλάνης» όπου ο κόσμος πάντοτε θα είναι ένα σφαγείο, μια κρεατομηχανή και η ειρήνη να είναι μια ουτοπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου