Ήτανε μια ωραία μέρα του Μαΐου / κι από τα τύχη (μπρούντζινο το φως) / πήχτρα λαός στις πέντε η ώρα / με δάκρυα της Ανατολής κοιτούσε / το αλγεινό μπροστά του γεγονός.
Η φρίκη μαζευότανε στα δάκτυλά του, / ζουλούσε την καρδιά του, μαδούσε τη φωνή / κι έμενε ο λαός συμμαζωμένος / στα τείχη τα ολοκαίνουρια της Λευκωσίας.
Κάθε φορά που τ' άλογα του λυκόφρονα Τούρκου / σέρναν ξωπίσω τους το σώμα του ακριβού / πατέρα κι αδελφού και γιου και άντρα, / σε κάθε του νεκρού περιφορά / η σκοτεινή καρδιά τους σπαρταρά.
Αυτή ‘ναι η μοίρα των αγνοουμένων / Τέκνων της δυστυχούς πατρίδος να τους βλέπεις / Ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω / Από τ' άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά / Μες στο Δημόσιο Κήπο στα κομμένα / Δέντρα του Απόλλωνα στα αίματα λουσμένους / Και να κατατροπώνουν την ψυχή τους / Σκοτάδια η ψυχή τους στραγγισμένη / Απ' τ' ανελέητο μίσος των αλόγων / Κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη / Κι ολόδικοί τους ν' απελευθερώνουν
Εικόνες απ' το Σύμπαν - ο νεκρός τους είναι / Ο Κόσμος όλος το κλειδί και το θεμέλιο / Το πιο αγαπητερό περπάτημα και το διώμα / Το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια / Θέλουν να του φωνάξουν ν' ανεβεί / Μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια / Πλην δεν ακούει κανείς όλα είναι μαύρα / Ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας / Τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν / Στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ. (1991). «Για Από τα τείχη της Λευκωσίας», στο: Θόλος. Αθήνα: Άγρα, σσ. 39-40, 61.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου