Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Ο Ενδότοπος σάς εύχεται καλή Μεγαλοβδομάδα και καλή πορεία προς το Πάσχα


Κάλυμμα λειψανοθήκης όπου φυλάσσεται Τίμιο Ξύλο, 11ος αιώνας. 23,5Χ16,6εκ. Θησαυροφυλάκιο Αγίου Μάρκου, Βενετία. Τα έξι μετάλλια και η Σταύρωση στη μέση αποτελούν εξαίρετα δείγματα βυζαντινής σμαλτοτεχνίας της εποχής· ΠΗΓΗ: Ντέιντ Τάλμποτ – Ράις. (1994). Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Ανδρέας Παππάς. Αθήνα: Υποδομή, σ. 110, εικ. 100.

Κι ένα σημείωμα για την επικρατούσα ελλαδική εκκλησιαστική τάξη...

«Θα πει ίσως κάποιος πως ο κόσμος έχει εξοικειωθεί εδώ και καιρό με την πλήξη, ότι η πλήξη είναι η πραγματική ανθρώπινη συνθήκη. Είναι πιθανό ο σπόρος της να σκορπίστηκε παντού και να φύτρωσε εδώ κι εκεί, όπου βρήκε πρόσφορο έδαφος. Αλλά αναρωτιέμαι, οι άνθρωποι είχαν γνωρίσει ποτέ αυτή την εξάπλωση της πλήξης, αυτή τη λέπρα; Μια τρομακτική απελπισία, μια επαίσχυντη μορφή απελπισίας, που μοιάζει, χωρίς αμφιβολία, με έναν χριστιανισμό σε διαδικασία αποσύνθεσης».

GEORGE BERNANOS. (2017). Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, μτφρ. Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, προλεγόμενα Gilles Philippe, σημείωμα – σημειώσεις Phillipe Le Touze, χρονολόγιο Gilles Bernanos, επίμετρο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Αθήνα: Πόλις, σ. 41.

Ανθοδέσμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα

Η Μεγάλη Εβδομάδα συμπυκνώνει όλο σχεδόν τον χριστιανισμό. Συγκλονιστικά γεγονότα, πρόσωπα και κείμενα συνωστίζονται στις μέρες της. Τούτο το μικρό βιβλίο σχολιάζει κάποια ελάχιστα από τον ανεξάντλητο πλούτο της, χωρίς φιλοδοξίες συστηματικότητας ή πρωτοτυπίας, με μόνη επιθυμία να μην απευθύνεται αποκλειστικά στους πιστούς, αλλά σε όλους, τους εντός και τους εκτός, τους εγγύς και τους μακράν. Μια μικρή ανθοδέσμη είναι το βιβλίο, με ανθύλλια, fioretti·[από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου].


ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2021). Ανθοδέσμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Αθήνα: Άρτος Ζωής.

«Όταν έπιασα να γράψω τούτο το βιβλίο – δεν μου πήρε πολύ χρόνο, γιατί ήταν έτοιμο μέσα μου -, τέθηκε από μόνο του στο μυαλό μου το ερώτημα για ποιους το γράφω: για τους ανθρώπους της Εκκλησίας ή για τους εκτός; Μα – ερχόταν αμέσως η δεύτερη σκέψη – είναι τόσο σαφής η διαχωριστική γραμμή; Και δεν υπάρχουν ενδιάμεσες κατηγορίες; Την απάντηση την έδωσε πολύ γρήγορα το ίδιο το γράψιμο: για όλους, τους εντός και τους εκτός, τους εγγύς και τους μακράν – δύσκολος συνδυασμός, ομολογώ», (σσ. 13-14).
«Για χρόνια περνούσα τις περισσότερες ώρες στο καμπαναριό, γιατί οι καμπάνες μετά την Αποκαθήλωση και μέχρι την επιστροφή τού Επιταφίου έπρεπε να χτυπάνε πένθιμα. Την εποχή εκείνη αυτό γινόταν από πάνω, από το καμπαναριό. Μια σακούλα στραγάλια, πρόσφορο, κωδωνοκρουσία, καλαμπούρια», (σ. 16).
«Το γαμήλιο στεφάνι του Χριστού είναι πράγματι το ακάνθινο στεφάνι του Πάθους του», (σ. 22).
«Κύριε, ἐρχόμενος πρὸς τὸ πάθος, τοὺς ἰδίους στηρίζων μαθητὰς ἔλεγες, κατ΄ ἰδίαν παραλαβὼν αὐτούς· πῶς τῶν ῥημάτων μου ἀμνημονεῖτε, ὧν πάλαι εἶπον ὑμῖν, ὅτι προφήτην πάντα οὐ γέγραπται εἰ μὴ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀποκτανθῆναι; Νῦν οὖν καιρὸς ἐφέστηκεν, ὃν εἶπον ὑμῖν· ἰδοὺ γὰρ παραδίδομαι, ἁμαρτωλῶν χερσὶν ἐμπαιχθῆναι, οἳ καὶ σταυρῷ με προσπήξαντες, ταφῇ παραδόντες, ἐβδελυγμένον λογιοῦνται ὡς νεκρόν· ὅμως θαρσεῖτε· τριήμερος γὰρ ἐγείρομαι εἰς ἀγαλλίασιν πιστῶν καὶ ζωήν τὴν αἰώνιον», (σ. 27).

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Η θρησκεία... ένας άλλος κόσμος

Φρανσουάζ ΦΡΟΝΤΙΖΙ: Εάν ασχολήθηκες με την ιστορία της θρησκεία, είναι γιατί η θρησκεία είναι βαθιά, στενά συνδεδεμένη με τα υπόλοιπα, την πολιτική, την καθημερινή ζωή ή ακόμη…

Ζαν – Πιέρ ΒΕΡΝΑΝ: Όχι, δεν είναι γι’ αυτό που το διαπίστωσα. Αλλά εάν ασχολήθηκα με την ιστορία των θρησκειών, είναι, χωρίς αμφιβολία…

Φρανσουάζ ΦΡΟΝΤΙΖΙ: Της ελληνικής θρησκείας…

Ζαν – Πιέρ ΒΕΡΝΑΝ: Ότι ένας γερο-άθεος, όπως εγώ, είχα κάτι που με παρότρυνε και που μ’ έκανε να μην μπορώ να μη θέσω αυτό το πρόβλημα. Άλλωστε, πως θα μπορούσαμε να μην το θέσουμε; Γιατί; Διότι στην αντίληψη της ιστορικής ψυχολογίας, όπου ο άνθρωπος είναι, ουσιαστικά, η συμβολική λειτουργία, αυτό το οποίο είναι το πλέον χαρακτηριστικό της συμβολικής λειτουργίας, είναι η θρησκεία! Αφού στη θρησκεία είναι που μονίμως υπάρχει, πίσω από τα φαινόμενα, πίσω από τον κόσμο, πίσω από τη ζωή μας, ένας άλλος κόσμος, ο οποίος είναι κρυφός και τον οποίο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε μέσα από διαμεσολαβητές.

Φρανσουάζ ΦΡΟΝΤΙΖΙ: Ναι, αλλά το να είσαι άθεος διευκολύνει τα πράγματα, για να γίνεις, ακριβώς, ιστορικός των θρησκειών;

Ζαν – Πιέρ ΒΕΡΝΑΝ: Κοίτα, δεν ξέρω. Είναι πολλοί αυτοί που μου εξήγησαν πως δεν μπορούμε να κάνουμε την ιστορία του χριστιανισμού, εάν δεν είμαστε χριστιανοί… Κατά συνέπεια, θα έπρεπε ίσως να πούμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε την ιστορία της ελληνικής θρησκείας αν δεν ήμαστε παγανιστές. Και, ίσως, σ’ ένα κομμάτι του εαυτού μου να είμαι παγανιστής.


JEAN PIERRE VERNANT. (1996). Η ελληνική σκέψη, μτφρ. Σία Αναγνωστοπούλου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 26.

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Μνήμη Αγίου Μακαρίου Νοταρά (17 Απριλίου 1805) - Φιλοκαλία και Κολλυβάδες Πατέρες

«Δεν θα ήταν μεγαλοστομία να ισχυρισθεί κανείς, ότι η έκδοση της Φιλοκαλίας, άδηλα ίσως και ανεπαίσθητα, συνιστά πρόκληση αναμέτρησης δύο πολιτισμών: Από τη μια, η φρενίτιδα της “προόδου”, που ειδωλοποιηθεί θριαμβικά την πιο στεγνή και στεγανή ανθρωποκεντρική αυτάρκεια, αυτάρκεια του φυσικού και θνητού. Μαζί και η μέθη της ακοινώνητης ελευθερίας των επιλογών, της απολυτοποίησης των απρόσωπων δικαιωμάτων του ατόμου, η νοητική υπεροψία της αποτελεσματικότητας που μηχανοποιεί τη ζωή. Κι από την άλλη μεριά, η προτεραιότητα αναζήτησης της αλήθειας και όχι της χρησιμότητας. Το πρωτείο της κοινωνίας και του έρωτα, της προσωπικής ετερότητας και όχι της ατομικής ουδετερότητας, της ζωής και όχι της επιβίωσης. Η χαρά της ελπίδας που ψηλαφεί την υπέρβαση του θανάτου».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ. (1996). Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα. Αθήνα: Δόμος, σ. 191.

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Τεχνητή Νοημοσύνη: Απειλή ή Ευλογία;

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Η τέταρτη εκδήλωση του κύκλου «Καιρός του Ποιήσαι» θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 15 Απριλίου 2024 στις 7 μ.μ. και θα είναι Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα «Τεχνητή Νοημοσύνη: Απειλή ή Ευλογία;» Θα συμμετάσχουν με παρεμβάσεις ο Δρ. Θεοφάνης Τάσης (Λέκτορας Σύγχρονης Πρακτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Alpen-Adria, Αυστρία και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο St. Gallen, Ελβετία) και η Δρ. Gayle Woloschak (Καθηγήτρια, Τμήμα Ακτινολογικής Ογκολογίας και Ακτινολογίας στο Πανεπιστήμιο Northwestern, Η.Π.Α), ενώ ο συντονισμός της συζήτησης θα γίνει από τον Δρα Νικόλαο Ασπρούλη (Αναπληρωτή Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου). Ο σύνδεσμος για την παρακολούθηση της εκδήλωσης είναι https://us06web.zoom.us/j/81343599444
Η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει έρθει με υποσχέσεις και απειλές. Χρησιμοποιείται ήδη με πολλούς τρόπους και είναι πιθανό να βοηθήσει την μείωση της εγκληματικότητας (με την αναγνώριση προσώπων, για παράδειγμα), τις ιατρικές διαγνώσεις και θεραπείες, την φωνητική υποστήριξη, την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, την ρομποτική και πολλά άλλα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει διαδοθεί ιδιαίτερα με τη χρήση του ChatGPT και άλλων παρόμοιων προγραμμάτων γραφής, που έχουν εκπαιδευτεί με βάση εντολές που παρέχουν λεπτομερείς απαντήσεις. Έχουν προταθεί ασφαλιστικές δικλείδες για τη συνεχή χρήση του ChatGPT ενώ έχουν σημειωθεί και πολλά προβλήματα στη χρήση του, κυρίως μεροληψίες που ενυπάρχουν μέσα στο ίδιο το πρόγραμμα. Πιθανές απειλές από την Τεχνητή Νοημοσύνη περιλαμβάνουν την απώλεια θέσεων εργασίας, ανησυχίες για τους τρόπους ελέγχου της, ερωτήματα ακαδημαϊκών παραβιάσεων και άλλα θέματα, κάποια από τα οποία εικάζονται και κάποια που έχουν διαπιστωθεί. Μέσα σε όλα αυτά, πρέπει να εξετάσουμε και το θέμα της μοναδικότητας του ανθρώπινου είδους, ακόμη και σε σχέση με τα ρομπότ και τις άλλες ανθρώπινες επινοήσεις.
Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η ευθυγράμμιση της Τεχνητής Νοημοσύνης με τις ηθικές μας αξίες. Θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την έννοια της ηθικής ευθυγράμμισης, τις πιθανές προκλήσεις και ορισμένες από τις προτεινόμενες τεχνικές λύσεις. Επιπλέον, θα πρέπει να ερευνήσουμε τη σημασία των κοινωνικών και πολιτικών προσεγγίσεων, όπως τα ρυθμιστικά πλαίσια, εστιάζοντας σε αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την Τεχνητή Νοημοσύνη, εκτός από την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας για τον ορισμό κοινών ηθικών αρχών και την ανάπτυξη κοινών προτύπων, έχει προταθεί και η διαβούλευση επί των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που θα ανατεθούν σε αυτή. Υπό αυτό το πρίσμα αναδεικνύεται ένα δίλημμα μεταξύ ελευθερίας και ευκολίας, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ σκιαγραφείται ένας ψηφιακός ανθρωπισμός για να διασφαλιστεί ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ιδιότητα και την συνέχεια της ανθρωπότητας με την τωρινή της μορφή, ωφελώντας την συγχρόνως στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Η Gayle Woloschak έχει διδακτορικό στις Βιοϊατρικές επιστήμες και στις σπουδές Ανατολικού Χριστιανισμού. Είναι Καθηγήτρια Ακτινολογικής Ογκολογίας και Αναπληρώτρια Κοσμήτορας του The Graduate School στο Πανεπιστήμιο Northwestern, καθώς και Καθηγήτρια Επιστήμης και Θρησκείας στη Θεολογική Σχολή του Σικάγο. Έχει εργαστεί στον τομέα του διαλόγου επιστήμης και θρησκείας για περισσότερα από 20 χρόνια και δραστηριοποιείται σε πολλούς οργανισμούς. Είναι Πρόεδρος στο Κέντρο Προηγμένων Σπουδών σε θέματα θρησκείας και επιστήμης και Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Κέντρου Θρησκείας και Επιστήμης Zygon.
Ο Θεοφάνης Τάσης γεννήθηκε το 1976 στο Μόναχο όπου και μεγάλωσε. Διδάσκει Σύγχρονη Πρακτική Φιλοσοφία στο Alpen-Adria-Universität στην Αυστρία και είναι Επισκέπτης Καθηγητής στο Universität St. Gallen στην Ελβετία. Διετέλεσε ερευνητής του προγράμματος Stanley J. Seeger στο Πανεπιστήμιο του Princeton, του προγράμματος Marie Curie στο Université Saint-Louis στις Βρυξέλλες και του προγράμματος Erasmus στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Η έρευνά του αφορά την σχέση πολιτικής, ηθικής και ανθρώπινης αναβάθμισης με επίκεντρο τις έννοιες «εικόνα», «θνητότητα» και «τέχνη του βίου». Τα έργα του Πολιτικές του Βίου: Η Ειρωνεία (Εκδόσεις Ευρασία, 2012) και Καστοριάδης: Μια Φιλοσοφία της Αυτονομίας (Εκδόσεις Ευρασία, 2007) έχουν βραβευθεί με το Καυταντζόγλειο βραβείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το Ψηφιακός Ανθρωπισμός: Εικονιστικό Υποκείμενο και Τεχνητή Νοημοσύνη (Εκδόσεις Αρμός, 2019) ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2020. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμη τα έργα του: Εν Μέση Οδώ (Εκδόσεις Αρμός, 2023), Φιλοσοφία της Ανθρώπινης Αναβάθμισης (Εκδόσεις Αρμός, 2021), Πολιτικές του Βίου ΙΙ: Η Επιμέλεια Εαυτού στην Εικονιστική Κοινωνία (Εκδόσεις Αρμός, 2017), Φάρμακον (Εκδόσεις Ευρασία, 2011). Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει βιβλία των Martin Heidegger, John Stewart Mill, Αλέξανδρου Νεχαμά και Roberto Mangabeira Unger.

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Γρηγόριος Ε΄· Ο Πατριάρχης του Γένους

«Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί ’ς το μέτωπο σου
Να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδαις
Όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδαις;...
Γιατί ’ς τα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράξη,
Πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη
Μέσα ’ς τα στήθη σου η καρδιά; Και πώς ’ς το βλέφαρο σου
ούτ' ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ' έλαμψε το φως σου;...

Ολόγυρα σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι
Το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' αγριωμένη
Από μακρά σ' εγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα
Φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα
Που σε κρατεί ’ς τα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα,
Οπού κι αυτή ’ς τον κόρφο της, σαν τρυφερή μητέρα,
Πατέρα μου, σ' εδέχτηκε... Θυμάται ’ς το λαιμό σου
Το ματωμένο το σχοινί, και ’ς τ' άγιο πρόσωπο σου
Τ' άτιμα τα ραπίσματα...το βόγκο...τη λαχτάρα...
Του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάται την αντάρα...
Την πέτρα, που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου
Το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου...
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
Ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμίδα
Τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη
Όταν, Πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν' οι ξένοι
Το αίμα σου έγλυφαν κρυφά ’ς τα νύχια του φονιά σου...
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου...
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
Τ' ανάστησε η αγάπη μας κ' εδώ μαρμαρωμένο
Θα στέκη ολόρθο, ακλόνητο, κ' αιώνια θα να ζήση,
Νάναι φοβέρα αδιάκοπη ’ς Ανατολή και Δύση...

Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!...
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκαίς, Πατέρα
Πετούν οι ώραις άμετραις’ς του τάφου το λιμάνι...
Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη...
Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι' ακόμ’ η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά... Με τα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι' ο τάφος σου και’ ς το μνημόσυνο σου
υψώνεται’ς τον ουρανό το νεκρολίβανο σου
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες... Γέροντα, τι σου λείπει;...
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου;...
Ποιός είν' ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;...

Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι...
Κι' από το γέρο Δούναβη ως τ' άγριο Κακοσούλι
Έβραζε γη και θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθί και ξεθεμέλιωμα και δάκρυ και κατάρα...
Εβρόντουν κι' άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ' αχόρταγα τα χέρια
Κ' ήτον ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια...
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
Και μαύρα νέφη απλώνονται ’ς του Κίσσαβου τη ράχη.
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ' οι βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει
Κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ' εσκότωσε την πλάση...

Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
Σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του,
Και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ερέκαξε κ' εμούγκρισε... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ' άκρη ’ς άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχην!"...

Του μυστικού διαλαλητή πέφτει ’ς τη γη ’ς το κύμα
Το φλογερό το μήνυμα κι' από ένα τέτοιο κρίμα
Εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
Εθέριεψε, εζωντάνεψε τ' άτιμο το σχοινί σου
Κ' έγεινε φίδι φτερωτό ’ςτον κόρφο του φονιά σου...
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;...

Αναστηλώνεται ο Μωριάς... η Ρούμελη μουγκρίζει...
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντού παράπονο βαθύ, κι’ αλαλαγμοί και θρήνοι...
Διαβαίνει η μαύρ' η άνοιξη... τα ρόδα μας, οι κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκασμένα
Αφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε ’ς τα ξένα...
Σ’ του Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
Του Γένους το ξημέρωμα... Πάσα ματιά του σφάζει...
Διωγμέν' από τον Κάλαμο, με την ψυχή ’ς το στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
Να μείνουν ακυνήγητα και ο Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει...
Φλόγα παντού και σίδερον... δεν θ' απομείνη λόθρα...
’Σ την Κιάφα νεκρανάσταση...’Σ του Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δε μένει ασάλευτη... κλαρί χωρίς κρεμάλα...
Εριμιά και ξεθεμέλιωμα ’ς την Τρίπολη,’ςτου Λάλα...
Κι' όταν το χέρι εχόρταινε και έπεφτε στομωμένο
Να ξανασάνη το σπαθί ’ς τη θήκη ξαπλωμένο,
Εφώναζε ο αντίλαλος... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Απ' άκρη σ' άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”.

Φριμάζουν τα Καλάβρυτα... Καπνίζει το Ζητούνι...
κ' η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
Σαν το καθάριο τ’άλογο, να μυρισθή τ' αγέρι
Που, ταχυδρόμος τ' ουρανού, με τα φτερά του φέρει
Του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του...
Ο γυιός τ' Ανδρούτζου ‘ς τη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
Κ' επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται η Αρβανητιά με τον Ομέρ Βρυώνη...
Φεγγοβολούν τα πέλαγα ’ς την Τένεδο,’ς την Σάμο
Και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή ’ς τον άμμο
Ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει... “Πολεμάρχοι!...
Εκδίκηση... άσπλαχνη... παντού... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”.

Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά ’ς το Καρπενήσι
Του Βότζαρή σου την ψυχή για να σε προσκυνήση
Σου στέλλει αιματοστάλαχτη… ’Σ τον τάφο του κλεισμένο
Το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δεν παραδίδει τάρματα, δεν γέρνει το κεφάλι...
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
Το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του,
Και φλογερό μετέωρο πετά ’ς τον ουρανό του
Και θάφτεται ολοζώντανο… ’Σ το διάβα του τρομάζουν
Τ' αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν...
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι
Πώμεν’ ακόμα πράσινο, τ' αράπικο ποδάρι
Το μάρανε, το σκότωσε... Χορτάσαν οι κοράκοι…
’Σ τη Ράχοβα, ’ς το Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
Αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι...
Θερίζει τ' άσπλαχνο σπαθί κι' ο πάγος σαβανώνει...

Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
Του λύκου μας του εφτάψυχου τ' αχόρταγο λαρύγκι...
Ο κόσμος ανταριάζεται... Και τα σκυλόδοντα του
Ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασήματά του
’Σ του Ναβαρίνου τα νερά... και φεύγει... Ανάθεμά τον!...
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ' αστραπόβροντά των
Και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη...
Μ' αυτά... μ' αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
Εχτίσαμε, πατέρα μου, τη πτωχική φωλιά μας.
Κ' εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,
Π' ανθοβολούν τριγύρω σου. Γιατί τα δάχτυλά σου
Ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;...
Σ’ τ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακράν από την Ελλάδα
Ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα,
Π' ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
Τα σφραγισμένα χείλη σου ν' ανοίξη να γλυκάνη...
Ούτε το φως το ακοίμητο που ’ς το πλευρό σου χύνει
Αυτό μας το περίφανο, το φλογερό καμίνι;...
Ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια...
Ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
Που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα,
Και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;...

Τι θέλεις, γέροντ', από μας;... Δε νοιώθεις μια ματιά σου
Πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι' από τα σωθηκά σου
Πόση θα εβλάσταινε ζωή;... Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;...
Δε φέγγει μεσ’ ’ς το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;...

Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνη ακόμα
Ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό του στόμα...
Κοιμάται κι' ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήση,
Όταν ’ς τα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
Το φοβερό μας κήρυγμα... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης



Ο απαγχονισμός του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄· Β. Χατζής, ελαιογραφία σε μουσαμά.

Ο εθνομάρτυρας άγιος Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

«Οι στρατιώτες άρχισαν να του δένουν χέρια και πόδια καταπώς γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Όση ώρα χρειάστηκαν για τη δουλειά αυτή, μια απέραντη σιγή είχε απλωθεί στο θορυβώδες πλήθος. Κανείς δεν ακουγόταν. Όλοι παρακολουθούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Οι δήμιοι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν το σκοινί, όταν ακούστηκε μια γυναικίσια φωνή απ’ απέναντι. Μια φωνή, που τάραξε τη σιωπή, έσκισε τον αγέρα κι ακούστηκε σ’ όλα τα γύρω ρωμαίικα σπίτια, που βουβά παρακολουθούσαν την τραγωδία: 
- Θέ μου. Κρεμούν τον πατριάρχη! 
Στα παράθυρα ξεπρόβαλαν δειλά τα φοβισμένα πρόσωπα, που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μεσαία πόρτα. Ο θρήνος, που τις μέρες αυτές είχε θρονιασθεί στις ψυχές, γίνηκε τώρα κλάμα γοερό, κοπετός και μοιρολόγι. 
Ο κεσεδάρης στάθηκε απέναντί του και επιθεωρούσε αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε. Μετά έγνεψε ν’ αρχίσουν. Ένας πέρασε τη θηλιά στο λαιμό, την έσφιξε και τη δοκίμασε. Μετά τρεις χεροδύναμοι τράβηξαν απότομα την άλλη άκρη του σκοινιού. Το γέρικο σώμα πετάχτηκε απότομα ψηλά. Άρχισε να σπαρταρά, μια, δύο, τρεις φορές. Σταμάτησε. Ο Πατριάρχης ήταν νεκρός. 
Ένα ξέφρενο ξεφωνητό γιόμισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Οι στρατιώτες έσυραν τα σπαθιά τα ύψωσαν θριαμβευτικά και αλάλαζαν μαζί με τον όχλο. Άλλοι πανηγυρίζοντας έρριχναν στον αέρα κουμπουριές. Τους είπαν πως αυτός είναι ο φταίχτης για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων και δεν είχαν λόγο να μην το πιστεύσουν. Τους είπαν πως ο Αλλάχ θέλει εκδίκηση και δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Μπροστά τους κρέμονταν ο ένοχος. Ο καθένας ποθούσε να πάει απ’ το δικό του χέρι. Κι αν αυτό δεν ήταν μπορετό πριν, τώρα που κρεμόταν άψυχος στη μεσαία πόρτα μπορούσαν να του ρίξουν το δικό τους ανάθεμα για να ησυχάσει κι η συνείδησή τους. 
Μερικοί έμειναν μόνο στις βρισιές. Οι πιο πολλοί σπρώχνονταν να ζυγώσουν, για να χτυπήσουν τον νεκρό, να του πετάξουν μια πέτρα, ν’ ασχημονήσουν. Έλεγες πως ήθελαν για δεύτερη φορά να τον σκοτώσουν. Ακόμη και κυρτωμένοι γέροντες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ένας μάλιστα άρχισε να χτυπά με τόση μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, που έπεσε κάτω λιπόθυμος. Νόμισαν πως έπαθε αποπληξία! Λένε πως κάπου εκεί, σε μια γωνία, μέσα απ’ την άμαξά του, παρακολουθούσε ο ίδιος ο Βεζύρης»


ΓΙΩΡΓΗΣ Θ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ. (2000). Η αγχόνη. Κατερίνη: Τέρτιος, σσ. 172-173. 

«Ο αδικοχαμένος Γρηγόριος, τρεις φορές Πατριάρχης, υπήρξε λιτός, σεμνός, φιλάνθρωπος και αχρημάτιστος. Δεν απέκτησε ποτέ του περιουσία κι αυτό φαίνεται στη διαθήκη του: 
“Ό,τι βρεθεί εις το κιβώτιό μου να μοιραστεί στους ιερείς του Όρους και τους φτωχούς, αμέσως με το θάνατό μου. 
”Άλλη χρηματική περιουσία δεν έχω, παρά μόνο τα φορέματά μου, παλαιόγουνες και αντεροκάβαδα. Να μοιραστούν σε όσους βρεθούν εις την υπηρεσία μου. 
”Εξ αυτών ο αρχιδιάκονος ανεψιός μου θέλει λάβει τα τιμιώτερα. Ράσο, γούνα και αντεροκάβαδα. Τα στρώματα του οντά και τα παπλώματα να δοθούν εις το νοσοκομείο των Ιβήρων” 
Είχε συντάξει αυτή τη διαθήκη στα 1813, όταν βρισκότανε εξόριστος στο Άγιον Όρος. 
Ενώ ο Πατριάρχης των Γραικών κηδευόταν στην Οδησσό, οι όμηροι Μητροπολίτες Συνοδικοί ταξίδευαν προς το δικό τους μαρτύριο. Ο Ιθακήσιος Αγχιάλου Ευγένιος, που τον είχανε φέρει σιδηροδέσμιο από την επαρχία του, απαγχονίστηκε από τους πρώτους δείχνοντας καρτερία και στωικότητα. Ο υπέργηρος Νικομήδειας Αθανάσιος πέθανε στο δρόμο, καθώς τον μεταφέρανε στην αγχόνη. Ο δήμιος τον κρέμασε νεκρό. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν με πλοιάριο σε διάφορα μέρη. Έψαλαν μέσα στο σκάφος οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία τους: “Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον”. Στην πρώτη σκάλα, στο Αρναούτκιοϊ, κατέβηκε ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος κι αποχαιρέτησε ηρωικά τους άλλους αρχιερείς: 
- Καλή αντάμωση, αδελφοί, στην άλλη ζωή. 
Τον κρέμασαν μπροστά στην πόρτα του κουρείου. Η μαρτυρική συντροφιά συνέχισε την πορεία της. Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος απαγχονίστηκε στο Μέγα Ρεύμα. Κληρικός σπουδαγμένος στην Ευρώπη και σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ο Δημητσανίτης Θεσσαλονίκης Ιωσήφ είχε την ίδια τύχη στο Νιοχώρι. Ο Δέρκων Γρηγόριος μεταφέρθηκε στη Μητρόπολή του, στα Θεραπειά. Πριν τον κρεμάσουν έξω από την πύλη της, ζήτησε να προσευχηθεί και να μην του δέσουνε τα χέρια. Δεχτήκανε το αίτημα οι δήμιοι και κατόπιν ο Δέρκων ευλόγησε τη θηλιά του σκοινιού. Την πέρασε στο λαιμό του και διέταξε εκείνος το δήμιο: 
-Εκτέλεσε τώρα την εντολή του ασεβούς κυρίου σου. 
Μ’ αυτό τον τρόπο μαρτυρήσανε οι όμηροι Συνοδικοί. Η Εκκλησία πρόσφερε στον Αγώνα τους πρώτους ιερούς νεκρούς»


ΜΑΝΟΣ ΒΕΝΙΕΡΗΣ. (2011). Η Μεγάλη Θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία. Αθήνα: Ακρίτας: σσ. 202-203.

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Ένα εξαιρετικό βιβλίο!


Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα της ιστορικής παρακμής. Κυριαρχεί ο φόβος ότι η ώρα της Ευρώπης πέρασε, ότι τα αθάνατα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν μπορούν πια να επαναληφθούν κι ότι πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη σκέψη πως σε παγκόσμιο επίπεδο η Ευρώπη θα έχει εφεξής ρόλο δευτεραγωνιστικό, ή και κομπάρσου.
Στη διάλεξη αυτή, ένα απ’ τα τελευταία κείμενα που δημοσίευσε πριν το θάνατό του, ο Τζωρτζ Στάινερ επιχειρεί να «γειώσει» τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης ― να τη μεταφέρει από τους αιθέρες των μεγάλων ιδεών στο έδαφος της βιωμένης πραγματικότητας.
Τι ορίζει την Ευρώπη; ρωτά ο Στάινερ. Και απαντά: το καφενείο, αυτή η νέα αρχαία αγορά που χωρά τον διανοούμενο και τον πολιτικό μαζί με τον εργάτη και τον άστεγο· το εξημερωμένο και αχόρταγα περπατημένο τοπίο· η διαρκής παρουσία του παρελθόντος στους δημόσιους χώρους ―στους δρόμους, στις πλατείες, στις γέφυρες― και η συνακόλουθη, συχνά ασφυκτική, κυριαρχία της μνήμης· η ριζικά αντιφατική και γι’ αυτό ανεξάντλητα γόνιμη πρωτοκαθεδρία δύο πνευματικών παραδόσεων, της ελληνικής και της εβραϊκής· τέλος, η ιστορικά μοναδική αίσθηση του πεπερασμένου των ανθρώπινων επιδιώξεων και η αναγνώριση της καταστατικής τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης.
Αρκούν αυτά, αναρωτιέται ο Στάινερ, για να παραμείνει η Ευρώπη μια ιδέα που διεγείρει την ψυχή και τη φαντασία; Ή μήπως είναι καταδικασμένη «να κατοικήσει στο μεγάλο μουσείο περασμένων ονείρων που ονομάζουμε ιστορία»;
«Είναι ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη να διατρανώσει ορισμένες εξάρσεις της ψυχής, τις οποίες ο εξαμερικανισμός του πλανήτη ―με όλα του τα πλούτη και όλη του την απλοχεριά― έχει ρίξει στο σκοτάδι, ορισμένα ιδανικά συνδεόμενα με τη σχόλη, την ιδιωτικότητα, τον αναρχικό ατομικισμό, τα οποία σχεδόν πνίγονται μέσα στην επιδεικτική κατανάλωση και την ομοιομορφία του αμερικανικού μοντέλου. Εμείς, τα συχνά κουρασμένα, διαιρεμένα, αποπροσανατολισμένα τέκνα της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ, θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην πίστη ότι τον "ανεξέταστο βίο" όντως δεν έχει αξία να τον ζήσουμε»· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].

ΣΧΟΛΙΟ: Το διάβασα απνευστί, εχθές βράδυ, ταξιδεύοντας από τη Μητέρα Θεσσαλονίκη προς τη Μυτιλήνη, ύστερα από τετραήμερη σχολική εκδρομή με την Α΄ Λυκείου, όπου μαζί με συναδέλφους και μαθητές/τριες, περάσαμε όμορφα και δημιουργικά, επισκεπτόμενοι την Βεργίνα και πολλά μνημεία της Μητέρας Θεσσαλονίκης. Αγόρασα το βιβλίο από το ιστορικό βιβλιοπωλείο Το Κεντρί, στην οδό Δημητρίου Γούναρη.