Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Ελλαδική Εκκλησία και Έμφυλες Ταυτότητες

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ο διάλογος της Εκκλησίας με την Πολιτεία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών –αν βέβαια είναι διάλογος-, από τη μια δείχνει πόσο ανέτοιμη και αμήχανη είναι η θεσμική Ελλαδική Εκκλησία να συζητήσει όχι μόνο ζητήματα ισότητας των φύλων αλλά και ζητήματα ενός κόσμου συνεχών μεταβάσεων, από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον, τα οποία αφορούν τις έμφυλες ταυτότητες, και από την άλλη πλευρά, πόσο τραγική είναι η εικόνα της Πολιτείας όταν κλείνει τις πύλες-της προς ένα αρκετά μεγάλο σώμα του λαού, που υποτίθεται ότι διακονεί, αν λάβουμε υπ’ όψιν-μας πως πολιτική δεν είναι μόνο εξουσία αλλά και διακονία.
Το βίντεο που δείχνει τον Σεβασμιώτατο Φθιώτιδος Συμεών να ωρύεται μπροστά στο ποίμνιό του εξαπολύοντας μύδρους κατά της Πολιτείας για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών συνιστά κρίση της θεσμικής Ελλαδικής Εκκλησίας. Σωστά καλός φίλος-μου είπε πως κάνει λες και η Πολιτεία ζητά από την Εκκλησία να θεσπίσει εκκλησιαστικό γάμο ομοφύλων. Αλλά και η Πολιτεία, υπό τον φόβο μήπως χαρακτηριστεί συντηρητική, βιάζεται να φέρει αλλαγές σ’ ένα πολιτισμό όπως είναι ο ελληνικός, πολιτισμό που εδώ και αιώνες έχει επίγνωση των ορίων-του. Καθώς φαίνεται ο Καισαρισμός είναι πανέτοιμος να ξαναπάρει ακόμα μια πύρρεια νίκη.
Επί του συγκεκριμένου θέματος, η Πολιτεία ενώ φαίνεται να έχει κάποια επίγνωση των θεμελιωδών μεταβλητών της σημερινής κοινωνίας που αλλάζει ραγδαία, αρνείται να συζητήσει βασικές αξίες του ιστορικού γίγνεσθαι του λαού που κυβερνά. Που να καταλάβει πως η «ιστορία δεν γηράσκει», κατά Χρήστο Μελεβίστη.
Ο Σεβασμιώτατος Φθιώτιδος Συμεών βροντοφώναζε στο ποίμνιό του για εισαγόμενες «αμερικανιές». Μόνο που αυτές οι εισαγόμενες «αμερικανιές» είναι η μια όψη του νομίσματος, τα λεγόμενα «κυβόργια» κατά τον «επανεπινοημένο» όρο της Donna Haraway. Όμως, υπάρχει και η άλλη «αμερικανιά», των ακραίων φονταμενταλιστικών θρησκευτικών κινημάτων που, ως καλοί μεταπράτες, κι αυτή την εισάγουμε στο Ελλαδιστάν. Την καταγράφει η συνάδελφος Σπυριδούλα Αθανασοπούλου – Κυπρίου· στη Σύναξη, την τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία (τχ. 108ο), στα 2008, το άρθρο-της: «Θρησκευτική πίστη και “ανδρικές ταυτότητες”. Το χριστιανικό μοντέλο της ήπιας πατριαρχίας στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, από τη διεθνή στην ελληνική πραγματικότητα», κάνει λόγο για τον αντρικό οργανισμό γνωστό με το όνομα Promise Keepers (σε ελεύθεροι μετάφραση: «Οι Φερέγγυοι»), ο οποίος προωθεί την άποψη ότι «οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να είναι η κεφαλή της οικογένειας, με ευγενικό όμως και τρυφερό τρόπο, ακολουθώντας το παράδειγμα της πραότητας του Ιησού Χριστού». Ετούτη η ανθρωπολογία των φύλων έχει περάσει και στην Ελλαδική Εκκλησία, με εγκυκλίους που κατά καιρούς αποστέλλονται σε τοπικές Μητροπόλεις. Και δεν είναι μόνο το ζήτημα της ισοτιμίας των δύο φύλων, είναι και εκείνο των έμφυλων ταυτοτήτων. Και εδώ, οι αποστελλόμενες εγκύκλιοι σε τοπικές Μητροπόλεις δεν σώζουν την κατάσταση. Η μετανεωτερικότητα και τα προτάγματά της, που σχετίζονται με τις έμφυλες ταυτότητες, είναι κυρίαρχο πια ρεύμα στον καιρό μας. Δεν χωρά αμφιβολία πως ενάντια στον δικαιωματισμό και την αυτοδιάθεση –είναι οι νέες «θρησκείες» του καιρού-μας-, γραπτά όπως του Θεόδωρου Ζιάκα Δεν έχουν τον Θεό τους. Ο πόλεμος των φύλων και η ελληνική παράδοση. Σώζεται η Δύση; και του π. Βασίλειου Θερμού Έλξη και πάθος: Μια διεπιστημονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας & Σεξουαλικός προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου: Οι απαντήσεις και οι άνθρωποι με σαφήνεια και πληρότητα λόγου ξεδιπλώνουν την ορθόδοξη θεώρηση των φύλων. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρα τα παρακάτω ερωτήματα, με τα οποία οφείλει να αναμετρηθεί θαρραλέα η θεσμική Ελλαδική Εκκλησία: Πως συμπεριφέρεται κανείς σε κρίσιμους καιρούς; Αποσύρεται; Κατακρίνει; Συμμετέχει και αγωνίζεται; Αγαπά και νοιάζεται; Κι αν αγαπά, αναρωτιέται μήπως αυτή η αγάπη είναι μόνο «χαλκός ηχών» παρά λόγος ουσίας;
Το μέλλον της συζήτησης για τις έμφυλες ταυτότητες θα είναι δύσκολο. Η θεσμική Ελλαδική Εκκλησία και ο «Ελλαδικός Ελληνισμός», φαίνεται ότι πλησιάζουν προς το σημείο της «τρομερής συμφοράς» -χρησιμοποιώ όρους του αλησμόνητου Χρήστου Μαλεβίτση. Τρανό παράδειγμα η εικόνα της άσχετης δημοσιογράφου του τρίτου κρατικού καναλιού, με το π. Νικόλαο Λουδοβίκο να προσπαθεί να την κάνει να καταλάβει τί σημαίνει ηθική οντολογία κι όχι μόνο ψυχολογία. Ορθότατα ο Μανόλης Βαρδής γράφει για το βασικό λάθος του π. Νικόλαου ο οποίος «δέχθηκε να παραστεί- έστω και για λίγο- σε μία εκπομπή μαζικής κατανάλωσης. Ουδέν κακό αμιγές καλού. Τα συμπεράσματα βγήκαν (για μία ακόμη φορά). Κατ’ αρχήν, είναι η -συνήθως με αυθάδεια και επιθετικότητα ιεροεξεταστή- αντίρρηση των δημοσιογράφων ότι στην εποχή-μας είναι δικαίωμα του καθενός να έχει αυτοδιάθεση. Οι απόψεις του π. Νικόλαου ότι είμαστε “κληρονόμοι σημασιών” από το παρελθόν και ότι η ηθική του γούστου έχει υποκαταστήσει την ηθική οντολογία, δεν γίνονται καθόλου κατανοητές. Είναι βέβαια και η αμορφωσιά όλων αυτών των δημοσιογράφων και τηλε-πανελιστών που τους εμποδίζει, ακόμα κι αν ήθελαν, να συλλάβουν ευρύτερα νοήματα. Ο πουριτανικός διαφωτιστικός ζήλος έχει πραγματικά μετεξελιχθεί στην εποχή-μας σε ένα υποκατάστατο νοήματος ζωής, που ούτως ή άλλως δεν υπάρχει. Ίσως αυτό εξηγεί και την επιθετικότητα των τύπων αυτών. Βιώνουν την απώλεια νοήματος και θέλουν να μας δείξουν ότι η ζωή-τους, παρά ταύτα, έχει κάποιο νόημα. Είναι δύσκολο να ζεις μετά τον “θάνατο του Θεού”».


Γεώργιος Γουναρόπουλος, Ζευγάρι. ΠΗΓΗ: paletaart – Χρώμα & Φως

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ειδωλοποίηση του θανάτου

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ο θάνατος και η ταφή ανθρώπων έχουν γίνει ειδήσεις σ' όλα τα τηλεοπτικά δελτία. Δημοσιογραφούντες, τυχάρπαστοι παρουσιαστές και τυχάρπαστες τηλεπερσόνες στα «πρωινάδικα» και τα «απογευματινάδικα» δείχνουν εικόνες πενθούντων ανθρώπων να σπαράζουν πάνω στα νεκρά σώματα των συγγενών τους, χωρίς οι ίδιοι να τους το έχουν επιτρέψει. Απτό παράδειγμα οι εικόνες στις οθόνες της τηλεόρασης, όπου ο θάνατος και η ταφή του 40χρονου επισμηναγού, που θανάσιμα τραυματίστηκε κατά την πτώση του εκπαιδευτικού αεροσκάφους του κοντά στο αεροδρόμιο της Καλαμάτας, και του 31χρονου αστυνομικού που, τελικά, έχασε τη ζωή του από τη ναυτική φωτοβολίδα, στα επεισόδια που έγιναν στο γήπεδο «Μελίνα Μερκούρη», δείχνουν πόσο ειδωλοποιημένα αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον θάνατο. 
Στον αντίποδα της ειδωλοποίησης του θανάτου, βλέποντας ετούτες τις εικόνες, φέρνω στο νου μου: πόσο «αδίδακτη ύλη είναι ο θάνατος», κατά Χρυσόστομο Σταμούλη, και πόσο «μεγάλο νεκροταφείο είναι ο κόσμος μας», κατά Έρμαν Έσσε. Έχω τη γνώμη πως βρισκόμαστε στο τέρμα της ιστορίας ενός πολιτισμού, όπου η συνείδηση του θανάτου ήταν μια διαρκής επανασυμφιλίωση με τον εαυτό μας. 
«Όχι, τους λέει, ο θάνατος / ονείρου ρόζος είναι / και παξιμάδι ανάμειχτο με / γάλα και μέλι», αναφωνεί στο Κύπριος ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, που το ποίημά του «Θανάτου δέντρο», από τη συλλογή Αχαιών Ακτή (Άγρα 2003), σε μουσική Χρυσόστομου Σταμούλη, τραγουδά ο Αργύρης Μακιρτζής.


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Τό ἐθνικό σύμβολο ταυτίζεται μέ τήν κυριαρχία, ὄχι μέ τήν βία!


Ἡ ἄπατρις πολιτική ἐλίτ καί ἡ τέχνη τοῦ ρόζ – «Πειράζουν» τήν σημαία, «πειράζουν» τήν οἰκογένεια, «πειράζουν» τήν ἱστορία καί τήν γλῶσσα, ὁ ἐθνικός ὕμνος πῶς τούς διέφυγε; – Τελεία ἀποσύνθεσις πρό τῆς ἐξαφανίσεως.

«ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ἀπελευθερώσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν ἐλπίδα ὅτι ἡ θάλασσα θά γαληνέψει. Πρέπει νά μάθουμε νά πλέουμε καί μέ δυνατούς ἀνέμους!». Πρόκειται γιά σκέψεις ἑνός μεγάλου Ἕλληνα, παγκόσμιου καί τοπικοῦ ταυτόχρονα. Κοσμοπολίτη καί πατριώτη. Τοῦ Ἀριστοτέλη Ὠνάση. Δημοσιεύονται στήν ἐξαιρετική ἔκδοση «Ἡ Ἱστορία τῶν Ἐπιχειρήσεων Ὠνάση, 1924-1975». Ὁ ἐμβληματικός αὐτός Ἕλλην πού τά ἔβαλε μέ κράτη ὑπερδυνάμεις καί μέ διεθνῆ ἐπιχειρηματικά θηρία κυμάτισε τήν ἑλληνική σημαία στά πλοῖα του ἀλλά καί στά ἀεροσκάφη τῆς Ὀλυμπιακῆς Ἀεροπορίας στά πέρατα τῆς γῆς. Καί μάλιστα σέ φουρτουνιασμένους καιρούς.

Tοῦ Μανώλη Κοττάκη

Πληροφορηθείς ὅτι ἡ καλλιτέχνης πού παραποίησε τήν γαλάζια ἑλληνική σημαία ἀνάρτησε τήν ἄποψή της στά social media τοῦ Ἱδρύματος Ὠνάση (παραθέτοντας «ὑποδείγματα» καί ἀπό σημαῖες ἄλλων χωρῶν πού ἔχουν «πειραχτεῖ» στό πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας ἐκφράσεως ὅπως τῶν ΗΠΑ καί τῆς Μεγάλης Βρεταννίας –ἄρα ἀντέγραψε, δέν πρωτοτύπησε), σκέφτηκα τό ἑξῆς: Τῆς πέρασε ἀπό τό μυαλό πῶς θά ἀντιδροῦσε ὁ Ἀριστοτέλης Ὠνάσης ἄν μάθαινε ὅτι εἶχε μετατρέψει τήν ἑλληνική σημαία σέ μιά ρόζ συρραφή ἀπό κουρέλια; Σέ σεντόνια πού φέρουν τό βάρος τῆς ἀρνητικῆς φόρτισης ἀπαράδεκτων γεγονότων οἰκογενειακῆς βίας; Ὅσοι παλαιοί ἀπέμειναν στήν ζωή νά γνωρίζουν τόν Ὠνάση, ἡ οἰκογένεια τοῦ ὁποίου ξεκίνησε ἀπό τήν Καππαδοκία γιά νά μετακομίσει στήν Σμύρνη καί νά ἐπιζήσει τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, μποροῦν νά ὑποθέσουν ἄνετα πῶς θά ἀντιδροῦσε. Στήν καλύτερη περίπτωση, θά τήν «ἔλουζε» εὐγενικά ὅπως ὁ ἴδιος ἤξερε. Στήν χειρότερη, θά τήν εἶχε «πετάξει» μέ τίς «κλωτσιές» ἔξω ἀπό τά social media τοῦ ἱδρύματός του. Ὄχι μόνο γιατί παραποίησε τήν ἑλληνική σημαία γιά νά ἀντιγράψει παλαιές ἰδέες δυτικῶν καλλιτεχνῶν καί νά προκαλέσει. Θά τήν «ἔλουζε» γιατί τόλμησε νά ἐπικαλεστεῖ τίς σημαῖες τῶν ΗΠΑ καί τῆς Μεγάλης Βρεταννίας γιά νά ὑποστηρίξει ὅτι πώς ὅ,τι διέπραξε μέ τήν ἑλληνική, ἔχει ἱστορικό προηγούμενο.
Ὄχι ὅμως. Δέν ὑπάρχει ἀναλογία γιά νά ὑπάρχει προηγούμενο. Τά ἔθνη αὐτά εἶναι μεγάλα. Ἀναμφιβόλως. Ἀλλά εἶναι ἔθνη ἐπεκτατικά. Ἰμπεριαλιστικά. Ἀποικιοκρατικά. Οἱ σημαῖες τους ἀνέμισαν σέ ξένα ἐδάφη γιά νά σφραγίσουν εἰσβολές, κατοχές καί κατακτήσεις. Οἱ σημαῖες αὐτές –πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, δέν ὑπῆρξαν ποτέ ἐθνικό λάβαρο ἀνασχέσεως ἐπιθέσεως τοῦ ἐχθροῦ. Δέν μάτωσαν καί δέν ἀμύνθηκαν ποτέ. Ἡ ἑλληνική σημαία ὅμως καί μάτωσε καί ἀμύνθηκε!
Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε στά βουνά τῆς Ἀλβανίας γιά νά ἀνακόψει τόν Ἰταλό εἰσβολέα. Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε ἀπό τούς Γλέζο καί Σάντα στόν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως μετά τό κατέβασμα τῆς γερμανικῆς. Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψωνόταν κάθε μέρα στήν Ρῶ ἀπό τήν περίφημη κυρά της, τήν Δέσποινα Ἀχλαδιώτη. Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε στό Πολυτεχνεῖο τό 1973 καί βγαίνει ἀπό τά συρτάρια πού φυλάσσεται κάθε χρόνο γιά νά παρελάσει στήν ὁμώνυμη πορεία. Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε στά Ἴμια. Δέν εἶναι πανί γιά νά ἀπεικονίζεται ἡ ἐνδοοικογενειακή βία ἡ ἑλληνική σημαία. Δέν εἶναι ἡ «φωτογραφία» ἄξεστων Ἑλλήνων ἀνδρῶν τό ἐθνικό μας σύμβολο! Ὑπάρχουν καί ἄλλοι τρόποι νά ἐκφράσει κάποιος τήν εὐαισθησία του γιά τό ζέον αὐτό κοινωνικό πρόβλημα. Οὔτε τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων ταυτίζεται μέ τήν βία γιά νά χρησιμοποιεῖται τό ἐθνικό μας σύμβολο ὡς ἔκφραση καλλιτεχνικῆς δημιουργίας! Ἡ ἑλληνική σημαία ταυτίζεται μέ τήν ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καί μέ τήν βίαιη ἀπόκρουση τῆς βίας τῶν ἄλλων. Ὄχι μέ τήν βία αὐτή καθ’ ἑαυτή.
Πρέπει νά εἶναι κανείς πολύ ἀνιστόρητος γιά νά ὑποστηρίζει λοιπόν ἐν προκειμένῳ ὅτι πρόκειται γιά τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἐκφράσεως καί τήν προστασία του. Ἡ ἀνόητη ἀριστεροφιλελεύθερη ἐλίτ (μέρους) τῆς ΝΔ, τοῦ ΠΑΣΟΚ, τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, τῆς «Νέας Ἀριστερᾶς» καί τῶν Ἱδρυμάτων τύπου Ὠνάση πού διατυπώνει μέ ἔνταση τέτοιες ἀπόψεις καί ἐπιτίθεται στόν Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν Γιῶργο Γεραπετρίτη καί στόν Πρόεδρο τῆς «Νίκης» Δημήτρη Νατσιό, λησμονεῖ ὅτι γιά νά ὑψωθεῖ αὐτή ἡ σημαία σέ κάθε σημεῖο τῆς χώρας χρειάστηκε νά γίνουν ὀκτώ ἀλλαγές συνόρων ἀπό τό 1821 ἕως τό 1947 (πού ἐνσωματώθηκαν τά Δωδεκάνησα στόν ἐθνικό κορμό) γιά νά διαμορφωθεῖ ἡ ἑλληνική ἐπικράτεια στήν σημερινή της ἔκταση. Καί οἱ Ἕλληνες πρόγονοί μας, πού κατά τόν Καζαντζακη ἔπεσαν στό καθῆκον γιά νά «ἀφρίζουν στό στόμα μας οἱ προπάπποι μας κάθε φορά πού θυμώνουμε», δέν εἶχαν ὅραμα, ὅταν τά ἔδιναν ὅλα γιά τήν πατρίδα νά τούς «διαδεχθεῖ» 202 χρόνια μετά τήν Ἀνεξαρτησία, μιά ἀνόητη ἐλίτ γιά νά κάνει ρόζ τέχνη μέ τό ἐθνικό σύμβολο.
Ἀνόητη, ναί, ἀνόητη! Ἀνόητη, ἄπατρις, διεθνιστική καί βαθιά ὑποκριτική. Εἶναι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι πού σέβονται τά σύμβολα τῶν ἄλλων καί διαμαρτύρονται μέ ἔνταση κάθε φορά πού κάποιος κακοποιεῖ τό Κοράνι, πολύ σέ περισσότερο ὅταν τό σχίζει καί τό καίει. Τότε πάει περίπατο ὁ φιλελευθερισμός τους καί «καταδικάζουν». Ἄν προσβληθεῖ ὅμως ὁ σταυρός ἤ τό ἐθνικό σύμβολο ἤ κάποια εἰκόνα τῆς Παναγίας (ὅπως γίνεται σέ ἄθλια τηλεοπτικά σήριαλ τύπου «φόνοι στό καμπαναριό»), τότε προέχει ἡ ἐλευθερία ἐκφράσεως! Σέβονται τά σύμβολα τῶν ἄλλων, ὄχι ὅμως τά δικά μας! Καί γιά νά μήν ὑπάρχουν παρεξηγήσεις. Μέ τούς «ἰδεολόγους» εἴμαστε μέν ἀπέναντι, ἀλλά ὅταν γνωρίζουμε πώς συμπεριφέρονται ἔτσι ἀπό ἐμμονή, τοὐλάχιστον ξέρουμε ὅτι εἶναι καλοπροαίρετοι. Ὅταν ὅμως ἡ ὑπεράσπιση τοῦ αὐτονόητου θεωρεῖται σκοταδισμός, ὅταν ἡ στοχοποίηση τῆς σημαίας γίνεται μέ ὑπολογισμό (τό ἐθνικό σύμβολο ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἀπό ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς!), ὅταν διαβάζουμε στό ἑλληνικό διαδίκτυο κείμενα τοῦ τύπου, ὅτι «οἱ σημαῖες εἶναι ἐφεύρημα τοῦ 18ου αἰῶνα» καί ὅτι «μέ τό πρῶτο κῦμα ἀμφισβήτησης τῶν συνόρων καί τῶν καταπιεστικῶν μηχανισμῶν τοῦ κράτους τά κινήματα γιά τά πολιτικά δικαιώματα καί τίς μειονότητες διογκώθηκαν καί ἀπαίτησαν τά δικά τους σύμβολα», τότε τό πρᾶγμα ἀλλάζει.
Ἀποκαλύπτονται οἱ μύχιοι πόθοι: Ἡ ρόζ σημαία δέν εἶναι ἕνα τυχαῖο ἐπεισόδιο. Ἐκτός ἀπό τήν «πειραγμένη» ἑλληνική κουζίνα τῶν σέφ, μᾶς ἑτοιμάζουν ἕνα μέλλον μέ «πειραγμένη» σημαία, μέ «πειραγμένη οἰκογένεια», μέ πειραγμένη «ἐθνική ὁμοιογένεια», μέ «πειραγμένη» ἱστορία, μέ «πειραγμένη» πατρίδα, μέ «πειραγμένη» γλῶσσα. Ποιός ξέρει, καί μέ «πειραγμένο» ἐθνικό ὕμνο.
Ἕνα μέλλον στό ὁποῖο ἡ σημαία τῶν ΛΟΑΤΚΙ θά εἶναι ἰσότιμη μέ τήν ρόζ ἑλληνική σημαία. Ἡ παραδοσιακή οἰκογένεια θά εἶναι ἰσότιμη μέ τό νέο ὁμόφυλο πρότυπο πού προωθεῖ ἡ Κυβέρνηση. Ἡ λέξη «πατρίδα» (πού ἀφαιρεῖται ἀπό τόν ὅρκο τῶν αἱρετῶν ἀρχόντων) ἰσότιμη μέ τήν λέξη «κοινότητα». Πρόκειται γιά τό μέλλον ἑνός ἄχρωμου οὐδέτερου κόσμου. Τό μέλλον ὅπου θά ὑποχωροῦν οἱ ἐθνικές ταυτίσεις γιά νά γίνονται ἄνετα χωρίς νά ἀνοίξει μύτη οἱ ἐθνικές ὑποχωρήσεις καί οἱ ἐγκάρδιες συνεννοήσεις τῆς διεθνοῦς διαπλοκῆς τῶν συμφερόντων. Ὁ ὁμαδικός ὑπνωτισμός τῶν Ἐθνῶν διευκολύνει τά deals καί νομιμοποιεῖ τήν διαφθορά.
Κλείνοντας τήν πρόσφατη ὁμιλία μου στήν Ἀλεξανδρούπολη ἔνοιωσα τήν ἀνάγκη νά σημειώσω ὅτι μᾶς κτυποῦν στίς ρίζες. Δέν περίμενα ὅτι τά πράγματα θά ἀρχίσουν νά τρέχουν τόσο γρήγορα. Οἱ ἐπιστήμονες λένε ὅτι οἱ ζῶντες ὀργανισμοί πρῶτα πεθαίνουν καί μετά ἀποσυντίθενται. Στήν περίπτωσή μας συμβαίνει ριζικά διαφορετικό. Προηγεῖται ἡ ἀποσύνθεση τῆς συρρικνώσεως καί τῆς ἐξαφανίσεως. Μήπως πρέπει νά κάνουμε κάτι;

ΠΗΓΗ: ΕΣΤΙΑ

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

Με αφορμή μια συζήτηση για τον μαθητικό εκκλησιασμό και πως διδάσκονται οι νέοι και οι νέες τον Θεό

«Διαβάζοντας παλαιότερα περικοπή από το βιβλίο των Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου (Β. Μπιλάλη, Ορθόδοξη Πίστη και Λατρεία, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1976, σ. 53) με τρόμο συναντούσα μια παγωνιά εκ μέρους των μαθητών που σε ξέσκιζε. Την παραθέτω: “… Η ίδια η ουσία του Θεού είναι υπερούσια και υπερώνυμη, ανώνυμη. Αλλ’ όμως η ουσία του Θεού, ως υπέρτατη ύπαρξη και άπειρη αρχή και πηγή κάθε υπάρξεως και ζωής, είναι ουσία ενεργής ή ουσιώδης ενέργεια. Είναι ουσία ουσιοποιός των όντων και ζωοποιός των ζώντων. Ουσία ανενέργητος ή ενέργεια ανούσια δεν υπάρχει…”. Ω! Άγιε Γρηγόριε Παλαμά, πως χρησιμοποιούν τα κείμενά σου για να μορφώσουν παιδιά 17 ετών! Προστάτεψέ τα, είναι αθώα! Και στα άλλα βιβλία των Θρησκευτικών συναντάς παρόμοια κείμενα».


ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΛΗΣ. (1991). Σχολείο: Φως που τυφλώνει; Αθήνα, σ. 92.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικη μνήμη μακαριστού Μητροπολίτου Νιγηρίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Πριν δεκατρία έτη, προεόρτια των Χριστουγέννων, είχα διαβάσει το βιβλίο του αγαπητού συναδέλφου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Χρυσόστομου Σταμούλη: Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Γι’ αυτό, μάλιστα, είχα γράψει δυό λόγια στον Ενδότοπο [Χρόνια Πολλά! Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης & εδώ]. 
Σήμερα, δύο μέρες πριν κλείσουν τα σχολειά-μας για τις διακοπές των Αγίων Ημερών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, δύο μικρά αποσπάσματα από το εν λόγω βιβλίο, μαζί με ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο ενός άλλου αγαπητού συναδέλφου, του Θανάση Ν. Παπαθανασίου: Ο Θεός-μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι του «δρόμου», τα συζητήσαμε με μαθητές και μαθήτριές μου στο μάθημα των Θρησκευτικών, σ’ ένα από τα τρία τμήμα της Α΄ Λυκείου, το Α1. Από την πρώτη ανάγνωση των αποσπασμάτων, όλοι οι μαθητές κι όλες μαθήτριες έμειναν έκπληκτοι κι έκπληκτες από τον τρόπο γραφής και τις αλήθειες των κειμένων. Αλήθειες που και σήμερα είναι άκρως επίκαιρες. 
Το κείμενο που, κυριολεκτικά, τους άγγιξε ήταν η εισαγωγή του μακαριστού Μητροπολίτη Νιγηρίας Αλέξανδρου στο βιβλίο του Χρυσόστομου Σταμούλη. Την δημοσιεύω, ως ελάχιστη γιορτινή αναφορά των ημερών που έρχονται. Ελπιδοφόρο, πράγματι, το γεγονός πως 15ντάρηδες μαθητές και μαθήτριες, διαβάζοντάς το αντιστάθηκαν στην ανησυχητική άνθηση της ξενοφοβίας και της αντιχριστολογίας των ημερών-μας. Ελπίδα για τη νέα γενιά: η Ενσάρκωση –«ο Λόγος σαρξ εγένετο»- και μίλησε τη γλώσσα του ανθρώπου!


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2010). Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 7-12.

Η ελληνική οικογένεια υπό παραίτηση

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

Οι γονείς σήμερα διστάζουν να πουν στο ανήλικο παιδί τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό, αφού οι ίδιοι αμφιβάλλουν για όλα, κάτι που είναι εντελώς της μόδας. Αν όμως ως γονιός μιμείσαι τους νέους, δεν μπορείς να επιδράσεις πάνω τους. Κι εκεί είναι το πρόβλημα.


Άλλοτε στην Ελλάδα, ενώ η κοινωνία διαμελιζόταν, μέσα στα σπίτια η συσπείρωση των ατόμων κρατούσε καλά. Την ώρα που τα κόμματα, οι παρατάξεις, τα συμφέροντα συγκρούονταν μεταξύ τους, η οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τραπέζι επιβεβαίωνε πως τα μέλη της θα ζούσαν συνασπισμένα και με οδηγό τους ένα ομαδικό ένστικτο επιβίωσης.
Την εγγύηση την έδιναν οι γονείς, και τα παιδιά δεν είχαν παρά να τη δεχτούν. Να όμως που οι καιροί άλλαξαν τόσο πολύ ώστε σήμερα οι γονείς μπροστά στα παιδιά τους μασάνε τα λόγια τους. Φοβούνται μήπως κάνουν κάποιο ασυγχώρητο λάθος. Μήπως προτείνουν κάτι που θα θυμίζει συμβουλές γιαγιάδων. Διστάζουν να πουν στο ανήλικο τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό, αφού οι ίδιοι αμφιβάλλουν για όλα και αφού βλέπουν πώς στο κάτω κάτω η αμφιβολία είναι εντελώς της μόδας.
Κι όταν είσαι με τη μόδα υποτίθεται ότι είσαι με το μέρος της νεότητας. Ωστόσο, δεν αποφεύγονται τα εμπόδια. Αν ως γονιός μιμείσαι τους νέους, δεν μπορείς να επιδράσεις πάνω τους. Εκεί είναι το πρόβλημα. Έστω κι έτσι όμως, θα μπορούσαν όλα αυτά τα ετερόκλητα και θορυβώδη να εξεταστούν και να κριθούν. Προϋπόθεση θα ήταν να μάθουν τα παιδιά από τον πατέρα και τη μητέρα να θέτουν τις κατάλληλες ερωτήσεις απέναντι στις καταστάσεις και στα πράγματα.
Το μικρό παιδί ρωτά συχνά «τι κάνουμε μ’ αυτό;». Ο γονιός πρέπει να το βοηθήσει να προχωρήσει στο «τι χρειάζεται αυτό;» και έπειτα στο σχολείο αναμένεται να κάνει ένα βήμα πιο πέρα ρωτώντας «πού οδηγεί η χρήση του;». Μια σειρά από βήματα πριν φθάσουμε στο αν κάτι είναι καλό ή κακό και για ποιους. Όμως, πώς να ξεκινήσει η διαδικασία αυτή όταν οι κηδεμόνες έχουν οι ίδιοι παραλύσει από τα ερωτήματα που τους βάζει η ζωή τους;
Προσποιούνται τους αδογμάτιστους για να μην ομολογήσουν πως δεν έχουν τη διάθεση να ριψοκινδυνεύσουν μια άποψη, ακόμη κι αν πρόκειται για τον προσανατολισμό των παιδιών τους. Εξάλλου, ο χρόνος τους είναι πάντα λιγοστός. Είναι τόσες οι δουλειές που τους κυνηγούν – και που τις κυνηγούν επίσης – που δεν προλαβαίνουν να κατασταλάξουν σε μία γνώμη, σε μία υπόδειξη. Στο μεταξύ, τα ανήλικα περιμένουν. Και χωρίς συνήθως να το αντιληφθούν οι γονείς, καταλαβαίνουν πως εδώ δεν υπάρχει τίποτα για να αντισταθεί στις ορέξεις τους.
Περιμένουν τον πατέρα ή τη μητέρα να τους πει τι πρέπει να κάνουν και εκείνα στη συνέχεια να αντιδράσουν αρνητικά, γιατί στην ηλικία τους η αρνητική αντίδραση είναι συχνά αυτόματη. Όταν λες στο παιδί τι να κάνει, στα μάτια του προβάλλει η δική σου θέληση. Και είναι πάντα ενοχλητικό να έρχεται η θέληση κάποιου – ακόμα κι αν είναι των γονιών – να σου πει να την ακολουθήσεις. Η λύση θα ήταν αν αντί για τη θέλησή του ο γονιός προέτασσε την ανάγκη. «Είναι ανάγκη να τα πας καλά στο σχολείο, και δεν είναι επειδή στο λέω εγώ».
Όλη η τέχνη της διαπαιδαγώγησης βρίσκεται εδώ – το είχε διακρίνει καθαρά ο Ρουσό. Είναι το πώς να οδηγήσεις το παιδί μέσα σε μια συνήθεια, αποφεύγοντας τις πολλές συζητήσεις, αφού δεν είναι για την ηλικία του το να συμφωνεί ή να διαφωνεί με επιχειρήματα. Δυστυχώς, η σκεπτικιστική εποχή μας νόμιζε πως και τα παιδιά θα πρέπει να εισαχθούν σε ατέρμονους «διαλόγους», με αποτέλεσμα να γίνουν μικροί σοφιστές. Φυσικά, δεν εννοούμε πως είναι άκαρπο να γίνεται συζήτηση μαζί τους. Αλλά το καθετί στην ανατροφή τους είναι καλύτερα να γίνεται στην ώρα του. Πώς μπορεί να διδαχθεί η εντιμότητα, η συμπόνια προς τους αδύναμους, η συνέπεια στις σχέσεις τους; Είναι δυνατόν να έχουν τέτοια συναισθήματα προτού η ίδια η ζωή τούς δείξει τι σημαίνει ηθική;
Συνέπεια όλων αυτών είναι οι γονείς να αποσύρονται από τις ευθύνες τους. Από αβεβαιότητα ή και φυγοπονία ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να διώξουν το βάρος από τους ώμους τους. Ο τίτλος του καθοδηγητή τούς τρομάζει.
Είναι ένας τρόμος που το παιδί τον διαβάζει στην όψη και στη συμπεριφορά τους και που αμέσως του δίνει το δικαίωμα να τους απαντήσει με την πιο τυφλή, την πιο πεισματάρικη ανυπακοή. Το ατίθασο παιδί τιμωρεί τους κηδεμόνες για υπεκφυγές, για την αβουλία τους, ακόμη και για τη στοργή τους που είναι του αδύναμου, και όχι του πραγματικού προστάτη. Ακολουθούν οι γνωστές εκρήξεις. Κάθε μέρα πληροφορούμαστε για περιστατικά παραβατικότητας και εγκληματικότητας ανηλίκων.
Καθώς τα κρούσματα αυξάνονται ραγδαία, η ελληνική κοινωνία δείχνει ξαφνιασμένη που συμβαίνουν στους κόλπους της έκτροπα απέναντι στα οποία νόμιζε ότι ήταν θωρακισμένη. Η συνοχή της, στον τομέα αυτό, φαινόταν δεδομένη. Αποδείχθηκε πως δεν ήταν.
Πανικόβλητη τώρα η οικογένεια φλυαρεί νευρικά για την ανάγκη «κοινωνικοποίησης» των παιδιών, μία ανάγκη όμως που θεωρεί ότι ξεπερνά τις δυνάμεις της. Ποιος θα αναλάβει λοιπόν το δύσκολο έργο. Μα δεν υπάρχουν σχολεία, και δεν λειτουργούν κανονικά; Αυτά δεν έπρεπε να απορροφήσουν την ένταση; Πράγματι, αυτό έκαναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Παρά τις ελλείψεις, παρά τις προκαταλήψεις, μάθαιναν στο παιδί τι σημαίνει να τηρεί κανόνες, να πειθαρχεί σε προγράμματα, να ξέρει πότε να μιλά και πότε να κρατά το στόμα του κλειστό. Για μερικούς η αγωγή αυτή αποδείχτηκε καταπιεστική. Και ήταν ως έναν βαθμό. Αλλά τουλάχιστον στις συνειδήσεις των ανηλίκων είχε ριζώσει η ιδέα ότι υφίσταται κανείς τις συνέπειες αν με μία πράξη του ζημιώνει το κοινωνικό σύνολο. Αυτό ήταν ευεργετικό και αυτό ακριβώς σήμερα πάει να χαθεί.
Ποιος θα αναλάβει να πείσει τον μικρό βάνδαλο να μη μουντζουρώνει τις πινακίδες στους δρόμους, να μην επιτίθεται σε συνομηλίκους του για να τους κλέψει ή να τους κακοποιήσει; Στις πιο οργανωμένες δυτικές κοινωνίες η οικογένεια έσπευσε να παραδώσει τα ηνία της κατάστασης σε ψυχολόγους, γιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς ή δικαστικούς επιτηρητές. Στη χώρα μας δεν έχουν λειτουργήσει τόσο εντατικά αυτοί οι επαγγελματικοί «μηχανισμοί υποβοήθησης», γεγονός που έχει και μία θετική πλευρά. Η οικογένεια εξακολουθεί να θέλει να παίζει κάποιο ρόλο στο έργο της διαπαιδαγώγησης. Επιχειρεί όμως να τον παίξει με παράδοξο τρόπο. Απαιτεί από το σχολείο να καλύψει εσπευσμένα τα δικά της κενά. Έχει στείλει μέσα στις αίθουσες παιδιά δύστροπα, γαλουχημένα με επιείκειες αδικαιολόγητες, με καπρίτσια που οι μπαμπάδες και οι μαμάδες τα ικανοποιούσαν βιαστικά για να μην μπλέκουν σε καβγάδες. Ήταν μια ειρηνοφιλία για την οποία η οικογένεια δεν ήταν στο βάθος υπερήφανη. Γι’ αυτό και μετακυλίει το βάρος στο σχολείο. Αξιώνει από τους δασκάλους να κουμαντάρουν τα παιδιά που η ίδια τα έθρεψε με ανυπακοή, αλλά και να μην τα «τραυματίσουν», γιατί μετά, στο σπίτι, δεν θα ‘χει την υπομονή να περιποιηθεί τις πληγές τους.
Οι συχνές αντιδικίες ανάμεσα σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων και συλλόγους δασκάλων ή καθηγητών έχουν την αιτία τους στο ότι οι γονείς επιθυμούν να συγκυβερνήσουν στο σχολείο, μολονότι στο σπίτι τους η λέξη «κυβερνώ» θα ηχούσε σαν βαρβαρισμός. Τι να διδαχθούν τα ανήλικα βλέποντας τη διαμάχη ανάμεσα στις δύο μεγάλες ενήλικες δυνάμεις που τους επιβλέπουν; Μάλλον θα αισθανθούν πως στη χώρα αυτή έχεις το ελεύθερο να μη μεγαλώσεις ποτέ.

ΠΗΓΗ: in newspaper

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

50 χρόνια από την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’

Του Χάρη Ανδρεόπουλου· Θεολόγου Καθηγητή & Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Συμπληρώνεται σήμερα μια 50ετία από την ημέρα της 15ης Δεκεμβρίου 1973 κατά την οποία ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος (Α’) Κοτσώνης, έχοντας απωλέσει τον έλεγχο τόσο της “μικράς” (Διαρκούς Ιεράς Συνόδου – Δ.Ι.Σ.) όσο και της “μεγάλης” Ιεράς Συνόδου (της Ιεραρχίας – Ι.Σ.Ι.) της Εκκλησίας της Ελλάδος, υποβάλλει αυτοβούλως την παραίτησή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η παραίτηση γίνεται πάραυτα δεκτή από την εκκλησιαστική αρχή, ήτοι την Δ.Ι.Σ. στην οποία προϊσταται ο Αντιπρόεδρος αυτής, Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος Πάτσης, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα και συγκεκριμένα στις 28 Δεκεμβρίου 1973 η απόφαση της Δ.Ι.Σ. περί αποδοχής της παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου εγκρίνεται και από την στρατιωτική («Ιωαννιδική») Κυβέρνηση Αδαμ. Ανδρουτσοπούλου, δια του Υπουργού Παιδείας αυτής Παν. Χρήστου και κυρώνεται δια του σχετικού Π.Δ. 442/1973 το οποίο υπογράφει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.
Ο (από του Μαϊου του 1967) μέχρι τούδε Aρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης) μετά από 6ετή θητεία στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα καθίσταται και τυπικά «πρώην» Αθηνών και πάσης Ελλάδος, συγκαταλεγόμενος από του λοιπού στις τάξεις των «σχολαζόντων» αρχιερέων της Ελλαδικής Εκκλησίας. Στον χηρεύσαντα θρόνο της Αρχιεπισκοπής, δύο εβδομάδες μετά (12 Ιανουαρίου 1974), θα εκλεγεί υπό της (συγκροτηθείσης εξ ιεραρχών που είχαν εκλεγεί προ της 21ης Απριλίου 1967) «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας ο από Ιωαννίνων Μητροπολίτης Σεραφείμ (Τίκας), ο οποίος έχει καταγραφεί μέχρι τώρα ως ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος με θητεία 25ετίας (1974 – 1998).

ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΜΕ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης; Ποιες ήταν επιτυχίες του σε έργα και ποιες οι αποτυχίες του στον τρόπο ασκήσεως της εξουσίας; Επρόκειτο αναμφιβόλως περί ενός κληρικού με εξαιρετικά χαρίσματα που του τα αναγνώριζαν πρώτοι ιεράρχες που ανήκαν ιδεολογικά στην αντίπαλη παράταξη απ’ αυτήν (των «Χρυσανθικών» και βασιλοφρόνων) την οποία ο ίδιος ανήκε. Επί παραδείγματι, ο («Δαμασκηνικός» και βενιζελικός) Μητροπολίτης Ελασσώνος Ιάκωβος (Μακρυγιάννης) το 1958 θα πλέξει το εγκώμιο του τότε αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) περιγράφοντάς τον ως «κληρικό εξαιρέτου επιστημονικού κύρους […] αγαθό και σεμνό […]» και προτείνοντάς τον ως «άξιο της εγγραφής εις τον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατείαν». (Κι όμως… Εννιά χρόνια μετά, εν έτει 1967, τρείς μόλις μήνες μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας και την ανάρρηση του Ιερωνύμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο Ελασσώνος Ιάκωβος θα εξαναγκασθεί [τον Αύγουστο του ’67] σε παραίτηση. Το ίδιο θα συμβεί εν συνεχεία και με τους Μητροπολίτες Θεσσαλιώτιδος Κύριλλο [Καρμπαλιώτη], Λαρίσης Ιάκωβο [Σχίζα], Δημητριάδος Δαμασκηνό [Χατζόπουλο] και Παραμυθίας Τίτο [Ματθαιάκη], οι οποίοι στη περίοδο της διετίας 1967 – 1968 θα απομακρυνθούν από τις έδρες τους «εξαναγκασθέντες εις παραίτησιν, υπό το κράτος ψυχολογικής βίας», όπως δέχθηκε η Ιεραρχία, σε συνεδρίασή της υπό την προεδρία του νέου Αρχιεπισκόπου αυτής Σεραφείμ [Τίκα] τον Ιούλιο του 1974).
Οι απόπειρες επισκοποιήσεως του Ιερωνύμου, μέσω κανονικής Συνόδου, θα εξελιχθούν στα πρώτα χρόνια της 10ετίας του ’60. Στις αρχές του ’60 θα επιχειρηθεί από το Πατριαρχείο – επί Αθηναγόρα (Σπύρου)– η εκλογή του ως τιτουλαρίου Επισκόπου του Οικουμενικού Θρόνου. Θα ακολουθήσουν τρεις ακόμη απόπειρες˙ οι δύο για την εκλογή του στην Αρχιεπισκοπή (Ιανουάριος 1962 και Φεβρουάριος 1962, όταν κενώθηκε η έδρα λόγω παραιτήσεως του μόλις προ μηνός εκλεγέντος αρχιεπισκόπου Ιακώβου [Βαβανάτσου]) και η τρίτη για τη Μητρόπολη της πατρίδας του (τη Σύρο, το 1965), όλες, όμως, θα καταλήξουν σε αποτυχία.
Η υποψηφιότητά του θα αποδοκιμασθεί από την πλειοψηφία των ιεραρχών ως αντίδραση, όχι στην «απαστράπτουσα» ιερατική και ακαδημαϊκή φυσιογνωμία του, αλλά, αφ’ ενός μεν στην παραταξιακή του – «οργανωσιακή» – προέλευση, αφ’ ετέρου δε στις υπέρ του προσώπου του πιέσεις που ασκούσαν τα Ανάκτορα και στις οποίες η πλειοψηφία της Ιεραρχίας δεν φαινόταν διατεθειμένη να υποκύψει. Η τέταρτη απόπειρα εκλογής του (τον Μαϊο του 1967) θα είναι επιτυχής, αλλά θα την σκιάσει το γεγονός ότι συνδέθηκε μ’ έναν πολιτικό περίγυρο αρνητικό˙ τη δικτατορία. Ως προς το σκέλος της κανονικότητας, η εκλογή του είχε το τεράστιο μειονέκτημα ότι πραγματοποιήθηκε όχι από την κανονική Ιεραρχία, ή έστω μια κανονικώς συγκροτημένη «μικρά» («Διαρκή») Ιερά Σύνοδο, αλλά από μια προδήλως αντικανονική 8μελή «Αριστίνδην» Ιερά Σύνοδο την οποία –ερήμην της Ιεραρχίας– είχε συστήσει η δικτατορία αποσκοπώντας στη χειραγώγηση της Εκκλησίας ως θεσμού.

ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΝΑΡΡΗΣΗ

Περιέργως πώς ο Ιερώνυμος Κοστώνης, ένας διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, δέχθηκε να συνεργήσει στην επιχειρηθείσα και, τελικώς, επιτευχθείσα υπό του τότε δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 κατάλυση του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Έχουμε, δηλαδή, εκείνη την εποχή, από τη μία πλευρά, έναν Αρχιεπίσκοπο, τον Αθηνών Χρυσόστομο (Χατζησταύρου, τον από Καβάλας), ο οποίος στις πιέσεις που δέχεται από το τότε καθεστώς προκειμένου να παραιτηθεί, απαντώντας στη βάση των Ιερών Κανόνων, δηλώνει «αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης Θείων προσταγμάτων, διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος». Από την άλλη πλευρά έχουμε έναν λόγιο αρχιμανδρίτη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη συμβιβάζεται με το δικτατορικό καθεστώς και δέχεται να καταλάβει την πλασματικώς χηρεύσασα θέση του προκαθημένου της ελλαδικής Εκκλησίας εκλεγόμενος στη θέση αυτή από μια αντικανονική 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο διορισμένων υπό του δικτατορικού καθεστώτος αρχιερέων, θεωρώντας, παραταύτα, ότι «η εκλογή εκείνη απετέλει κλήσιν Θεού» προς το πρόσωπό του· ότι «εξελέγη κατά το μέγα του Κυρίου έλεος».
Ο τρόπος αναρρήσεως στην Αρχιεπισκοπή του Ιερωνύμου Κοτσώνη και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν αυθαίρετες, χωρίς κανένα ηθικό ή εκκλησιαστικό έρεισμα. Όσο εντυπωσιακά κι αν ήταν τα ακαδημαϊκά προσόντα, λαμπρό το έργο και το ήθος του, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν καμιά αυθαιρεσία. Αντιθέτως, θα έπρεπε να προστατεύσουν την Εκκλησία από έξωθεν παρεμβάσεις. Γι’ αυτό και αργότερα από την κανονική Ιεραρχία του ’74 η υπό της 8μελούς «Αριστίνδην» Συνόδου γενομένη εκλογή του θα θεωρηθεί αντικανονική. Η («Πρεσβυτέρα») Ιεραρχία σε συνεδρίασή της στις 12 Μαρτίου 1974 αντιμετωπίζοντας «κατ΄ άκραν οικονομίαν και χάριν» τη περίπτωσή του θα τον αναγνωρίσει υπό τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Επρόκειτο για μια κρίση –ότι η εκλογή του Ιερωνύμου (Κοτσώνη) υπήρξε αντικανονική– με την οποία και σε ακαδημαϊκό επίπεδο ταυτίσθηκε το σύνολο των καθηγητών (πλην του ιδίου) του Κανονικού Δικαίου και του Εκκλησιαστικού Δικαίου καθώς και εγκρίτων νομικών και ιστορικών επιστημόνων. Οι συνέπειες αυτής της αντικανονικότητας στην εκλογή του Ιερωνύμου μεταφέρθηκαν και στις διαδικασίες των επί της θητείας του (1967-1973) εκλεγέντων 29, εν συνόλω, αρχιερέων, ανάμεσα στους οποίους και οι 10 εκ του συνόλου των 12 αρχιερέων (οι δύο ήταν της παλαιάς Ιεραρχίας) που κηρύχθηκαν έκπτωτοι τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1974. Το θέμα των «12» απετέλεσε στη συνέχεια –από το 1974 και εντεύθεν– το επίκεντρο του προβλήματος που ταλάνισε την Εκκλησία για μια ολόκληρη 20ετία, αν και οι «ρίζες» του προβλήματος ανάγονται στο Μάιο και Ιούνιο του 1967, τότε, όταν συνεστήθη η αντικανονική 8μελής «Αριστίνδην» Σύνοδος εκλέγοντας αρχικά τον Ιερώνυμο (Κοτσώνη) και εν συνεχεία υπό την προεδρία του τους λοιπούς 29 νέους ιεράρχες (26 εκ της «Αριστίνδην» και 3 υπό της, επίσης, θεωρηθείσης ως αντικανονικής Δ.Ι.Σ. της περιόδου 1969-1971). Οι τελευταίοι με τη σειρά τους «κληρονόμησαν» την αντικανονικότητα εκ της οποίας έπασχε το όργανο που τους εξέλεξε, όπως έκρινε σχετικώς το όργανο της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας (της συγκροτηθείσης με τους ιεράρχες που είχαν εκλεγεί προ της 21ης Απριλίου) τον Ιανουάριο του 1974. Σημειωτέον ότι εκ των 29 εκλεγέντων επί Ιερωνύμου Α’ επαρχιούχοι αρχιερείς οι 19 με αποφάσεις της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας «κανονικοποιήθηκαν» και συνέχισαν απρόσκοπτα τη θητεία τους, όπως και οι 5 επίσης, επί Ιερωνύμου Α’, εκλεγέντες τιτουλάριοι Επίσκοποι. Οι αρχιερείς, πάντως, που εξελέγησαν από την «Αριστίνδην» Σύνοδο του Ιερωνύμου και προέρχονταν από τις χριστιανικές αδελφότητες, παρά τα νομοκανονικής φύσεως κωλύματα στη διαδικασία της εκλογής τους, κατά κοινή ομολογία, και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και το λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν.

ΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ: ΟΙ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΕ ΕΡΓΑ, ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι καλές σχέσεις που θ’ αναπτύξει ο Ιερώνυμος με το καθεστώς θα αποφέρουν, κυρίως στα πρώτα χρόνια της Επταετίας, θετικά αποτελέσματα στο οικονομικό πεδίο. Κύρια –και αδιαμφισβήτητη– επιτυχία του υπήρξε η κατόπιν των δικών του ενεργειών ένταξη των κληρικών στο μισθολόγιο του δημοσίου. Η απόφαση θα αναγγελθεί από τον ίδιο τον Γ. Παπαδόπουλο, στις 02.5.1968, σε «πανηγυρική» συνεδρίαση της «Αριστίνδην» Συνόδου. Η «Αριστίνδην» θα θεωρήσει την υπογραφή και δημοσίευση του σχετικού Α.Ν. 469/1968 μεγάλη επιτυχία και θα ευχαριστήσει τον Παπαδόπουλο διότι έλυσε ένα χρονίζον ζήτημα για την Εκκλησία κατά τον καλύτερο τρόπο. Εις «ένδειξιν ευγνωμοσύνης», μάλιστα, ο Ιερώνυμος, επιχειρώντας να «κεφαλαιοποιήσει» επικοινωνιακά την επί των ημερών του συντελεσθείσα αυτή για το σώμα των κληρικών επιτυχία, θα απονείμει στον Πρόεδρο της «Εθνικής Κυβερνήσεως» Γ. Παπαδόπουλο τον «Χρυσούν Σταυρόν του ιδρυτού της Εκκλησίας της Ελλάδος Αποστόλου Παύλου», τιμή για την οποία, μέχρι τότε, κανείς άλλος Έλληνας Πρωθυπουργός δεν είχε κριθεί άξιος. Μετά από δικές του παρεμβάσεις, επίσης, την προηγουμένη χρονιά, η δικτατορία δείχνοντας τις ευνοϊκές διαθέσεις της προς το πρόσωπό του και στηρίζοντάς τον πολιτικά στις διακηρύξεις του αναφορικά με την οικονομική αναβάθμιση των κληρικών, είχε αποφασίσει την αύξηση των συντάξεων και των προσωποπαγών βοηθημάτων του Ταμείου Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος (ΤΑΚΕ). Επιπροσθέτως, η προσφορά του στη «Χριστιανική Αλληλεγγύη» που είχε την ευθύνη της ειδικής μερίμνης για υπερήλικες, η ίδρυση της Ανωτέρας Σχολής Διακονισσών και Νοσηλευτριών «Η Ολυμπιάς», η αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως μέσω της ιδρύσεως ανωτάτης σχολής Ορθοδόξων σπουδών με την ονομασία «Εκκλησιαστική Ακαδημία» που θα λειτουργούσε με σκοπό την παραγωγή κληρικών υψηλής πνευματικής και χριστιανικής παιδείας, η ίδρυση και κατασκευή του Διορθοδόξου Κέντρου Πεντέλης (Αττικής), η επί των ημερών του αναβάθμιση της συνεργασίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) του οποίου ο ίδιος ετύγχανε μέλος προωθώντας την αντίληψη της οικουμενικής κίνησης και επιχαίροντας για το γεγονός ότι διακεκριμένα μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλέγονταν μεταξύ των πρωτοπόρων του Οικουμενισμού και μεταξύ των πλέον θερμών συνεργατών και υποστηρικτών του έργου του Π.Σ.Ε., όλα αυτά αποτελούν αναμφιβόλως τον θετικό απολογισμό ενός έργου το οποίο, όμως, σκιάσθηκε από τον αρνητικό απολογισμό που του καταλογίσθηκε ως προς τα κύρια και πρώτιστα –εκκλησιολογικής φύσεως– καθήκοντά του, ως προκαθημένου, και κυρίως, για το γεγονός του επί των ημερών του επισυμβάντος εκτροχιασμού της Εκκλησίας από την κανονικότητα.
Με τη συνέργειά του στην κατάλυση του συνοδικού συστήματος ο Ιερώνυμος, ουσιαστικά, υπονόμευσε και τις δικές του προσωπικές μεγαλόπνοες, «αναγεννητικές» του εκκλησιαστικού σώματος στοχεύσεις του, όπως τις είχε επαγγελθεί στον ενθρονιστήριο λόγο του, καθώς οι αντιδράσεις που προκάλεσε η πολιτική του στο εσωτερικό της Ιεραρχίας, εξαιτίας της περιθωριοποιήσεώς της, αποδυνάμωσαν τις όποιες προσπάθειες για τον ουσιαστικό «εκσυγχρονισμό» και πραγματική «ανανέωση» του εκκλησιαστικού οργανισμού. Συνεπακόλουθα η μακρόχρονη αυτή κρίση του εκκλησιαστικού οργανισμού αποδυνάμωσε τη σχέση του με το πλήρωμα της Εκκλησίας και την περιβάλλουσα κοινωνία. Με την πολιτική του ο Ιερώνυμος αντί να κερδίζει συμμάχους στο σώμα των ιεραρχών, προκαλούσε κρίσεις, δημιουργούσε αντιπαλότητες και επέφερε διαιρέσεις. Και στο τέλος το «σύστημά» του κατέρρευσε έσωθεν, όταν, απωλεσθείσης της συνοχής στην «ιερωνυμική» παράταξη, αποστασιοποιήθηκαν από αυτό μέχρι και Μητροπολίτες που εξελέγησαν επί της θητείας του. Τα ακαδημαϊκά του προσόντα, ως πανεπιστημιακού, και η ευρύτερη λογιοσύνη του δεν στάθηκαν ικανά για να συσπειρώσουν την Ιεραρχία και ευρύτερα το εκκλησιαστικό σώμα· αντίθετα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, επέδρασαν αρνητικά.
Στην πολιτική του Ιερωνύμου είναι φανερά τα στοιχεία αφ’ ενός μεν μιας ακαδημαϊκής «αγκυλώσεως» που τον έφερε αντιμέτωπο με την ιεροκανονική, υπό το πλαίσιο των πνευματικών όρων, παράδοση της Εκκλησίας –το «ράσο»– αφ’ ετέρου δε μιας ιδεολογικοπολιτικής «ακαμψίας», το διαιρετικό πνεύμα της οποίας λειτούργησε ανασχετικά στις όποιες προσπάθειες για την επίτευξη της ενότητας στους κόλπους της Ιεραρχίας. Η άρνηση του Ιερωνύμου να υπερβεί τις διαφορές που τον χώριζαν σε επίπεδο ακαδημαϊκό-εκκλησιολογικό και ιδεολογικοπολιτικό με τους Μητροπολίτες της «παλαιάς» Ιεραρχίας και να τις εξισορροπήσει συνθετικά, φατρίασε το σώμα των ιεραρχών στους «δικούς μας» και τους «άλλους» οδηγώντας τις δύο μερίδες σ’ έναν ανταγωνισμό αλληλοεξουδετερώσεως, σε μια πόλωση αντιπροσωπευτική της διαστάσεως η οποία με τη σειρά της –και για να μιλήσουμε με όρους θεολογικούς– αντιπροσώπευε την απουσία της θείας χάρης, την απουσία του Αγίου Πνεύματος, όσο κι αν η κάθε πλευρά το διεκδικούσε για τον εαυτό της.

ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ

Η μεγάλη περιπέτεια που οδήγησε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α’ στην υποβολή παραιτήσεως τον Δεκέμβριο του ΄73 έχει την αφετηρία της στα τέλη του προηγηθέντος έτους όταν στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας (τον Νοέμβριο του ΄72) εκδηλώθηκαν δυναμικές αντιδράσεις για την κατάργηση, μερίμνη Ιερωνύμου, των πατριαρχικών πράξεων του 1850 και του 1928, καθώς αυτή η κατάργηση – ο “εξοβελισμός” τους από τον νέο Καταστατικό Χάρτη (Ν.Δ 126/1969) – έθραυε τους «κρίκους» που κρατούσαν ζωντανή τη σχέση της κανονικής ενότητας μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Ιερώνυμος αξιοποιώντας την «ελευθερία» που του παρεχώρησε η δικτατορία θα επιδιώξει, ως εκφραστής της ιδέας μιας «εθνικής Εκκλησίας», να μετατρέψει την αυτοκεφαλία της ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε «αυτοκεφαλαρχία». Προς αυτή την κατεύθυνση κινούμενος θα επιχειρήσει την πλήρη αποδέσμευση από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 (δια του οποίου εδόθη υπό του Πατριαρχείου η αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ελλάδος) και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 (δια της οποίας ερρυθμίζετο το θέμα της κανονικής και πνευματικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών»), επιθυμώντας να καταστήσει την ελλαδική Εκκλησία «ανεξάρτητη», σύμφωνα με τη φαρμακίδεια αντίληψη του 1833. Έτσι στον νέο Καταστατικό Χάρτη που θα ψηφισθεί το 1969 τα δύο αυτά πατριαρχικά κείμενα, μέσω των οποίων ερρυθμίζετο το εν γένει νομοκανονικό πλαίσιο των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο, θα είναι απόντα. Και τούτο προκειμένου η Εκκλησία της Ελλάδος να αποκτήσει, σύμφωνα με τις επιδιώξεις του Ιερωνύμου, τις οποίες εκάλυπτε και η δικτατορία, την «πλήρη αυτονομία» και την «αυτορρυθμιζομένη» λειτουργία της στην οποία δεν έπρεπε να έχουν θέση ρυθμιστικές διατάξεις (όπως, ο Π.Σ.Τ. του 1850 και η Π.Σ.Π. του 1928) μιας «ξένης», μιας «άλλης Εκκλησίας», όπως ο Ιερώνυμος θεωρούσε το Πατριαρχείο. Αντί, λοιπόν, της συγκροτήσεως της «μικράς» Συνόδου (Δ.Ι.Σ.) με το αντικειμενικών προδιαγραφών σύστημα των πρεσβείων της αρχιερωσύνης που προέβλεπαν τα πατριαρχικά κείμενα ο Ιερώνυμος θα προωθήσει με διάταξη του νέου Καταστατικού Χάρτου σύστημα συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ. μέσω της εκλογής και διορισμού των μελών της υπό της Ιεραρχίας. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα σύστημα συγκροτήσεως μέσω μιας σαφώς ελεγχομένης διαδικασίας εκ της οποίας η σύνθεση της Δ.Ι.Σ. θα προέκυπτε επί τη βάσει της βουλήσεως του (εκάστοτε) Αρχιεπισκόπου και θα είχε σαφώς παραταξιακά χαρακτηριστικά, γεγονός που συνιστούσε ευθέως καταστρατήγηση του επισκοπικοσυνοδικού πολιτεύματος, συνεπώς και της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε για τον Ιερώνυμο μοιραία˙ ολέθρια.

Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΣΤΟ ΣτΕ

Οι φωνές διαμαρτυρίας εντός της Ιεραρχίας του Νοεμβρίου του 1972 θα εξελιχθούν σύντομα σε θύελλα που θα σαρώσει το οικοδόμημά του. Η σύνθεση της διορισμένης «μικράς» Συνόδου του (Δ.Ι.Σ.), μετά από προσφυγή των Μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου) και Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη) θα ακυρωθεί από το Σ.τ.Ε. όχι ως αντικανονική, όπως το επεδίωκαν οι προσφυγόντες, αλλά ως παράνομη, από λάθη και παραλείψεις που αποδόθηκαν στο ίδιο το νομοκρατούμενο σύστημα του Ιερωνύμου, του οποίου είχε χαθεί ο έλεγχος. Από κει και πέρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Την περίοδο του Μαΐου του 1973, οπότε αναγκαστικά συνέρχεται η Ιεραρχία προκειμένου να συγκροτηθεί νέα και νόμιμη Δ.Ι.Σ., η έριδα στους κόλπους της Εκκλησίας ανάμεσα στην «ιερωνυμική» από τη μία και τη «φιλοπατριαρχική» από την άλλη παράταξη, λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Την 10η Μαΐου του ’73, στην κρίσιμη συνεδρίαση για το επίμαχο θέμα του τρόπου συγκροτήσεως της Διαρκούς Συνόδου (διορισμένης, όπως την ήθελε ο Ιερώνυμος, ή κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, όπως την ήθελαν οι «πατριαρχικοί») η μάχη που θα δοθεί θα έχει για τον Αρχιεπίσκοπο τον χαρακτήρα της επιβιώσεως, αλλά ο Ιερώνυμος δεν θα καταφέρει να ελέγξει ούτε τα δικά του επισκοπικά «αναστήματα». Ικανός αριθμός «δικών» του αρχιερέων στην κρίσιμη εκείνη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 10ης Μαΐου 1973 για το επίμαχο θέμα της συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ. θα αποστασιοποιηθεί από την εκκλησιαστική πολιτική του και προκαλώντας εσωπαραταξιακό «σχίσμα» θα καταψηφίσει το σύστημά του υπερψηφίζοντας την πρόταση της «φιλοπατριαρχικής» παρατάξεως για συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. με τη σειρά των πρεσβείων, η οποία έτσι –συντελούσης καταλυτικά και της «μεταστροφής» αρχιερέων της «ιερωνυμικής» παρατάξεως– θα καταστεί πλειοψηφική.

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Στη ψηφοφορία το αποτέλεσμα θα είναι 33 – 29: τριάντα τρείς (33) Μητροπολίτες τάχθηκαν υπέρ της επαναφοράς της Δ.Ι.Σ. με κριτήριο συγκροτήσεώς της τη σειρά των πρεσβείων της αρχιερωσύνης (όπως ήθελε το Πατριαρχείο), ενώ υπέρ του συστήματος της εκλογής όπως το προέβλεπε ο νέος Καταστατικός Χάρτης (Ν.Δ. 126/1969) που έθεσε σε εφαρμογή ο Ιερώνυμος, τάχθηκαν είκοσι εννέα (29). Στη νέα νόμιμη και κανονική 10μελή Δ.Ι.Σ της 117ης συνοδικής περιόδου (1972-1973) που σχηματίζεται οι προσκείμενοι στον Αρχιεπίσκοπο είναι μόλις τρείς (3). Το «σύστημα Ιερωνύμου» ραγίζει επικίνδυνα. Τα σημάδια της καταρρεύσεώς του είναι πλέον ορατά. Την επομένη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) της Φλωρίνης θα δηλώσει: «Πατριαρχικόν και Ιερωνύμειον σύστημα συνεκρούσθησαν. Ενίκησεν όχι το “Αριστίνδην” του κ. Ιερωνύμου, αλλά το Πατριαρχικόν, η αδιάβλητος αρχή συνθέσεως της Συνόδου κατά πρεσβεία αρχιερωσύνης, η οποία εξασφαλίζει την ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ όλων των ιεραρχών και προφυλάσσει την Ιεραρχίαν από φατριαστικάς ενεργείας, φιλονικείας και έριδας, αι οποίαι ήτο επόμενον να παρουσιάζωνται κατά το Ιερωνύμειον σύστημα, το επινοηθέν επί σκοπώ συγκεντρώσεως όλης της εξουσίας εις το πρόσωπον του ενός. Αυτό το φατριαστικόν και απολυταρχικόν πνεύμα διοικήσεως της Εκκλησίας κατεπολεμήθη κατά την χθεσινήν εκλογήν».
Ο Ιερώνυμος, αντί να παραδεχθεί ότι η ήττα του – την 10η Μαΐου του ’73 – οφειλόταν τόσο σε προσωπικά του λάθη στην άσκηση της εκκλησιαστικής του πολιτικής όσο και σε δικά του σφάλματα χειρισμών που προκάλεσαν την «αποστασία» από την ομάδα του Επισκόπων της δικής του επιλογής, θα θεωρήσει ως υπαίτιο για την απώλεια της εξουσίας της παρατάξεώς του στην Ιερά Σύνοδο (Δ.Ι.Σ.) το (αόριστο και αφηρημένο) «εκκλησιαστικό κατεστημένο», υπονοώντας ως τέτοιο την ομάδα των Μητροπολιτών της παλαιάς Ιεραρχίας. Δεν ήταν, όμως, όπως ευρέως νομίζεται, ο Σεραφείμ και οι ομόφρονές του αρχιερείς της «αντιοργανωσιακής» πτέρυγας της Ιεραρχίας, αυτοί που τον «έριξαν». Αυτοί, ναι μεν, το επεδίωξαν, στην πραγματικότητα, όμως, τον Ιερώνυμο έριξαν –στη κυριολεξία «γκρέμισαν»– από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο δικοί του αρχιερείς – εκλογικά του αναστήματα, σε μια πορεία ανατροπής που εξελίχθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης) με την προσφυγή που κατέθεσε (μαζί με τον παλαιό Μητροπολίτη, τον Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο [Νικολάου]) ενώπιον του Σ.τ.Ε. θα επιτύχει τον Απρίλιο του ’73 την ακύρωση της Διαρκούς Συνόδου που είχε συγκροτηθεί με το σύστημα Ιερωνύμου (δι’ εκλογής – διορισμού των μελών αυτής), ενώ στη δεύτερη –και κρισιμότερη– φάση οι οκτώ «ιερωνυμικοί» αρχιερείς (οι Φωκίδος Χρυσόστομος [Βενετόπουλος], Φλωρίνης Αυγουστίνος [Καντιώτης], Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός [Οικονομίδης], Παραμυθίας Παύλος [Καρβέλης], Ύδρας Ιερόθεος [Τσαντίλης], Ελασσώνος Σεβαστιανός [Ασπιώτης] και Γόρτυνος Θεόφιλος [Καναβός] οι οποίοι εψήφισαν την πατριαρχική πρόταση υπέρ των «πρεσβείων» και ο Χίου Χρυσόστομος [Γιαλούρης] που ψήφισε «λευκό») αποστασιοποιούμενοι από τον Αρχιεπίσκοπο στον οποίο όφειλαν την εκλογή τους, θα είναι εκείνοι που θα συντελέσουν καθοριστικά στην ήττα του εντός της Ιεραρχίας από τη «φιλοπατριαρχική» παράταξη στην κρίσιμη συνεδρίαση – σταθμό της 10ης Μαΐου 1973 για το θέμα του τρόπου συγκροτήσεως της Δ.Ι.Σ. Η εξέλιξη αυτή θ’ αποτελέσει την κύρια αιτία της εν συνεχεία σταδιακής –και γι’ αυτό ιδιαίτερα τραυματικής για το κύρος της θεσμικής Εκκλησίας και επώδυνης για τον ίδιο σε προσωπικό επίπεδο– καταρρεύσεως του Ιερωνύμου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

AΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΥΠΟ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ

Ο εκ των βιογράφων του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) μακαριστός Mητροπολίτης Φθιώτιδος κυρός Νικόλαος (Πρωτόπαπας) περιγράφει την παραίτηση του Ιερωνύμου ως «απελευθέρωση» από τη δυσχερή θέση στη οποία ο τελευταίος είχε περιέλθει, δοθέντος του ότι από επταμήνου (από της 10ης Μαΐου 1973), μετά την εις βάρος του μεταβολή των συσχετισμών στη «μικρά» (Διαρκή) και τη «μεγάλη» Σύνοδο (Ιεραρχία), έχοντας απωλέσει τη «δεδηλωμένη», ήταν ένας Αρχιεπίσκοπος «μειοψηφίας» ο οποίος τελούσε διαρκώς «υπό επιτροπείαν». Στην υποβολή της παραιτήσεως του Ιερωνύμου την 15η Δεκεμβρίου 1973 συνέτεινε και η de facto περιθωριοποίησή του από το νέο καθεστώς του «αοράτου δικτάτορος», ταξιάρχου Δημ. Ιωανννίδη που είχε, εν τω μεταξύ, εγκαθιδρυθεί από την 25η Νοεμβρίου εκτοπίζοντας τον Γ. Παπαδόπουλο εκ του οποίου o Iερώνυμος αντλούσε τα όποια –ελάχιστα την περίοδο αυτή, λόγω της ευθύνης που του κατελόγιζε για την «έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση»– πολιτικά του ερείσματα. Η πρόθεση του νέου καθεστώτος να περιθωριοποιήσει τον Ιερώνυμο κατέστη πασίδηλη όταν για την ορκωμοσία της νέας –υπό την προεδρία του Αδαμαντίου Ανδρουτσοπούλου– Κυβερνήσεως δεν θα κληθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όπως κατά την κρατούσα τάξη και εξ επόψεως νομιμότητος και κανονικότητος θα άρμοζε στην περίσταση, αλλά ο Mητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Η επιλογή της νέας –«ιωαννιδικής»– ηγεσίας της δικτατορίας να συμπράξει με τον ισχυρό πόλο που εκπροσωπούσε η «σεραφειμική» παράταξη δεν είχε ιδεολογικό έρεισμα˙ αποτελούσε «μονόδρομο» που τον υπαγόρευε η πολιτική σκοπιμότητα των στιγμών. Όσον αφορά τον Σεραφείμ η επιλογή του «κυοφορήθηκε» εντός της μερίδας της «παλαιάς» Ιεραρχίας. Το γεγονός ότι είχε γνωριμία με τον Ιωαννίδη, από την εποχή που ήταν συμπολεμιστές την εποχή της γερμανικής κατοχής στον «Ε.Δ.Ε.Σ.» του Ναπ. Ζέρβα, δεν ήταν αυτό που δρομολόγησε τις εξελίξεις˙ ασφαλώς, όμως, τις επιτάχυνε. Το καθεστώς Ιωαννίδη έδωσε στη –διάδοχη της «ιερωνυμικής»– «σεραφειμική» παράταξη απεριόριστες ελευθερίες, των οποίων όμως η παράχρηση υπό της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας εξελίχθηκε σ’ ένα είδος «revanche» προς την προηγουμένη. Αν για τον Ιερώνυμο η πλέον «μελανή σελίδα» της αρχιεπισκοπείας του υπήρξε η κατάφωρα αντικανονική εκλογή του, για τον Σεραφείμ «μελανή σελίδα» στη δική του αρχιεπισκοπεία υπήρξε η απομάκρυνση χωρίς δίκη και απολογία –ούτε καν ακρόαση– των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών, γεγονός που δημιούργησε μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Στην παραίτησή του ο Ιερώνυμος δηλώνει ότι απέρχεται «επωμιζόμενος προσωπικώς τον σταυρό μιας κατακραυγής ίσως και σκανδαλισμού» και ότι «δια τα όσα, τυχόν, λάθη βαρύνουν προσωπικά εμέ, παρακαλώ όπως η οιαδήποτε απογοήτευσις ή κατακραυγή ή και πιθανός σκανδαλισμός περιορισθή αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπό μου και όχι εις την Εκκλησίαν και το λυτρωτικόν έργον της». Η υποβολή της παραιτήσεώς του τυπικά στηρίχθηκε στη διάταξη που όριζε ότι αρχιερέας ο οποίος δεν δύναται να εκτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα εξαιτίας χρονίας νόσου ή για άλλους σοβαρούς λόγους δικαιούται να υποβάλει εγγράφως την παραίτησή του στη Δ.Ι.Σ., η οποία και αποφαίνεται σχετικώς, αφού εξετάσει τη βασιμότητα και σοβαρότητα των λόγων που προβάλλονται.
Για τον Ιερώνυμο, πάντως, σύμφωνα με τον ιστορικό καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και Mητροπολίτη Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης Ανδρέα (Νανάκη), η εξιλέωση θα έλθει όχι τόσο με την παραίτηση όσο με τη μαρτυρική διαθήκη, στην οποία ζήτησε η κηδεία του να γίνει «απέριττος και απλή, ως αναξίου μοναχού. Ήτοι μετά το εκ του Παναγίου Τάφου σάββανόν μου, να περιβληθώ εν απλούν ζωστικόν και μίαν δερματίνην ζώνην, ως κάλυμμα δε της κεφαλής, ένα σκούφον […] η εξόδιος Ακολουθία […] να αναγνωσθεί υπό ενός μόνο ιερέως […] να μην εκφωνηθούν ούτε επικήδειοι, ούτε επιτάφιοι λόγοι» (…)».
Όταν ο Ιερώνυμος απεβίωσε, στις 15 Νοεμβρίου του 1988, ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έδωσε εντολή να εκτεθεί η σορός του σε προσκύνημα στον καθεδρικό ναό (Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών) και να κηδευθεί ως κανονικός Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η επιθυμία του εκλιπόντος, όμως, όπως έγινε γνωστή με το άνοιγμα της διαθήκης του, ήταν να κηδευθεί απλά ως μοναχός υπό ενός μόνο ιερέως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στα Υστέρνια της Τήνου, και εκεί να γίνει η ταφή του. Έτσι έμεινε μια νύχτα στη Μονή Ασωμάτων Πετράκη για λαϊκό προσκύνημα. Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου μετά τη θεία λειτουργία που ετέλεσε στο καθολικό της Μονής ο τότε Επίσκοπος Ανδρούσης (νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας) Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) πέρασαν και απέδωσαν τιμές στον κεκοιμημένο Αρχιεπίσκοπο τα μέλη της Ιεραρχίας που ευρίσκοντο στην Αθήνα για προγραμματισμένη συνεδρίαση προς πλήρωση κενών μητροπολιτικών εδρών. Μετά την τέλεση συνοδικού τρισαγίου η σορός του Ιερωνύμου μεταφέρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του –στη Τήνο– όπου την υποδέχθηκε ο οικείος Μητροπολίτης Δωρόθεος (Στέκας) επικεφαλής του κλήρου και οι αρχές του νησιού και παρέμεινε στον ιερό ναό της Παναγιάς όλη τη νύκτα για προσκύνηση. Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, μετά τη θεία λειτουργία η σορός μετεφέρθη στο χωριό Υστέρνια όπου κατά την επιθυμία του μακαριστού εψάλη η εξόδιος ακολουθία, παρισταμένων αρχιερέων, ιερέων, μοναχών και πλήθους λαού από το νησί και άλλα μέρη της Ελλάδος. Η ταφή έγινε έξω από το χωριό στον προαύλιο χώρο του οικογενειακού του ναού του Αγ. Αθανασίου, επί υψηλού λόφου ατενίζοντος το Αιγαίο πέλαγος, αναγραφομένης επί του μαρμαρίνου τάφου της επιγραφής: «Ιερώνυμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, 1905-1988. Δια τους λόγους των χειλέων σου, Κύριε, εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς» (Ψαλ. 16,4)

* Αναφέρεται από σημαντικές προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και εκκλησιαστικού χώρου (όπως π.χ. από τον αείμνηστο καθηγητή Σάββα Αγουρίδη και τον καθηγητή, νυν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο Γιαννουλάτο) ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Ιερώνυμος Κοτσώνης θέλησε πράγματι να ανανεώσει την ελλαδική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όμως η επιλογή του να επιχειρήσει το ανανεωτικό του έργο στηριζόμενος στη δικτατορία και στις θρησκευτικές οργανώσεις καθώς και η τακτική του να στηριχθεί στους ομόφρονές του αρχιερείς παραμερίζοντας –έως και εκτοπίζοντας– τους διαφορετικής ιδεολογικοπολιτικής και εκκλησιολογικής αντιλήψεως ιεράρχες, κατέδειξαν και τα όρια αυτής της προσπάθειας.

Η ανευλάβεια της εξουσιαστικότητας, του κέρδους και της δύναμης· Χαιρετισμός στο Συνέδριο της Βιβλικής Εταιρίας, με θέμα: «Βίβλος και Περιβαλλοντική Κρίση»

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ


Σεβασμιώτατοι.
Αξιότιμε κ. Διευθυντά.
Σεβαστοί πατέρες.
Κυρίες και κύριοι σύνεδροι.

Είναι ξεχωριστή η χαρά μου, καθώς μου δίνεται η δυνατότητα, εκπροσωπώντας τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, να χαιρετίσω το άκρως ενδιαφέρον και εξόχως επίκαιρο συνέδριό σας, με γενικό θέμα: «Βίβλος και περιβαλλοντική κρίση».
Συχνά οι άνθρωποι λένε πως η φύση εκδικείται. Έτσι βρίσκουν έναν ακόμη λόγο για να τη βιάσουν με μεγαλύτερη μανία. «Η φύση», όμως, παρατηρεί με περισσή ευαισθησία ο σπουδαίος λαϊκός μας συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής «δεν εκδικείται, δεν έχει τέτοια πάθη. Εμείς τη βιάζουμε. Εμείς τη σκοτώνουμε. Εκείνη, αν και βαριά τραυματισμένη, αγωνίζεται να μας κρατήσει στη ζωή. Στο θαύμα». Και είναι σαφές, πως με μια τέτοια αποστροφή ο Σταύρος Κουγιουμτζής μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας. Μια αποστροφή, που αντλεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, από τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, έτσι όπως αυτή αποκαλύπτεται στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, όπου με ωραιότητα και απόλυτη καθαρότητα περιγράφεται ο μελλοντικός νέος κόσμος. Ένας κόσμος την ευθύνη της πορείας του οποίου έχει κυρίως και κατεξοχήν ο άνθρωπος. Διαβάζουμε σχετικά: «Πιστεύω πραγματικά πως όσα υποφέρουμε τώρα δεν ισοσταθμίζουν τη δόξα που μας επιφυλάσσει ο Θεός στο μέλλον. Γιατί όλη η κτίση προσμένει με λαχτάρα πότε θα φανερωθεί η δόξα των παιδιών του Θεού. Ξέρετε, βέβαια, πως η κτίση υποτάχτηκε κι αυτή στη φθορά, όχι γιατί έφταιγε αλλά γιατί έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως πάντοτε την ελπίδα, κι αυτή ακόμα η κτίση, πως θ’ απελευθερωθεί από την υποδούλωσή της στη φθορά, και θα μετάσχει στην ελευθερία που θ’ απολαμβάνουν τα δοξασμένα παιδιά του Θεού». Και εάν εδώ η αποστροφή του Παύλου αφορά στην οντολογική κατάσταση της κτίσεως και όχι στην φθορά που προσθέτει πάνω της η αυθαιρεσία και κυρίως η πλεονεξία του ανθρώπου, στα πατερικά μας κείμενα, θα ανακαλύψουμε πως η επιβάρυνση της κτίσεως, αυτό που κυρίως ονομάζουμε οικολογικό πρόβλημα, ξεκινά να απασχολεί την Εκκλησία -χωρίς βεβαίως τη σχετική ορολογία που εισάγεται στους νεότερους χρόνους-, ήδη από τους πρώτους αιώνες της ζωής της. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όμως, στο κέντρο βρίσκεται η ενώπιον της κτίσεως ευθύνη του ανθρώπου. Η ευθύνη προστασίας του άλλου του σπιτιού, του άλλου μας σώματος, που όπως πολύ εύστοχα λέγει ο συνθέτης παρότι βαριά τραυματισμένο προσπαθεί να μας κρατήσει στη ζωή, τουτέστιν στο θαύμα. Κατά Γρηγόριο Παλαμά, αλλά και το σύνολο σχεδόν της πατερικής θεολογίας, ο άνθρωπος φτιάχτηκε εξαρχής για τον Χριστό, όπως, άλλωστε, και ο κόσμος ολόκληρος, αλλά ακόμη και αυτοί οι άγγελοι φτιάχτηκαν εξαρχής, πριν από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Γεγονός που σημαίνει πως με το συγκεκριμένο σχήμα τα βήματα είναι διαδοχικά, η πορεία εξελικτική· ο άνθρωπος αποτελεί την ανακεφαλαίωση ολόκληρης της νοητής και αισθητής δημιουργίας και ο Χριστός την ανακεφαλαίωση του κτιστού ανθρώπου. Έτσι, ο Χριστός, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αποδεικνύεται η αρχή και το τέλος όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά των πάντων. Ο άνθρωπος δεν προσφέρει στον Θεό μόνον τον εαυτό του, αλλά βρισκόμενος ολάκερος μέσα στο θαύμα, ζώντας το θαύμα, προσφέρει «δι’ εαυτού παν είδος κτίσεως… ίνα και το της εικόνος απηκριβωμένον η». Και τούτο εξαιτίας της διπλής φύσης, τούτης της ανθρώπινης φύσης, που ενώνει στον εαυτό της το αισθητό και το πνευματικό.
Είναι σαφές, συνεπώς, πως η ευθύνη αυτή συνοδευόμενη από την αγία ευαισθησία, έτσι όπως αυτή φανερώνεται στους βίους των αγίων που αποκαλύπτουν παντού και πάντα Χριστό, είναι η μόνη έξοδος κινδύνου από την καταστροφική περιπέτεια στην οποία μας έχει οδηγήσει η ανευλάβεια της εξουσιαστικότητας, του κέρδους και της δύναμης που κατασπαράζει τον σύγχρονό μας πολιτισμό, από τον οποίο οφείλουμε να μην εξαιρούμε την Εκκλησία. Είναι η μόνη έξοδος από τον κόσμο της βίας, αλλά μαζί και η μόνη είσοδος στον νέο κόσμο του Θεού.

Αγαπητέ κ. Χατζηγιάννη,

Εύχομαι από καρδιάς οι εργασίες σας να είναι καρποφόρες και να αποκαλύπτουν παντού και πάντα την αγάπη της σαρκώσεως, την αγάπη του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού, την αγάπη του Χριστού, που δεν εισηγείται τον νέο κόσμο, αλλά είναι ο νέος κόσμος.

ΠΗΓΗ: ANTIDOSIS

Βίβλος και Περιβαλλοντική Κρίση

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ 


Η Ελληνική Βιβλική Εταιρία, συνεχίζοντας τη σειρά των επιστημονικών συνεδρίων που σκοπό έχουν την κριτική θεώρηση σύγχρονων ζητημάτων σε διάλογο με τη Βίβλο, διοργανώνει το 11ο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με τον τίτλο: «Βίβλος και Περιβαλλοντική Κρίση».
Το Συνέδριο θα λάβει χώρα την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023, ώρα 18:00 και το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023, ώρα 9:00 στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων (αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης», Ακαδημίας 50, Αθήνα). To Συνέδριο θα χαιρετίσει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Αφορμή για τον προβληματισμό του φετινού συνεδρίου παρέχει η συνεχώς επιδεινούμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τα αποτελέσματα της οποίας υφίσταται με αυξανόμενη ένταση ο πλανήτης κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η καταστροφή των οικοσυστημάτων και των βιοτόπων, οι ανθρωπογενείς μολύνσεις του νερού και του αέρα, η σταδιακή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και η κλιματική αλλαγή, οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας, οι πυρκαγιές, οι μεγάλες καταστροφές λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων και οι πανδημίες, είναι μόνο μερικά από αυτά τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Πρόκειται για κρίση όχι μόνο οικονομική και τεχνολογική αλλά επίσης αξιών και πολιτισμού, και έχει ιδεολογικές ρίζες που εκκινούν από μια βαθιά ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου ειδικοί ερευνητές των ανθρωπιστικών επιστημών και των επιστημών του περιβάλλοντος, νομικοί, οικονομολόγοι καθώς και μέλη εκκλησιαστικών κοινοτήτων με οικολογική δράση θα προσπαθήσουν να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτημάτων όπως: Κατά πόσο η Βίβλος ως κείμενο αναφοράς της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης είναι ένα «πράσινο» κείμενο φιλικό προς το περιβάλλον; Ποια στοιχεία μέσα σε αυτήν χρήζουν ιδιαίτερης ερμηνευτικής προσέγγισης, η οποία να αναδεικνύει είτε τις πιθανές δυσκολίες είτε τη δυναμική τους, και ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά μιας οικολογικής ερμηνείας του βιβλικού κειμένου;
Είναι δυνατή και θεμιτή η αξιοποίηση της βιβλική μαρτυρίας για το περιβάλλον στη σύγχρονη συζήτηση για την οικολογική κρίση; Θα μπορούσε αυτή η μαρτυρία να συμβάλει ουσιαστικά σε μια πρόταση Περιβαλλοντική ενσυναίσθησης και οικολογικά συνειδητοποιημένης πράξης; Αν ναι, ποιες πρακτικές θα πρέπει να υιοθετηθούν μέσα στην εκπαίδευση, την κατήχηση αλλά και την καθημερινότητα των χριστιανικών κοινοτήτων;
Συμμετέχουν με εισηγήσεις και παρεμβάσεις οι Θοδωρής Γεωργακόπουλος, Φοίβη Κουντούρη, Κωνσταντίνος Ι. Μπελέζος, Εμμανουήλ Τυλλιανάκης, Νικόλαος Ασπρούλης, Μόσχος Γκουτζιούδης, π. Ισίδωρος Κάτσος, Nuria Calduch-Benages, Ελένη Αντωνοπούλου, Παρασκευή Αράπογλου, αιδ. Μελέτιος Μελετιάδης, π. Μάρκος Φώσκολος, ηγουμένη Θεοξένη.
Για το πρόγραμμα του συνεδρίου πλογηθείτε εδώ

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Για τα παιδιά «τσογλάν - μαντρί» των Τεχνικών Σχολείων.

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Εχθές ήταν η καθιερωμένη μηνιάτικη εκδρομή του σχολείου-μου. Προορισμός η Παναγιούδα, παραθαλάσσιο χωριό, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μυτιλήνη. Ένα από τα αξιοθέατά της βρίσκεται στα βόρεια όρια του χωριού: πρόκειται για τον συνοικισμό με τ’ όνομα Καλαμιάρης, τόπος καταγωγής του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη, πατέρα του Οδυσσέα Ελύτη. Αξιοθέατοι είναι και οι Πύργοι-της, κτισμένοι στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και το Φοινικόδασος, μικρός τόπος, για ψυχική ανάπαυση.
Με συναδέλφους κάναμε τη βόλτα-μας και προς τη Σχολή του ΟΑΕΔ. Σ' αυτή, πριν είκοσι χρόνια δίδαξα ως ωρομίσθιος το μάθημα των Θρησκευτικών, σε παιδιά φτωχών οικογενειών που μαθήτευαν σε τέχνες για να βρουν δουλειά για βιοπορισμό. Περπατώντας στον αύλειο χώρο της σχολής θυμήθηκα τον Θωμά Κοροβίνη. Στο βιβλίο-του: Γράμμα στον αδερφό Γιώργο Ιωάννου που λείπει είκοσι χρόνια στην καταπακτή, γράφει πως «δουλεύω κάθε βράδυ αδιαλείπτως σε σχολείο εσπερινό, τσογλάν – μαντρί τον λεν χαϊδευτικά στην πιάτσα. Φοιτούν νοικοκυρές, λαντζέρες, νοσοκόμες σε ιδρύματα ανιάτων ψυχικών όσων, φαναρτζήδες, βοηθοί στο γκαράζ, κηπουροί του δήμου. Φτωχαδάκια. Κανείς δεν ξέρει ορθογραφία μα δε τους λείπει η συμπόνια».


Αμέσως ήρθαν στο νου-μου σκηνές διδακτικής πράξης σε τάξεις της Σχολής του ΟΑΕΔ, πριν είκοσι χρόνια, όταν απογεύματα δίδασκα τα Θρησκευτικά σε ηλεκτρολόγους και μηχανικούς αυτοκινήτων. Σκηνές που, με πόνο ψυχής, άκουγα ιστορίες παιδιών ταλαιπωρημένων, καταφρονεμένων, παιδιών ενός κατώτερου Θεού όπως τα θεωρεί το εκπαιδευτικό-μας σύστημα. Θυμήθηκα τον Δημήτρη, όταν λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή, τον συνάντησα να δουλεύει στις μηχανές του πλοίου που ταξίδευε από Μυτιλήνη προς Πειραιά. Θυμάμαι το φωτεινό βλέμμα-του όταν με αντίκρισε λέγοντάς μου: «Δάσκαλε σ’ ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου ‘δωσες κάποτε να πω κι εγώ τη γνώμη-μου για τη θρησκεία-μας». Για ακόμα μια φορά κατάλαβα ότι η ελευθερία της γνώμης είναι μια από τις πιο σημαντικές ροπές της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Στοχασμοί του Ζαν - Πωλ Σάρτρ

«Τα πολύχρωμα τζαμωτά των εκκλησιών, οι αψίδες, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα, οι χορωδίες, οι λαξεμένοι σε ξύλο ή πέτρα Εσταυρωμένοι, οι Στοχασμοί σε στίχους ή οι ποιητικές Αρμονίες, όλη αυτή πνευματικότητα μάς οδηγούσε χωρίς περιστροφές στο Θείο. Κι’ έπρεπε να προσθέσουμε ασφαλώς και τις φυσικές καλλονές. Μία και η αυτή πνοή έδινε μορφή στη Δημιουργία του Θεού και στα μεγάλα ανθρώπινα έργα· το ίδιο ουράνιο τόξο έλαμπε μέσ’ απ’ τους αφρούς των καταρρακτών, αστραφτοκοπούσε μέσα στις γραμμές των βιβλίων των Φλωμπέρ, καθρεφτιζόταν στις φωτοσκιάσεις των πινάκων του Ρέμπραντ: ήταν το Πνεύμα. Το Πνεύμα μιλούσε στο Θεό για τους Ανθρώπους, μαρτυρούσε στους ανθρώπους την ύπαρξη του Θεού.
»Στην Ομορφιά, ο παππούς μου έβλεπε την σαρκική παρουσία της Αλήθειας και την πηγή των υψηλότερων και ευγενέστερων εξάρσεων. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις – όταν ξεσπούσε μια θύελλα στο βουνό ή όταν κατέβαινε η έμπνευση στο κρανίο του Βίκτωρος Ουγκώ – φτάναμε στην Υπέρτατη Κορυφή, όπου τ’ Αληθινό, το Ωραίο και το Καλό συγχέονταν και γίνονταν ένα».


ΖΑΝ - ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ. (1965). «Το διάβασμα», στο: Οι Λέξεις και ο Υπαρξισμός είν’ ένας Ανθρωπισμός, τ. 1ος. Αθήνα: Ι. Δ. Αρσενίδη, σσ. 62-63.

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Ιστορίες του φεγγαριού

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Κατά τί, άραγε, διαφέρει ένα γυναικείο πρόσωπο σε διήγημα από ένα πραγματικό γυναικείο πρόσωπο; Η διαφορά, νομίζω είναι μηδαμινή. Το πραγματικό πρόσωπο υπάρχει, ζει στον κοινωνικό και φυσικό περίγυρο του διηγήματος. Είναι η γυναίκα άνθρωπος, για να θυμηθώ τον στίχο της Ζωής Καρέλλη: «Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος»· είναι γυναίκα με τ’ όνομά της. Οι «δεκαεπτά γυναικείες μορφές από την ελληνική ύπαιθρο ως το μεγαλοαστικό επίκεντρο», που «βιώνουν τη θέση τους και τη σχέση τους με το άλλο φύλο», μέσα από «μια διαλεκτική και εν εξελίξει αναφορικότητα του Εγώ και του Εσύ στο φίλτρο της έμφυλης ταυτότητας», που ο τρόπος «της κοινωνικής δόμησης διαπερνά τις εκφάνσεις σκέψης και πράξης θέλοντας και μη, συνειδητά ή ασυνείδητα, ξυπνώντας πάθη, ένστικτα, ανταγωνισμούς και εμπνεύσεις», στην καθημερινή ζωή τους, καταδεικνύει την εξής σημαντική διαπίστωση για το γυναικείο φύλο - προσέξτε όμως - σε τόσο δύσκολους καιρούς όπως οι σημερινοί, όπου η έμφυλη και σεξιστική βία όλο περισσότερο θεριεύουν: το γυναικείο φύλλο ουδέποτε έπαψε να συμβάλλει στη διαμόρφωση και την ομορφιά του κόσμου ετούτου, κι ολάκερου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Το βιβλίο της καλής συναδέλφου φιλολόγου Γεωργίας Κοκκινογένη, Ιστορίες του φεγγαριού, με τα δεκαεπτά σύντομα διηγήματα, γραμμένα με «ματιά γρήγορη και ανιχνευτική», που «ξετρυπώνει τον πόνο και τον μετουσιώνει σε λόγο με την ελπίδα ότι θα κινήσει και πάλι το ενδιαφέρον, θ’ ακουμπήσει καρδιές, θα έλξει», ζωγραφίζει εικόνες γυναικών «που κρατούν το βλέμμα και δίνουν υλικό για αυτογνωσία και ενδοσκόπηση». Διαβάζονται απνευστί, στοχαστικά, η μια μετά την άλλη, στη σφαίρα όπου ο χώρος που ζουν και δρουν οι ηρωίδες είναι ο χώρος της ιδιωτικής οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου. Και στις δεκαεπτά ιστορίες η έμφυλη τάξη πραγμάτων είναι ξεχωριστή, έχει τις «συναισθησίες εικόνων και στιγμών», τα «χρώματα», τους «βηματισμούς» και τα «αρώματα» κάθε γυναίκας.
Η συγγραφή της Γεωργίας Κοκκινογένη θα έχει πετύχει το στόχο της όταν ο αναγνώστης αντιληφθεί την πολλές φορές κρυμμένη και απρόσμενη ομορφιά της γυναίκας.