«Ο άνθρωπος που ταξιδεύει και δεν ξέρει ακόμα την πόλη που τον περιμένει στο δρόμο του, αναρωτιέται πως θα είναι το παλάτι, το στρατόπεδο, ο μύλος, το θέατρο, η αγορά. Σ’ όλες τις πόλεις της αυτοκράτορίας κάθε κτίριο είναι διαφορετικό και τοποθετημένο σε ξεχωριστή σειρά: όμως μόλις ο ξένος φτάσει στην άγνωστη πόλη και ρίξει τη ματιά του στο κέντρο του κώνου από παγόδες και φεγγίτες και αχυρώνες, ακολουθώντας ζιγκ-ζαγκ των καναλιών, περιβολιών και σκουπιδότοπων, αμέσως ξεχωρίζει ποια είναι τα πριγκιπικά παλάτια, ποιοι οι ναοί των αρχιερέων, το πανδοχείο, η φυλακή, η κακόφημη συνοικία. Έτσι – λένε μερικοί – επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι κάθε άνθρωπος έχει στο μυαλό του μια πόλη, φτιαγμένη μόνο από διαφορές, μια πόλη χωρίς μορφή και χωρίς σχήμα, και οι συγκεκριμένες πόλεις τη συμπληρώνουν.
»Δε συμβαίνει το ίδιο στη Ζωή. Σ’ οποιοδήποτε μέρος αυτής της πόλης θα μπορούσε κανείς κάθε φορά να κοιμηθεί, να φτιάξει εργαλεία, να μαγειρέψει, να μαζέψει χρυσά νομίσματα, να ξεντυθεί, να βασιλέψει, να πουλήσει, να συμβουλευτεί μαντεία. Οποιαδήποτε στέγη σε σχήμα πυραμίδας θα μπορούσε να σκεπάζει τόσο το λεπροκομείο όσο και τα λουτρά για τις οδαλίσκες. Ο ταξιδιώτης γυρίζει γυρίζει και δεν έχει παρά αμφιβολίες: μην καταφέρνοντας να ξεχωρίσει τα σημεία τη πόλης, ακόμα και τα σημεία που έχει ξεκαθαρισμένα στο μυαλό του μπρερδεύονται. Συμπεραίνει: αν η ύπαρξη σε κάθε της στιγμή αντιστοιχεί σ’ όλο της το είναι, η πόλη Ζωή είναι ο τόπος της αδιαίρετης ύπαρξης. Αλλά γιατί, λοιπόν, υπάρχει αυτή η πόλη; Ποια γραμμή χωρίζει το μέσα από το έξω, το βουητό των τροχών απ’ το ουρλιαχτό των λύκων;»
ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ. (1983). Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ε. Γ. Ασλανίδης – Σάσα Καπογιαννοπούλου. Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 45-46.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου