Των SARAH RICCARDI-SWARTZ και ROBERT SALER
Είναι ο Πούτιν πραγματικά Χριστιανός;[*] Για την κατανόηση αυτής της σύγκρουσης είναι αναγκαίο να απαντήσουμε σε μια σειρά από ερωτήματα.
Η αιματηρή στρατιωτική εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από ερωτήματα που σχετίζονται με τις μακροχρόνιες θρησκευτικές του διασυνδέσεις και ώθησε πολλούς μελετητές και δημοσιογράφους να αμφισβητήσουν την πολυδιαφημισμένη «ευσέβειά» του καί τη φαινομενικά βαθιά αφοσίωσή του στην ρωσική ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία εκφράζεται συχνά μέσα από τους στενούς του δεσμούς με το μετα-σοβιετικό Ρωσικό Πατριαρχείο. Από θρησκειολογικής άποψη, τίθεται συχνά το ερώτημα αν και κατά πόσον οι κατηγορίες της ειλικρινούς και αυθεντικής θρησκευτικής πίστης είναι κατάλληλες για την ανάλυση σύνθετων κινήτρων και ενεργειών των εκάστοτε πιστών.
Όταν οι θρησκευόμενοι είναι δημόσια πρόσωπα με παγκόσμιες γεωπολιτικές επιδιώξεις, η ταξινόμηση της αληθούς θρησκευτικής υποκειμενικότητας συχνά παραχωρεί τη θέση της σε ένα είδος πνευματικής αγυρτείας ή κίβδηλων θρησκευτικών προθέσεων που κατασκευάστηκαν μόνο και μόνο για να κερδίσουν την εύνοια των πιστών κάποιας θρησκευτικής κοινότητας. Στόχος μας εδώ, δεν είναι να επιχειρηματολογήσουμε για την προσωπική πίστη του Πούτιν· επιδιώκουμε περισσότερο να προβληματιστούμε σχετικά με τους τρόπους, με τους οποίους οι ατομικές θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις πολλές φορές αναλύονται με βάση κατηγορίες που τυπικά βρίσκουν αρχή και τέλος σε δυτικές αντιλήψεις αναφορικά με το τι θεωρείται ορθή και ολόψυχη πνευματικότητα. Με άλλα λόγια επιθυμούμε να υποβάλλουμε στη βάσανο της κριτικής την αμφισβήτηση της θρησκευτικότητας του Πούτιν.
Είτε πρόκειται για θρησκευτικούς ηγέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που καλούν εκλεγμένους αξιωματούχους να λογοδοτήσουν για υποτιθέμενες αναντιστοιχίες μεταξύ των διακηρυγμένων θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και των νομοθετικών τους προτεραιοτήτων (όπως για παράδειγμα «αν ο Ντόναλντ Τραμπ είναι χριστιανός, πως είναι δυνατόν να τάσσεται υπέρ του κλειδώματος παιδιών μέσα σε κλουβιά;») είτε για διαφωνίες σχετικά με το αν η χριστιανική εθνικιστική ρητορική αφορά πραγματικά το φύλο, τη σεξουαλικότητα ή τη φυλή, η αντίληψη ότι η θρησκευτική ειλικρίνεια ενός συγκεκριμένου πολιτικού παράγοντα οφείλει να είναι ευδιάκριτη και σε αντιστοιχία με τις πράξεις του είναι δύσκολο να καταρριφθεί.
Πιθανόν αυτό να συνδέεται με την πεποίθηση ότι η αυθεντική και καθαρή πίστη μπορεί κατά κάποιον τρόπο να χρησιμεύσει ως ανάχωμα στις απροκάλυπτες πολιτικές φιλοδοξίες, ακόμα κι αν οι ειδικοί μελετητές μας προειδοποιούν επίσης ότι η αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης θρησκείας ως ενός sui generis φαινομένου που δεν έχει μολυνθεί από την πολιτική, αποτελεί κι αυτό μια μορφή συσκοτισμού παρά αποσαφήνισης. Η θρησκευτική έκφραση, με άλλα λόγια, εξαρτάται βαθιά από πολιτικές, πολιτισμικές και υλικές, τουτέστιν «κοσμικές» συνθήκες.
Στην περίπτωση της τωρινής σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι η τελευταία προσπάθεια του Πούτιν να καταστρέψει την Ουκρανία είναι ένας ιερός πόλεμος και ότι ο Ρώσος πρόεδρος αντιλαμβάνεται τον ιμπεριαλιστικό του ρόλο στην παγκόσμιο πολιτική ως σχεδόν θεϊκά εμπνευσμένο ή εντεταλμένο. Κάπως παράδοξα, ωστόσο, όταν οι ατομικές πεποιθήσεις του Πούτιν τοποθετούνται σε αυτό το δημόσιο πλαίσιο συχνά περνιέται για θρησκευτικά υποκινούμενος, όχι όμως για πραγματικά πιστός· θεωρείται κακός και απατεώνας. Αυτές οι ανακολουθίες παραπέμπουν στον τρόπο με τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ αξιολογήθηκε από τους μελετητές και τα Μέσα Ενημέρωσης την τελευταία δεκαετία, και συνήθως όσοι γράφουν για τους δυο πολιτικούς δεν έχουν διερευνήσει πλήρως τις ψυχο-κοινωνικές διαστάσεις της θρησκευτικότητάς τους.
Φαίνεται ότι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως εκείνοι που είναι πιο αδιαπραγμάτευτοι σχετικά με την ιερότητα των εθνικιστικών αιτημάτων αποτελούν, με κυνικό τρόπο, οι ίδιοι, τους λιγότερο αυθεντικά θρησκευόμενους. Ενδεχομένως αυτό να συμβαίνει στην περίπτωση του Τραμπ, αλλά αν επιλέξουμε αμέσως το πλαίσιο του παράγοντα κακής πίστης, όπως πολλοί κάνουν με τον Πούτιν, χάνουμε από το εποπτικό μας πεδίο τους πιθανούς παράγοντες που, συμβάλλοντας μέσω της προσωπικής πίστης, καθορίζουν τις πολιτικές του πράξεις. Αν δεν λάβουμε σοβαρά υπόψιν το πώς η θρησκεία συνδέεται προσωπικά και διαμορφώνει το περίγραμμα της ατζέντας του Πούτιν για την οικοδόμηση ενός κοσμοειδώλου, τότε χάνουμε το ιστορικό και θεολογικό υπόβαθρο που χρησιμοποιεί για να ενισχύσει τις αξιώσεις της πολιτικής του εξουσίας.
H περίπτωση της σχέσης του Βλαντίμιρ Πούτιν με τη μετα-σοβιετική Ρωσική Ορθοδοξία καταδεικνύει τόσο τον πειρασμό να αξιολογήσουμε τις θρησκευτικές του ενέργειες με αυτούς τους όρους ειλικρίνειας και αυθεντικότητας –«είναι ο Πούτιν πραγματικά Χριστιανός ή χρησιμοποιεί απλώς μια θρησκευτική ρητορική για να κερδίσει την υποστήριξη της Εκκλησίας στα σχέδια και τις φιλοδοξίες του;»– όσο και τα όρια αυτού του εγχειρήματος. Περιττό να σημειώσουμε ότι κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζεται την εσωτερική ψυχοσύνθεση του άλλου, πολύ περισσότερο μάλιστα στην περίπτωση του Πούτιν, ο οποίος ως γνωστόν είναι ο πλέον αδιαφανής όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα και τις πεποιθήσεις του.
Από την άλλη μεριά, οι υπέρμαχοι του Πούτιν υποστηρίζουν ότι οι δημόσιες πράξεις ευλαβείας – συμπεριλαμβανομένων των καταδύσεων χωρίς μπλούζα στα ευλογημένα πλην όμως παγωμένα νερά της Ρωσίας κατά την εορτή των Θεοφανίων, των προσκυνημάτων του σε προορισμούς όπως το Άγιον Όρος και των θρυλούμενων τακτικών εξομολογήσεων του σε κάποιον πνευματικό – είναι επαρκή δείγματα μιας προσωπικής ευσέβειας που τον καθιστά κατάλληλο πολιτικό αλλά και άξιο πνευματικό κληρονόμο πολλών από τους Ρώσους τσάρους. Μέσα απ’ αυτά τις πράξεις επιτελεστικής ευσέβειας, ο Πούτιν συνδέει τον εαυτό του θεολογικά και πολιτικά με τη δύναμη της ρωσικής ορθόδοξης ιστορίας και τη μοναδική σχέση της με την κρατική, σχεδόν πάντα μονοπρόσωπη, αυταρχική εξουσία. Σε τμήματα της Ρωσικής Εκκλησίας και των Δυτικών θαυμαστών της, οι μονάρχες θεωρούνται συχνά άγιοι και εγκόσμιοι προστάτες της Χριστιανοσύνης αλλά και της ορθής σχέσης της τελευταίας με την πολιτική εξουσία.
Βέβαια, ο πόλεμος που διεξάγει ο Πούτιν στην Ουκρανία, με τις ρωσικές βόμβες να πλήττουν αδιάκριτα οικίες αμάχων, νοσοκομεία και χώρους λατρείας, οδηγεί τα Δυτικά Μέσα Ενημέρωσης να αναρωτηθούν πως είναι δυνατόν κάποιος που προβάλλει συστηματικά τον εαυτό του ως χριστιανό να μπορεί να εγκρίνει μια τέτοιου είδους καταστροφική εκστρατεία. Πέρα από τον έτσι κι αλλιώς προβληματικό συλλογισμό ότι όποιος είναι αυθεντικά θρησκευόμενος οφείλει εξ ανάγκης να είναι και καλός, θα μπορούσαμε με τη σειρά μας να αναρωτηθούμε τι σηματοδοτεί με όρους ειλικρινούς θρησκευτικότητας η επί χρόνια πολιτική του Πούτιν για την αμφισβήτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία. Σε τελική ανάλυση, έχουμε την τάση να αναγνωρίζουμε τις βαθιές θρησκευτικές πεποιθήσεις διάφορων Αμερικανών δημοσίων προσώπων, όπως για παράδειγμα ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, οι οποίοι συχνά υποστηρίζουν πολλές θέσεις από την αντζέντα εναντίωσης προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως ακριβώς κάνει και ο Πούτιν.
Δεδομένης της αντίθεσης μεταξύ την επιτελεστικής ευσέβειας του Πούτιν από τη μια πλευρά και των πολιτικών προκατάληψης και διακρίσεων που εφαρμόζει στη Ρωσία από την άλλη, είναι φυσικό όσοι προβληματίζονται για τις ενέργειές του (συμπεριλαμβανομένης της εισβολής στην Ουκρανία) να αμφισβητούν το αφήγημα για την προσωπική του ευλάβεια και να υιοθετούν μια περισσότερο σκεπτικιστική προσέγγιση, που ερμηνεύει την θρησκευτικότητα του απλά ως ένα κυνικό τέχνασμα για να ξεγελάσει τη Ρωσική Εκκλησία που υπέστη ένα αληθινό τραύμα κάτω από τη σοβιετική καταπίεση. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση είναι κατά βάση ουσιοκρατική. Προβαίνει σε υποθετικές ερμηνείες της προσωπική θρησκευτικότητας που πολλές φορές παραμένουν αδιευκρίνιστες ακόμα και για τον ίδιο τον πιστό. Επιπλέον, η χρήση ενός Δυτικά (παθητικά Προτεσταντικού) εννοιολογικού πλαισίου για την κατανόηση της Ορθόδοξης θρησκευτικότητας επαναφέρει ξεπερασμένα οριενταλιστικά υποθετικά σχήματα αναφορικά την πολιτική επιτήδευση του μη Δυτικού Χριστιανισμού.
Το Δυτικό φαντασιακό χαρακτηρίζεται από καχυποψία απέναντι σε επικλήσεις στο θρησκευτικό συναίσθημα, τύπου Elmer Gantry, για πολιτικά οφέλη. Αυτό, βέβαια, λαμβάνει χώρα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί από μια γενική τάση του Προτεσταντισμού, όσο εκκοσμικευμένος κι αν είναι, να αξιολογεί την ένταση και την αληθοφάνεια της θρησκευτικότητας ανάλογα με την ειλικρίνεια του πιστού.
Αυτή η τάση για κριτική, ωστόσο, τίθεται υπό αμφισβήτηση, όταν αναλογιστούμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά την περεστρόικα, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (ΡΟΕ) έχει διαμορφώσει ένα εξαιρετικά περίπλοκο μείγμα πολιτικής, θρησκείας, αυτοκρατορικής νοσταλγίας και φονικής στρατιωτικής δύναμη στο όνομα της αναβίωσης της «Αγίας Ρωσίας» ή, ακόμα πιο ανησυχητικά, ενός πολυεθνικού «Ρωσικού Κόσμου».
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε πολλές από τις εκφάνσεις της, έχει συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση του οράματος του Πούτιν για παγκόσμια κυριαρχία. Ο Πατριάρχης Κύριλλος δεν είναι απλά ένας πρόθυμος συμμέτοχος στην διακρατική επέκταση της ρωσικής επιρροής και δύναμης μέσα από τον πολιτισμό και την Ορθοδοξία αλλά πολύ περισσότερο ένας συν-εμπνευστής αυτού του παγκοσμίων διαστάσεων Ρωσικού κοσμοειδώλου πίστης και πολιτικής.
Το ζήτημα όμως υπερβαίνει τα στενά όρια της ίδιας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Από τους ιερείς που ευλογούν και υποστηρίζουν ενεργά την ανάπτυξη ενός πυρηνικού οπλοστασίου μέχρι την επίκληση του δημοφιλούς αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ για να λειτουργήσει ως στρατιωτική αποτρεπτική «ασπίδα» γύρω από τα εδαφικά συμφέροντα της Ρωσίας, και την πλέον πρόσφατη προθυμία του Πατριαρχείου της Μόσχας να παρουσιάσει την εισβολή στην Ουκρανία με όρους ιερού πολέμου κατά των διεφθαρμένων δυνάμεων της άθεης εκκοσμίκευσης του Δυτικού κόσμου, η Ρωσική Εκκλησία έχει συμμετάσχει ενεργά στην κατασκευή ενός μύθου τερατωδών διαστάσεων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της οπλοποιημένης πίστης, τα όρια μεταξύ του «θρησκευτικού» και του «πολιτικού» είναι σχεδόν αδύνατο να διακριθούν επειδή στην πραγματικότητα οι δυο αυτές κατηγορίες είναι αλληλένδετες σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνουν αδιαχώριστες.
Η ανάμειξη πίστης και πολιτικής, καλώς ή κακώς, αποτελεί μέρος της ιστορίας του Ορθόδοξου Χριστιανισμού (Βυζαντινή Συναλληλία, Εθνικισμός, Μοναρχία). Υπό μια οπτική, πρόκειται για μια σύζευξη αντιθέτων που έχει καταφέρει να επιβιώσει σε συνθήκες πολιτικών διευκολύνσεων, θρησκευτικής ελευθερίας, κοινωνικής καταπίεσης ή ακόμα και πνευματικής περιθωριοποίησης. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη σύγχρονη προσήλωση του Πούτιν στην εξουσία χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας τους τρόπους με τους οποία η Ρωσική Ορθοδοξία και πολιτική εξουσία συμπορεύτηκαν μέσα από διαλεκτικές εντάσεις σε ιστορικό βάθος, τόσο κατά την προ-επαναστατική εποχή, όσο και κατά την Σοβιετική περίοδο αλλά και την μετα-Σοβιετική πραγματικότητα.
Δεν μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε την τρέχουσα κρίση χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας τους τρόπους με τους οποίους η εθνικιστική κοσμοθεωρία του Πούτιν έχει διαμορφωθεί από την Ορθοδοξία, μια έκφραση της χριστιανική πίστης που παλεύει με τον δαίμονα του εθνικισμού εδώ και αιώνες. Ο Πούτιν και η Ρωσική Εκκλησία εμπλέκονται σε μια θεο-πολιτική σχέση εξάρτησης και αλληλεπίδρασης. Το να υποθέσουμε ότι κάποιος από τους δυο είναι ανειλικρινής ως προς τους θρησκευτικούς του στόχους, σημαίνει ότι δεν κατανοούμε πλήρως και σε όλες του τις διαστάσεις το αυτοκρατορικής κοσμοαντίληψης σχέδιο της Ρωσικής Ορθοδοξίας εν γένει.
Ενώ οι Δυτικοί σχολιαστές της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό να την αντιμετωπίσουν ως κάτι το εξωτικό, υπερτονίζονταν υπάρχουσες διαφορές με άλλες πιο οικείες μορφές του Χριστιανικού εθνικισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, η αλήθεια είναι ότι οι όποιες σοβαρές διακρίσεις μεταξύ αυθεντικής και καθαρής πίστης από τη μια μεριά και κυνικής πολιτικής χειραγώγησης από την άλλη (ή ως επακόλουθο μεταξύ ειλικρινούς θρησκευτικής πεποίθησης και πραγματιστικής οικειοποίησης της για πολιτικούς σκοπούς), προδίδουν ένα είδος χαρακτηριστικά Προτεσταντικού τύπου ιεράρχησης της πίστης έναντι της δράσης, της πεποίθησης έναντι της τελετουργίας, της καθαρής Εκκλησίας έναντι της πολιτικής εμπλοκής. Στην περίπτωση της Ρωσίας και των εκκλησιαστικών και πολιτικών ιεραρχιών της, αυτού του είδους οι διχοτομικές προσεγγίσεις περίσσοτερο συσκοτίζουν παρά φωτίζουν.
Το ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με τη Ρωσική Εκκλησία και την ενεργή συνενοχή της με την ατζέντα του Πούτιν στην Ουκρανία, σε σημείο που ενδεχομένως να θυμίζει τις αναδυόμενες και ενισχυόμενες μορφές Λευκού Χριστιανικού Εθνικισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, είναι ότι για να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει πρέπει να ξεπεράσουμε οποιαδήποτε προκατειλημμένη καθαρότητα της θρησκευτικής έκφρασης ή τις κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να την περιγράψουμε, για να κατανοήσουμε πόσο αλληλένδετες είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η πολιτική και η αυτοκρατορία στην παγκόσμια γεωπολιτική.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τελικά, αν ο Πούτιν είναι πραγματικός ή ειλικρινής πιστός χριστιανός, επειδή οι κατηγορίες για την ανάλυση της πίστης καταρρέουν μπροστά στην πολύπλοκη μετα-σοβιετική Ρωσική Ορθόδοξη εμπειρία. Κι ενώ συνήθως μέχρι τώρα τα ερωτήματα σχετικά με τη σημασία της πίστεως είναι απλώς ακαδημαϊκά και δεν γίνονται ζητήματα ζωής και θανάτου, οι μέρες που αυτό θα συμβεί βρίσκονται ακριβώς μπροστά μας.
[*] Η Sarah Riccardi-Swartz είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο «Κέντρο για τη Μελέτη Θρησκείας και Συγκρούσεων» του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αριζόνα στις ΗΠΑ ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται και στο ερευνητικό πρόγραμμα «Ορθοδοξία και Ανθρώπινα Δικαιώματα» του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Fordham, και ο Robert Saler είναι Καθηγητής Θρησκείας και Πολιτισμού στο Χριστιανικό Θεολογικό Σεμινάριο στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Religion Dispatches και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Δρ. Νίκο Κουρεμένο. H φωτογραφία αποτωπώνει μια από τις αμέτρητες εκδηλώσεις προσωπικής ευσέβειας του Ρώσου προέδρου μπροστά στο φωτογραφικό φακό.
ΠΗΓΗ: Πολυμερώς και Πολυτρόπως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου