Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Βία και Μονοθεϊσμός. Η κατάρα του Κάιν

Γράφει ο ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Στα τόσα που ακούγονται στις μέρες μας για τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αδελφοκτονία, τη βία και πως με αυτή διαπλέκεται η πολιτική, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο της Ρετζίνα Σβαρτζ, Βία και Μονοθεϊσμός. Η κατάρα του Κάιν. Όποιος το διαβάσει θα μείνει έκπληκτος από την επιβλητική και βαθύτατη έρευνα των βιβλικών πηγών, την οποία με συνέπεια επιχειρεί η εν λόγω συγγραφέας, Καθηγήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας στο Northwestern University.
 

Υπό το πρίσμα ανάλυσης της έννοιας του Θεού, στην οποία στηρίζονται όλες οι πίστεις, αλλά και υπό το πρίσμα της τυπικής έννοιας της θρησκείας, όπως αυτή την ορίζουν οι κοινωνικές επιστήμες (Φιλοσοφία, Θρησκειολογία, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Ψυχανάλυση, Ιστορία) - και που ουκ ολίγοι από το χώρο της πολιτικής όλο και περισσότερο στις μέρες μας επικαλούνται - η συγγραφέας με διεισδυτική ματιά ανιχνεύει στη Βίβλο και στην περίπτωση του Κάιν, την έννοια της ταυτότητας που γεννιέται μέσα από τη βία, υπό την εξής όμως προϋπόθεση: «όχι επειδή η Βίβλος υποστηρίζει τη βία, αλλά λόγω του τεράστιου πολιτισμικού βάρους που απέκτησε μέσω των ερμηνειών και της διάδοσής της, κυρίως στο χριστιανικό κόσμο και από κει στην εκκοσμικευμένη σκέψη και στους θεσμούς, όπου διαμορφώθηκαν οι σύγχρονες έννοιες της συλλογικής ταυτότητας», (σ. 22).
Για να τεκμηριώσει αυτή τη θέση της, η συγγραφέας επικαλείται μια σειρά από βιβλικές αφηγήσεις, τις ερμηνεύει, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να κάμει ένα πανοραμικό ταξίδι σε άγνωστες πτυχές του ανθρώπινου πολιτισμού.
Πρόκειται για ένα βιβλίο άκρως επίκαιρο, μολονότι κυκλοφόρησε πριν εικοσιδύο χρόνα: μια επιβλητική έρευνα των βιβλικών πηγών, της εθνικής σύγκρουσης, του φυλετικού μίσους και του πολιτισμικού διαχωρισμού. Γραμμένο σε αυστηρό ακαδημαϊκό ύφος, χαρακτηρίζεται για την τολμηρότητα και την πρωτοτυπία του. Με την ιδιαίτερη, βέβαια, φροντίδα των εκδόσεων φιλίστωρ και την πολύ καλή μετάφραση του Φώτη Τερζάκη, προσφέρεται σε εκλεκτό και απαιτητικό αναγνωστικό κοινό.
Ιδιαίτερα αφοπλιστικό το παρακάτω απόσπασμα: «στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μπορούμε να κατέχουμε παρά τη δυναστευτική επιθυμία μας για κάτι τέτοιο (ή ακριβώς λόγω αυτού, δεδομένου ότι η επιθυμία κινητοποιείται από την έλλειψη). Τα αντικείμενα της κατοχής μπορεί να τ’ αρπάξουν και άλλοι. Ενδεχομένως τα ίδια ν’ αντιστέκονται – μπορεί να καταστραφούν, να φιλλορροήσουν ή να πεθάνουν – έτσι που παρά τις επίμονες προσπάθειες κάποιου να ιδιοποιηθεί γη, κατοικίες, γυναίκες ή φορητή περιουσία, κατά κάποιον τρόπο αυτά ανθίστανται επίμονα στην άλωσή τους. Η γη επιφυλάσσει ιδιαίτερες απογοητεύσεις σ’ εκείνους που την κατέχουν, επειδή οι εδαφικές τους διεκδικήσεις καταλήγουν να γίνουν αργά ή γρήγορα απλώς δικαιώματα προσωρινού νομέα. Και αν η επιθυμία κατοχής του εδάφους έχει ως αφετηρία της την επιθυμία κατοχής των προϊόντων της γης, η γη ενδέχεται πάντα να αρνηθεί να συνεργαστεί. Μπορεί να γίνει πεισματικά “στείρα” (ένας όρος που χρησιμοποιείται και για τις γυναίκες, οι οποίες κατέχονται παρομοίως ως μέσα παραγωγής). Κι έτσι, καθώς η γη ανθίσταται τόσο στη μόνιμη κατάκτηση όσο και στην εξασφαλισμένη παροχή των καρπών της, το μόνο που καμαρώνει ο νικητής είναι το ψεύδος της κατοχής της στο πρόσωπο αυτών που τη διεκδικούν», (σ. 65).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου