Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Κώστας Ταχτσής και Γιώργος Ιωάννου… στα «θρανία». Εν αναμονή της πολυπόθητης αξιολόγησης...

Η κυρία Μίνα μπήκε στην τάξη, κι αμέσως όλοι σηκώθηκαν όρθιοι.
«Καθίστε κάτω», είπ’ η κυρία Μίνα, και κάθισαν πάλι στα θρανία τους. Αυτός καθόταν στο πρώτο θρανίο, γιατ’ ήταν κοντός.
Η κυρία Μίνα ακούμπησε την τσάντα της πάνω στην έδρα, μα δεν έβγαλε το παλτό της, ούτε τη γούνα της, γιατί έκανε πολύ κρύο.
Η γούνα της ήταν αλεπού. Τα μάτια της κυρίας Μίνας έμοιαζαν πολύ με τα γυάλινα μάτια της αλεπούς, μόνο που ήταν πιο μεγάλα και γουρλωτά.
Ήταν κακιά γυναίκα. Δεν τον χώνευε. Ίσως επειδή είχ’ έρθει απ’ άλλο σχολείο. Ή επειδή ήταν κοντός. Περισσότερο απ’ όλους αγαπούσε τον Μποζέλη, πού ’ταν το πιο ψηλό παιδί της τάξης. Κάθε φορά που τέλειωνε η κιμωλία στη μέση του μαθήματος, εκείνον έστελνε στο γραφείο του διευθυντή να ζητήσει άλλη. Και προχτές πούχε πονοκέφαλο κι ήθελε να πάρει ασπιρίνη, τον Μποζέλη έστειλε στην επιστάτρια να της φέρει νερό.
«Ησυχία», είπ’ η κυρία Μίνα. «Είναι κανείς απών;»
Μερικά παιδιά φώναξαν πως απουσίαζε ο διπλανός τους. Η κυρία Μίνα σημείωσε τα ονόματά τους.
«Μόνο πέντε;», είπε. «Πάλι καλά, μ’ αυτό το κρύο. Τι μάθημα έχουμε την πρώτη ώρα, Μποζέλη;» «Αριθμητική, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Α», έκαν’ η κυρία Μίνα. «Κόψτε λοιπόν ένα φύλλο χαρτί απ’ το τετράδιο της αριθμητικής, και γράψτε πάνω δεξιά τ’ όνομά σας. Καθαρά. Άκουσες, Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Τότε γιατί ρωτάς την Κεχαγιά;»
«Ξέχασα το τετράδιο της αριθμητικής στο σπίτι, κυρία».
«Δεν έχεις κανένα τετράδιο μαζί σου;»
«Έχω το τετράδιο της ορθογραφίας», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Ε, τότε κόψ’ ένα φύλλο απ’ το τετράδιο της ορθογραφίας – φιλοσοφία χρειάζεται;»
Ύστερα πήγε στον πίνακα, και πήρε την κιμωλία. Μα επειδή κάτι παιδιά στα τελευταία θρανία άρχισαν να μιλάνε, η κυρία Μίνα γύρισε και κοίταξε καλά - καλά όλη την τάξη. Τα παιδιά στα τελευταία θρανία σώπασαν, κι η κυρία Μίνα ξαναγύρισε προς τον πίνακα. Έγραψε έναν τριψήφιο αριθμό, πλάι ένα Χ, κι υστέρα άλλον έναν τριψήφιο αριθμό.
«Τι αριθμητική πράξη είν’ αυτή, Μποζέλη;»
«Πολλαπλασιασμός, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ όλη η τάξη.
«Γράφετε λοιπόν, και να μην ακούσω τσιμουδιά. Όποιον πιάσω να κοιτάει το γραφτό τού διπλανού του, θα μηδενιστεί, και θα φέρει και τον κηδεμόνα του – τι συμβαίνει, Ζερβού;»
«Δεν έχω μολύβι, κυρία.»
«Δε θυμάμαι νά ’χες και ποτέ σου τίποτα», είπ’ η κυρία Μίνα στη Ζερβού.«Ποιος έχει δυο μολύβια;»
Μερικά παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Το σήκωσε κι αυτός, μα, παρόλο που καθόταν στο πρώτο θρανίο, δεν τον είδε.
«Δος της εσύ ένα», είπε σ’ έν’ αγόρι που καθόταν δυο θρανία πιο πίσω απ’ τη Ζερβού. «Μήπως είναι κανένας άλλος που δεν έχει μολύβι; Μήπως ξέχασε κανείς να φέρει τη γόμα του; – ή το μυαλό του;»
Δε μίλησε κανείς.
«Είστε όλοι σίγουροι πως δεν έχετε καμιά απορία;»
Τι απορία νάχουν; Είχαν κάνει ένα σωρό τέτοιους πολλαπλασιασμούς, και την περασμένη βδομάδα είχαν μπει στη διαίρεση.
«Τι θέλεις, Κεχαγιά;»
Τα κορίτσια έκαναν συνεχώς ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ποτέ με το πρώτο τι τους έλεγες.
«Πού θα κάνουμε τις πρόχειρες πράξεις, κυρία;»
Πρόχειρες πράξεις; Αυτό δεν τόχε σκεφτεί. Καλά που το ρώτησε η Κεχαγιά.
«Στο πίσω μέρος της κόλας», είπε η κυρία Μίνα. «Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα.» 
«Κελαϊδίτη;» 
«Μάλιστα, κυρία», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Όσοι τελειώνουν, να μου φέρνουν την κόλα τους, και να βγαίνουν ήσυχα στην αυλή. Χωρίς φωνές, κι ενοχλούμε τις άλλες τάξεις. Αρχίστε λοιπόν. Αυτός που θα τελειώσει πρώτος, θάναι το καλύτερο παιδί της τάξης».
〰〰〰
Παρ’ όλη την παγωνιά πού ’κανε, ένιωσε ξαφνικά μια θέρμη να φουντώνει σ’ όλο του το κορμί. Έπιασε το μάγουλό του, κι έκαιγε.
Τώρα θάδειχνε στην κυρία Μίνα ποιος ήταν το καλύτερο παιδί της τάξης. Η κυρία Μίνα δε θάστελνε πια μόνο τον Μποζέλη στο γραφείο του διευθυντή να φέρει κιμωλία.
Γρήγορα.
Πρώτα τον πολλαπλασιαστέο.
Η ουρίτσα του 9 ήταν λίγο μακρουλή.
Πήρε τη γομολάστιχα, τόσβησε, και το ξανάγραψε.
Τώρα τον πολλαπλασιαστή.
Τη γραμμή.
Όχι με το χέρι.
Με το χέρι θα γινόταν στραβή.
Άνοιξε γρήγορα τη σάκα του, κι έβγαλε τον χάρακα. Τον έβαλε κάτω απ’ τον πολλαπλασιαστή, και τράβηξε μια όμορφη, ίσια γραμμή. Την πάτησε και δεύτερη φορά.
Η κυρία Μίνα διάβαζε την εφημερίδα της. Μα θάχε και το νου της να μην αντιγράψουν.
Τραβήχτηκε λοιπόν στην άκρη του θρανίου, όχι τόσο για να μη βλέπει ο διπλανός του, μα για να μη φανταστεί κανένας, για να μη φανταστεί η κυρία Μίνα, πως είχε την παραμικρή πρόθεση ν’ αντιγράψει αυτός απ’ το διπλανό του. Δεν είχ’ ανάγκη ν’ αντιγράψει. Ήταν καλός στην αριθμητική. Ούτε είχ΄ ανάγκη να κάνει πρόχειρα τις πράξεις. Μπορούσε να τις κάνει και με το μυαλό του.
Έξι εννιά;
Μμ... Αυτό το μπέρδευε πάντα.
Πέντ’ εννιά σαρανταπέντε, έξι εννιά πενηντατέσσερα. Γράφουμε το τέσσερα και κρατάμε πέντε. Πέντε. Να μην το ξεχάσει.
Τρεις οχτώ εικοστέσσερα – και πέντε; Εικοστέσσερα και πέντε, εικοσιεννιά.
Το μυαλό του δούλευε γρήγορα. Ένιωθε λιγάκι σα μεθυσμένος. Σα να μην είχε σώμα. Μόνο το κεφάλι του, και το χέρι του πούγραφε.
Τέλειωσε.
Έριξε μια ματιά γύρω του.
Οι άλλοι έγραφαν ακόμα.
Σηκώθηκε και πήγε γρήγορα στην έδρα.
Η κυρία Μίνα σταμάτησε το διάβασμα, και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Της φάνηκε βέβαια λίγο περίεργο που, απ’ όλη την τάξη, αυτός είχε τελειώσει πρώτος.
«Τέλειωσες κιόλας;»
«Μάλιστα».
Της έδωσε την κόλα.
Η κυρία Μίνα έριξε μια ματιά και χαμογέλασε. Χαμογέλασε παράξενα.
«Καλά. Πήγαινε στην αυλή».
Βγήκε στην αυλή, κι η παγωνιά τον χτύπησε κατάμουτρα. Ένιωσε σα να ξυπνούσε απόνα όνειρο.
«Εσύ τι κάνεις έξω;»
Για μια στιγμή τρόμαξε. Μα ήταν η επιστάτρια, κουκουλωμένη μ’ ένα σάλι. Θα φαντάστηκε βέβαια πώς είχε κάνει καμιά αταξία, κι η κυρία Μίνα τον είχε βγάλει έξω για τιμωρία. «Είχαμε πρόχειρο διαγώνισμα, και τέλειωσα πρώτος», της είπε.
Η επιστάτρια τον κοίταξε με θαυμασμό. Ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει από περηφάνια. Ήθελε να τρέξει πάνω – κάτω, μα η αυλή ήταν έρημη, κι εξάλλου η κυρία Μίνα είχε πει όσοι τελειώνουν να κάνουν ήσυχα για να μην ενοχλούν τις άλλες τάξεις.
Πήγε στ’ αποχωρητήρια κι έκανε το νερό του.
Τ’ αποχωρητήρια ήταν αλλιώτικα στο διάλλειμα, κι αλλιώτικα όταν σήκωνες το χέρι σου στη μέση του μαθήματος κι έλεγες πως ήθελες να πας στο μέρος. Πως νάταν άραγε τα’ αποχωρητήρια των κοριτσιών; Ήταν ευκαιρία να μπει να δει.
Αλλά συγκρατήθηκε. Μπορεί να τον έβλεπε η επιστάτρια, και να τόλεγε στην κυρία Μίνα. Φαντάσου, το καλύτερο παιδί της τάξης να μπαίνει στ’ αποχωρητήρια των κοριτσιών! Άσε που, από στιγμή σε στιγμή, θ’ άρχιζαν να βγαίνουν και τ’ άλλα τα παιδιά έξω. Η Κεχαγιά λόγου χάρη. Η Κεχαγιά ήταν καλή μαθήτρια, μα κι η μεγαλύτερη μαρτυριάρα.
Μα γιατί αργούσαν; Τι κάναν τόση ώρα;
Απ’ έξω πέρασε το τραμ. Μα δε μπορούσες να το δεις, γιατί ο τοίχος της αυλής ήταν ψηλός.
Κάθησε στο σκαλοπάτι της εισόδου, και σήκωσε τη δεξιά του κάλτσα πούχε πέσει. Ύστερα έλυσε το κορδόνια των παπουτσιών του, και τα ξανάδεσε πιο σφιχτά.
Το μόνο που φαινόταν πάνω απ’ τον τοίχο της αυλής, ήταν η σοφίτα του αντικρινού σπιτιού. Η στέγη της σοφίτας ήταν σαν ασημένιο αυγό. Σα μισό ασημένιο αυγό. Στην κορυφή του αυγού ήταν το αλεξικέραυνο. Αν έπεφτε κανένας κεραυνός εκεί κοντά, το αλεξικέραυνο θα τον τραβούσε, θα τον έχωνε στη γη, και δε θάπιανε φωτιά το σπίτι.
Πίσω του άκουσ’ έναν ελαφρό ήχο. Σηκώθηκε όρθιος.
Ήταν η Κεχαγιά. Γουρλωμάτα και ποζάτη.
Από πίσω της ερχόταν ένα άλλο κορίτσι.
Ο Μποζέλης δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Ήθελε να ρωτήσει τι γινόμενο είχαν βγάλει, μα η Κεχαγιά και τ’ άλλο κορίτσι τούχαν γυρίσει την πλάτη.
Ευτυχώς που εκείνη τη στιγμή έβγαινε κι ο Μποζέλης. Συγχρόνως χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα.
Πριν προλάβει να ρωτήσει εκείνος, τον ρώτησε ο Μποζέλης.
«Τι γινόμενο έβγαλες εσύ;»
Τούπε. Μέσες - άκρες. Γιατί δε θυμόταν και καλά.
«Πω, πω!», φώναξ’ ο Μποζέλης.
Η Κεχαγιά γύρισε και κοίταξε με περιέργεια.
«Αυτός εδώ πολλαπλασίασε μόνο με το πρώτο ψηφίο!», είπ’ ο Μποζέλης στην Κεχαγιά. «Άσε με ήσυχη σε παρακαλώ», είπ’ η Κεχαγιά. «Σού ’χω πει ότι δε σου μιλάω».
Την ίδια στιγμή όρμησαν έξω τα παιδιά της τέταρτης τάξης, και κάμποσα παιδιά απ’ τη δική τους τάξη, και δεν άκουσε τι είπε ο Μποζέλης. Τον είδε μόνο πούσπρωξε την Κεχαγιά, παρά λίγο να τη ρίξει κάτω, κι η Κεχαγιά έμπηξε τα κλάματα.
Αυτός δεν μπορούσε να κλάψει.
Ήθελε, μα δεν μπορούσε.
〰〰〰
«Είδατε τί γρήγορα που πλάκωσαν οι ζέστες;», είπ’ η κυρία Περεσιάδη στη γιαγιά. «Θα πάτε πουθενά φέτος;»
«Ήθελα να πάω στην Αιδηψό να κάνω μερικά μπάνια», είπ’ η γιαγιά. «Δυστυχώς, είναι η τρίτη χρονιά, ο εγγονός μου έμεινε μετεξεταστέος στα μαθηματικά, και πρέπει να κάτσουμε στην Αθήνα να προγυμναστεί».
«Α, τον καημένο», είπ’ η κυρία Περεσιάδη.
«Τι να κάνουμε», είπ’ η γιαγιά.
«Από μικρός που ήταν, και πήγαινε στο Δημοτικό, δεν τ’ άρεσε καθόλου η αριθμητική. Έμοιασε σε μένα και στη μάνα του. Είναι, καταλαβαίνετε, ζήτημα ιδιοσυγκρασίας».


ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ. (1977). «Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας», στο: Τα ρέστα. Αθήνα: Ερμής, σσ. 17-25.
〰〰〰
Τον είχα δει από μακριά κι άλλες φορές τελευταία. Κάθε φορά όμως υπήρχαν διάφορα εμπόδια και δεν μπορούσα να τον φωνάξω. Πάντως, από τις ώρες που τον έβλεπα στην ίδια όλο περιοχή, από τα ρούχα του και το ύφος, έβγαλα το συμπέρασμα πως έμενε και δούλευε τώρα πια στην πόλη μας. Κι έτσι ήμουν αρκετά βέβαιος πώς κάποια μέρα θα τον σταυρώσω και θα τα λέγαμε, αν ήταν βέβαια πιο βολικές οι συνθήκες. Και πράγματι, τις προάλλες, καθώς πήγαινα σχεδόν αμέριμνος στο δρόμο κρυφοκοιτάζοντας τις ομορφιές του κόσμου τούτου — αγγέλους, αρχαγγέλους, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ – νάσου και ξεπροβάλλει απέναντι μου γεροδεμένος και λαμπερός με μια γλυκιά κοπελίτσα στο πλευρό του. Αναφτερούγησα. Αυτός όμως κατέβασε το κεφάλι, κοκκίνησε ως τ' αυτιά, και έδειχνε γενικά πως θα προτιμούσε να μη με είχε συναντήσει. Ξέροντας τόν μάλλον παιδιάστικο λόγο τής ταραχής του, και μη εννοώντας να ξαναχάσω την ευκαιρία ή να επιτρέψω σα μεγαλύτερος να παγιωθεί καμιά κατάσταση ψυχρότητας, σταμάτησα μες στη μέση στο πεζοδρόμιο και τον ανάγκασα τελικά να σταθεί και να μου μιλήσει. Βιάστηκε να μου συστήσει την κοπέλα του· ήταν μνηστή του. Πρόσθεσε κατόπιν πως από τότε πού αποστρατεύτηκε, δούλευε σε μια αντιπροσωπεία στην πόλη μας και πώς σκόπευε να εγκατασταθεί εδώ οριστικά. Πάντως, όλο αυτό το διάστημα που μου μιλούσε έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος, πράγμα που μ' έκαμνε να γελάω από μέσα μου και να νιώθω όπως η γάτα με το ποντίκι. Αν ήταν ποτέ δυνατό να ξεφύγει από μένα κουβέντα σχετική με κείνο το πάθημα του. Παιδιά είναι όμως – τι να τα κάνεις; Από λόγο σε λόγο η ατμόσφαιρα ημέρεψε και χωρίζοντας είμασταν όλοι, θαρρώ, κατευχαριστημένοι. Και είμαι σίγουρος πώς θά 'πε καλά λόγια για μένα στην αρραβωνιαστικιά του. Ευτυχισμένη κοπελίτσα, συλλογιόμουνα. Και ήξερα πολύ καλά τι λέω.
Τον γνώριζα από καιρό τον αρραβωνιαστικό της. Τυχαία εντελώς του είχα παρασταθεί, όταν σε κάποιο διαγωνισμό για κάτι θέσεις, βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη. Ήταν η αρχαία εκείνη εποχή που η χώρα μας η κατακαημένη «ανεγεννάτο και πάλιν εκ της τέφρας της». Επιτηρούσα σε αίθουσα κάποιας σχολής θηλέων. Μαζί μου ήταν και μια επιτηρήτρια ολοφάνερα κακιά και άσχημη σαν καλαπόδι. Αισθήματα βαριά περιτύλιγαν την καρδιά μου.
Όταν δόθηκαν τα θέματα, ανέλαβα εγώ να αναλύσω και πάλι στους υποψήφιους τον εξωφρενικό εκείνο φετφά, που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε τα ακόλουθα: «Ουδείς και δι' ουδένα λόγον θα εξέρχεται της αιθούσης μέχρι πέρατος του χρόνου της γραπτής εξετάσεως». Αφού εξήγησα τ' ανεξήγητα, τα παιδιά σκοτεινιασμένα άρχισαν να γράφουν.
Σε λίγο στο βάθος τής αίθουσας κάποιος υποψήφιος κάτι έλεγε στην επιτηρήτρια. Αντήχησε ένα αυστηρό «απαγορεύεται», ο νεαρός ξαναμίλησε, κι αυτή του ξαναφώναξε εκνευρισμένη: «Γράφετε – θα σας πάρω την κόλλα». Ύστερα απ' αυτά ο υποψήφιος εξαφανίστηκε. Από μακριά καθόλου δεν φαινόταν.
Πλησίασα. Είχε ακουμπήσει το μούτρο του στο θρανίο και κρατούσε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Ήταν καταϊδρωμένος και γύρω του πλανιόταν μια πηχτή βρώμα. Τα κατάλαβα όλα, δεν είπα όμως λέξη. Αυτό που φοβόμουνα είχε κιόλας γίνει. Το πράγμα θα μπορούσε να γίνει αστείο, αν μας έπιανε όλους καμιά τέτοια επιδημία και ιδίως την ξυλοπινάκα την επιτηρήτρια, που κοίταζε τόσο χαιρέκακα προς τον νεαρό. Έτρεξα προς την πόρτα, μα όπως τη Μαρία την Αιγύπτια κάτι το αόρατο με σταμάτησε. Δεν επιτρέπονταν ούτε κι εμείς να βγούμε απ' την αίθουσα. Όποιος είχε συχνουρία ή κόψιμο, ήταν χαμένος. Και μεγαλοφυΐα να ήσουν, στις ανώτατες σχολές και τις υπηρεσίες δεν έμπαινες τότε, αν σ' έπιανε χεζοβολιό ή συχνοκατούρημα. Τόλμησα τέλος ένα βήμα έξω απ' την πόρτα. Απελπιστικά έρημος ο τεράστιος διάδρομος σα λαϊκό νοσοκομείο. Αλίμονο στο φιλότιμό μας όμως, και προπάντων αλίμονο στο παιδί, αν σ' αυτά τα χάλια περιμέναμε να περάσει ο χρόνος. Στήθηκα πλάι στην πόρτα. Οι υποψήφιοι οργίαζαν κιόλας στο κλέψιμο. Μέχρι και αστειάκια έλεγαν αναμεταξύ τους. Πολύ πού μ' ένοιαζε. Κάποια στιγμή πέρασε ο κύριος Επιστάτης. Επιστάτης και σπιούνος συνάμα, για να είμαστε ακριβολόγοι. Του είπα να καλέσει αμέσως τον προεδρεύοντα. Ο κύριος Πρόεδρος — Κούρκος το παρατσούκλι του — άλλες φορές είχε το συνήθειο να 'ναι αργός κι ασήκωτα βαρύς, μα τώρα έφτασε τρεχάτος και κατακόκκινος, σα να μυρίστηκε κάτι. Τον οδήγησα στο ταπεινωμένο παλικάρι. Ο Κούρκος έπιασε τη μαλακιά μύτη του. Συγχρόνως ακούστηκαν γελάκια από κάτι τσουλίτσες, που με το αζημίωτο παρίσταναν τις υποψήφιες. Ο Κούρκος αφού αφαιρέθηκε, ξεφούρνισε τη μεγάλη του φράση: «Ατυχήσατε, αγαπητέ μου, ατυχήσατε». Και άπλωσε για ν' αρπάξει την κόλλα. Το παιδί την τράβηξε. «Τα ξέρω, ψιθύρισε, τα ξέρω όλα. Μα, δεν είναι δυνατό να γράψω έτσι». «Αν θέλετε συνεχίστε, έτσι όπως είστε. Όταν βγείτε όμως έξω, το χάνετε το γραπτό», είπε ο Κούρκος. Τα γέλια είχαν φουντώσει για καλά. Όλοι ήταν γυρισμένοι και κοίταζαν. Το παιδί παράτησε την κόλλα. Ο Κούρκος ξαναφούσκωσε. Το «εχειρίσθη» κι αυτό το θέμα – Όχι παίζουμε.
Πήρα το δυστυχισμένο παλικάρι και το πήγαινα προς το αποχωρητήριο. Ο Κούρκος το κατόπι μας. Με ανάγκασε να μπω κι εγώ μέσα στον καμπινέ. «Μπορεί να 'χει κανένα πομπό», μου σφύριξε ο μπουμπούνας.
Το αποχωρητήριο είχε δυο χώρους. Στον πρώτο ήταν το λαβομάνο και στον άλλο ο απόπατος. Στάθηκα φυσικά στον πρώτο. Και να 'θελα να μπω στον άλλο, δε χωρούσαμε. Η μέσα πόρτα δεν έκλεινε καλά, όλο άνοιγε, κι από μια στιγμή και πέρα φάνηκε ολόγυμνο το ανυπεράσπιστο χωριατόπουλο. «Μεγαλοφυής», συλλογιζόμουν, «μεγαλοφυής», κι εννοούσα φυσικά τη λέξη με την αρχική της έννοια, έτσι καθώς έβλεπα τα μαραμένα μα παρόλ' αυτά τεράστια όργανα του, που σα να θρηνούσαν κι εκείνα του δυστυχισμένου γένους την κατάντια. «Ιδού, ο πομπός του Κούρκου», σκέφτηκα. Και τι πομπός! Και θωρώντας τα άρχισα να ψιθυρίζω το γνωστό στιχάκι, πού 'χει κυκλοφορήσει απ' τις πρώτες κιόλας μέρες της ήττας του '97:
Ουδείς αντέστη,
το παν εχέσθη.
Μετά το καθάρισμα έβαλε μονάχα το παντελόνι του. Το σώβρακο με την «υδαρή αποπάτησιν» το έκαμε δεματάκι και τ' άφησε σε μια γωνιά – σκάνδαλο και αίνιγμα για τη σχολή των θηλέων.
Ο Κούρκος απέξω μας παραμόνευε. Ήθελε να μας τονίσει πως ο υποψήφιος μολονότι παρέδωσε το γραπτό του, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από το χώρο των εξετάσεων, προτού παρέλθει «ο κεκανονισμένος χρόνος». Γι' αυτό άλλωστε υπήρχε στην εξώπορτα και χωροφύλακας. Αλλά κι εγώ δεν μπορούσα να ξαναμπώ στην αίθουσα, παρόλο πού οι υποψήφιοι είχαν αλαλιάσει στο κλέψιμο την αγιούσα. Τόσο το καλύτερο, ήμουν μες στη χαρά μου. Ένιωθα σχεδόν ευγνωμοσύνη προς το νεαρό.
Καθισμένοι σε μια γωνιά τού διαδρόμου σιγομιλούσαμε. Θέλοντας και μη έμαθα αρκετά για τη ζωή του. Ήταν απ' τα παραμεθόρια. «Μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς οι μαύροι κλέφτες». Όσο περνούσε η ώρα τόσο η μελαγχολία τον κυρίευε. Δεν τον πείραζε και πολύ ο αποκλεισμός του από τις εξετάσεις. Το ρεζίλεμα ήταν πού τον έκαιγε μπροστά σε τόσους νέους. «Είναι και καναδυό συγχωριανοί μου μέσα», είπε σα να παραμιλούσε.
Για να τον παρηγορήσω έβαλα μπρος τα μεγάλα μου μέσα. Άρχισα να διηγούμαι μερικά απ' τα κατά καιρούς παρόμοια παθήματα μου. Γέλασε τ' αχείλι του, το ματάκι του πήρε να ξαστερώνει, κι εγώ συνέχιζα με περισσότερο κέφι. Άλλωστε, για να 'μαι ειλικρινής, αυτό το θέμα με θέλγει.
«... Μια φορά, θα 'μουν έξι χρονώ, χέστηκα απογευματάκι μέσα στα Καμένα, στην πλατεία Δικαστηρίων δηλαδή. Εκεί ακριβώς που έχουν σκάψει για να χτίσουν τα δικαστήρια, κι ύστερα το μετάνοιωσαν γιατί βρήκαν κάτι αρχαία. Μολονότι είχε τόσους λάκους, θάμνους ψηλούς και ντουβαράκια μισογκρεμισμένα, εγώ ντροπαλός δεν ξεροκάθισα εκεί, γιατί υπήρχε πιθανότητα να με δούνε από τα γύρω μπαλκόνια — καλοκαιράκι ήταν και καθόντουσαν για φρέσκο – μα έτρεξα στο σπίτι, βρήκα κλειδωμένα, ξαναγύρισα στην πλατεία, κάθισα σ' ένα ντουβαράκι σφιγμένος κι εκεί χωρίς να το περιμένω κάποια στιγμή μου ξέφυγαν. Ευτυχώς ήταν πολύ σφιχτά, από κείνα τα σκληρά που πιέζουν και πονούν σαν κανένα ρόπαλο εκ των έσω. Πάντως, ακόμα θυμάμαι πως πήγαινα προς το σπίτι, όταν νύχτωσε...
Την άλλη φορά που έγινε κάτι παρόμοιο, ήμουν αρκετά μεγάλος, στην πρώτη ή δευτέρα οχταταξίου, μα και πάλι το πράγμα δικαιολογείται. Είχαμε πάει ημερήσια εκδρομή στην Αρετσού με το σχολειό μας. Όλη τη μέρα έτρεξα με την ψυχή μου, σκαρφάλωσα στις μουριές, κολύμπησα, έδειξα όλες μου τις ικανότητες, και προπάντων έφαγα αμέτρητα παγωτά, ανταλλάσσοντας τους εικοσιοχτώ μεγάλους κεφτέδες — οι δικοί μου ακόμα δεν ξεχνούν τον αριθμό – τα αυγά, τα κασέρια και τα τυριά, με παγωτά χωνάκια, μια και τα λεφτά μου ήταν ελάχιστα. Θυμάμαι που απ' την κούραση δεν μπορούσα να πάω στο σπίτι – τόσο πονούσαν τα ποδάρια μου. Καθόμουν από κατώφλι σε κατώφλι. Μόλις έφτασα, έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα μέσα σε μια σκάφη με νερό καυτό, όπου δυο γυναίκες με πλέναν και φυσικά με δέρναν. Θα 'ταν ξημερώματα...
Κάποτε πάλι που είχαμε πάει επίσκεψη σε μια φαρμακομύτα φιλενάδα τής μαμάς μου, εμένα μου ήρθε έντονα η ανάγκη να τα κάνω, αλλά δεν ήξερα πως να το πω. Εξάλλου μιλούσανε συνεχώς. Γλίστρησα με τρόπο στην κουζίνα γυρεύοντας τη γνωστή πορτούλα του καμπινέ. Πάνω στην απελπισία μου άστραψε εμπρός μου μια μεγάλη ιδέα. Κατέβασα αθόρυβα μια καλογανωμένη κατσαρόλα απ' το ράφι, την έβαλα κάτω και ξεσκεπάζοντας την τα 'κανα ωραία ωραία και κουλουριαστά εκεί μέσα. Ξανάβαλα σκεπασμένη την κατσαρόλα στη θέση της και μισάνοιξα το παράθυρο. Σε λίγες μέρες έφτασαν τα μαντάτα. Έγιναν ανακρίσεις με βασανιστήρια και το τι ξύλο έφαγα ήταν άλλο πράγμα...».
Τελειώνοντας την αφήγηση κόντεψα να του πω εκείνο που συνήθως λέμε στο τέλος των παραμυθιών: «Ήμουνα κι εγώ εκεί μ' ένα κόκκινο βρακί». Γιατί, όπως θα κατάλαβε, πιστεύω, ο αγαπητός αναγνώστης, τα περιστατικά αυτά δεν ήταν βεβαίως όλα δικά μου κατορθώματα, τα φορτώθηκα όμως κι αυτά προκειμένου να ταπεινώσω βαθιά τον εαυτό μου, να λαφρύνω τη θέση του παλικαριού και να γίνω ακόμα πιο αστείος. Αχ, «γέγονα τα πάντα τοις πάσι», αλλά ποιος το έχει εκτιμήσει;
Κάποτε έφτασε το περίφημο «πέρας των εξετάσεων». Χωρίσαμε με το παιδί. Στην αίθουσα ο αέρας βαρύς, η μπόχα της αγωνίας. Η αγιούσα με κοίταζε βλοσυρά σα να της είχα φάει το δίκιο της.
Όταν τα πάντα τέλειωσαν και μετρήθηκαν ξανά και ξανά, με κάθε δυνατή καχυποψία τα γραπτά, αρχίσαμε να μαζευόμαστε στο γραφείο του Κούρκου. Το λαχταριστό νέο είχε, βέβαια, διαδοθεί. Όλοι χαχάνιζαν. Ζητώντας αχόρταγα λεπτομέρειες. Η άχαρη ζωή μας είναι διψασμένη για κάτι τέτοια. Όμως τα πολλά γέλια τους κόπηκαν απότομα, όταν διαπιστώθηκε πώς δεν μπορούσαμε να φύγουμε αμέσως για φαγητό. Έπρεπε να συνταχθεί πραχτικό όπου να εξιστορούσαμε το έξης: Ένας υποψήφιος χέστηκε στο βρακί του και γι' αυτό αποχώρησε του διαγωνισμού, μολονότι του συνεστήθη αρμοδίως ότι μπορούσε να γράψει έστω και χεσμένος.
Τα τυπικά γράφτηκαν γρήγορα: η ημερομηνία, ο τόπος συνεδριάσεως, τα ονόματα μας ιεραρχικώς – σιγά τον πολυέλαιο – και οι βαθμοί μας. Όταν όμως φτάσαμε στην αφήγηση του περιστατικού, εκεί κομπιάσαμε. Φούντωσε η συζήτηση. Τι να γράψουμε και πώς; Τελικά, μετά από εμβριθή συζήτηση περί το ρήμα χέζω - χέζομαι, την ακριβή σημασία και χρήση του, τους ανώμαλους χρόνους του, τα συνώνυμά του, τις ρίζες του και τις φύτρες του, διατυπώσαμε ένα κείμενο που σχεδόν καμιά σχέση δεν είχε με το περιστατικό. Το όνομα του παιδιού πάντως, φιγουράριζε μεγαλοπρεπώς. Ευτυχώς όλα αυτά γράφτηκαν στην καθαρεύουσα που σηκώνει όσες θέλεις αρλούμπες και βρωμόλογα. Κλείσαμε το πραχτικό με το πομπώδες εκείνο: «Εφ' ώ συνετάγη η παρούσα πράξις και υπογράφεται ως έπεται». Υπογράψαμε όλοι ιεραρχικά και σε λίγο φεύγαμε - κούρκοι, κότες και χήνες.
Πήγαινα για το σπίτι χειρότερα κι από χεσμένος. Εμένα όμως ποιος χριστιανός θα βρεθεί να με ξεσκατώσει;


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ. (1981). «Το ξεσκάτωμα», στο: Επιτάφιος Θρήνος. Αθήνα: Κέδρος, σσ. 81-90.

〰〰〰

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου