Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Ο συγγραφέας, γνωστός από τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, πετυχημένος σήμερα πανεπιστημιακός δάσκαλος, με σειρά εξαιρετικών και ρωμαλέων βιβλίων: ο Χρυσόστομος Σταμούλης. Στα χνάρια, βέβαια, του δασκάλου μας, του αξέχαστου Νίκου Ματσούκα. Υπό γιορτινές συνθήκες, όπως οι σημερινές των Χριστουγέννων, το διάβασμα και το ξαναδιάβασμα τέτοιων βιβλίων πράγματι ανακουφίζει τον αναγνώστη. Γεύεται ατόφιο και καθάριο θεολογικό λόγο.
Πριν πέντε, αν θυμάμαι καλά, χρόνια όταν παραμονές των Χριστουγέννων είχα αγοράσει αυτό βιβλίο, το είχα δώσει σε μια συνάδελφο φιλόλογο για να το διαβάσει. Ακόμη και σήμερα νιώθω την έκπληξη στο πρόσωπό της. Ορθά κοφτά μου είχε πει πως είναι «βιβλίο αναφοράς για κάθε κατατρεγμένο του κόσμου». Όπως θα ‘λεγε κι ο πολύς Ν. Μπερδιάγιεφ: «ο άνθρωπος δεν ζει για το ψωμί, αλλά ζει με το ψωμί και πρέπει όλοι να ‘χουν ψωμί. Μόνο όταν η κοινωνία αναδομηθεί έτσι που ο καθένας θα ‘χει ψωμί, τότε πια θα τεθεί το πνευματικό πρόβλημα ενώπιον του ανθρώπου με τη μεγαλύτερη οξύτητά του». Αν κι από τότε έχουν περάσει λίγα χρόνια, έχω τη γνώμη πως το βιβλίο του Χρυσόστομου Σταμούλη είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Προτάσσει αυτό που σήμερα διακυβεύεται και είναι πολύ απλό: έχει πολλές φορές επισημανθεί το γεγονός ότι, στον «σύνθετο πλανήτη» που ζούμε, αυτόν των πολλών πολιτισμών, των πληροφοριών, των αντίρροπων δυνάμεων, για να «γίνουμε περισσότερο ο εαυτός μας», απαιτείται πάνω απ’ όλα να «διευρύνουμε την ύπαρξή μας», να ανοιχθούμε προς τον άλλο, όσο κι αν αυτός είναι διαφορετικός από εμάς. Η χριστιανική αγάπη, για να έχει αληθινό περιεχόμενο, δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά να συνδέεται με τον πλησίον, τον οποιοδήποτε πλησίον, τον άλλο, είτε αυτός είναι αλλόφυλος κι αλλόθρησκος, είτε ετερόδοξος, είτε εχθρός. Κι αυτό διότι η αγάπη προς τον πλησίον αποτελεί έκφραση αγάπης και προς τον Θεό· αγάπη προς τον πλησίον εχθρό, όχι υπό τον χαρακτήρα του αλτρουισμού αλλά στην «προοπτική της οικονομίας του δώρου», κατά Πωλ Ρικαίρ.
Κατά τρόπο παρόμοιο και ο Χρυσόστομος Σταμούλης διαπιστώνει – διαπίστωση πέρα για πέρα αληθινή - πως: «εάν είναι αλήθεια ότι η Χριστιανική Εκκλησία σήμερα αδυνατεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της, τον τρόπο παρουσίας της στη σύγχρονη κοινωνία, πρέπει με παρρησία να ομολογηθεί ότι η ασθένεια αυτή σχετίζεται με το πρόσωπο του Χριστού. Σχετίζεται, δηλαδή, με την αδυναμία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος να κατανοήσουν και συνεπώς να βιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της σαρκώσεως». Και εξηγείται ο συγγραφέας, κι ας προκαλεί αμηχανία σε πάμπολλα ευσεβιστικά περιβάλλοντα που, δυστυχώς, συνεχίζουν να αρέσκονται σ’ ένα χριστιανισμό κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Γράφει: «η επί γης πορεία του Χριστού δεν ήταν εύκολη, υπήρξε τραγική». Παντού, τότε και σήμερα ξένος ήταν και είναι ο Χριστούς. Ξένος, πάροικος και μετανάστης για τους ομόφυλους· ξένος, πάροικος και μετανάστης για τους μαθητές του· ξένος, πάροικος και μετανάστης για την ίδια τη Μητέρα του, «της οποίας λάβωσε την ασφάλεια της μητρικής οικειότητας», δημιουργώντας ρωγμές «στη βεβαιότητα της πολλαπλά προσφερόμενης αποκάλυψης»· ξένος, πάροικος και μετανάστης για ολάκερη την κτίση· ξένος για τη ζωή και για το θάνατο, που τον «ξάφνιασε», τον «ξένισε» και τον «νίκησε για πάντα». Και όλα αυτά «δια της σάρκωσης. Όλα αυτά μέσα από τη μετανάστευση της αγάπης».
Ο μελετητής του εν λόγω βιβλίου έχει, τελικά, να εκπληρώσει ένα διπλό σκοπό. Από τη μια μεριά να γνωρίζει ατόφια τη θεολογία της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού: «ο Λόγος μεταναστεύει αγαπητικά προς το ποθούμενο», τον άνθρωπο. «Ενώνεται μαζί του πραγματικά και αληθινά. Προσλαμβάνει όλη του τη φύση και γίνεται γι’ αυτό ένδυμα και στολή, μετανάστης και ξενοδόχος, παρηγοριά και παραμυθία. Ντύνει τη γύμνια του και ξεδιψά τη δίψα του. Και όλα αυτά με τρόπο μοναδικό». Κι από την άλλη, ο ίδιος ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί το σαρκωμένο Θεό, να γίνει «αλήτης της αγάπης του Χριστού», ανοίγοντας τις σχέσεις του «πέρα από τα όρια που θέτουν κριτήρια έθνους, φυλής ή φύλων, ακόμη και θρησκείας».
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν αυτή δεν στρεβλώνεται από λογιώ - λογιώ εθνικισμούς, πολλαπλούς «χριστιανισμούς» κι άλλους -ισμούς, ο άλλος είναι φίλος. Οι συνήθεις κραυγές που αυτάρεσκα οικειοποιούνται τον εθνικοθρησκευτικό μύθο καθαρότητας φυλής και θρησκείας, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πρωταρχική έγνοια των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας που, στην προσπάθειά τους να νοηματοδοτήσουν την έννοια του πλησίον, ρητά και απερίφραστα λέγουν πως κάθε άρνηση προσφοράς προς αυτόν, αποτελεί άρνηση προσφοράς προς τον ίδιο το Χριστό.
Το βιβλίο προλογίζει ο Μητροπολίτης Νιγηρίας Αλέξανδρος, με άκρως ρηξικέλευθο λόγο: «γνωρίζουμε το Θεό καλλιεργώντας μια σχέση, όχι εμμένοντας σε μια εικονική πραγματικότητα, σε μια άρχουσα ιδεολογία. Αν η Εκκλησία μένει φανατικά Ορθόδοξη, όταν δεν υποκύπτει στο φανατισμό και στη μισαλλοδοξία, γιατί ορισμένοι αδελφοί επιμένουμε να βλέπουμε τον άλλο ως την “κόλασή” μας, συμβιβασμένοι σε μια κρούστα ζωής ξενόφοβης, εγκλωβισμένοι σε μια τάση αφιλόξενη; Εντάσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα μεταξύ Ευαγγελίου και πολιτισμού, αλλά το ζητούμενο είναι πως η όποια πτωτική προκατάληψη υποχωρεί μπροστά στη σχέση μας με τον “ξένο” συνάνθρωπο, τον “ξένο” αδελφό, τον “ξένο” πλησίον. Κοντολογίς, πως δεν θα αρκεστούμε στην εικόνας που προβάλλεται για τον “άλλο”, αλλά θα αναζητήσουμε εν Χριστώ τον ίδιο τον “άλλο”, πως θα προχωρήσουμε στο μυστήριο του αδελφού, πως θα τον δούμε αναστάσιμα, ως εν δυνάμει άγιο και ως ευκαιρία να δώσουμε και να δίνουμε σάρκα και οστά στην αγάπη μας για να κερδίσουμε. Εν τέλει, το ζητούμενο είναι να βρούμε τον εαυτό μας, όταν τον δωρίσουμε στον άλλο.
»Αλήθεια, μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματικό ήθος, χωρίς να μπαίνει στη σκηνή ο “άλλος”, ο “ξένος”, ο διαφορετικός; Πως θα περάσουμε από το να κραδαίνουμε μια άγονη καύχηση “φωνασκούσας” και αφιλόξενης “φιλοξενίας” στον έμπρακτο σεβασμό μας στον κάθε άνθρωπο, από την ιθαγένεια στην αλήθεια; Πως τη θέση της σχετικότητας θα πάρει η σχεσιακότητα, τη θέση της ύπαρξης, η συνύπαρξη, τη θέση του μονολόγου, ο διάλογος, τη θέση του εγώ, το εσύ; Η συζήτηση δεν αφορά μια ακόμα δραστηριότητας της Εκκλησίας, αλλά την ίδια την “παράδοξη” ουσία. Και το “παράδοξο” του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ανοχή αλλά με αγάπη, να γίνει αγάπη, να έρθει σε ρήξη με καθετί που δεν είναι αγάπη, με καθετί που δεν είναι για τον άνθρωπο, με καθετί που δεν είναι υπέρ του ανθρώπου. Γιατί ο Χριστός περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από χρώμα, φύλο, φυλή, ηλικία, γιατί “δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας, αλλά όλοι είμαστε ένας…”».
Το Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης, μετά από δέκα χρόνια έκδοσης του, παραμένει επίκαιρο. Διατίθεται από τις πάντα φροντισμένες εκδόσεις Ακρίτας και διαβάζεται απνευστί!
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2010). Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Αθήνα: Ακρίτας.
Υ.Γ. Όπως επίκαιρο παραμένει και το βιβλίο του ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. (2002). Ο Θεός μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι «του δρόμου». Αθήνα: Ακρίτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου