Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Μαθητές του Γενικού Εσπερινού Λυκείου Ηρακλείου διάβασαν και παρουσίασαν τον Τελευταίο Πειρασμό του Νίκου Καζαντζάκη. Η παρουσίαση έγινε στη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου (29 Ιανουαρίου), κι οργανώθηκε από την πάντα δραστήρια Διεθνή Εταιρία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Γι’ αυτό και η ανάρτηση του δημοσιεύματος στην εφ. ΠΑΤΡΙΣ, της οποίας απόκομμα μου 'στειλε ο αγαπητός φίλος και Πρόεδρος της ΔΕΦΝΚ κ. Γεώργιος Στασινάκης. Τέτοιες πρωτοβουλίες δεν πρέπει να μένουν δίχως σχολιασμό. Αξίζουν την προβολή κι είναι συγκινητικές, γιατί από το ράφι της βιβλιοθήκης ανασύρουν βιβλία άκρως διαφωτιστικά, βιβλία διαβασμένα πριν από χρόνια, και με μαθητές ενός εκπαιδευτικού συστήματος – του σημερινού – να τολμούν το ακατόρθωτο: να δείχνουν ατραπούς που πάνε ενάντια σ’ ένα σχολείο ανάπηρο κι αυστηρά κολλημένου στην «αγορά εργασίας». Στην προκειμένη περίπτωση ανάγνωσης έργων του Νίκου Καζαντζάκη από μαθητές, θυμάμαι μια μαθήτριά μου, όταν στη Β΄ Λυκείου μου ζήτησε να διαβάσει τον Τελευταίο Πειρασμό. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ένα χρόνο πριν είχε διαβάσει ακόμη ένα βιβλίο του Καζαντζάκη, το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Για τον Τελευταίο Πειρασμό είχε δει και την ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε. Αρκετές φορές μάλιστα, στα διαλείμματα με προσέγγιζε ζητώντας επίμονα την άποψή μου για τη σχέση του Καζαντζάκη με το Θεό. Αξίζει, εδώ, να παραθέσω αυτούσια τα γραφόμενά της σε φύλλο εργασίας, όταν τέλειωσε την ανάγνωσή του: «Όταν είσαι παιδί δεν κατανοείς πλήρως τα κλασικά στερεότυπα των ενηλίκων. Έτσι προσπαθείς, μέσα στην αφέλεια και στην αθωότητα, να διεισδύσεις με τα δικά-σου πιστεύω στο χάος των πυκνών νοημάτων. Αρχίζεις την αναζήτηση… Εγώ ξεκίνησα από τον Καζαντζάκη. Αρχικά, έχοντας ακούσει από εσάς τόσα θαυμάσια λόγια για έναν άρτιο συγγραφέα, με ανεξάντλητο ταλέντο και ανιδιοτελή άποψη για τη ζωή, ένιωθα δέος και ένα είδος αποστροφής ταυτόχρονα, λόγω του ότι θεωρούσα ανεπαρκή τον εαυτό-μου για κάτι το τόσο μεγαλειώδες. Παρόλα αυτά, σε μια στιγμή απερισκεψίας και αυθορμητισμού, ξεβόλεψα ένα βιβλίο από το ράφι. Κοίταξα τον τίτλο: Ο Τελευταίος Πειρασμός. Φούντωσε η περιέργειά μου και η προσοχή-μου στάθηκε στη λέξη – κλειδί: πειρασμός. Αμφιλεγόμενο το νόημα αυτής της λέξης. Σε πειρασμό μπήκε η Εύα και δάγκωσε το μήλο, μα κι ο άνθρωπος μπήκε στον πειρασμό να πιστέψει στο Θεό… Ξεφύλλισα κι έφτασα στην αρχή. Ήταν μεσημέρι... Το επόμενο μεσημέρι είχα φτάσει στο τέλος. Η μανία-μου να προχωρήσω στην επόμενη και στη μεθεπόμενη σελίδα μ’ έκανε να αμφιβάλλω, για το αν είχα καταλάβει το πραγματικό, βαθύτερο νόημα. Το κείμενο όμως, οι προτάσεις, οι λέξεις, τα γράμματα με μαγνήτιζαν με έναν τρόπο, που κανένα άλλο βιβλίο δεν είχε κατορθώσει μέχρι τότε. Το ξαναδιάβασα άλλες δυο φορές. Πάλι υστερούσα στο να αποκρυπτογραφήσω όλα τα νοήματα. Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Το πέταξα στην άκρη… Κάποια στιγμή, μετά από αρκετό καιρό, με αφορμή κάποιο γεγονός, έκανα μια τελευταία προσπάθεια. Μόλις το ακούμπησα, ένιωσα πως ήμουν έτοιμη. Τότε συνειδητοποίησα τι έφταιγε. Δεν με επισκίαζε πλέον το βαρυσήμαντο όνομα του συγγραφέα. Τον έκανα δικό μου. Ίσως, αυτή, να είναι η προϋπόθεση για να διαβείς την πύλη του αψεγάδιαστου κόσμου του συγγραφέα. Αφού το τέλειωσα για άλλη μια φορά, στάθηκα στα διάφορα ονόματα που δίνει ο Ν. Καζαντζάκης στην έννοια του Θεού. Βασανισμένος. Αδύναμος, Εγκαταλελειμμένος. Απρόσιτος. Θαυματουργός. Οδηγός. Θνητός. Θείος. Για κάποιους χαρακτηρισμούς-του προέκυψε σκάνδαλο. Πώς είναι δυνατόν να σκέφτεται κάποια άλλη τελική εκδοχή του Χριστού και να “διαστρεβλώνει” το πιο ατράνταχτο, σκανδαλώδες μυστήριο της θρησκευτικής ιστορίας παγκοσμίως; Κατηγορήθηκε γι’ αυτή-του την σκέψη. Παρόλα αυτά, εκείνο που με κέρδισε ήταν τόσο η θρησκευτική-του πλευρά, όσο και η διάρθρωση και η συνοχή της ιστορίας-του. Υπήρχε μια μαγική δύναμη, που σε τραβούσε και σε προκαλούσε κάθε φορά κάτι καινούριο να βρεις, να αναζητήσεις. Ο Θεός του Καζαντζάκη, δεν ήταν μια υπεράνω δύναμη, ήταν η μούσα-του, η πηγή έμπνευσής του. Έδινε εκείνος σάρκα και οστά στα πρόχειρα χειρόγραφα που βρίσκονταν στον πάτο του συρταριού, μιας ξεχασμένης συρταριέρας, κάπου σε μια γωνιά της ψυχής. Η πίστη-του δεν χωράει στα καλούπια των κοινωνικών και κατηχητικών νόμων, αλλά στην αβεβαιότητα της ελεύθερης πεποίθησης, όπου οδηγός δεν είναι μόνον ο επίγειος εκπρόσωπός του, ο άνθρωπος, αλλά και εκείνη η δύναμη να κοιτάξεις ψηλά και να Τον ψάξεις στα αζήτητα. Μόνο τότε θα έχεις βρει τον επιθυμητό προορισμό-σου, τον ποθητό παράδεισο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου