«Πραγματικά, το βράδυ εκείνο, άγνωστο από ποια πηγή, μια τέτοια είδηση είχε φτάσει στο στρατηγείο. Μ’ όλο που η ψυχή μας ήτανε διψασμένη για θαύματα, δυσκολευτήκαμε να το πιστέψουμε. Ο Κωστάκης όμως είτανε σίγουρος. Έλειπε τη μέρα κείνη από το πρωί στο μέτωπο, κάπου εκεί, λοιπόν, φαίνεται πως του το είπαν, το έριξε ευθύς στο γλέντι, ήπιε ένα ποτήρι παραπάνω και γύρισε να σημάνει την καμπάνα της Ανάστασης.
»Φυσικά ο Μουσσολίνι δεν είχε δολοφονηθεί κι ο πόλεμος δεν έπαιρνε τέλος. Η συνέχειά του θα είταν – αλλοίμονο - άλλη από κείνη που περιμέναμε κι εμείς κι ο Κωστάκης. Αν ανέφερα το περιστατικό τούτο ωστόσο, το έκανα για να δείξω πως η ψυχολογία του γεροπολεμάρχου δε διέφερε ουσιαστικά από τη δική μας, των φαντάρων. Ο πόλεμος, που έμοιαζε τόσο να είναι το στοιχείο του, στο βάθος δεν είτανε και γι’ αυτόν σκοπός, είταν μέσο. Δεν πολεμούσε για γαλόνια ο Κωστάκης, ούτε από επαγγελματικό ζήλο πολεμούσε, καθώς κάποιοι άλλοι αξιωματικοί. Γέρος πια, αφού έφαγε σε χρόνια παλιότερα το μπαρούτι με τη χούφτα, μια μέρα είχε ακούσει να σημαίνει τα εγερτήριο της ελληνικής φυλής. Η πατρίδα κινδύνευε, το ιερό χώμα, οι τάφοι και οι παραδόσεις. Έσφιξε λοιπόν τη μαγκούρα στο νευρωμένο χέρι του, σηκώθηκε ορθός, τέντωσε το κορμί του με ξεσυνέρια, σούφρωσε τα φρύδια του, έστριψε το μουστάκι του και ξεκίνησε. Ο επιδρομέας πατούσε τα ηπειρώτικα βουνά, τη γενέτειρα του Κωστάκη. Αυτό δε θα τ’ άφηνε ο γεροπολεμιστής να περάσει έτσι!
»Με το μπουρίνι αυτό είναι που έφτασε ίσαμε τη Χειμάρα. Έτσι είναι που, αφού σκαρφάλωσε βουνά και ροβόλησε λαγκαδιές, τον ξέβρασε μια μέρα το κύμα στο στρατηγείο. Η παληκαριά του δεν είτανε παράκρουση μήτε φαντασιοπληξία ή άγνοια του κινδύνου. Είταν ακριβή πράξη βαθύτερης λευτεριάς, ανάταση ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μια μέρα - λιακαδερό πρωί της άνοιξης - μια παρέα στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι είχανε προσκαλεστεί σε τραπέζι από τον Κωστάκη ψηλά στο μέτωπο, σ΄ ένα παρατηρητήριο του βαρέος. Το φαγοπότι είχε αρχίσει, τα ποτήρια τσουγκρίζονταν, όταν ο εχθρός επισήμανε το παρατηρητήριο με το πυροβολικό του. Ξαφνικά, αρχίζει γύρω ένας βομβαρδισμός άγριος, κεραυνογκρέμισμα. Άλλοι ρίχνονται μπρούμυτα, με το μούτρο χωμένο στο χώμα, άλλοι χάνουν ολότελα τα λογικά τους και τρέχουν όπου λάχει να κρυφτούν. Κακό μεγάλο γίνεται γύρω, τα χώματα και οι πέτρες τινάζονται από τις εκρήξεις, ραντίζουν τους γλεντοκόπους, που βλαστημάνε μέσα τους το τραπέζι, τα νταϊλίκια του Κωστάκη και την ώρα που δέχτηκαν την πρόσκληση.
»Μονάχα εκείνος στεκόταν όρθιος. Χλωμός, πολύ χλωμός, διατηρούσε ωστόσο την ψυχραιμία του, το ύφος του πολέμαρχου, κι΄ έσφιγγε στο χέρι του τ΄ αχώριστο βιβλίο, την Αγία Γραφή.
»Έτσι στάθηκε ως το τέλος, ως τη στιγμή που η θεομηνία κόπασε, έπαψε. «Έβλεπες πως κι΄ αυτός ο ίδιος είχε συγκινηθεί, πως αντλούσε δύναμη όχι από τον εαυτό του αλλά από κάπου αλλού», προσθέτει ο αυτόπτης, υπονοώντας το ιερό βιβλίο που κρατούσε ο ταγματάρχης...
»Από κάπου αλλού; Δεν το πιστεύω. Από πουθενά δε μπορείς ν΄ αντλήσεις δύναμη όταν ο εαυτός σου σε προδίνει. Πήγα κι΄ εγώ εκεί πάνω, γνώρισα τον μεγάλο τρόμο και είδα πως εκμηδενίζεται το άτομο στις μεγάλες στιγμές, όταν παίζεται το επικίνδυνο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου. Κάθε πρόβλεψη τότε αστοχεί, η φαντασία ξεκουρελιάζεται και τα προσχήματα πέφτουν. Είσαι ένα μερμήγκι που το πατάει η πατούσα του μοιραίου, δίχως έλεος και λογική. Υπάρχουν παληκάρια βέβαια, παληκάρια διαφορετικών τύπων, περιπτώσεις παραφοράς, αναισθησίας, ενθουσιασμού, αυτοθυσίας ή κτηνωδίας ακόμα. Από όλους όμως τους τύπους αυτούς, εγώ θαυμάζω τον τύπο τούτο του γεροπολεμιστή, το θρίαμβο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πάνω στο πανικόβλητο εσωτερικό κτήνος. Ο γέροντας που σφίγγει τη Γραφή στο χέρι του και στέκεται χλωμός, αλλά πεισματερά όρθιος μέσα στο χαλασμό, μένει για μένα στο εξής σύμβολο.
»Η ανθρωπότητα ολάκερη, στις υψηλότερες στιγμές της, όταν στηρίζεται σε μια πίστη, που δεν είναι παρά η προβολή του βαθύτερου πόθου της να εξαντλήσει τα όρια, τη στάση αυτή του γερο-πολεμάρχου παίρνει. Κι΄ έτσι είναι που αντιμετωπίζει το υπέρτατο αίνιγμα της ζωής, που είναι το πρόσωπο του θανάτου».
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ. (2012). «Η Νεροποντή», στο: Απρίλης. Το βιβλίο του γιού μου. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σσ. 142-144· [όγδοη έκδοση].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου