Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας -δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά-, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή· [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].
«Ο μπάρμπας μου δεν έπεφτε ποτέ για ύπνο χωρίς να κάνει την προσευχή του, μισή ώρα κάθε βράδυ. Την ξεκινούσε μέσα στο καλύβι, μπροστά στις εικόνες, αλλά τη συνέχιζε μπαινοβγαίνοντας και κάνοντας διάφορες μικροδουλειές. Την ολοκλήρωνε πάντα μέσα, κάτω από τις εικόνες. Άνθρωπος του προφορικού πολιτισμού, δεν ήξερε και δεν μπορούσε να προσευχηθεί από μέσα του, όπως δεν μπορούσε και να διαβάσει από μέσα του τα δύο μοναδικά βιβλία του, τη Σύνοψη – Σύναψη την έλεγε εκείνος – και τον Καζαμία. Ψιθύριζε λοιπόν την προσευχή του, προσηλωμένος, και αδιαφορώντας για το τι μπορεί να σκέφτονταν οι άλλοι ακούγοντας το μουρμουρητό του. Ορισμένα τα έλεγε απέξω (το Τρισάγιο, το Πάτερ ημών, το Πιστεύω, και άλλα που δεν θυμάμαι), κάποια άλλα τα διάβαζε από τη Σύνοψη ή τουλάχιστον τη συμβουλευόταν (σήμερα αναγνωρίζω από τα θραύσματα της μνήμης μου ότι έλεγε το “Άσπιλε…” από το Απόδειπνο και κάποια τροπάρια από το Μικρό παρακλητικό κανόνα, μπορεί και όλον). Κανείς πάντως δεν τον ειρωνευόταν, ούτε και η θεία μου. Εμένα με σαγήνευε εκείνος ο νυχτερινός ψίθυρος της προσευχής. Την πρωινή προσευχή του, άλλη μισή ώρα, τις περισσότερες φορές δεν την προλάβαινα. Μέσα στη μέρα έβρισκε μια στιγμή, όπως μου είπε κάποτε σχεδόν εμπιστευτικά, και έλεγε απέξω την Αγία Επιστολή. Η ψυχή του διψούσε για τ’ αγιωτικά. Μια φορά είχε ξεχάσει το σακάκι του σε ένα χωράφι. Το βρήκε κάποιος κι έψαξε στις τσέπες μήπως βρει κάτι που να τον κάνει να καταλάβει σε ποιόν ανήκει. Το μόνο που βρήκε ήταν καρβουνάκια και λιβάνι. Κατάλαβε αμέσως ότι ανήκει στον μπάρμπα-Γιώργη και του το ‘φερε. Ήταν η ταυτότητά του».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ. (2018). Στ’ αμπέλια. Αθήνα: Πόλις, σσ. 20-21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου