Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Προανάκρουσμα
Γιατί φευγαλέες ματιές οι παρακάτω επιστολικές διδαχές; Ίσως, αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Απαντώ: γιατί δεν τις συναντούμε συχνά σήμερα, σπανίζουν. Είναι ειπωμένες από έναν Διδάσκαλο του Γένους και μάλιστα ιερωμένο και άγιο της Εκκλησίας μας, που στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς του 17ου αιώνα στον Οθωμανό κατακτητή, ως «επιφανής και θείος διδάσκαλος / βίου σεμνότητος / και πάσης γνώσεως θείος εκφάντωρ», όπως λέει και το απολυτίκιό του, έχοντας το μοναχικό σχήμα, ενώ έκαμε συνεχή γκέλ με τα επουράνια, όπως άλλωστε έκαμαν και οι βυζαντινοί προπάτορές του, ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως άριστος πνευματικός πατέρας. Και λέω γκέλ δίχως, ελπίζω, να παρεξηγηθώ. Βρήκα τη λέξη γραμμένη σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν ολίγα χρόνια, του οποίου ο συγγραφεύς είναι υιός πιστού τέκνου της Εκκλησίας μας, με συγγραφική δράση που παραπέμπει σε βυζαντινούς συγγραφείς. Ομιλώ για τον Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη, υιό του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Αξιοζήλευτη, πράγματι, η δράση και αξιοζήλευτος ο βίος του Διδασκάλου του Γένους, του Ευγενίου Γιαννούλη ή Ιωαννουλίου επί το λογιότερον.
Ο Ευγένιος Γιαννούλης, ρήτορας και πνευματικός πατέρας του κάλλους, της αγάπης και της παιδείας
Ο όσιος Ευγένιος Γιαννούλης, υπήρξε μια ιδιαίτερα χαρισματική προσωπικότητα. Ανακηρυχθείς την 1η Ιουλίου 1982 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ταυτόχρονα υπήρξε κι ένας από τους σημαντικότερους Διδάσκαλους του Γένους μας, αλλά κι ένας διαπρεπής μοναχός και πνευματικός πατέρας. Μολονότι το συγγραφικό του έργο δεν είναι εφάμιλλο άλλων συγχρόνων του λογίων, όπως του διδασκάλου του Θεόφιλου Κορυδαλλέα – εδώ θα ήθελα να υπομνήσω το εξής: κι ετούτος ο λόγιος κληρικός υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα, με καλή γνώση του Αριστοτέλη, εξ’ ου και ο ορισμός νεοαριστοτελιστής· δύστροπος όμως χαρακτήρας, στον οποίο ο όσιος Ευγένιος έκαμε υπομονή και πιστά τον διακονούσε - η πυκνή αλληλογραφία του με επιφανείς λογίους της εποχής του, μαρτυρούν έναν πολυδύναμο λόγιο, που ακολούθησε πιστά τη μακρόσυρτη πορεία της πατερικής παράδοσης, τοποθετώντας «το διαφωτιστικό του έργο σε άλλη βάση: στην άσκηση, την ταπείνωση, την κάθαρση της καρδιάς, την πατερική σοφία, συνδέοντας έτσι αγιοπατερικά την παιδεία με την εκκλησιαστικότητα», όπως γράφει σε μια μελέτη του ο αγαπητός κι αξέχαστος παπα-Γιώργης Μεταλληνός. Αν και η προσωπικότητα του οσίου Ευγενίου επαρκώς από την ιστορική και θεολογική επιστήμη έχει μελετηθεί εκείνο που, εδώ, αξίζει να τονιστεί είναι το γεγονός ότι έζησε και έδρασε σε μια εποχή όπου ο υπόδουλος Ελληνισμός, συνεχώς βρισκόταν κάτω από την εκβιαστική και πολλές φορές βίαιη επιρροή της προπαγάνδας της Δυτικής Εκκλησίας. Η προσπάθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να διεισδύσει στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, που τότε βρισκόταν υπό τον οθωμανικό ζυγό, μετά την εμφάνιση της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης τον 15ο αιώνα, πήρε διαστάσεις κυριολεκτικά μιας ακόμη «άλωσης» του Ορθόδοξου πληθυσμού, πνευματικής τούτη τη φορά και όχι με τα όπλα, όπως οι δύο προηγούμενες του 1204 και του 1453, που σήμαιναν και το θάνατο της Βυζαντινής Οικουμένης. Στην άριστα καλά οργανωμένη ιεραποστολική προσπάθεια της Δυτικής Εκκλησίας, υπό το πρόσχημα ότι η υπόδουλη Ορθόδοξη Ανατολική Χριστιανοσύνη, είχε ανάγκες διδαχής και στήριξης στην πίστη, και οι δύο πόλοι (Ρωμαιοκαθολικισμός και Προτεσταντισμός), μέσω πολλαπλών τεχνασμάτων προσηλυτισμού, στόχο είχαν την προσέγγιση ή ακόμη και την ένωση με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία.
Στην υπόγεια διαμάχη της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης, η Ορθοδοξία βρέθηκε σε μια πρωτοφανή για τον εαυτό της ιστορική και εκκλησιαστική αμηχανία. Πλειάδα Ελλήνων λογίων, οι περισσότεροι ανήκαν στον ανώτερο κλήρο, σπουδασμένοι στη Δύση, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές μορφωτικό επίπεδο των υπόδουλων Ελλήνων, εκ των πραγμάτων θητεύοντας στις νεωτερικές ουμανιστικές ιδέες της Εσπερίας, εσκεμμένα συμπορεύτηκαν με αυτές, διακινδυνεύοντας ωστόσο πολλές φορές την Ορθόδοξη πίστης τους. Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Αρκούμε μόνο σε μια. Σ’ αυτή του Κυρίλλου Λουκάρεως, Οικουμενικού Πατριάρχη από το 1620 μέχρι τον μαρτυρικό του θάνατο το 1638 (με μικρά χρονικά διαστήματα εκλέχθηκε πέντε φορές). Στην ηγετική αυτή μορφή, την τόσο πλούσια σε παιδεία και δράση, για μια εικοσαετία σχεδόν, σαρκώθηκε ολάκερο το δράμα του υπόδουλου Ελληνισμού του πρώτου μισού του 17ου αιώνα. Η μέχρι σήμερα θεολογική και ιστορική έρευνα, αποδίδει στον Κύριλλο Λούκαρη εκείνη την τεράστια μάχη να διασωθεί το Γένος από τον ιστορικό αφανισμό του. Ωστόσο, εκείνο που βάρυνε ιδιαίτερα την προσωπικότητά του, ήταν η επίμαχη Ομολογία που εκδόθηκε στη λατινική γλώσσα το 1629 στην Γενεύη. Τούτη και για τους Προτεστάντες και για τους Ρωμαιοκαθολικούς, έγινε το «λάβαρο μια εκπληκτικής σε έκταση και μεθοδικότητα προπαγανδιστικής εκστρατείας» προς την Ορθόδοξη Ανατολή, με κύριο στόχο τον προσηλυτισμό όλων των Ορθόδοξων πληθυσμών. Τι ωστόσο συνέβη κι αν πράγματι ο Λούκαρης υπέγραψε την περίφημη Ομολογία, νομίζω ότι η άποψη που θέλει τον μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριάρχη να τρέφει μια «συμπάθεια» προς τον Προτεσταντισμό, αλλά να μην «αφίσταται από τη θέση της Ορθοδοξίας» είναι ορθή, γεγονός που ενισχύεται και από το σεβασμό που έτρεφαν προς αυτόν, τον άγιο πια Κύριλλο Λούκαρη, στο σύνολό του ο υπόδουλος Ελληνισμός και πολλοί λόγιοι κληρικοί, όπως ο όσιος Ευγένιος Γιαννούλης που συνέγραψε το βίο και σχετική ακολουθία του.
Ο Ευγένιος Γιαννούλης ως επιστολογράφος
Αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι τα επιστολικά κείμενα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, αποτελούν ένα ιδιότυπο ιστορικό και γραμματειακό τεκμήριο, μέσω του οποίου με ακρίβεια εικονογραφείται η εποχή όπου ζει και δρα ο λόγιος επιστολογράφος συγγραφέας. Στο αχανές και εξαιρετικά πλούσιο επιστολογραφικό υλικό, που είναι διασκορπισμένο σε πολλές βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού, το κατά καιρούς εκδιδόμενο είτε σε συλλογές, είτε μεμονωμένο, μεγάλη μερίδα Ελλήνων λογίων, επάξια συνέχισαν τη βυζαντινή επιστολική παράδοση. Οι επιστολές του οσίου Ευγενίου διακρίνονται για την άριστη ελληνική παιδεία που είχε, αλλά και καλή γνώση του γραμματειακού αυτού είδους και, βέβαια, για το λογοτεχνικό τους ύφος. Ένα μακρύς κατάλογος λογίων που σχετίσθηκαν μαζί του - αναφέρω εδώ ενδεικτικά τον Ιωάννη Καρυόφυλλη, τον Μανολάκη Καστοριανό, τον άγιο Αναστάσιο Γόρδιο, τον Διονύσιο Λαρίσης, τον Νεόφυτο Αδριανουπόλεως, τον Παναγιώτη Νικούσιο, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Παρθένιο Δ΄, κ. ά. - με τους οποίους είχε πυκνή αλληλογραφία, αποδεικνύουν πόσο ισχυρή προσωπικότητα ήταν ο όσιος κληρικός των Βραγγιανών Αγράφων, μολονότι διακρινόταν για την ταπεινοφροσύνη του.
Λέγω ταπεινοφροσύνη παραπέμποντας στα όσα επισημαίνει ο ίδιος σε μια επιστολή του προς τον τότε Επίσκοπο Δημητριάδος, τον Οκτώβριο 1662: «οι μεγάλοι, δεσπότα, θρόνοι και οι λαμπροί και οι πολυπρόσοδοι βαθμοί και τα λοιπά αξιώματα μετά φρονήσεως, αρετής και λόγου οικονομούμενα πολλά τους τοιαύτους ωφέλησεν οικονόμους και σχεδόν ισοθέους πεποίηκε· τους κατά τας αυτών ορέξεις και πεπλανημένας θελήσεις τα της εκκλησίας φθείροντες και τα κοινά ως ίδια ιδιοποιούντας συμβαίνει το εναντίον. Θαρρώ να ήκουσε ποτέ προσευχήν τινός ιερωμένου “Μη με, λέγων παντεπίσκοπε Λόγε, ως ιερωμένον και μυστηρίων αγίων υπηρέτην εξετάσης ή βασανίσης, μήτε να έλθης ποτέ εις κρίσιν μετά του δούλου σου”. Φρόντιζε, δέσποτα, των καλών έργων και προτίμα πάντα των ρεόντων τα μένοντα· γίνου πιστός και φρόνιμος οικονόμος· ευλαβού της επισκοπής το αξίωμα και της ιερωσύνης το ύψος· μνημόνευε αεί των εσχάτων· συλλογίζου την απόδοσιν της οικονομίας και του αρχιποίμενος Χριστού την μέχρι και αργού λόγου εξέτασιν, όστις σου διατηροίη τον βαθμόν επηρείας δαιμονικής εκτός και επιβουλής εχθρών υψηλότερον, μετά δε την εντεύθεν του βίου τούτου απαλλαγήν να την αξιώση της των σωζομένων μερίδος και της χοροστασίας των εκλεκτών· αμήν».
Μελετώντας εδώ και χρόνια επισταμένως ολάκερο το επιστολικό έργο του οσίου Ευγενίου, έχω διαπιστώσει την ασίγαστη ανάγκη αυτού του ευσεβή «πατριάρχη» της ελληνικής παιδείας του 17ου αιώνα για επικοινωνία με ανθρώπους απλούς, αλλά και ανθρώπους των γραμμάτων και της Εκκλησίας. Κι όχι μόνο την επιθυμία του, αλλά και την αγάπη του να ζει και να απολαμβάνει τη ζωή, με μέτρο πάντοτε. Γράφει σε άγνωστο ιερέα: «η αιδεσιμότης σου όμως γνωρίζεις καλά και δεν την λανθάνει πολλά ο λέγων ότι χωρίς τον χριστευλόγητον οίνον δεν ημπορούμεν εις την σωματικήν ετούτην και κατηραμένην ζωήν να ζήσωμεν, όχι δια την ανάγκην μόνον των ιερών μυστηρίων και της πνευματικής και αναιμάκτου θυσίας τα ιερά σύμβολα αλλά και εις χρείαν εδικήν μας και ανθρωπίνην πόρευσιν. Αυτό τοίνυν το χριστευλόγητον παύει τας λύπας, κοιμίζει τους πονηρούς λογισμούς, φέρνει την καλήν καρδίαν, γεννά την χαράν, δυναμώνει τα νεύρα και τονώνει όλας τας σωματικάς δυνάμεις· µας αναγκάζει να πολυλογούμεν και να πλατύνωμεν τας ευχάς και με την αφορμήν να αναφέρνωμεν και τους γονείς μας και να τους θυμούμαστεν συχνά».
Άφησα προτελευταία τη φευγαλέα ματιά μου στο επιστολικό έργο του οσίου Ευγενίου, άκρως επίκαιρη κι αυτή, μιας και ομιλεί για εκπαιδευτικά ζητήματα. Μελετητής του έργου του επισημαίνει ότι «τόσος ήτο ο διδασκαλικός του ζήλος, ώστε όταν καταλαμβανόμενος από το γήρας δεν ημπορούσε να διδάσκη ο ίδιος, “ουκ επαύετο του προτρέπειν τους δυναμένους λόγων αντέχεσθαι”. Μονίμως συνιστούσε να ιδρύουν σχολεία και ν’ ασκούν με αφοσίωσιν το ιερόν λειτούργημα». Ένα παράδειγμα είναι νομίζω ενδεικτικό της αγάπης του οσίου Ευγενίου για την παιδεία. Σε επιστολή του προς τον Μανολάκη Καστοριανό, τον πρώτο Έλληνα έμπορο που συστηματικά δούλεψε για την ίδρυση σχολείων στον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό, τον παρακαλεί να συνδράμει στη λειτουργία αντίστοιχης σχολής στη γενέτειρα, το Αιτωλικό: «ηθέλαμεν και ημείς να συνδράμωμεν με κάποιους χριστιανούς φιλαρέτους άμα μικράν τινα σχολήν εις τι χωρίον της Αιτωλίας προκαθεζόμενον των άλλων, Ανατολικόν λεγόμενον· και τούτο το εκάμαμεν δια να μανθάνουσι γράμματα παιδία τινών πατέρων πτωχών, δια να είναι πρώτον εις δόξαν Χριστού και εις υπηρεσίαν των μυστηρίων της εκκλησίας και εις βοήθειαν μικράν των χριστιανών. Αν είναι γουν ο ορισμός της να ανοίξη πηγήν μικράν εις τοιούτον διψασμένον τόπον, θέλει κάμει πολλά καλόν και θαυμάσιον και εις τον θεόν του ουρανού και της γης ευπρόσδεκτον· ει δε μη γε, ας είναι καλά και ας ευοδούται εις όσα θέλει η παντοδύναμος χάρις του Χριστού η υπερέχουσα πάντα νουν και λογισμόν ανθρώπινον». Ιδρύστε σχολειά έλεγε ο όσιος Ευγένιος, ιδρύστε σχολειά έλεγε κι ένας άλλος άγιος της Εκκλησιάς μας, ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός.
Θα κλείσω το άρθρο μου με ένα μικρό απόσπασμα από μια επιστολή του οσίου Ευγενίου. Δεν θα χρειαστεί σχολιασμό. Και αυτό είναι λίαν επίκαιρο. Περιγράφει την εποχή του, αλλά δίνει και τον αντίστοιχο τόνο στη δική μας. Σταράτα λόγια προς κάποιον λογιώτατον Αλέξανδρο: «πολλοί πανταχού οι χειμώνες, ασύγκριτα, λογιώτατε τα ναυάγια· εν χρω μάλλον αι συμφοραί, εκύκλωσαν ημάς τα κακά ως αι μέλισσαι κηρίον· αν το θείον επινυστάξει, το παν φευ ανατραπήσεται ταις υπέρ λόγον εισφοραίς και ταις βαρείαις εισπράξεσιν. Η καταδρομή των φορολόγων αδυσώπητος, το υκήκοον επικαλείται τον θάνατον μάλλον ή το ζην».
Από τα όσα εν συντομία παραπάνω ελέχθησαν, άξιο παρατήρησης των επιστολικών κειμένων του οσίου Ευγενίου είναι το γεγονός ότι αυτά υπήρξαν βασικότατο κάτοπτρο, μέσω του οποίου αντανακλάται όχι μόνον η προσωπική μορφωτική και επιστημονική του συγκρότηση, αλλά και το πολύπλευρο εκπαιδευτικό και κοινωνικό του έργο, γεγονός που τον κατέστησε ως έναν από τους σημαντικότερους Διδασκάλους του Γένους. Κι όχι μόνον, αντανακλάται και το ιερατικό του έργο. Ιδού πως: «μη γένοιτο Χριστέ, και Χριστού κράτος, να ολισθήσω εγώ ποτέ εις τοσαύτην ηλιθιότητα και απάνθρωπον κακίαν να ρίψω εις τον βυθόν της λήθης την ακαπήλευτον φιλίαν της σης αιδεσιμότητος, το άδολον, το φιλάνθρωπον, το επιεικές, το ήμερον, το προσηνές, το απλούν, το άκακον και τα άλλα όσα είναι της φιλίας συστατικά και τον αληθή χαρακτηρίζει φίλον και Θεού άνθρωπον». Ο αποδέκτης αυτών των γραφομένων ήταν ο τότε Άρτης Χριστόδουλος. Κι αυτό, ακόμη μια φευγαλέα ματιά, άκρως επίκαιρη, Ανατολής Φως.
Η ΕΙΚΟΝΑ: ο όσιος Ευγένιος διδάσκων από του βήματος στον περίβολο της Σχολής Βραγγιανών· καθισμένος ο μαθητής και βιογράφος του άγιος Αναστάσιος Γόρδιος. Φορητή εικόνα, έργο του Βασιλείου Κοκοράκη· συλλογή Παναγιώτη Κ. Βλάχου.
ΑπάντησηΔιαγραφή