«Υποστηρίζοντας τα παραπάνω δεν θεωρούμε πως από την πλευρά μας όλα έγιναν ή γίνονται χωρίς προβλήματα και προφανώς δεν επιθυμούμε να αποφύγουμε την αυτοκριτική, καθώς ως ποιμένουσα Εκκλησία δεν σταθήκαμε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων. Το να μην αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας όχι μόνο θα έδειχνε άρνηση της πραγματικότητας, αλλά και απουσία του εκκλησιαστικού ήθους της αυτομεμψίας και της αυτοκριτικής. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν είναι μόνο τα φαινόμενα πολυτελούς διαβίωσης ή ο στενός εναγκαλισμός με την κρατική εξουσία και τα συνακόλουθα φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης και επαγγελματοποίησης μερίδας του κλήρου και των λειτουργών της Εκκλησίας που υποδηλώνουν απώλεια των γνήσιων θεολογικών κριτηρίων. Είναι και το ότι η γειτνίαση αυτή με την εξουσία δεν μας επέτρεψε να πάρουμε εγκαίρως τις αποστάσεις μας από την πελατειακή νοοτροπία, το λαϊκισμό και τη διαφθορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος ή να προειδοποιήσουμε το λαό για το που θα οδηγούσε ο βαθύτερος παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και ο καταναλωτικός παραλογισμός, χρηματοδοτούμενος από τον υπερδανεισμό και την μακροπρόθεσμη υποθήκευση (και καταστροφή) του μέλλοντος της χώρας. [Πρβλ. Παναγιώτη Κονδύλη, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σσ. 43-45· του ιδίου, Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σσ. 158-162]. Αν και ευρισκόμενοι σε προνομιακή σχέση με το κράτος και έχοντας για χρόνια τη δυνατότητα περιορισμένων έστω προσλήψεων, δεν φροντίσαμε με αξιοκρατικές διαδικασίες να αναδείξουμε ικανά στελέχη που να μπορούν να διαχειριστούν τα ιδιαιτέρως πολύπλοκα και σύνθετα σύγχρονα ζητήματα και να βοηθήσουμε έτσι την Εκκλησία μας στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτήν την ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από ένα παραδοσιακό κλειστό μοντέλο στις απαιτήσεις της πλουραλιστικής κοινωνίας. Επιτρέψαμε έτσι από ολιγωρία ή από συμβιβασμό με το πνεύμα της μετριοκρατίας να αλωθεί ο εκκλησιαστικός οργανισμός από εκείνους που διαθέτουν “ισχυρούς προστάτας” (Γρηγόριος ο Θεολόγος, PG 36, 488CD), δηλαδή καλύτερες προσβάσεις στην πολιτική ή την εκκλησιαστική εξουσία. Όταν, όμως, απαιτούμε από τη νέα γενιά αξιοκρατία και σεβασμό, τότε οφείλουμε εμείς πρώτοι να διαχειριζόμαστε την ευθύνη που μας ανατέθηκε με τρόπο που να αποτελεί παράδειγμα φωτεινό που θα εμπνεύσει το λαό. Τέτοια παραδείγματα χρειαζόμαστε προκειμένου να βγούμε οριστικά από την κρίση. Ίσως εδώ δεν θα ήταν άνευ σημασίας να υπομνησθεί ότι η ηγεσία και οι επίσκοποι της Εκκλησίας μας προέρχονται κατά τεκμήριο από τις φτωχές και λαϊκές τάξεις και έχουν συνήθως άμεση επαφή με το λαό. Τούτο αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ορθόδοξης παράδοσής μας».
Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνατίου. (2017). Η Εκκλησία και η οικονομική κρίση, πρόλογος Καθηγητής Kevin Featherstone London School of Economics (LSE). Βόλος: Εκδοτική Δημητριάδος, σσ. 56-59.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου