«Με άλλα λόγια, όταν ένας πολιτικός λόγος σπεύδει με άνεση σε όλο και υψηλότερα επίπεδα αφαίρεσης, μπερδεύοντας τις αναλυτικές του κατηγορίες με μια μαξιμαλιστική ηθική ρητορεία, αυτοκαταστρέφεται. Γνωρίζουμε, από την άλλη, πόσο μεγάλη έλξη ασκούν οι λυρικές γενικεύσεις και η κοινωνιολογίζουσα σπουδαιοφάνεια ενώπιον των ακροατηρίων της κρίσης. Οι άνθρωποι ζητούν λύσεις και ταυτίζονται με το μείγμα επιστημονισμού και προφητείας το οποίο καλλιεργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Από εδώ, ας πούμε, περνάμε εύκολα στην περιοχή του πολιτικού εξπρεσιονισμού. Σύμφωνα με τους οπαδούς του, αν σε κάθε μας βήμα δεν αφορίζουμε το έσχατο φιλελεύθερο κακό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα σοβαρό για το ένα ή το άλλο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Ενώ, με μια έννοια, ισχύει το αντίθετο: η στασιμότητα που πλήττει ένα πολιτικό σύστημα μεγαλώνει όσο περισσότερο, σε μια δεδομένη συγκυρία, διαχέονται αφοριστικές και δαιμονολογικές αναφορές σε παγκόσμιες οντότητες οι οποίες βρίσκονται παντού και καλούνται κάθε φορά να εξηγήσουν τα πάντα. Η πολιτική καθίσταται, έτσι, όμηρος μιας τιτανομαχίας κοσμο-μεταφυσικών διαστάσεων, χωρίς να παράγει αποτελέσματα στον χρόνο και τον χώρο της συγκεκριμένης πολιτικής κοινότητας και των προβλημάτων της. Αυτό επιβεβαιώνεται κάθε φορά που ριζοσπαστικοί σχηματισμοί της Δεξιάς ή της Αριστεράς αναλαμβάνουν να διευθετήσουν μια οικονομική και κοινωνική κρίση ή να προτείνουν τα πρωτόκολλα θεραπείας της: η κριτική εμφανίζεται στη σκηνή ως μαγική σκέψη, εξάψαλμος και τελετουργικό εξορκισμού. Αυτό που χρειαζόταν όμως η ταραγμένη ελληνική δημοκρατία της κρίσης ήταν μια κριτική διορθωτική, και όχι μια κριτική που θα είχε σκοπό την καταστροφή / αποδόμηση του αντικειμένου της. Με άλλα λόγια, χρειαζόμασταν αναλυτική διαύγεια, που θα σεβόταν τη μεγάλη ευπάθεια των θεσμών και θα υπολόγιζε τις βλαπτικές συνέπειες που έχει η ρητορική βία. Λέγοντας αναλυτική ή κριτική διαύγεια δεν εννοώ εδώ έναν λόγο γενικώς εχθρικό προς τα δημόσια πάθη, έναν χλιαρό μεταρρυθμιστικό διδακτισμό, ούτε, φυσικά το είδος του ορθολογισμού που δεν βλέπει τις μεγάλες ανισότητες και τις κοινωνικής οδύνες. Για να είμαστε δίκαιοι, οδοδείκτες μιας ακριβοδίκαιης κριτικής υπήρξαν και έδωσαν το παρών ανάμεσά μας και στον δημόσιο λόγο: δεν μπόρεσαν όμως να εμπνεύσουν ισχυρές πολιτικές ταυτίσεις και να αντιμετωπίσουν τον εξπρεσιονισμό της αγανάκτησης και τις υβριδικές εθνικιστικές του εκφράσεις. Και αυτό το τελευταίο δείχνει ότι χρειαζόμαστε συγχρόνως μια κριτική στις μορφές ισχνού ορθολογικού λόγου που βρέθηκαν απέναντι στην κουλτούρα της Αγανάκτησης».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ. (2016). Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, Κριτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία. Αθήνα: Πόλις, σσ. 36-37.