«Δεν θα πω κατόρθωμα δικό μου ό,τι ήταν έργο του δασκάλου μου. Χωρίς, ως την ώρα εκείνη, να μου πει ρητά ο δάσκαλός μου σε ποιο Γένος ανήκω και ποιά είναι για το Γένος μου η πιο φυσική κεφαλή και εξουσία, με είχε χρόνια προετοιμάσει για ν’ απαντήσω μόνος μου στα δύο αυτά ερωτήματα. Μου είχε μιλήσει τόσες φορές για τον Πλάτωνα, για τον Αριστοτέλη, για τον Ευκλείδη και άλλους! Μου είχε μάθει καλά την ιστορία των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, και φυσικά, ειδικώτερα, την ιστορία της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Και μου είχε μιλήσει πολύ για τον Μεγαλέξανδρο. Εκτός από την ένδοξη ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχα μάθει και ολόκληρο τον κύκλο των ζωντανών μύθων που γύρω από τ’ όνομα και τη μορφή του είχαν αναπτυχθεί, μέσα σε χίλια πεντακόσια χρόνια, στη χώρα μας, στη γλώσσα μας και στην υπόκωφη και κρυμμένη συνείδηση του Γένους. Ο Μέγας Αλέξανδρος, όπως μου έλεγε ο δάσκαλός μου, είναι η ενσάρκωση του Διονύσου, όπως η ενσάρκωση του Διονύσου ήταν και ο Αχιλλεύς. Ο δάσκαλός μου, γνήσιος Χριστιανός, δε θεωρούσε τις ενσαρκώσεις αυτές (όπως θα τις θεωρούσε ίσως ο Πλήθων) πραγματικές. Τις θεωρούσε ιδανικές παρομοιώσεις που η ψυχή ή μάλλον η φαντασία του λαού ένιωθε την ανάγκη να πραγματοποιεί και που εμφανίζουν τον Αλέξανδρο να ενσαρκώνεται και σε αγίους ακόμα καβαλλάρηδες, στον τροπαιούχο άγιο Δημήτριο, τον σωτήρα της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης, και στον άγιο Γεώργιο που νίκησε το φοβερό τέρας που πήγαινε να πνίξει την αλήθεια. Κι’ αυτός ο Βασιλεύς ο Μακεδών, καθώς και ο Βουλγαροκτόνος, είναι η ενσάρκωση του Μεγαλέξανδρου. Και ο Διγενής Ακρίτας, που ο επικός κύκλος του είναι για μας τους νεώτερους ό,τι ήταν για τους αρχαίους ο Όμηρος, δεν είναι άλλος από τον Διόνυσο, τον Αχιλλέα, τον Αλέξανδρο. Ο δάσκαλός μου μού είχε μιλήσει συχνά για όλες αυτές τις μυστηριώδεις ενσαρκώσεις και αναστάσεις που σημειώνονται στην ιστορία. Ωστόσο, δεν θέλησε ποτέ να μου πει ο ίδιος ρητά ότι τα θαυμαστά αυτά φαινόμενα έχουν σχέση με το δικό μου Γένος. Ήθελε να φθάσω μόνος μου στο συμπέρασμα τούτο. Ήθελε – όπως μου είπε, όταν στα δεκαπέντε μου χρόνια έγινε συνειδητό μέσα μου το μεγάλο γεγονός – να μη θεωρήσω ότι ανήκω στο Γένος μου μόνο και μόνο γιατί τ’ άκουσα ότι ανήκω, αλλά να βρω μόνος μου την αλήθεια. Δε γεννιέσαι όποιος είσαι, αλλά γίνεσαι (μου έλεγε συχνά ο δάσκαλός μου)· και γίνεσαι στ’ αλήθεια, μονάχα αν γίνεις μόνος σου όποιος είσαι. Έτσι, όταν μια μέρα του σωτήριου έτους 1417 του είπα ότι έχω το αίσθημα πως είμαστε Έλληνες, με κοίταξε κάμποση ώρα στα μάτια, ακούμπησε τις παλάμες του στους ώμους μου, χαμογέλασε γεμάτος χαρά και μου απάντησε μ’ ένα μεγάλο, ωραίο και απλό Ναι!».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. (2006). Γεννήθηκα στο Χίλια Τετρακόσια Δύο, τ. Α΄. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σσ. 87-88.
«Ο Ήλιος εβασίλεψε (Έλληνά μου, βασίλεψε) και το φεγγάρι εχάθη / κι ο καθαρός αυγερινός που πάει κοντά η πούλια, / τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. / Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· - Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, / άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μοιργιλόγια / γι’ αυτό τα ‘ρωϊκά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, / και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτηγμένα. / Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καϊμένα».
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ. (χ.χ.). Απομνημονεύματα. Αθήνα: Α. Καραβία, σ. 564.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου