«Ο Χριστιανισμός εισήλθε στην ιστορική σκηνή σαν μια κοινότης ή κοινωνία, σαν νέα κοινωνική τάξη ή και σαν νέα κοινωνική διάσταση, τουτέστιν σαν Εκκλησία. Οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν δυνατό αίσθημα πως ήταν ένα σώμα. Αισθάνονταν πως ήταν “διαλεχτό γένος”, “έθνος άγιο”, “περιούσιος λαός”, τουτέστιν ακριβώς μια “νέα κοινωνία”, “νέα Πολιτεία”, πολιτεία του Θεού. Μα υπήρχε και μια άλλη, τώρα πολιτεία, μια πραγματικά παγκόσμια και αυστηρά ολοκληρωτική πολιτεία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που αισθάνονταν πως ήταν απλώς η μόνη Αυτοκρατορία. Απαιτούσε να είναι η πολιτεία, που περιλάμβανε όλο τον κόσμο, συγκεντρωτική και μοναδική. Απαιτούσε να έχη τον όλο άνθρωπο στην υπηρεσία της, όπως η Εκκλησία απαιτούσε τον όλο άνθρωπο στην υπηρεσία του Θεού. Δεν θα μπορούσε να παραδεχθή οποιαδήποτε παραχώρηση αρμοδιότητας και εξουσίας, αφού η Ρωμαϊκή Πολιτεία δεν παραδεχόταν αυτονομία ούτε και στη “θρησκευτική σφαίρα” και η θρησκευτική πίστη θεωρήθηκε σαν μια όψη της πολιτικής πίστεως και αναπόσπαστο μέρος της υπακοής στην πολιτεία. Γι’ αυτό το λόγο η σύγκρουση των δύο πολιτειών ήταν αναπόφευκτη».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ. (2000). Χριστιανισμός και Πολιτισμός, μτφρ. Ν. Σ. Πουρναράς. Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, σ. 34.
Τηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.
ΑπάντησηΔιαγραφή