Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αν κανείς ανατρέξει στα λαογραφικά του Δωδεκαημέρου για να αναζητήσει πληροφορίες για το δέντρο των Χριστουγέννων θα διαπιστώσει ότι όλοι σχεδόν οι λαογράφοι, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών των κορυφαίων Ν. Πολίτη και Γ. Μέγα, θεωρούν το έθιμο στολισμού του κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ως έχοντα τις ρίζες του στη Δυτική Ευρώπη του 19ου αιώνα, τουτέστιν ότι είναι φράγκικο έθιμο. 
Η άποψη αυτή έχει περάσει στη νεότερη παράδοσή μας, συνιστά πια παγιωμένη αντίληψη και πολλές φορές προκαλεί, κυρίως εκ μέρους της Εκκλησίας, αρκετές αντιδράσεις και εκστρατείες για κατάργησή του, με παράλληλη αντικατάστασή του με το στολισμό καραβιών. 
Η πραγματικότητα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, του αειμνήστου Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη, με τίτλο: «Τα ιερά δένδρα και το εξ Ανατολής δένδρον των Χριστουγέννων»· δημοσιεύτηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1973, (το ίδιο άρθρο περιλαμβάνεται και στον τόμο: Μελετήματα Χριστιανικής Ορθοδόξου Θεολογίας και Τέχνης, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 391-423), ανατρέπει την άκριτη επανάληψη απόψεων για την καταγωγή του χριστουγεννιάτικου δέντρου από τη Δύση. Ο αείμνηστος Καθηγητής αποκαλύπτει ότι το έθιμο του στολισμού του προέρχεται από την Ανατολή. Το ταυτίζει και το αναγάγει σε λατρευτικούς σκοπούς της ελληνικής αρχαιότητας. Μάλιστα επικαλείται πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων κι ένα σημαντικότατο συριακό χειρόγραφο (ADD 17265) που απόκειται στο Βρετανικό Μουσείο, μεταφρασμένο το 1956 από τον J. Leroy και σχολιασμένο από τον γνωστό ιστορικό της βυζαντινής τέχνης A. Grabar, στο οποίο γίνεται μνεία ενός ναού, που στα 512 έκτισε ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ στη Β. Συρία, όπου μεταξύ των αφιερωμάτων του, υπήρχαν και δύο ορειχάλκινα δέντρα ταυτόσημα με τα σημερινά των Χριστουγέννων. Η αυτούσια παράθεση του κειμένου, νομίζω, πως είναι άκρως σημαντική κι ενδιαφέρουσα: «δύο μεγάλα ορειχάλκινα δένδρα, τα οποία ήσαν στημένα εις τας δύο πλευράς της (Ωραίας) Πύλης και του Ι. Βήματος… Επί των φύλλων των δένδρων υπάρχει θέσις δια φώτα που τρεμοσβήνουν. Εκατόν ογδοήκοντα (λάμπαι) δια κάθε δένδρον και πεντήκοντα αργυροί αλύσεις (υπάρχουν κατερχόμεναι) από άνωθεν έως κάτω. Εις αυτάς ήσαν τοποθετημένα (μικρά) αντικείμενα από χαλκόν, όπως κόκκινα αυγά, κρατήρες, ζώα, πτηνά, σταυροί, στέφανα, κωδωνίσκοι (ή σταφύλια), αντικείμενα σκαλιστά, δίσκοι (ή δακτύλιοι). Εν γένει (τα αντικείμενα αυτά) ήσαν, τα μεν από χρυσόν, τα δε από άργυρον, ενώ άλλα ήσαν από χαλκόν» (σ. 394). 


Μαζί με το παραπάνω κείμενο ο αείμνηστος Κ. Δ. Καλοκύρης παραθέτει δύο ακόμη μαρτυρίες προερχόμενες από τον Παύλο Σιλεντιάριο (6ος αιώνας), που σχετίζονται με την Αγιά Σοφιά της Πόλης. Πρόκειται για δύο κείμενα (τις πασίγνωστες: «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως» και «Έκφρασις του Άμβωνος της Αγίας Σοφίας»), στις οποίες γίνεται η περιγραφή του τέμπλου και του άμβωνα του ναού· σ’ αυτά βρίσκονταν μεταλλικά δέντρα όμοια με τα λεπτόφυλλα κυπαρίσσια: «δένδρεά τις καλέσειεν ή αβροκόμοις κυπαρισσίοις», που αντί καρπών είχαν φώτα σε κωνοειδές σχήμα: «κώνοισιν, ομοία»
Εκ των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι, το δέντρο των Χριστουγέννων πρέπει να θεωρείται εξέλιξη στη Δύση ανατολικού εθίμου, το οποίο εισήχθη στην παράδοση της Εκκλησίας, προσλαμβάνοντας σαφώς άλλο νόημα, αυτό του «συμβόλου του Χριστού και της εν Χριστώ αθανασίας (Χριστός = Δένδρον της ζωής)» κατά τον αείμνηστο Κ. Δ. Καλοκύρη (σ. 397). 
Ως εκ τούτου καλόν είναι να μην υποτιμούμε το έθιμο στολισμού του, μιας και η «αμάθεια θα εξακολουθεί να το μάχεται ως τάχα ξένον έθιμον» (σ. 410).

1 σχόλιο: