Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Διεπιστημονική και διαθεματική προσέγγιση του συγγραφικού έργου του Βενιαμίν Λεσβίου: Προτάσεις ένταξής του στα Νέα Προγράμματα Σπουδών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Του Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ [*] 

«Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει / τίποτε: Ούτε ουρανός έναστρος, / ούτε ρόδο. Προπαντός ένα ποίημα. / Κι ευτυχώς ότι μ’ έκανε η μοίρα μου / γνώστη των μουσικών αριθμών, / ότι κρέμασε μίαν αχτίνα επί πλέον / το άστρο της ημέρας στην όρασή μου / και κάνοντας τα γόνατά μου τραπέζι / εργάζομαι, ως να ‘ταν να φτιάξω / έναν έναστρο ουρανό, ή ένα ρόδο», λέγει ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, (Βρεττάκος. 1999: 427), θέλοντας προφανώς να τονίσει την μαθηματική τάξη που υπάρχει στο σύμπαν· θα ‘λεγα και την άμεση σχέση θεωρητικών και θετικών επιστημών. Θυμάμαι τον αείμνηστο πανεπιστημιακό δάσκαλό μου Νίκο Ματσούκα συχνά να τονίζει πως στο Βυζάντιο όλες οι επιστήμες ήταν λειτουργικά δεμένες. Η κατηγοριοποίηση τους στο γνωστό σήμερα σχήμα, θεωρητικές και θετικές, είναι αποτέλεσμα της μακραίωνης διαμάχης που άρχισε από τον 15ο και κορυφώθηκε τον 19ο αιώνα, ξεκινώντας από τη γνωστή διαμάχη αριστοτελικών και πλατωνιστών (15ος – 17ος αιώνες) και διαμέσου της γνωστής ρήξης διαφωτιστών και αντιδιαφωτιστών (18ος - 19ος αιώνες), έφτασε στη σημερινή εικόνα. Όταν, λοιπόν, ομιλούμε για επιστήμες, επιστημονική γνώση και επιστημονικές θεωρίες, τα πεδία και οι περιοχές που τις ορίζουν εξαρτώνται από τον θεωρητικό και θετικό τρόπο σκέψης και εφαρμογής τους στον κόσμο και τη ζωή του ανθρώπου. Σήμερα ειδικότερα, είναι αλήθεια, πως οι επιστήμες που κυριαρχούν περισσότερο είναι οι θετικές. Γεγονός που και αυτό έχει τη μικρή του ιστορία. Ο Eric Hobsbawm, Βρετανός διανοούμενος και συγγραφέας, στο γνωστό βιβλίο του Η εποχή των άκρων, γράφει πως «καμιά άλλη περίοδος στην ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν τόσο εξαρτημένη από τις φυσικές επιστήμες όσο ο εικοστός αιώνας και καμιά άλλη περίοδο οι φυσικές επιστήμες δεν διείσδυσαν τόσο πολύ. Όμως, καμιά άλλη ιστορική περίοδος, από την εποχή της αποκήρυξης του Γαλιλαίου, δεν αισθάνθηκε λιγότερο άνετα απέναντι στις φυσικές επιστήμες όσο ο εικοστός αιώνας. Πρόκειται για ένα παράδοξο που οι ιστορικοί του αιώνα μας πρέπει να καταλάβουν και να εξηγήσουν», (Hobsbawm. 2004: 662). Καθώς φαίνεται, δεν έχει άδικο ο Hobsbawm. Φτάνει να αναλογιστεί κανείς το στερεότυπο που συχνά πυκνά, κυρίως στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν λέει να σπάσει, διότι πολλοί είναι εκείνοι οι συνάδελφοι, των θετικών κυρίως ειδικοτήτων, που θεωρούν ότι τα Μαθηματικά και η Φυσική, λόγου χάριν δεν γίνεται να έχουν καμιά σχέση με τη Θεολογία. Παρακάτω θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα περίγραμμα γιατί αυτό το στερεότυπο είναι πέρα για πέρα λάθος, το οποίο κάποτε, στο πολύπαθο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οφείλουμε να το θέσουμε στο περιθώριο. Νομίζω πως το επιστημονικό έργο του τιμώμενου εδώ απόψε διδάσκαλου του Γένους Βενιαμίν Λεσβίου είναι ένα καλό παράδειγμα. 
Βρίσκομαι ανάμεσά σας με διπλή ιδιότητα, αυτήν του θεολόγου εκπαιδευτικού της σχολικής τάξης, κι αυτήν του εκκλησιαστικού ιστορικού. Όσον αφορά την πρώτη, στην εικοσάχρονη σχεδόν πορεία μου ως εκπαιδευτικού που διδάσκει ένα μάθημα, τα γνωστά Θρησκευτικά, σας λέγω πως πάρα πολλές είναι φορές που η διεπιστημονικότητα και διαθεματικότητα, ως μεθοδολογία στη διδασκαλία μου είναι παρούσα. Τολμώ, δηλαδή, να συνδυάσω μορφωτικά αγαθά του μαθήματος που διδάσκω στους μαθητές μου, με μορφωτικά αγαθά άλλων μαθημάτων. Όσον αφορά τη δεύτερη ιδιότητα, του εκκλησιαστικού ιστορικού, ο Βενιαμίν Λέσβιος αποτελεί ένας από τους λογίους της Τουρκοκρατίας που, από την εποχή των μεταπτυχιακών και διδακτορικών μου σπουδών στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, αφιερώνω πολλές από τις ερευνητικές μου δυνάμεις. Παρακάτω θα προσπαθήσω, όσο αυτό είναι εφικτό, να κάμω μια απόπειρα συσχέτισης και συνδυασμού του επιστημονικού έργου του Βενιαμίν, τα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Φιλοσοφία του με θεωρητικές επιστήμες, όπως είναι η Θεολογία και η Λογοτεχνία, κυρίως η Ποίηση. Απόπειρα ονοματίζω αυτήν την προσπάθειά μου, κυρίως αφορά διδακτικές προτάσεις τις οποίες έχω δουλέψει σε σχολική τάξη και, οι οποίες βέβαια, μπορούν να ενταχθούν σε Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, τα οποία συνάδελφοι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να υλοποιήσουν, μακράν βέβαια της νοοτροπίας που συνήθως μας διακατέχει εμάς τους εκπαιδευτικούς ότι, δηλαδή, δεν έχουμε τον απαραίτητο χρόνο να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε τέτοιες διδασκαλίες, γιατί καθώς λέμε πρέπει να διδάξουμε μια συγκεκριμένη ύλη στα μαθήματά μας. Ομιλώ για καινοτόμες και δημιουργικές διδασκαλίες, υπό την προϋπόθεση ότι η έννοια της καινοτομίας, η οποία σε ένα μεγάλο ποσοστό σήμερα διαπερνά ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα κινδυνεύει να γίνει φετίχ, νεύρωση. Πολλοί είναι σήμερα οι εκπαιδευτικοί που συχνά λέμε ότι συμμετέχουμε σε καινοτόμα προγράμματα ή, κάνουμε καινοτόμες και δημιουργικές διδασκαλίες στη σχολική τάξη. Μια τέτοια, όμως, αντίληψη της καινοτομίας και της δημιουργικότητας συνιστά τη «θρησκειοποίησή» της. Η «θρησκειοποίηση» της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, γράφει ο Αντώνης Συρναίος, η «ηδονοθηρική, παιγνιώδης επεξεργασία των δραστηριοτήτων που τις εκφράζουν, καθώς και η ναρκισσιστική καταναλωτική εμπειρία στην οποία προσβλέπουν οι συμμετέχοντες, συνθέτουν την κυρίαρχη εικόνα των προγραμμάτων. Όσοι έχουν μια στοιχειώδη, έστω, εποπτεία του χώρου άσκησης αυτών των σύγχρονων καινοτομικών δράσεων είναι εύκολο να αντιληφθούν ότι οι εκπαιδευτικοί που εκδήλωσαν επιθυμία να τις υιοθετήσουν μεταβλήθηκαν ασυνείδητα, όχι σε παραγωγούς, όπως τους είχαν τάξει και είχαν οι ίδιοι φανταστεί, αλλά σε μαζικούς καταναλωτές και μικροδιαχειριστές ουσιαστικά ετεροκαθορισμένων Προγραμμάτων», (Σμυρναίος. 2009: 186). 
Ας προσέξουμε, εδώ, την εξής βασική παράμετρο περί καινοτομίας και δημιουργικότητας, η οποία έχει άμεση σχέση με το επιστημονικό έργο του Βενιαμίν. Στην εποχή που έζησε και δίδαξε ο Βενιαμίν, φέρνω το παράδειγμα των Σχολών των Κυδωνιών και του Βουκουρεστίου, καινοτόμος ήταν στη διδασκαλία του, δημιουργικός και πρωτοποριακός δάσκαλος ήταν. Κι αυτή η διδασκαλία του στάθηκε αφορμή για τον κατατρεγμό του από αντιδιαφωτιστές λογίους. Εκείνος ο τόσο σημαντικός λόγος του: «αφαίρεσον τα μαθηματικά από τη Γης, και θέλεις ιδεί τον άνθρωπον ερπύζοντα επί της Γης, χωρίς να δυνηθή να υψωθή από της γηΐνης επιφανείας, ούτε να εξέλθη εκ της πατρίδος αυτού», (Αριθμητική. 1818: ι΄), πέραν ότι του κόλλησε τη ρετσινιά του άθεου, τον θεώρησε επικίνδυνο για τα τότε σχολικά πράγματα, διότι μετέφερε στη σχολική τάξη τον ριζοσπαστικό τρόπο διδασκαλίας μαθημάτων, που ήταν απαραίτητα όχι μόνο για να μορφωθεί τότε κάποιο ελληνόπουλο αλλά και να νιώσει πως η πολυπόθητη ελευθερία από τον Τούρκο δυνάστη, περνούσε μέσα και από τη γνώση της ίδιας της φύσης. «Προς τους φιλαναγνώστας» γράφει στην Αριθμητική του: «καθότι μόνα τα μαθηματικά των ανθρωπίνων μαθήσεων ή γνώσεων αντισταθμούνται με το βάρος ή έκτασιν του ονόματος των επιστημών», (όπ.π.). Σε αντίθεση με τη Ρητορική, την Ποιητική, μαθήματα που διδάσκονταν τότε σε ονομαστά σχολικά εκπαιδευτήρια, τα Μαθηματικά για τον Βενιαμίν «μετά της πείρας άγουσι το φως εις την έρευναν των μυστηρίων της φύσεως», (όπ.π.). 
Για να μην ομιλώ θεωρητικά, φέρνω δύο παραδείγματα από διδασκαλία στη σχολική τάξη, στο δικό μου μάθημα, τα Θρησκευτικά. Διδάσκοντας στη Β΄ Λυκείου την έννοια της «Δημιουργίας», όπου και σχετικά θεολογικά, λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα – πηγές, για διερεύνηση πως και από ποιόν δημιουργήθηκε ο κόσμος, σε φύλλο εργασίας, σε ομάδα μαθητών – παρεμπιπτόντως εδώ οφείλω να σημειώσω πως θεωρώ την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία ως την πεμπτουσία της διδακτικής πράξης, (Ματσαγγούρας. 2008) – προς μελέτη έδωσα τα δύο παραπάνω αποσπάσματα από την Αριθμητική του Βενιαμίν. Άλλη ομάδα μαθητών, σε φύλλο εργασίας διερευνούσε το γνωστό ρητό του Πλάτωνα «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω», το «εμφανίζων δια τούτου το αδύνατον της παρεισδύσεως εις τα μυστήρια της φύσεως άνευ της γνώσεως της Γεωμετρίας», με το οποίο ο Βενιαμίν αρχίζει τη Γεωμετρία του, εκδίδοντάς την στη Βιέννη το 1820. «Ώστε η χειρ, δι’ ης περ ο κάτοικος της γης συλλαμβάνει τον ουρανόν, είναι ουδέν άλλο, ειμί η Γεωμετρία, και τούτου ένεκεν ως φαίνεται και Πλάτων ωνόμασε τον Θεόν γεωμέτρην: όνομα καταληλλότατον εις τον οικοδόμον ταύτης της οικοδομής», (Γεωμετρία. 1820: 3-4). Και μόνον οι τελευταίες λέξεις, με παράλληλη χρήση εικόνας σε διαφάνεια, με μινιατούρα χειρογράφου της Βίβλου (13ος αιώνας), που παριστάνει τον Χριστό να κρατά διαβήτη και να σχεδιάζει τη γη, έδωσε στους μαθητές τη δυνατότητα διερεύνησης της δημιουργίας του κόσμου, με ταυτόχρονη εμπλοκή τριών μαθημάτων. Επίσης, σε άλλη ομάδα μαθητών, σε φύλλο εργασίας, σύντομα εξηγούσα τη γνωστή θεωρία του Βενιαμίν, το Πανταχηκίνητον, με την οποία ο τολμηρός Λέσβιος Διδάσκαλος του Γένους περιγράφει τα αιτία των φυσικών και ψυχικών φαινομένων. Με αυτήν τη θεωρία του προσπάθησε να κάμει διδακτή την κοσμολογική του αντίληψη, (Αμπατζή. 2017). Ανεξάρτητα αν σήμερα η θεωρία του αυτή αποτιμάται ως βάσιμη ή αβάσιμη επιστημονικά, εκείνο που στη διδακτική πράξη ενός μαθήματος Θρησκευτικών για τη δημιουργία του κόσμου έχει αξία είναι το γεγονός πως μαθητές και μαθήτριες ενεπλάκησαν σε μια δημιουργική εργασία και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως είναι αναγκαία η συσχέτιση μαθημάτων, εδώ των Θρησκευτικών, των Μαθηματικών και της Φυσικής, στη βάση βέβαια, που θέλει αυτή η συσχέτιση να χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα βασικά στοιχεία, που ορίζουν τη διαθεματικότητα ως τη μέθοδο εκείνη κατά την οποία οι μαθητές αυτενεργούν κατά τη διδασκαλία και η μάθηση αποβαίνει βιωματική, συνάμα δε χρησιμοποιείται η φυσική εποπτεία σε μεγάλο βαθμό και οι μαθητές μαθαίνουν μέσα από το δικό τους προβληματισμό. Ομιλώ, εδώ, για εκείνο το ζητούμενο που λείπει στην εκπαίδευση, την κριτική σκέψη. Υπ’ αυτή την έννοια η διαθεματικότητα στη διδακτική πράξη αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, φτάνει ο σχεδιασμός της να γίνεται με μεράκι και γνώση. Το λέγω αυτό διότι όση καλή διάθεση και όρεξη να έχει ο διδάσκων καθηγητής να εφαρμόσει τη διαθεματικότητα στη διδασκαλία του, αν δεν γνωρίζει καλά τα περί αυτής, είναι σίγουρη η προχειρότητα και η αποτυχία. Όταν, λοιπόν, ομιλούμε για διαθεματικότητα ευθύς εξ αρχής οφείλουμε να γνωρίζουμε πως πρόκειται για εκείνο το σχέδιο εργασίας στη διδακτική πράξη, κατά το οποίο, από τη μια το περιεχόμενο της διδασκαλίας ενιαιοποιείται και από την άλλη, η διδασκαλία είναι είτε «ευρηματικής» είτε «εργαστηριακής» μορφής. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ξεχνάμε κι ετούτο: αν και είναι διακριτά τα διδασκόμενα μαθήματα, στα πλαίσια οργάνωσης της σχολικής γνώσης επιχειρείται η ενοποίησή της, η οποία προκύπτει από τη «σφαιρική μελέτη θεμάτων καθολικού ενδιαφέροντος», (Ματσαγγούρας. 2002: 48-49). 
Έρχομαι τώρα στο δεύτερο παράδειγμα, στο οποίο όμως ακολούθησα όχι διαθεματική αλλά διεπιστημονική προσέγγιση. Για να προλάβω εδώ πιθανή απορία σας γιατί αυτή η διαφοροποίηση στην ορολογία, θα σας πω πως γι’ αυτούς τους δύο όρους υπάρχει τεράστια σύγχυση, κι όταν δεν γνωρίζουμε τι συνιστά ο καθένας χωριστά, στη διδακτική πράξη σίγουρο είναι πως θα γίνουν αρκετά λάθη. Άλλο σημείο αναφοράς έχει η διαθεματικότητα κι άλλο η διεπιστημονικότητα, (Γρόλλιος. 2006). Της πρώτης, ο σχεδιασμός ξεκινά από ένα κεντρικό θέμα και προχωρά με τον προσδιορισμό γνώσεων που σχετίζονται με αυτό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την παράμετρο σχεδιάζουμε και τις ανάλογες δραστηριότητες, χωρίς αυτό να θέτει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα μαθήματα. Αυτό συνέβη στο πρώτο παράδειγμα που παραπάνω ανέφερα. Τα Μαθηματικά και η Φυσική δεν ήταν απέναντι στα Θρησκευτικά. Προσδοκώμενο μαθησιακό αποτέλεσμα ήταν οι μαθητές διαμέσου τριών μαθημάτων να εξετάσουν, να διερευνήσουν και να συσχετίσουν διδακτικά δεδομένα για τη δημιουργία. Αντιθέτως, με τη διεπιστημονική προσέγγιση, ο σχεδιασμός ξεκινά από την αναγνώριση ταυτοτήτων των προσφερόμενων μορφωτικών αγαθών των διαφορετικών μαθημάτων, όπως και των περιεχομένων που περιέχονται σε αυτά και τα οποία με τη διδασκαλία πρέπει να κατακτηθούν. Λόγου χάριν, θέματα όπως ο φανατισμός, η αδικία, τα δικαιώματα, η ελευθερία, η ισότητα, διδασκόμενες έννοιες στα Θρησκευτικά της Α΄ Λυκείου, κάτω από τις θεματικές ενότητες: «αξίες» και «κακό», προσδιορίστηκαν με βάση το ερώτημα τι μπορεί κάθε μάθημα να συνεισφέρει σε αυτές; Στη διδασκόμενη, λοιπόν, έννοια της αδικίας, φύλλο εργασίας που δόθηκε σε ανά δύο μαθητές, όπως κάθονται σε κάθε θρανίο, περιείχε ένα απόσπασμα από τα Στοιχεία Ηθικής του Βενιαμίν, το «περί ασπλαχνίας ή απανθρωπίας», (Αργυροπούλου. 1994: 97). Τι κατάφεραν οι μαθητές; Κατάφεραν να αξιολογήσουν τι επίδραση θα μπορούσε να έχει αυτό το κείμενο σήμερα, σε ένα κόσμο όπου η αδηφάγα από το κακό κοινωνική πραγματικότητα, θέτει στο περιθώριο κάθε κατατρεγμένο άνθρωπο. Τα εμπλεκόμενα εδώ μαθήματα Θρησκευτικά, Ηθική, Μεταφυσική, κλάδοι της Φιλοσοφίας, τα οποία την εποχή του Βενιαμίν αντλούσαν τη θεματική τους από τα προτάγματα του Διαφωτισμού, χρησιμοποιήθηκαν στη διδακτική πράξη με τρόπο που να δηλώνει τι προσφέρει ο κάθε επιστημονικός κλάδος στην εξέταση του θέματος. Πώς το προσεγγίζει και γιατί ασχολείται με αυτό. Η αξιολόγηση κινήθηκε στον τρόπο που η μαθητές μπόρεσαν να προσεγγίσουν το κείμενο, αντιλαμβανόμενοι την αντίστοιχη διασύνδεσή των τριών μαθημάτων. Να σημειώσω εδώ ότι τα Στοιχεία Ηθικής και τα Στοιχεία Μεταφυσικής του Βενιαμίν αποτελούν τον σημαντικότερο σταθμό του νεοελληνικού επιστημονικού και φιλοσοφικού στοχασμού, επηρεασμένο από την γαλλική επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη του 18ου αιώνα. Όσοι από εσάς διδάσκετε φιλολογικά μαθήματα, Λογοτεχνία, Αρχαία Ελληνικά και Φιλοσοφία – η Λογοτεχνία και η Φιλοσοφία ειδικότερα από τη φύση τους είναι διαθεματικά και διεπιστημονικά μαθήματα - τα Στοιχεία Ηθικής και τα Στοιχεία Μεταφυσικής αποτελούν πολύ καλά θα ‘λεγα διδακτικά εγχειρίδια για ζητήματα όπως η ελευθερία, η αχαριστία, η αλαζονεία, η υπηρηφάνεια, η φιλία, η ανδρεία, η σωφροσύνη, η μεγαλοψυχία, ο νόμος, η πολιτεία, η γνώση, η επιστήμη, ο νους, η ηθική ορθότητα, ο ηθικός προβληματισμός, το δίκαιο, η αισθητική εμπειρία, κ.ά. Η παραπάνω διεπιστημονική προσέγγιση, στο δικό μου γνωστικό αντικείμενο, άρχισε και τελείωσε με το περιεχόμενο της διδασκόμενης έννοιας σε τρία διακριτά μαθήματα, όπου το επιστημονικό έργο του Βενιαμίν είχε την τιμητική του. Εξηγούμε για να μην παρεξηγηθώ: όλος αυτός ο πειραματισμός, ουδεμία σχέση θα μπορούσε να έχει με το γνωστό ρητό πολλών εξ ημών των εκπαιδευτικών, ρητό που καθημερινά τον καταγράφουμε στο περιβόητο βιβλίο ύλης· «να τελειώσω την ύλη», γιατί «αν δεν την τελειώσω», θα ελεγχθώ από κάποια επιτροπή που συνήθως εδρεύει στα γραφεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, θα ελεγχθώ από κάποιον σχολικό σύμβουλο, θα ελεγχθώ εντέλει από τους γονείς. Υπό έναν τέτοιο συνεχή και αόρατο πολλές φορές «εχθρό», να ‘μαστε σίγουρα πως το σχολείο ως «θεσμός μετάδοσης γνώσης» πάντα θα είναι υπό ακύρωση. Προσέξτε, τονίζω το «μετάδοσης γνώσης», υπό την εξής βασική διευκρίνιση: της απαλλαγής της διεπιστημονικότητας και της διαθεματικότητας από την λανθάνουσα αντίληψη ότι πρόκειται για καινοτόμες πρακτικές διδασκαλίας. Κι αυτό γιατί το σχολείο δεν μπορεί να είναι θεσμός καινοτομίας αλλά θεσμός γνώσης. Απεναντίας, η καινοτομία ανήκει στους ίδιους τους μαθητές, την οποία θα ασκήσουν όταν αυτοί αποφοιτήσουν από αυτό, (Ζουμπουλάκης. 2017: 25-37). Η άποψη που θέλει τη διεπιστημονικότητα και τη διαθεματικότητα να είναι καινοτομία στη διδακτική πράξη, έχω τη γνώμη πως εμφιλοχωρεί στη σκέψη αρκετών εκπαιδευτικών. Αυτό, όμως, φέρνει στο προσκήνιο την εξής διαπίστωση: «όταν η παιδαγωγική και διδακτική πράξη λειτουργεί, κάποτε, ως πάρεργο, όταν όχι μόνο η επιμόρφωση αλλά κυρίως η αυτομόρφωση των εκπαιδευτικών έχει τη δική της τραγική ιστορία και η επαφή με το επιστημονικό, παιδαγωγικό ή λογοτεχνικό βιβλίο, σε όλη της διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, είναι συχνά εκκρεμής, τότε το πέρασμα προς την καινοτομία είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει σοβαρά εμπόδια ή απλώς θα συσχηματιστεί με την προχειρότητα», (Σμυρναίος. 2009: 198). 
Θεωρώ σίγουρο πως ο Βενιαμίν πέραν των σπουδών του σε ονομαστά εκπαιδευτικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης (Πίζα, Παρίσι, Αγγλία), φρόντιζε και για την αυτομόρφωσή του. Αυτό μαρτυρά το επιστημονικό έργο του. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης θεωρεί πως η περίπτωση του Βενιαμίν ως επιστήμονα και δασκάλου ήταν άκρως τολμηρή ή, και προκλητική για ζητήματα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, (Κονδύλης. 1998: 32). Γι’ αυτό το επιστημονικό έργο του υπήρξε πρωτοποριακό, γι’ αυτό και ως δάσκαλος ήταν αποτελεσματικός, για να χρησιμοποιήσω ένα όρο της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας. 
Στη συγκρότηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών παλαιότερα και των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών σήμερα, από τους σχεδιαστές τους λαμβάνονταν και λαμβάνονται υπόψη η διεπιστημονικότητα και η διαθεματικότητα. Πρόκειται για εκείνη την άμβλυνση των ορίων ανάμεσα στα γνωστικά αντικείμενα, η οποία και επιτρέπει την καίρια επισήμανση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα περιεχόμενά τους. Εδώ, σημαντική είναι η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, για να έχουμε τη δυνατότητα να συνδυάζουμε στοιχεία του περιεχομένου περισσότερων του ενός γνωστικών αντικειμένων. Αν και παλιότερα με τα γνωστά ΔΕΠΠΣ αυτό προβλεπόταν - και σήμερα προβλέπεται με τα ΝΠΣ – ελάχιστοι είναι οι εκπαιδευτικοί που εφαρμόζουν τη διαθεματικότητα και τη διεπιστημονικότητα στα μαθήματά τους. Αντί αυτών, καθώς φαίνεται, οι περισσότεροι παραμένουν προσκολλημένοι στον δασκαλοκεντρισμό, αρνούμενοι να εφαρμόσουν μοντέλα μάθησης, τα οποία θα είναι προσβάσιμα σε όλους τους μαθητές, θα δίνουν έμφαση στο διάλογο, θα προσφέρουν καλά εργαλεία για τη σκέψη τους, θα επιτρέπουν την έκφραση των ενδιαφερόντων τους μέσω επιλογών και, βέβαια, μιας και ομιλώ για το επιστημονικό έργο του Βενιαμίν, θα δείχνουν κι έναν άλλο δρόμο του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας, κάπως αθέατο, της χρησιμότητάς του στη διδακτική πράξη, πέρα για πέρα αναγκαίο. 
Παραπάνω εμίλησα και για συσχέτιση του επιστημονικού έργο του Βενιαμίν με την Ποίηση. Πλείστα όσα παραδείγματα υπάρχουν. Ενδεικτικά αναφέρω τρία, εφαρμοσμένα από τον ομιλούντα στη διδακτική πράξη. Γράφει ο Τίτος Πατρίκιος σε ένα ποίημά του: «Α, ουρανέ, μήπως νομίζεις πως μας αρκεί να σε κοιτάμε; / Σα να μου φαίνεται πως δεν μας ξέρεις», (Πατρίκιος. 1998: 155). Γράφει κι ο Νίκος Καρούζος στο έντεκα στροφών ποίημά του Σχέδιο για το μέλλον του ουρανού: «Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος / της φωνής μου ψηλά», (Καρούζος. 1995: 43). Γράφει και ο Θεσσαλονικιός ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος, στο ποίημά του Ο μεγάλος κώνος: «ας δεχθούμε πως η δομή του κόσμου / είναι ένας μεγάλος κώνος, που απ’ τη βάση ως την κορυφή του / διατρέχεται από μια σπειροειδή γραμμή», (Βαφόπουλος. 1990). Ετούτος ο ποιητικός λόγος άνετα θα μπορούσε να συσχετισθεί με το επιστημονικό του έργο. Ειδικότερα, σ' ότι αφορά το μάθημα των Θρησκευτικών, με βάση τη Θεωρία του Πανταχηκινήτου, οι έννοιες Αναζήτηση του Θεού και Δημιουργία, στην Α΄και Β΄Λυκείου αντίστοιχα, μπορούν να συσχετισθούν με έννοιες όπως φως, ουρανός, φωτιά· Ο Θεός γεωμέτρης ή ο γεωμέτρης Θεός;   
Η συσχέτιση γνωστικών αντικειμένων στη διδακτική πράξη, έχοντας ως βάση το επιστημονικό έργο του Βενιαμίν, φέρνει στο προσκήνιο κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Να γνωρίσουν οι μαθητές, οι αυριανοί φοιτητές και επιστήμονες, εκείνη την θεωρία του Αμερικανού επιστημολόγου Τόμας Κουν, που υποστηρίζει πως η πορεία της επιστήμης δεν ακολουθεί εξελικτική πορεία, αλλά ριζικές επαναστατικές αλλαγές που καταργούν πλήρως τις μέχρι πρότινος υπάρχουσες θεωρίες και επιστημονικές απόψεις. Με άλλα λόγια, η επιστημονική κοινότητα σε όλους ανεξαιρέτως τους επιστημονικούς τομείς, περιβάλλει με εμπιστοσύνη τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, μέχρις ότου αναδυθεί μια νέα επαναστατική θεωρία, ένα νέο δηλαδή παράδειγμα, το οποίο ανατρέποντας τις παλαιότερες θεωρίες, λειτουργεί ως ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, βάσει του οποίου πλέον ερμηνεύονται τα σχετικά δεδομένα, (Kuhn. 1997: 101-149). Κάτι ανάλογο έκαμε κι Βενιαμίν όταν στο φυσιογνωστικό πεδίο αρνούνταν ότι τα μόρια της ύλης περιέχουν ενέργεια, προτείνοντας έτσι τη θεωρία του Πανταχηκινήτου, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να αντικαταστήσει το νόμο της βαρύτητας του Νεύτωνα, (Αργυροπούλου. 1994: 15). Χωρίς να θέλω να μπω σε χωράφια των συναδέλφων φυσικών, θεωρώ ότι μια τέτοια αναφορά στο επιστημονικό έργο του Βενιαμίν έχει τη σημασία της. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι «μπορούμε πάντα να πλουτίζουμε τις γνώσεις μας. Δεν μπορούμε όμως να αγνοούμε τις πιο παλιές από αυτές», καθώς γράφει ο Άρθουρ Κέσλερ στου βιβλίο του Οι Υπνοβάτες, (Koestler. 1979: 15.). Συνεπώς, δεν μπορούμε να αγνοούμε τον Βενιαμίν. 
Ήρθε η ώρα να θέσω εδώ ένα τέλος στις σκέψεις μου. Από την πλευρά του εκπαιδευτικού της τάξης θεωρώ πως ολάκερο το επιστημονικό έργο του Βενιαμίν μπορεί να αξιοποιηθεί στη διδακτική πράξη. Φτάνει ο εκπαιδευτικός που θα τολμήσει να το εντάξει σε αυτή, να το γνωρίζει αρκετά καλά. Από την πλευρά του εκκλησιαστικού ιστορικού, πιστεύω πως ο Βενιαμίν συνεχίζει να μας συγκινεί ακόμη. Κι αυτό είναι όμορφο και μας γεμίζει ελπίδα για το μέλλον, για οργάνωση παρόμοιων συναντήσεων όπως η αποψινή. Στέκομαι σε εκείνο το «ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις», που για τον Βενιαμίν «συμπυκνώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και καθήκοντα, οροθετεί στην ηθική του σκέψη την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου· διέπεται από αμοιβαιότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και τα καθήκοντα, ρυθμίζοντας γενικότερα την ηθική ζωή», (Αργυροπούλου. 1994: 19). Γεγονός που δεν εκφράζεται μόνο από φιλοσόφους του Διαφωτισμού όπως ο Κάντ, αλλά ανάγεται στην ευαγγελική ρήση «πάντα όσα εάν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείται αυτοίς», (Ματθ. 7, 12). Αυτός ήταν ο καλόγερος Βενιαμίν από Πλωμάρι, που εκτός από τα θεολογικά γράμματα, εσπούδασε και δίδαξε Μαθηματικά, Φυσική και Φιλοσοφία. 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 

Η ιστορική έρευνα για τον εντοπισμό της χειρόγραφης παράδοσης των Στοιχείων Φυσικής του Βενιαμίν, έργο που παραμένει ανέκδοτο, έχει εντοπίσει και καταγράψει είκοσι δύο χειρόγραφά της, τα οποία απόκεινται σε διάφορες βιβλιοθήκες, (Καράς. 1993: 35-53). Σ’ ένα από αυτά – το υπ. αρ. 1245 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος - ο Βενιαμίν περιγράφει την κίνηση των πλανητών ως εξής: «ο προς όν όρος του ανθρωπίνου νοός άλλο δεν είναι, ειμή η ζήτησις και γνώσις του λόγου των φαινομένων, και τούτο ένεκεν, ημείς ορώμεν και αυτά τα βρέφη να ζητώσιν εις έκαστον φαινόμενον το διατί· και είναι εκτός πάσης αντιλογίας ότι ο άνθρωπος ονομάζεται λογικός, όχι δι’ άλλο, ειμή διότι ζητεί τους λόγους των φαινομένων ή αισθημάτων», (Καράς. 1993: 47). Ετούτη η θέση της Φυσικής στα σχολικά προγράμματα της εποχής του ακόμη περισσότερο διαφαίνεται στον περίφημο Λόγο περί παιδείας, που εκφώνησε στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου το 1818, όπου ο Βενιαμίν κατατάσσει τη Φυσική σε εκείνα τα μαθήματα που γυμνάζουν τον νου του ανθρώπου: «πλην έστω ότι έμαθε τις, ή ότι νομίζει ότι έμαθεν την εαυτού διάλεκτον. Αλλ’ αυτός τι άλλο έμαθεν, ή σημεία των ιδεών; Διατί, δέομαι, υπάγει τις εις το σχολείον; Δια να μάθη. Τι; Ότι τα γράμματα των Ελλήνων 24, και ότι ούτω συλλαβίζονται; Όχι βέβαια. Τι δαι; Δια να μάθη λέξεις, είτε σημεία των εν τω εγκεφάλω ημών ιδεών; Όχι αναντιρρήτως. Αλλά τι; Να μάθη πράγματα, με τα οποία αυτός έχει αναφοράν· υπάγει να γυμνάση το λογικόν του δια να συλλογίζηται ορθώς· υπάγει να μάθη ότι δεν είναι αυτός μόνος επί της Γης, αλλ’ άπειρα όντα διαφόρου φύσεως, και ιδιοτήτων, με τα οποία αυτός έχει αναφοράν· υπάγει να μάθη ότι ων εν μέρος του σύμπαντος, έχει αναφοράν και ως προς τους ομοίους αυτώ, και ως προς την φύσιν, και ως προς τον δημιουργόν αυτού θεόν· τέλος πάντων υπάγει να αποκαταστήσει εαυτόν άνθρωπον λογικόν και ενάρετον, είτε εικόνα Θεού και ομοίωσιν», (Ερμής ο Λόγιος. 1818: 205-206· διατηρώ ως έχει το δημοσιευμένο κείμενο). Έχω την αίσθηση πως η επιστημονική σκέψη ο Βενιαμίν βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τη σκέψη κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι στην εποχή τους θεωρούσαν πως η Θεολογία οφείλει και μπορεί να διαλέγεται με τις φυσικές επιστήμες. Αναφέρω το παράδειγμα του Μ. Βασιλείου, ο οποίος σε μια αξιοσημείωτη θέση του για την επιστήμη και την έρευνα υποστηρίζει πως ο Θεός θέλοντας να γυμνάσει τον νου του ανθρώπου πολλά παρέλειψε να πει για το πώς της δημιουργίας του κόσμου, (Ματσούκας. 1990: 122). Άποψη που θα τη ζήλευε κι ο πολύς R. P. Feynman, γνωστός Αμερικανός φυσικός, με Νόμπελ Φυσικής το 1966, ο οποίος αν και θεωρεί πως υπάρχει «έντονη αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία», πιστεύει πως «για να κατανοήσουμε πως λειτουργεί η φύση απαιτείται η πιο τρομερή δοκιμασία της ανθρώπινης λογικής ικανότητας. Απαιτούνται ευφυή τεχνάσματα, υπέροχες λογικές σχοινοβασίες». Και συνεχίζει: «πρέπει να περπατήσεις σε τεντωμένο σχοινί, να μην κάνεις λάθος στις προβλέψεις σου για το τι θα συμβεί. Οι ιδέες της κβαντικής μηχανικής και της σχετικότητας αποτελούν παραδείγματα αυτής της προσπάθειας», (Feynman. 1998: 29). Αυτό το γύμνασμα του νου, όπως το προσδιορίζουν τόσο ο Μ. Βασίλειος όσο και ο μετέπειτα από τον Βενιαμίν κορυφαίος φυσικός Feynman, καθώς φαίνεται αντανακλάται στα Στοιχεία Φυσικής του Λέσβιου διδασκάλου του Γένους. Γι’ αυτό προτείνει τα θέματα με τα οποία ασχολούνται οι φυσικές επιστήμες, στα προγράμματα σπουδών των διδασκόμενων τότε μαθημάτων στα σχολεία, να διδάσκονται στις ανώτερες τάξεις, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο την ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης προεπαναστατικής εκπαίδευσης. Δεν χωρά αμφιβολία πως οι επιστημονικές ανακαλύψεις που σήμερα έχουν φέρει τη Φυσική στο προσκήνιο του διαλόγου με τη Θεολογία, όπως λόγου χάριν η συζήτηση γύρω από τη Θεωρία της Σχετικότητας, για τον Βενιαμίν, αν ζούσε σήμερα, στο έργο του θα ήταν κι αυτή προσλήψιμη, υπό την προϋπόθεση, θέλω να πιστεύω, πως «Σχετικότητα σημαίνει αναφορικότητα (και όχι σχετικισμό, όπως ισχυρίζονται οι αδαείς)», (Μπέγζος. 1993: 98), γεγονός άλλωστε που αποτελεί σημείο διαλογικής συνάντησης της σύγχρονης Θεολογίας με τη μοντέρνα Φυσική. Για να προεκτείνω ακόμη περισσότερο τη διαλογική σχέση της σύγχρονης Θεολογίας με τη μοντέρνα Φυσική φέρνω ακόμη ένα παράδειγμα. Ο κορυφαίος επίσης φυσικός του 20 αιώνα Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, με Νόμπελ Φυσικής κι αυτός το 1933, δεν διστάζει να επισημάνει το εξής: «αμφιβάλλω εάν θα μπορέσουν να επιβιώσουν για πολύν καιρό ακόμα ανθρώπινες κοινότητες με αυτόν τον αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα στη γνώση και στην πίστη», (Μπέγζος. 1998: 151). 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Αμπατζή, Ι. Ε. (2017). Πανταχηκίνητον: Το μεταφυσικό θεμέλιον της κοσμολογίας και της γνωσιολογίας στα Στοιχεία Μεταφυσικής του Βενιαμίν Λεσβίου. Αθήνα: Ίδρυμα Ερεύνης και Εκδόσεων Νεοελληνικής Φιλοσοφίας. 
Αργυροπούλου, Δ. Ρ. (1994). Βενιαμίν Λέσβιος: Στοιχεία Μεταφυσικής. Εισαγωγή – Σχόλια – Κριτικό Υπόμνημα Ρωξάνη Αργυροπούλου. Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικής Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. 
Αργυροπούλου, Δ. Ρ. (2003). Ο Βενιαμίν Λέσβιος και η ευρωπαϊκή σκέψη του 18ου αιώνα. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. 
Βαφόπουλος, Γ. (1990). Άπαντα τα ποιητικά. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. 
Βρεττάκος, Ν. (1999). Τα Ποιήματα, τ. Β΄. Αθήνα: Τρία Φύλλα. 
Γρόλιος, Γ. (2006). «Το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών και η σύγχυση γύρω από τη διαθεματικότητα», στο: http://www.fa3.gr/arthra/21-%20Diathematiko-grolios2.htm (τελευταία ανάκτηση: 10 / 09 / 2018). 
Ζουμπουλάκης, Στ. (2017). Για το Σχολείο. Αθήνα: Πόλις. 
Καράς, Γ. (1993). Οι επιστήμες στην Τουρκοκρατία: Χειρόγραφα και έντυπα. Οι επιστήμες της Φυσικής, τ. Β΄. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 
Καρούζος, Ν. (1995). Τα Ποιήματα (1961-1978), τ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος. 
Κονδύλης, Π. (1988). Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι φιλοσοφικές ιδέες. Αθήνα: Θεμέλιο. 
Λέσβιος, Βενιαμίν. (1818). «Λόγος περί Παιδείας», στο: Ερμής ο Λόγιος. 8: 200-209. 
Λέσβιος, Βενιαμίν. (1818). Στοιχεία Αριθμητικής, τ. Α΄. Βιέννη. 
Λέσβιος, Βενιαμίν. (1820). Γεωμετρίας Ευκλείδου Στοιχεία. Βιέννη. 
Λέσβιος, Βενιαμίν. (1820). Στοιχεία Μεταφυσικής. Βιέννη. 
Ματσαγγούρας, Γ. H. (2002). Η διαθεματικότητα στη σχολική γνώση, Αθήνα: Γρηγόρη. 
Ματσαγγούρας, Γ. Η. (2008). Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και μάθηση. Αθήνα: Γρηγόρη. 
Ματσούκας, Α. Ν. (21990). Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου. Θεσσαλονίκη: Πουρναρά. 
Μπέγζος, Μ. (1993). Ανατολική Ηθική και Δυτική Τεχνική: Θέματα Φυσικής Θεολογίας και Θρησκείας, Αθήνα: Γρηγόρη. 
Μπέγζος, Μ. (1998). Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας: Θεολογία, Τεχνολογία και Ιδεολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 
Πατρίκιος, Τ. (1998). Ποιήματα 1959-1978, τ. III. Αθήνα: Κέδρος. 
Σμυρναίος, Λ. Αντ. (2009). Λατρεία και νεύρωση στην Παιδαγωγική της Καινοτομίας: Σημειώσεις σε μια μετανεωτερική Φιλοσοφία της Παιδείας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 
Feynman, R. (1998). Το νόημα των πραγμάτων: Σκέψεις ενός πολίτη – επιστήμονα, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα: Κάτοπτρο. 
Hobsbawm, E. (2004). Η εποχή των άκρων: Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης. Αθήνα: Θεμέλιο. 
Koestler, A. (1979). Οι Υπνοβάτες: Μια ιστορία της αλλαγής του κοσμικού οράματος του ανθρώπου. Πυθαγόρας – Κοπέρνικος – Κέπλερ – Γαλιλαίος – Νεύτωνας, μτφρ. Ιωάννα Χατζηνικολή. Αθήνα: Χατζηνικολή. 

[*] Εισήγηση στην Επιστημονική Ημερίδα που έγινε στο Πλωμάρι (Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος»· 15 Σεπτεμβρίου 2018) με θέμα: «Το επιστημονικό και φιλοσοφικό έργο του Βενιαμίν Λεσβίου και η διαχρονική του αξία».

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Χριστιανισμός βρίσκεται στην καρδιά του Δυτικού πολιτισμού

«Εμπρός σ’ αυτή τη βαθιά θρησκευτική ταπεινοφροσύνη, η Δύση δίνει την εντύπωση ότι έχει ξεχάσει τις χριστιανικές καταβολές της. Αυτό όμως αντί να το αποδίδουμε σε ένα υποτιθέμενο ρήγμα, που δήθεν δημιούργησε ο ορθολογισμός ανάμεσα στη θρησκεία και την πνευματική εξέλιξη, θα είμαστε οπωσδήποτε πιο κοντά στην πραγματικότητα αν το δούμε ως συνύπαρξη επιστήμης και θρησκείας μέσα σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία ή, ακόμη καλύτερα ως πολλαπλούς διαλόγους ανάμεσα στις δύο, άλλους δραματικούς κι άλλους γεμάτους εμπιστοσύνη, που δεν διακόπηκαν ποτέ, παρά τα φαινόμενα. Είναι βέβαιο πως ο χριστιανισμός αποτελεί θεμελιώδη πραγματικότητα της δυτικής ζωής, η οποία σημαδεύει, χωρίς πάντα να το ξέρουν ή να το αναγνωρίζουν, ακόμη και τους άθεους. Οι ηθικοί κανόνες, η στάση εμπρός στη ζωή και το θάνατο, η αντίληψη της εργασίας, η αξία της προσπάθειας, ο ρόλος της γυναίκας και του παιδιού, όλα αυτά είναι συμπεριφορές που φαίνεται να μην έχουν πια καμία σχέση με το χριστιανικό αίσθημα, κι όμως όλα από αυτό απορρέουν. 
[…] Ο δυτικός χριστιανισμός υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η κύρια συνιστώσα της ευρωπαϊκής σκέψης, ακόμη και της ορθολογιστικής, που διαμορφώθηκε για να τον αντιπαλέψει, χωρίς όμως να έχει άλλη αφετηρία από τον ίδιο. Σ’ όλη την ιστορία της Δύσης, ο χριστιανισμός βρίσκεται στην καρδιά αυτού του πολιτισμού, τον οποίο ζωογονεί ακόμη και όταν αφήνεται να παρασυρθεί ή να αλλοιωθεί από αυτόν, και τον οποίο αγκαλιάζει ακόμη κι όταν εκείνος πασχίζει να του ξεφύγει. Γιατί όταν στρέφεις τη σκέψη ενάντια σε κάποιον, εξακολουθείς να βρίσκεσαι στη δική του τροχιά. Ο Ευρωπαίος, ακόμη και άθεος, δεν παύει να είναι δέσμιος μιας ηθικής, δέσμιος διαφόρων ψυχικών επιταγών που ορίζουν τη συμπεριφορά του, και είναι βαθιά ριζωμένες στη χριστιανική παράδοση»


F. BRAUDEL, (2009), Γραμματική των Πολιτισμών, μτφρ. Α. Αλεξάκη Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 78, 457-458.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Αυτοί που θέλουν να καταλάβουν θα καταλάβουν τι συμβαίνει - ευτυχώς είναι oλίγοι - τους άλλους θα τους ξεπεράσει η εποχή και η εκπαιδευτική ιστορία

«Τι βγαίνουνε μες απ’ τις κάννες 
των τυφεκίων; Ποια αισθήματα; 
Ποιος λόγος; Ποιο σωτήριο μήνυμα; 
Ειδοποιήστε αυτούς τους στρατιώτες εκεί 
που τυφεκίζουν το αύριο»

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ. (1999). «Προκήρυξη», στο: Τα Ποιήματα, τ. 2ος. Αθήνα: Τρία Φύλλα, σ. 360. 


Γιάννης Γαΐτης· «Μορφές».

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Ο «δαίμων του τυπογραφείου» και τα τυπογραφικά λάθη: Lapsus calami – Erratum

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Ο καθηγητής δούλευε σκυφτός απάνω στο γραφείο του, που φωτιζότανε δυνατά από το φως της λάμπας, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο έμεινε βυθισμένο στη σκιά. Μονάχα το τρίξιμο της πέννας του ακουγότανε μες στη σιγή της νύχτας. Διόρθωνε τα δοκίμιά του με τη σκέψη συγκεντρωμένη ολότελα στο θέμα και στην ορθογραφία και με κάποια ελαφριά και αδικαιολόγητη ανησυχία, κάποιο ακατανίκητο τρακ της δημοσιότητας, που τον κατείχε σε τέτοιες στιγμές, σαν έμελλε να τυπωθεί κάτι δικό του και συλλογιζότανε το ανεπανόρθωτο – μήπως του ξέφυγε κανένα lapsus calami, κανένα σφάλμα στις παραπομπές, καμμιά ασυνείδητη και κρυμμένη αντίφαση, από κείνες που τις γράφεις δίχως να το ξέρεις και φανερώνουνται αναιδέστατα αφού κυκλοφορήσει σε βιβλίο και τις βλέπει πια όλος ο κόσμος…»· Γιώργος Θεοτοκάς. (2005). Αργώ, τ. Α΄. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [δέκατη ένατη έκδοση], σ. 135. 
Όποιος παρακολουθεί την ιστορία του βιβλίου, από την αρχαιότητα (με τον τεράστιο όγκο των χειρογράφων), μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης (με την ανακάλυψη της τυπογραφίας) και από εκεί ως τις μέρες μας, σίγουρο είναι ότι θα πέσει πάνω στον γνωστό «δαίμονα του τυπογραφείου», έκφραση νεωτερική, γνωστή σ’ όσους ασκούνται στη γραφή και την ανάγνωση. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον «δαίμονα», φορτώνουμε πλείστα όσα σχετίζονται με τη συγγραφή και την έκδοση των βιβλίων. Φορτώνουμε τις λεκτικές, γραμματικές και συντακτικές αστοχίες των συγγραφέων, των μεταφραστών, των τυπογράφων, των φωτοστοιχειοθετών, των σελιδοποιών, των επιμελητών, εν τέλει των διορθωτών. Σπάνια βρίσκει κανείς ένα βιβλίο που να μην το βαραίνουν ορθογραφικά και τυπογραφικά λάθη. Ακόμη και ο πολύς Έκτωρ Κακναβάτος, σημαντικότατος ποιητής του 20ου αιώνα, λέγεται πως στην έκδοση των ποιητικών του συλλογών, ήταν τόσο τελειομανής, που δεν δίσταζε κάποιες από αυτές να τις πετάει στο καλάθι των αχρήστων, όταν διαπίστωνε πως μια λέξη ήταν τονισμένη με οξεία αντί για βαρεία. Παραξενιά θα πει κάποιος. Νομίζω πως όχι. Όταν η σχέση σου με τη γραφή, το βιβλίο και τον εκδοτικό οίκο που συνεργάζεσαι – εδώ οι εκδόσεις Κείμενα όπου κυκλοφορούσε τα ποιήματά του ο Κακναβάτος, για το ελληνικό βιβλίο τολμώ να πω ότι υπήρξαν οι πιο σημαντικές - είναι σχέση «ερωτική», έχω την ταπεινή γνώμη πως οφείλεις να αντιμετωπίζεις έτσι την έκδοση ενός βιβλίου. Κι ας σε πουν παράξενο, τελειομανή. 
Πρόκειται, λοιπόν, για τα περίφημα lapsus calami (παραδρομή της πέννας) ή, τα erratum (παροράματα), που έλεγαν και οι Λατίνοι, τα οποία κανείς δεν μπορεί να αποφύγει, όσο τελειομανής κι αν είναι. Έτσι, ετούτα τα λεκτικά σφάλματα, αυτές οι αβλεψίες, οι πολλές κρυμμένες αντιφάσεις στο γραπτό λόγο, ακολουθούν για πάντα τον συγγραφέα, τον επιμελητή, τον διορθωτή αφού, βέβαια, δημοσιευθεί αυτό που έχει γράψει ή έχει επιμεληθεί. Σ’ αυτήν την περίπτωση επιθυμώ να κάμω μια προσωπική εξομολόγηση: χωρίς να διεκδικώ το ρόλο εκείνου του ήρωα του Γκόγκολ που νόμιζε πως μετείχε της σοφίας απλώς και μόνον επειδή αγαπούσε τη μελέτη και τη συγγραφή, οφείλω να πω ότι πριν δύο σχεδόν χρόνια είχα επιμεληθεί το βιβλίο ενός ξεχωριστού στην πνευματική ζωή της Μυτιλήνης φιλολόγου καθηγητή. Στις πολλές διορθώσεις των δοκιμίων που έκαμα, επισήμανα πόσο δύσκολη δουλειά θα είχε ο εκδότης για να φέρει εις πέρας την έκδοση εκείνου του ωραίου βιβλίου. Δυστυχώς, όμως, οι διορθώσεις μου δεν ελήφθησαν υπόψη, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ένα βιβλίο που, εκ των υστέρων, διαπίστωσα ότι η δουλειά μου ως διορθωτή και επιμελητή είχε τραβήξει για τα καλά τον ανήφορο των lapsus calami…   

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Τί είναι τέλος πάντων ο ελληνικός λαός;

«Ανασκοπώντας τη διαδρομή ιδίως του Νέου Ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων, αισθανόμουν ολοένα και πιο επιτακτικά μέσα μου, την ευθύνη και το χρέος να μεταδώσω όχι μόνο τις συσσωρευμένες με κόπους γνώσεις μου, αλλά και κάτι πιο πέρα απ’ αυτές, κάτι σαν απόσταγμα από την πείρα του ιστορικού, που θα την περίμενε ασφαλώς κάθε Έλληνας πολίτης, κάτι από την απώτερη πρόθεσή μου να του φανώ χρήσιμος όχι μόνο στη θεωρητική του καθαυτή μόρφωση, αλλά και στην ίδια την πρακτική της ζωής του σε μια μεταβατική εποχή, στη μεταβιομηχανική, με τους πολλούς πειρασμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, στην οποία δοκιμάζονται τόσο σκληρά οι ηθικές αξίες που επικρατούσαν ως τώρα, οι ανθρώπινες σχέσεις και ιδίως η συνοχή της οικογένειας· σε μια εποχή που σπρώχνει τους ανθρώπους, ιδίως τους νέους, στην απόλαυση όσο το δυνατόν περισσότερων υλικών αγαθών, αλλά και στην αποθησαύριση γνώσεων για τον ίδιο σκοπό, και συνήθως όχι και για την επιστημονική μαζί και ηθική τελείωσή τους. Πιστεύω λοιπόν, ότι η αυτογνωσία μας, η ελληνογνωσία, όπως την ονομάζω, ή η αποκρυπτογράφηση του κώδικα της συμπεριφοράς των Ελλήνων – γιατί γι’ αυτήν ουσιαστικά πρόκειται – θα μπορούσε να προσφέρει πολλά – με την εφαρμογή των πορισμάτων και διδαγμάτων της, σαν ένα εθνικό “γνώθι σ’ αυτόν” - στην καθημερινή ζωή. 
»Με εφόδια λοιπόν τα ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος, που τα συγκρίνω και με το παρόν, κάνω μια προσπάθεια να δώσω κάποια απάντηση στο ερώτημα “τί είναι τέλος πάντων ο ελληνικός λαός;”, στο πιο καυτό πρόβλημα για όλους μας, μια προσπάθεια να ανατάμω ή καλύτερα να αναλύσω την ελληνική ψυχή στα γενικά της στοιχεία, όπως τα αποκαλύπτει η μελέτη ανθρώπινων πράξεων. Δεν είναι ανάγκη βέβαια να υπογραμμίσω τα οφέλη που θα προέκυπταν για όλους μας από τη μελέτη και τη συνειδητοποίηση των εθνικών μας χαρακτηριστικών, ιδίως αυτών που καθορίζουν σημαντικά τη συμπεριφορά μας και ρυθμίζουν την ίδια τη συμβίωσή μας»



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ. (1983). Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: Ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα. Έρευνα – Πορίσματα – Διδάγματα. Θεσσαλονίκη: σσ. 16-17.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Εικοσιτεσσάρων ετών, στα 1929, ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς, που με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής, έγραφε το Ελεύθερο Πνεύμα

«Δυστυχώς λείπουν από τους Έλληνες οι πνευματικοί ορίζοντες, η παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη, και δεν μπορούν να συζητήσουν χωρίς να ριχτούν μέσ’ στο δόγμα. Δεν έχουν ακόμα οι ελληνικοί εγκέφαλοι τη δύναμη να απλωθούν ελεύθερα στον κόσμο των ιδεών και σε κάθε βήμα, στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην ιστορία, στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στη γλωσσολογία, γυρεύουν την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή. Αυτή η μανία του απόλυτου, του οριστικού, του ασάλευτου, που εκδηλώνεται σ’ όλες τις ελληνικές συζητήσεις, φανερώνει και το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξής μας»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ. (1986). Ελεύθερο Πνεύμα. Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σσ. 19-20.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Η Παναγιά η Χειροδείχτρα

«Μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, που το ένα είναι γυναίκα και το άλλο μάλλον ο φίλος μου Α. Κ., βρισκόμαστε σ’ ένα σκούρο κλειστό αυτοκίνητο και προχωρούμε πλάι στη θάλασσα κάτω από πυκνά δέντρα. Γρήγορα όμως το τοπίο αλλάζει κι απομένει εντελώς γυμνό. Σ’ ένα σημείο, που ο δρόμος χωρίζει, εξηγώ στους συνεπιβάτες μου ότι ο αριστερός οδηγεί στην πολιτεία, ενώ ο άλλος, ο δεξιός, ακολουθώντας ένα είδος μουράγιου πλακόστρωτου, πάει σε κάποιο Μοναστήρι που, πραγματικά, το βλέπουμε να προβάλλει μακριά στο βάθος πάνω απ’ τη θάλασσα. Μοιάζει περισσότερο με άσπρη κυκλαδίτικη εκκλησιά. Ο σωφέρ, χωρίς να του πούμε τίποτε, ακολουθεί στην αρχή τον αριστερό δρόμο. Ύστερα σταματάει, κάνει όπισθεν και παίρνει τον άλλο, τον παραλιακό. Ενώ απέχουμε ακόμη αρκετά από την Εκκλησία – Μοναστήρι, αυτός σταθμεύει μπροστά σ’ ένα ορθογώνιο μισοτελειωμένο χτίσμα, πασαλειμμένο πρόχειρα με ασβέστη – τα τούβλα και τα δοκάρια φαίνονται ακόμη αποκάτω -, κατεβαίνει και μας δείχνει με ύφος πολύ επίσημο την είσοδο: “Εδώ είναι η εκκλησιά της Παναγιάς της Χειροδείχτρας”, λέει τονίζοντας τα λόγια του. 
»Κατεβαίνουνε κι εμείς· περνάμε μια μικρή γέφυρα για να φτάσουμε ως την πόρτα· εκεί, δεξιά πάνω απ’ την πόρτα, στον ασβέστη, παρατηρούμε πραγματικά μια μικρή τοιχογραφία μισοσβησμένη, όπως οι παλιές βυζαντινές. Παριστάνει μια Παναγιά, εντελώς αδέξια ζωγραφισμένη, που τεντώνει το δεξί της χέρι, σα να δείχνει ή σα να κοροϊδεύει. Ο δείχτης μάλιστα του χεριού είναι υπερβολικά μεγάλος και χοντροκομμένος. Οι σύντροφοί μου αρχίζουν να σταυροκοπιούνται, αλλά εγώ σκύβω αμίλητος πάνω απ’ τη γέφυρα και κοιτάζω το νερό που κυλάει ήρεμα»


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (52000). «Η Παναγιά η Χειροδείχτρα», στο: Ανοιχτά Χαρτιά. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 207-208.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Ασφυξία στη σχολική τάξη

«—Κύριε, είναι μεσημέρι κι ακόμα δεν ξυπνήσατε 
—Κύριε, δεν πήρατε το πρωινό σας 
—Κύριε, ήπιατε πολλούς καφέδες 
—Κύριε, ο ήλιος λάμπει, αστράφτει βρέχει και χιονίζει 
—Κύριε, ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στο παράθυρο σας 
—Κύριε, μια μαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στο στήθος σας 
—Κύριε, πώς τρέχετε με το ποδήλατο! 
—Κύριε, είστε παγωμένος 
—Κύριε, έχετε πυρετό 
—Κύριε, είσαστε νεκρός;» 

(Μίλτος Σαχτούρης· από τη συλλογή Το Σκεύος, των παλαιών καλών εκδόσεων Κείμενα, κάπου στα 1971). 


Γιώργος Βακιρτζής (1923-1988)· «Φως στο χώρο».

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Summum malum

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Μάλλον... βρεθήκαμε αρκετά μακριά από την περιοχή των Παιδαγωγικών ιδεών. Κι ο πόλεμος που δεχόμαστε: διοικητικός, κοινωνικός, πολιτικός, δεν έχει άλλο όνομα και χαρακτηρισμό. Summum malum, δηλαδή, το μεγαλύτερο δυνατό λάθος συνετελέσθη. Ή, «νομίζω πως ο καλύτερος ορισμός για τον άνθρωπο είναι το αγνώμον δίποδο», κατά Φ. Ντοστογιέφσκι! Διαλέγετε και παίρνετε. Και που παρακαλώ; Στο χώρο της Εκπαίδευσης. Φανταστείτε τι διδάσκουμε στους μαθητές μας. Αύριο πάντως, πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, θα τους προσφέρω από ένα ρόδι. 



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ· «Ρόδια», λάδι σε μουσαμά.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Σε ρόλο «διορθωσιμανών» χριστιανών – πόσο καλός άραγε είναι ο «γλυκερός» Χριστιανισμός που αφειδώλευτα διδάσκεται από ουκ ολίγους χριστιανομαθημένους - ή, σε ρόλο χριστιανών της θυσίας;

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

«Από την ώρα που ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεαρού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του», γράφει ο Μάνος Χατζηδάκις στο βιβλίο του Τα Σχόλια του Τρίτου. Προσπαθώντας μάλιστα να αιτιολογήσει την άποψή του αυτή λέγει και το εξής εκπληκτικό: «Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται». Προσέξτε το «συνήθισε να φοβάται». Ο Χατζηδάκις το έχει υπογραμμισμένο. Και δεν έχει άδικο. Πολλοί είναι εκείνοι που  φοβούνται συνανθρώπους τους, ακόμη και τον διπλανό τους. Ο ίδιος, εξάλλου, κορυφαίος συνθέτης, σε άλλο σημείο του βιβλίου του φαίνεται να αποδίδει αυτόν τον φόβο στους «κώνωπες»«Κώνωπες» και τότε που ο Χατζηδάκις σχολίαζε την ελληνική πραγματικότητα, κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80, υπήρχαν πολλοί – πρόκειται για εκείνους που τσιμπούσαν κάθε πολίτη, που η ευθύνη και το ήθος του δεν του άφηναν κανένα περιθώριο να μην αντιδράσει σε κάθε ακραία πρόκληση – «κώνωπες» πολλοί από εμάς, στο όνομα της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας – τι ιδεολόγημα κι αυτό, κακέκτυπο πέρα για πέρα - και σήμερα, με βάση αντίστοιχο ιδεολόγημα: «είμαι Έλληνας κι Ορθόδοξος Χριστιανός», θρησκευτικό κι αυτό στη βάση του, όπου με βίαιο τρόπο τσιμπάμε όποιον αρθρώνει αντίσταση στη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, προσπαθώντας τάχα με αυτόν τον τρόπο να διαφυλάξουμε την καθαρότητα της φυλής, της θρησκείας, του έθνους. Ονοματίζω αυτό το ιδεολόγημα θρησκευτικό διότι ως βάση έχει το δόγμα Sola Scriptura! Πολλοί, λοιπόν, οι υποστηρικτές της χριστιανικής πίστης. Όλο και περισσότερο πληθαίνουν. Υποστηρικτές της αποκλειστικότητας, εν ονόματι της Αγίας Γραφής. Είμαστε η κατηγορία των χριστιανών που θέλουμε να διορθώσουμε τον κόσμο με διάφορα συνθήματα, με επιλεκτικό τρόπο ειλημμένα από τη μακρόχρονη Παράδοση της Εκκλησίας, βιβλική και πατερική, βρίσκοντας τον τρόπο να κάνουμε γνωστή την παρουσία μας. Όλοι μας αγανακτούμε. Η αγανάκτηση έγινε πια της μόδας. Μερικοί μάλιστα από εμάς γινόμαστε και «διορθωσιμανείς», για να θυμηθώ τον κυρ Αλέξανδρο της Σκιάθου, τον Παπαδιαμάντη, τον γνωστό άγιο των νεοελληνικών μας γραμμάτων. Ως «καλοί χριστιανοί» που είμαστε, σκανδαλιζόμαστε γιατί η αδηφάγα από το κακό κοινωνική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται καθημερινά, λόγω της μετανάστευσης ανθρώπων από τόπο σε τόπο, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, μέρα με τη μέρα αλλάζει άρδην· γι’ αυτό θέλουμε να τη διορθώσουμε. Για να πετύχουμε τους σκοπούς μας επιστρατεύουμε ακόμη και σύμβολα της πίστης και της πατρίδας μας. Το Σταυρό του Ιησού Χριστού και την ελληνική σημαία. Μόνο που οι «προγονοί μας θυμώνουν κι αρνούνται τη συμμετοχή τους αυτή στα όσα ανίερα επιχειρούμε στο όνομά τους, σαν τους επικαλούμεθα συχνά», κατά Μάνο Χατζηδάκι. Κι όμως, δεν είναι δυνατόν να επικαλείται κανείς τον Σταυρό του Κυρίου, αν δεν γνωρίζει τόσο καλά τα περί αυτού. Ούτε, βέβαια, η ελληνική σημαία είναι αποκλειστικότητα κάποιων. Γι’ αυτήν, ειδικά, ο πολύς Σταύρος Ζουμπουλάκης έχει πει πως το «μάθημα είναι παλαιό και το έχουμε διδαχθεί κατ’ επανάληψη, όσο κι αν κάποιοι επιμένουν να μην το μαθαίνουν· ο εθνικισμός εναντίον του έθνους». Πράγματι, σοφός λόγος! 
Ωστόσο, για να μην κατηγορηθώ ότι μέμφομαι όλους εκείνους τους υποστηρικτές της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, καλοπροαίρετα πάντα, έχω να τους πω ετούτο: συμμερίζομαι την αγωνία τους. Καταλαβαίνω την αγανάκτησή τους. Αλλά, αδελφοί μου, πώς να το κάνουμε, δεν μπορούμε από τη μια να λέμε ότι υπηρετούμε βασικές αξίες της χριστιανικής πίστης (ειρήνη, αγάπη, δικαιοσύνη, δικαιώματα, αλληλεγγύη, θυσία), και ταυτόχρονα από την άλλη να φορτώνουμε την ατμόσφαιρα με κλαυθμούς και δάκρυα που προέρχονται από μίσος για τον συνάνθρωπο, όσο διαφορετικός κι αν είναι αυτός. «Δίχως Σταυρό ο άνθρωπος, μεθυσμένος, κατακρημνίζεται στη γοητεία της αβύσσου που ξεχύνει τη δυσωδία της αποσύνθεσης», κατά ιερομόναχο Συμεών Αγιορείτη, τον επονομαζόμενο Περουβιανό. Μόνο «παθήματα και κάκωση θα φέρουν ίσως τον ζαλισμένο άνθρωπο σε συναίσθηση του εαυτού του, σε νηφαλιότητα. Ταραχή και σύγχυση επαναφέρουν στο φυσικό τον αλόγιστο έρωτα για τα παρόντα. Μέσα στις στάχτες κρυμμένη παραμένει η ελπίδα», συνεχίζει ο Αγιορείτης ιερομόναχος Συμεών. 
Αποσώνοντας τις σύντομες παραπάνω σκέψεις μου, προσπαθώντας να δώσω ελπίδα και χαρά κι όχι θολούρα και θανατίλα, υπενθυμίζω και κάτι ακόμη. Ο άνθρωπος για να γίνει άνθρωπος οφείλει να ενεργεί με τον τρόπο του Χριστού, όπου η αγάπη του χωρά τους πάντες. Η Εκκλησία του, την οποία διαλαλούμε πως διακονούμε, εξάπαντος είναι κιβωτός που χωρά κάθε κατατρεγμένο. Ενώπιον αντιλήψεων και νοοτροπιών καθαρότητας, ακόμη και της θρησκευτικής πίστης – ακούγεται κι αυτό συχνά, είναι ένα από τα πολλά συνθήματα – κάθε διχοτόμηση του «εσύ είσαι δικός μας, άρα είσαι καλός», ενώ «εσύ είσαι ξένος, άρα είσαι κακός», συνιστά εκτροπή από το μήνυμα: «η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους», κατά άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Μα, γιατί αγανακτείς καλέ μου άνθρωπε;

«Επομένως, ενώ πλείστοι όσοι είναι δαιμονισμένοι, τούτο δεν σημαίνει ότι δαίμονες έχουν κατοικήσει μέσα τους μήτε ότι οι ίδιοι οι δαίμονες τους άγουν και τους φέρουν εδώ και εκεί! Η αλήθεια αυτή περιγράφεται άκρως πειστικά στο αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι Οι Δαιμονισμένοι. Βερχοβένσκι, Κυρίλλοφ, Σιγκαΐλοφ, Στραβόγκιν και άλλοι είναι οι δαιμονισμένοι όχι για τυχόν δαίμονες που κατοικούν μέσα τους, μήτε για τα όποια φρονήματά τους, αλλά για τις καταστροφικές τους πράξεις εις βάρος της δικής τους ύπαρξης και των συνανθρώπων τους»

ΝΙΚΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ. (1999). Ο Σατανάς. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, σσ. 114-115.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Ο καλύτερος ποιητής της Αλεξάνδρειας

«Έτσι τουλάχιστο πιστεύαμε ώσμε τώρα. 
Ώσπου μια μέρα πέθανε ο Καβάφης
και τότε ανακαλύψαμε πως ήταν 
και του Καΐρου ο καλύτερος ποιητής
και των Θηβών, της Καχιρά, της Μέμφιδος,
της Άνω Αιγύπτου και της Δενδερά
μα και του Νείλου – ο καλύτερος κροκόδειλος.

Πήραμε σβάρνα τα χωριά να διαλαλούμε
την ανακάλυψή μας, φτάσαμε ως Αμέρικα
πότε με καραβέλα, πότε με ωτοστόπ.

Απ’ το πολύ να λέμε, να και η Αττική
στα γκρίζα της ντυμένη μέσα σε μια φούσκα.
Τη λυπηθήκαμε κι αυτή· να της το πούμε
καλύτερα από τώρα, πριν το μάθει
ξάφνω και πάθει κατιτίς κακό.

-Γνωρίζεις τον Καβάφη;
(Τον γνωρίζει)
-Ξέρεις τι κάνει αυτός;
- Έχει πεθάνει.
-Σωστά, μα ξέρεις πόσο εκεί τόνε λατρεύουν;

Νεκροί όλη τη μέρα στο πουγκί του
ξεχειμωνιάζουν, κι ο Θεός ακόμα
Περί πολλού τον έχει, δεν τον πιλατεύει.
- Α, μπράβο, μπράβο! Κι έλεγα κι εγώ...
- Σώπα μωρή κουφάλα τ΄ς Αττικής
κι έλα να πιάσεις απ' την άκρη το κορμί του,
το θείο του κορμί του, το θεσπέσιο σώμα
της ποίησής του, το άπαντο της ομορφιάς του.
Θα τρελαθείς, θα παλαβώσεις σα θα δεις
αυτό που βλέπω εγώ. Το βλέπεις; Κοίτα!».

Άμστερνταμ, Νοέμβρης 1985


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ. (1995). «Ο καλύτερος ποιητής της Αλεξάνδρειας», στο: Μεθιστορία. Αθήνα: Άγρα, σσ. 13-14.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Εκείνος ή εκείνη που θέλει να ακολουθήσει τα βήματα του Ιησού Χριστού και να συνεχίσει το έργο του, οφείλει να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε Εκείνος

«Η Εκκλησία δεν είναι ένα νηπιαγωγείο όπου υπεύθυνοι και έμπειροι νηπιαγωγοί ποδηγετούν ανεύθυνα και άπειρα νήπια και διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους. Η Εκκλησία είναι μία κοινωνία ισότιμων συντρόφων με διαφορετικά ο καθένας χαρίσματα, μοναδικά αλλά απολύτως απαραίτητα για το σύνολο, που όλοι επηρεάζουν όλους και όλοι συμβάλλουν ή στην ανάπτυξη και την ολοκλήρωση και τη σωτηρία ή την έκπτωση και την απώλεια όλων. Σ’ αυτή τη κρίσιμη εκκλησιαστική πραγματικότητα αναφέρεται ο Ιησούς Χριστός όταν έλεγε “εις γαρ έστιν υμών ο διδάσκαλος ο Χριστός, πάντες δε υμείς αδελφοί έστε” (Ματθ. 23.9)».

π. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ. (2006). Συγκυρίες και Επιλογές: Αυτοβιογραφία. Αθήνα: Αρμός, σσ. 189-190.


Εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού (1546)· Κρητική Σχολή – Θεοφάνης ο Κρής. (Βλ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΤΡΙΝΕΛΗΣ – ΑΓΑΠΗ ΚΑΡΑΤΣΑΝΗ – ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΧΑΡΗ. (1974). Μονή Σταυρονικήτα: Ιστορία – Εικόνες – Χρυσοκέντητα. Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, σ. 83).

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος και ο Β. Τατάκης για τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ 

Ξεφυλλίζοντας σήμερα έναν τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του εθνικού μας ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, για τις ανάγκες μιας μικρής μελέτης που ετοιμάζω γι' αυτόν, η ματιά μου έπεσε στην ευμενή κρίση του για έναν από τους κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός «ζωγράφος» του προφορικού και του γραπτού λόγου. Κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο: «τον Γρηγόριον προσηγόρευσαν κατ' εξοχήν θεολόγον, αλλ' έπρεπεν μάλλον να επονομάσωμεν ποιητήν του Χριστιανισμού». Όμως, δεν είναι μόνον ο Κ. Παπαρρηγόπουλος που θεωρεί τον Γρηγόριο Θεολόγο σημαντικό για την εποχή του ποιητή. Ο Βασίλειος Τατάκης, σημαντική προσωπικότητα της πνευματικής ζωής τον περασμένο αιώνα, γράφει πως ο Γρηγόριος υπήρξε γόνιμος ποιητής, με πολύμορφο ποιητικό έργο. Ο ίδιος, κατά τον Τατάκη, χαρακτήριζε τα ποιήματά του ως «τερπόν φάρμακον τοις νέοις και των όσοι μάλιστα χαίρουσι λόγοις, πειθούς αγωγόν εις τα χρησιμότερα». Και οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί για το ποιητικό έργο του Γρηγορίου, επαληθεύονται από τους παρακάτω στίχους του Ύμνου εις τον Θεόν, που συμπεριέλαβε στον 29ο Δογματικό Λόγο του. Ας τους απολαύσουμε σε ελεύθερη μετάφραση: 

«Ω, εσύ ο επέκεινα πάντων! Πως αλλιώς να σε ψάλλω; 
Πως να σε υμνήσει λόγος, εσύ δεν είσαι ρητός με λόγο. 
Νους πως να σε στοχαστεί; Κανένας δεν σε χωρεί. 
Μόνος εσύ είσαι άφραστος, αφού γέννησες όσα λαλούνται. 
Μόνος εσύ είσαι άγνωστος, γέννησε όσα νοούνται. 
Όλα σε υμνολογούν, όσα λαλούν κι όσα όχι. 
Όλα σε δοξάζουν, όσα νοούν κι όσα όχι. 
Διότι κοινοί είναι οι πόθοι, κοινές κι οι ωδίνες όλων 
γύρω σου· σ' εσέ προσεύχονται τα πάντα, σ' εσέ τα πάντα, 
κατανοώντας το μυστήριό σου, εκφέρουν ύμνο σιγανό. 
Όλα μέσα σε σένα μένουν, προς εσένα όλα μαζί βαδίζουν. 
Κι εσύ είσαι το τέλος όλων, κι ένας και όλα και κανένας, 
μη όντας ούτε ένας ούτε τα πάντα. Πανώνυμε, 
πως να σε αποκαλέσω τον μόνο ανονόμαστο; Ποιός νους ουράνιος 
θα εισδύσει πέρα από τα συνεφένια πέπλα; Έλεος δείξε 
ως εσύ ο επέκεινα πάντων! Πως αλλιώς να σε ψάλλω;» 


Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Βασίλειος Καισαρείας· Τοιχογραφία από τη Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Σκριπούς Βοιωτίας. (Βλ. Β. ΤΑΤΑΚΗΣ. (1960). Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, σ. 145).

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;

«Τι μας περίσσεψε απ’ το σκηνικό; Το κάθισμα και τ’ άλλο
κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα.

Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα
πουλιά του.

Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-
θούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.

Ό,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν’ ακούγεται, μόλις
ακούγεται μέσα στις λέξεις.

Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση, προ-

πάντων η παραίτηση.

Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η
πέτρα έχει σκιά, τ’ αγκάθι έχει φεγγάρι,

ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ’ τα δόντια του δά-
σους,

η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια
στάλα μαύρο νερό.

Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;»




Τάκης Σινόπο
υλος. (41990). «Απολογισμός», στο: Πέτρες. Αθήνα: Κέδρος, σ. 20.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;



«Αλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρό-
    μου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιόν
    αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
    να ζείς πιο αληθινά –
πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
    Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφί-
    τα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο…

Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις
    γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
    σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
                                                        αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα»
.


Αποτέλεσμα εικόνας για α χειρόγραφα του Φθινοπώρου

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. (1990). «Ο πρώτος στίχος», στο: Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου, Αθήνα: Κέδρος, σ. 14.