«Ποιος να παραβγεί μαζί του στη γνώση της νεοελληνικής, στη γλωσσοπλαστική δύναμη, στην ποιητική ευαισθησία;» διερωτάται με ρητορικό ύφος ο ομηριστής καθηγητής Ιωάννης Κακριδής στον πρόλογο της μετάφρασης της ομηρικής Οδύσσειας από τον ίδιο και τον Καζαντζάκη [Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα: 1996].
Το 1913 ο τριαντάχρονος Καζαντζάκης μεταφράζει το έργο «Συνομιλίες με τον Γκέτε» του Γερμανού ποιητή Johann Eckermann (1792 ‒ 1854) και παραθέτει ένα απόσπασμα που φαίνεται να ασπάζεται πλήρως και ο ίδιος ο μεταφραστής: «Όταν ανώτερον πνεύμα προαισθανθεί ή διακρίνει με το οξύ του βλέμμα την ενδόμυχη εργασία της φύσεως, τότε η γλώσσα που του μετεβιβάσθη δεν του αρκεί πια να εκφράσει τόσο ανώτερες από την ανθρωπότητα ιδέες. Θα του εχρειάζετο η γλώσσα των πνευμάτων. Αλλʼ επειδή δεν την γνωρίζει, πρέπει να αρκεσθεί στις ανθρώπινες εκφράσεις, που είναι όμως ανεπαρκείς και κατεβάζουν ή αλλοιώνουν τις ιδέες του για τις νέες σχέσεις που αυτός ανεκάλυψεν».
Ο Καζαντζάκης ένιωθε «ανώτερον πνεύμα» και ως τέτοιο θέλησε να είναι «μόνος» και «ο μόνος» σε όλο του το έργο. Η φλογερή ιδιοσυγκρασία του, η πολυσύνθετη προσωπικότητά του, δεν ικανοποιόταν με τη λογοτεχνική γλώσσα της εποχής του, την οποία θεωρούσε κοινή και τετριμμένη από την καθημερινή χρήση. Με κάθε ευκαιρία εκδήλωνε τον γλωσσικό «σκεπτικισμό» του, τη δυσαρέσκειά του για την αδυναμία, την ανεπάρκεια της ανθρώπινης γλώσσας να εκφράσει τα εσωτερικά βιώματα του ανθρώπου.
Για τον Καζαντζάκη οι υπάρχουσες λέξεις ήταν λίγες, οι εκφράσεις φτωχές, ο συνειρμός των ιδεών νωθρός. Θέλησε να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει με τα ίδια δομικά υλικά ένα νέο εκφραστικό μέσο ‒ μια άλλη γλώσσα πιο δυνατή και πιο ικανή να αποδώσει τις ιδέες του. Προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα της έκφρασης των ιδεών του, κατέφυγε «σε ό,τι καλύτερο, βαθύτερο έχει η ράτσα μας, στη δημοτική γλώσσα, τη μεγάλη αρχόντισσά μας και δροσερή συνάμα παρθένα χωριατοπούλα μας», αναφέρει, «γλώσσα μορφωτική της καρδιάς και του νου, τη γλώσσα της μητέρας, που είναι μέσα στο αίμα και στην ψυχή μας και που μόνη μπορεί να μας συγκινήσει και να ξυπνήσει μέσα μας τις μεγάλες ορμές της φυλής μας».
Δίνοντας διέξοδο στην εσωτερική του ανάγκη να διατυπώσει τις σκέψεις, τις ιδέες, τις αγωνίες, τις ανάγκες, τα συναισθήματα και το όραμά του για τον κόσμο, καταδύθηκε σε όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα και προπάντων στο απαράμιλλο σε πλούτο και λογοτεχνική καλλιέργεια ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του της Κρήτης, καθώς επίσης και σε ό,τι λαμπρότερο έχει αποθησαυρίσει η λογοτεχνική μας κοινή γλώσσα, αλλά και πέρα από αυτά σε ολόκληρο τον άπλαστο ακόμη κόσμο των γλωσσοπλαστικών δυνατοτήτων της νεοελληνικής.
Ο Ιωάννης Κακριδής, στη μελέτη του Η μετάφραση της Ιλιάδας, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το 1956, αναφέρεται στην ξεχωριστή γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο και τον Καζαντζάκη κατά τη μετάφραση της ομηρικής Ιλιάδας˙ η άποψη που εκφράζει μας ενδιαφέρει, διότι εν πολλοίς ερμηνεύει τη συνολική στάση του Καζαντζάκη απέναντι στη γλώσσα˙ σημειώνει ο Κακριδής: «Όταν γυρεύεις νʼ αποφύγεις τη γλώσσα της αγοράς και φυσικά δεν μπορείς να πλάσεις μια δική σου αποξαρχής γλώσσα ικανή να σε εκφράσει, πού αλλού θα καταφύγεις, αν όχι στον παλαιότερο γλωσσικό θησαυρό του λαού σου, στα διαλεχτικά στοιχεία και στους ‒κατανοητούς κατά κάποιον τρόπο‒ νεολογισμούς; Σε κάθε γλώσσα τα αρχαϊκά και τα ιδιωματικά δάνεια και οι νεολογισμοί εκπληρώνουν όλα τα αιτήματα της ποιητικής λέξης: είναι στοιχεία άτριφτα, ασυνήθιστα, όχι με το πρώτο άκουσμα κατανοητά και γιʼ αυτό φορτισμένα συναισθηματικά. Πρόσθετο συναισθηματικό βάρος παίρνουν τα αρχαϊκά στοιχεία, όταν είναι δανεισμένα από πιο παλιά, ποιητικά πάλι κείμενα».
Σε άλλο σημείο της ίδιας μελέτης ο Κακριδής κάνει αναφορά στις ασυνήθιστες λέξεις ενός κειμένου (ασυνήθιστες είτε στον σχηματισμό τους είτε στη σημασία τους), τις λέξεις που ο αναγνώστης δεν τις καταλαβαίνει αμέσως, γιατί δεν τις χρησιμοποιεί στην ομιλία του. Ο Κακριδής υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης, στην προσπάθειά του να κατανοήσει καθεμία από αυτές τις ασυνήθιστες λέξεις, εντείνει την προσοχή και τη φαντασία του, με αποτέλεσμα πιο πολύ να ευχαριστιέται παρά να δυσαρεστείται˙ κι αυτό γιατί όσο ευκολότερα κατανοητή είναι μια λέξη, όσο κανονικότερος ο σχηματισμός της, τόσο λιγότερο κατάλληλη είναι να ερεθίσει τη φαντασία του, τόσο πιο απογυμνωμένη είναι από συναισθηματικό χρώμα. Αντίθετα, η ασυνήθιστη λέξη θα του κινήσει περισσότερο τη φαντασία, θα του αναστήσει το νόημα εντονότερα, θα προκαλέσει στην ψυχή του βαθύτερη χαρά και αν είναι «εραστής» του ελληνικού λόγου, θα σταθεί ώρα πολλή με θαυμασμό σε καθεμιά φράση και θα γυρέψει να ξαναζωντανέψει όλα τα κινήματα της λαϊκής ψυχής που οδήγησαν στη δημιουργία της, καταλήγει ο Κακριδής.
Ο Καζαντζάκης εξαρχής απέφυγε τη χρήση της κοινής χιλιοειπωμένης λέξης και συστηματικά προτίμησε γλωσσικούς τύπους σπάνιους και απροσδόκητους ως πιο έντονα εκφραστικούς με σκοπό να επιτύχει μεγαλύτερη έμφαση αλλά και να δώσει ξεχωριστή φωνή στη σκέψη του. Από άπειρη αγάπη για τη νεοελληνική γλώσσα διέσωσε δεκάδες σπάνιες, άγνωστες ελληνικές λέξεις και μας τις προσέφερε θερμές, ζωντανές, όπως έζησαν στο στόμα του λαού. «Σε μια τόσο βιαστική και άναντρη εποχή όπου αφήνουν και τα πρωτοπαλλήκαρα ακόμη αδιαφέντευτη την εξαίσια γλώσσα μας, προσπάθησα όσο μπορούσα με έρωτα κι αγώνα και μεγάλη προσοχή να περιμαζέψω τα σκορπισμένα μέλη της και να της δώσω όση πνοή μπορούσα», ομολογεί στην Καθημερινή το 1939.
Πρόθεσή του ήταν να σοδιάσει όλο τον πλούτο της δημοτικής, γιʼ αυτό στα διαλείμματα της δημιουργικής του πράξης θησαύριζε λέξεις, γνώσεις, εκφραστικούς τρόπους από τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα. Ο πλούσιος γλωσσικός θησαυρός που είναι συσσωρευμένος στα έργα του προέρχεται από όλες τις ελληνικές γωνιές, από πολυάριθμα λαϊκά κείμενα, από τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, παραδόσεις του Μοριά, της Κύπρου, του Πόντου, της Ρούμελης, από βυζαντινά κείμενα και τραγούδια, από την κρητική προφορική παράδοση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Πίσω από κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης ζει και αναπνέει ένας κόσμος ζεστός, αισθητός, χειροπιαστός, ένας κόσμος ελληνικός.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και σε πολλά νησιά της και με μεγάλη αγάπη και φροντίδα συγκέντρωσε σημειωματάρια ολόκληρα γεμάτα λέξεις από κάθε περιοχή, ώσπου ετοίμασε ένα ογκώδες λεξικό της δημοτικής, που όμως κανένας εκδότης δεν τόλμησε να το εκδώσει, τονίζει ο μεταφραστής του στην αγγλική γλώσσα Kimon Friar.
«Να γυρίζεις την Ελλάδα με τεντωμένο το αφτί, νʼ ακούς από το στόμα του λαού τη λέξη την παρθένα ακόμα, χιλιάδες χρόνια αμουντζάλωτη από το μελάνι, και να την παίρνεις μαζί σου, όπως κλέφτουμε τη γυναίκα που αγαπούμε, με κουρσάρικη αναγάλλια! Να σκαρφαλώνεις βουνά, να πεινάς, να διψάς, να ʼσαι κατάκοπος, και ξαφνικά να τα ξεχνάς όλα, γιατί αντάμωσες ένα βοσκό και σε φίλεψε μιαν άγνωστη «περίλαμπρη» λέξη! Μονάχα όποιος αγαπάει τη δημοτική μας γλώσσα με τόσο πάθος νιώθει πως δεν πειράζει που γεννήθηκε, δεν πειράζει πως παλεύει χωρίς βοήθεια μέσα στην αμάθεια, την τεμπελιά και την αδιαφορία της ράτσας του. "Οὐ νέμεσις τοιῇδε ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν"». (από το Ταξιδεύοντας - Αγγλία)
Η εποχή που ζει και δημιουργεί ο Καζαντζάκης είναι περίοδος έντονων γλωσσικών αγώνων, η δημοτική δέχεται οξύτατη επίθεση και ο δημιουργός μας την υπερασπίζεται με πάθος και αδιαλλαξία. Σε κείμενό του το 1914 που δημοσιεύεται στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου» αναπτύσσει την άποψή του για το γλωσσικό ζήτημα της εποχής παίρνοντας θέση υπέρ της δημοτικής γλώσσας˙ παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Οι δασκάλοι λένε: "Τίποτα ωραιότερο από τα έργα των προγόνων μας. Η γλώσσα τους, η φιλολογία τους, η τέχνη, όλα τους είναι τέλεια. Ό,τι έχομε εμείς σήμερα, γλώσσα, φιλολογία, τέχνη, είναι χυδαίο και βάρβαρο. Και πρέπει να πετάξομε πέρα και να γυρίσομε πίσω αντιγράφοντας τους προγόνους". Εμείς λέμε: "Τίποτα ωραιότερο από τα έργα των προγόνων μας. Η γλώσσα τους, η φιλολογία τους, η τέχνη, όλα τους είναι τέλεια. Κι έχομε μεγάλο καθήκον, γιατί φέρνομε μεγάλο όνομα και πρέπει διπλά από τους άλλους λαούς να εργαστούμε, για να κάμομε κάτι τι αντάξιο των προγόνων. Γιατί η ζωή πηγαίνει μπροστά και ποτέ δε γυρίζει πίσω. Και γιʼ αυτό να τους αντιγράψομε και να τους παπαγαλίζομε, ούτε δυνατόν είναι, ούτε και πρέπει. Δεν είναι δυνατό, γιατί νόμος φυσικός είναι όλα νʼ αλλάζουν με τον καιρό και κάθε εποχή να ʼχει δική της εξέλιξη και στη γλώσσα και στη φιλολογία και στην τέχνη. Ούτε και πρέπει, γιατί αν έχομε φιλοτιμία, πρέπει κάτι κι εμείς δικό μας να κάμομε συνεχίζοντας κι όχι αντιγράφοντας το έργο των προγόνων". Συγκρίνετε τώρα. Και πέστε ποιος καλύτερα αντιλαμβάνεται, εμείς ή οι δασκάλοι, τα καθήκοντα που μας επιβάλλει το μεγάλο όνομα που φέρνομε;».
Ο Καζαντζάκης μεθάει από τη γλώσσα του λαού, η οποία ερεθίζει και τέρπει τη φαντασία του με την παραστατική της δύναμη, κάνει φανερή την ενιαία φύση του Έλληνα και αποκαλύπτει την ψυχή του λαϊκού πολιτισμού. «Να μιλάς τη γλώσσα της μάνας σου μπορεί να ʼχει ανυπολόγιστη επίδραση στο φωτισμό και στο ξεσκλάβωμα της ψυχής σου. Γιατί νιώθοντας με ακρίβεια τη σημασία που έχουν τα λόγια, προσπαθείς να χρησιμοποιείς εκείνα μονάχα που ταιριάζουν. Κι έτσι ξεσκαλίζεις βαθύτερα την ψυχή σου και ξεσκαλίζοντάς την τη φωτίζεις και δίνεις νόημα και στις πιο δυσκολοξεδιάλυτες κρυφές σου επιθυμίες. Τι θα πει: τους δίνεις νόημα; Τις ανεβάζεις από το σκοτεινό ανώνυμο πλήθος, τις ξεχωρίζεις από τις παρόμοιές τους, τους δίνεις σώμα, δεν μπορούν πια να χαθούν στην αοριστία, τις σώζεις. Και σώζοντάς τις, σώζεις σιγά σιγά και λευτερώνεις την ψυχή σου» (από το Ταξιδεύοντας - Αγγλία).
Στην Αναφορά στον Γκρέκο κάνει λόγο για λέξεις - σύμβολα που συνειρμικά πυροδοτούν τη φαντασία του και ανακινούν από το παρελθόν μνήμες και βιώματα που έχουν στιγματίσει τη ζωή του ανεξίτηλα: «Έγραψα τη λέξη σφαγή και σηκώθηκε η τρίχα μου˙ γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη και πόδια που κλοτσούσαν τις πόρτες και πρόσωπα φριχτά που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι˙ κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες γονατιστοί γέμιζαν το τουφέκι. Και μερικές άλλες λέξες, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ και δάκρυο κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός˙ οι λέξες: ελευτερία, Άι-Μηνάς, Χριστός, επανάσταση...». «Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει˙ γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξες, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη˙ για να βρεις τι θέλει να πει, πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει».
Αυτή, ακριβώς, η εξομοίωση της λέξης με οβίδα, που μόνον όταν εκρήγνυται απελευθερώνει τη φυλακισμένη μέσα της ψυχή (του δημιουργού), καταδεικνύει την ιδεολογική θέση του Καζαντζάκη και κατά συνέπεια την ενσυνείδητη στάση του απέναντι στη γλώσσα ως εκφραστικό όργανο της τέχνης του.
Από ένα ταξίδι του στη Σπάρτη μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό που έχει ως θέμα την ανεπανόρθωτη απώλεια μιας λέξης: «Είχαμε σταματήσει με το Σικελιανό απέξω από τη Σπάρτη. Είχε πάρει το μάτι μας ένα παράξενο λουλούδι απάνω σʼ ένα φράχτη και καθίσαμε να το κόψουμε. Τα παιδιά μαζώχτηκαν γύρα μας.
-Πώς το λεν αυτό το λουλούδι; ρωτούμε.
Κανένας δεν ήξερε. Τότε πετιέται ένα μελαχρινό αγοράκι:
-Η θεια το Λενιό θα ξέρει! είπε.
-Πήγαινε να τη φωνάξεις! του λέμε.
Το αγοράκι έτρεξε προς την πολιτεία κι εμείς περιμέναμε κρατώντας το λουλούδι. Το καμαρώναμε, το μυρίζαμε, μα ήμαστε ανυπόμονοι, λαχταρίζαμε τη λέξη. Και να, σε λίγο το παιδί έφτασε.
-Η θεια το Λενιό, είπε, πέθανε προχτές.
Η καρδιά μας σφίχτηκε. Νιώσαμε πως είχε πεθάνει μια λέξη˙ πέθανε και δεν μπορεί κανένας πια να την τοποθετήσει σʼ ένα στίχο και να την κάμει αθάνατη. Τρομάξαμε. Ποτέ θάνατος δε μας φάνηκε τόσο ανεπανόρθωτος. Κι αφήκαμε το λουλούδι απάνω στο φράχτη, απλωτά, σαν πτώμα» (από το Ταξιδεύοντας - Ο Μοριάς).
Το 1945 σε επιστολή του στον Ιωάννη Κακριδή ομολογεί: «Τρελαίνουμαι για κάθε ζωντανή λέξη της δημοτικής, τη λυπούμαι, θέλω να την τοποθετήσω σʼ ένα κείμενο να μη χαθεί».
Ακριβώς έτσι λειτούργησε γλωσσικά ο Καζαντζάκης:
- Από απεριόριστη αγάπη για τη δημοτική, από ερωτική λατρεία για τη ζωντανή, άδολη γλώσσα της μάνας μας, τη γλώσσα της ζωής και γλώσσα της αλήθειας, όπως τη χαρακτήρισε ο Κωστής Παλαμάς, χρησιμοποίησε σε όλα τα έργα του το πολύ πλούσιο γλωσσικό υλικό που έκανε κτήμα του από την ανάγνωση και μελέτη παλαιότερων μνημείων της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από καταγραφές του λαϊκού προφορικού λόγου στις οποίες προέβαινε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του από άκρη σε άκρη της ελληνικής υπαίθρου (απευθείας από το στόμα χωρικών, βοσκών, ψαράδων, χειροτεχνών), αλλά και από υλικό που συγκέντρωναν για χάρη του φίλοι και γνωστοί του.
- Προέβη σε ανασύνθεση, αναδημιουργία και συχνά απρόβλεπτη χρήση κοινών ή λιγότερο κοινών λέξεων. Για τον Καζαντζάκη η λέξη ήταν ταυτόχρονα κυριολεξία, εικόνα και μεταφορά˙ μάλιστα, κυριολεκτούσε ακριβώς τη στιγμή που μετέφερε. Λέξεις που τις είχαμε συνηθίσει σε ορισμένους κύκλους σημασιών ξαφνικά μεταφέρονταν από τον Κρητικό διανοητή σε εντελώς διαφορετικούς και απροσδόκητους κύκλους με αποτέλεσμα η έκφραση να κερδίζει έτσι μιαν απίστευτη ζωντάνια.
- Επέδειξε σπάνια γλωσσοπλαστική ικανότητα, λεξιλογικό δημιουργικό οίστρο, ικανότητα να ανακαλύπτει και να δημιουργεί νέες λέξεις, νέες σημασίες, νέες εκφραστικές δυνατότητες.
Όλος αυτός ο ανεπανάληπτος γλωσσικός «πακτωλός» χωρίς προηγούμενο και φυσικά χωρίς συνέχεια που χρησιμοποίησε στα έργα του ο Καζαντζάκης εμπλούτισε από γλωσσική άποψη τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενίσχυσε την κοινή δημοτική, απέδειξε τις ευρείες εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας με τη γόνιμη αξιοποίηση του αστείρευτου πλούτου της λαϊκής προφορικής και γραπτής γλωσσικής παράδοσης και τη δημιουργία ενός εκτενούς λεξιλογίου λεπτής νοηματικής απόχρωσης και θαυμαστής παραστατικής δύναμης. Χάρη σε αυτή τη στάση του Καζαντζάκη μάς δίνεται η ευκαιρία να γευτούμε τη γοητεία της «κιβωτού», θα μπορούσαμε να πούμε, της νεοελληνικής λαϊκής γλώσσας, μας παρέχεται η δυνατότητα να απολαύσουμε το σφρίγος και την αρετή του ανεκτίμητου γλωσσικού θησαυρού της παλαιότερης προφορικής και γραπτής λαϊκής μας παράδοσης, που διέσωσε από την αφάνεια θηρεύοντάς τον από το στόμα απλών, αγνών ανθρώπων και στη συνέχεια διοχετεύοντάς τον με αγάπη και καλαισθησία στα λογοτεχνικά έργα του ο συγκεκριμένος πνευματικός δημιουργός.
Επιλογικά: Ο Καζαντζάκης επιδίωξε τη γλωσσική τελειότητα, επέμεινε χωρίς φειδώ κόπου στην εκφραστική αρτιότητα των έργων του, βασάνισε όσο λίγοι το πνεύμα και το σώμα του, με σκοπό να επιτύχει το πιο κατάλληλο ένδυμα με το οποίο θα έντυνε τα δημιουργήματά του˙ υπήρξε πολύ προσεκτικός στη χρήση της γλώσσας των έργων του και από τους ελάχιστους δημιουργούς που αναζήτησαν τη λέξη με τόσο φανατική προσήλωση και επιμονή, προκειμένου να της δώσει «αυθύπαρκτο νόημα και ολοκληρωμένη ζωή»˙ με τρόπο αξιοθαύμαστο σμίλεψε τη γλώσσα και το ύφος σε όλα τα λογοτεχνήματά του κι αυτό είναι που τον κατατάσσει στους ευάριθμους χαρισματικούς αριστοτέχνες του ωραίου λόγου διεθνώς. Το πνευματικό αποτύπωμά του είναι ιδιαίτερο, ενδιαφέρον, σημαντικό και μοναδικό˙ χάρη σε αυτόν και ύστερα από αυτόν πιστεύω ακράδαντα ότι η δημοτική γλώσσα, ο ελληνικός Λόγος και ο παγκόσμιος πνευματικός πολιτισμός έχουν κερδίσει σε ομορφιά, σε δύναμη και σε αρετή, όπως θα σημείωνε ο Ιωάννης Κακριδής.
[*] Εισήγηση στην εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Λέσβου για τα 140 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη, στις 18 Φεβρουαρίου 2023, στην Αίθουσα Τελετών του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.